Άρθρο Γνώμης του Αντιστρατήγου ε.α. Σταύρου Κουτρή* Υποψηφίου Ευρωβουλευτού με τη ΝΙΚΗ Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπερβολικά εξαρτημένη από εισ...
Άρθρο Γνώμης του Αντιστρατήγου ε.α. Σταύρου Κουτρή*
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπερβολικά εξαρτημένη από εισαγωγές ενέργειας, κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου, άρα και ευάλωτη, όπως έδειξε η αυξημένη αστάθεια της αγοράς ενέργειας των τελευταίων χρόνων, ειδικά μετά την 24η Φεβ 2022 και την 7η Οκτ 2023. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, ευθύνονται για ένα μεγάλο μέρος των αερίων θερμοκηπίου, παρά τον φιλόδοξο στόχο της ΕΕ για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Από την άλλη, η ευρωπαϊκή στροφή προς ένα σύστημα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι παραπάνω παθογένειες, είναι σημαντική, αλλά δεν μπορεί να είναι μονόδρομος για τη διασφάλιση βιώσιμου και ανεξάρτητου ενεργειακού εφοδιασμού.
Σήμερα, πάνω από το 20% της ενέργειας που καταναλώνει η ΕΕ προέρχεται από ΑΠΕ, ενώ σύμφωνα με την “Green Deal”, τέθηκε ο στόχος του 42,5-45% για το 2030.
Παράλληλα με τις ΑΠΕ, η Ευρώπη προωθεί επίσης τη μείωση κατανάλωσης ενέργειας κατά τουλάχιστον 11,7%, τα αέρια χαμηλών εκπομπών άνθρακα που παράγονται από βιομάζα όπως το βιομεθάνιο, αλλά κυρίως το υδρογόνο.
Προς το παρόν ωστόσο, το υδρογόνο αποτελεί μόνο το 2% του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ, με το 95% αυτού να παράγεται από ορυκτά καύσιμα, τα οποία απελευθερώνουν 70-100 εκατομμύρια τόνους C02 ετησίως. Οπότε, το μόνο είδος υδρογόνου που μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, είναι το πράσινο υδρογόνο, διότι κατά τη διαδικασία παραγωγής του (ηλεκτρόλυση του νερού με τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ) δεν εκπέμπονται αέρια του θερμοκηπίου.
Η μετάβαση βέβαια στο υδρογόνο και τις ΑΠΕ, είναι πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να πραγματοποιηθεί. Υπάρχουν πολλά θέματα που πρέπει να διευθετηθούν, όχι μόνο από τεχνικής, οργανωτικής, και οικονομικής απόψεως, αλλά και από απόψεως ελλείψεων και αδυναμιών.
Όσον αφορά στις ΑΠΕ, υφίστανται προβληματισμοί που οφείλονται στο ότι είναι διαλυπτόμενες (νύχτα, έλλειψη ανέμου κ.α), η παραγόμενη ενέργειά τους δεν μπορεί να αποθηκευτεί σε μεγάλες ποσότητες, έχουν μεγάλο κόστος κατασκευής, χαμηλή ενεργειακή πυκνότητα και υπάρχει έλλειψη πρώτων υλών για την κατασκευή των ιδίων αλλά και των απαιτούμενων συσσωρευτών. Είναι λοιπόν πρόδηλο, ότι μόνες τους οι ΑΠΕ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ενεργειακή επάρκεια, ούτε να εγγυηθούν την ενεργειακή ασφάλεια, ενώ απαιτείται ωρίμανση της τεχνολογίας για εξασφάλιση υψηλότερης απόδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζονται πόροι και χρόνος, για την εξέλιξή της.
Από τη άλλη, τα προβλήματα του υδρογόνου αφορούν στην αποτελεσματική και ασφαλή παραγωγή, αποθήκευση, διανομή, ακόμα και στην τελική του χρήση, αφού πρέπει να τηρούνται υψηλά στάνταρ υλικών, κανόνων χειρισμού, ασφάλειας και εκπαίδευσης. Πηγή ανησυχίας επίσης αποτελεί ο τριπλάσιος όγκος των εγκαταστάσεων, σε σχέση με αυτόν του φυσικού αερίου (Φ.Α), που απαιτείται για την αποθήκευσή του. Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό, τα χαρακτηριστικά του υδρογόνου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για λάθη, ενώ υφίστανται προκλήσεις ως προς την κλίμακα παραγωγής και την ανταγωνιστικότητα του πράσινου υδρογόνου, λόγω υψηλού κόστους παραγωγής του.
Όμως το σημαντικότερο όλων και εκεί που πρέπει να επικεντρώνεται το δικό μας ενδιαφέρον και προσπάθεια, είναι ότι η πράσινη μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που φυσικά είναι επιδιωκόμενη και από την Ελλάδα, πρέπει να συνοδευτεί από τη βελτίωση της πρόσβασης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών σε καθαρή, προσιτή και ασφαλή ενέργεια, αλλά παράλληλα και σε πιο ανθεκτική και βιώσιμη αγορά ενέργειας.
Ιδιαίτερα, σε οικονομίες όπως η ελληνική, θα πρέπει να διεκδικηθεί περισσότερος χρόνος και παροχή ισχυρών κινήτρων προσαρμογής, σε σχέση με αυτά που προβλέπουν οι στόχοι της ΕΕ, ώστε να επιτευχθεί ενίσχυση της ζήτησης, ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών και βελτίωση ενεργειακής απόδοσης, πράγμα που θα επιτρέψει να μειωθούν οι ενεργειακοί φόροι και τέλη, αλλά κυρίως θα δώσει τη δυνατότητα στον Έλληνα καταναλωτή να ανταποκριθεί στα κόστη αυτής της μετάβασης.
Η Ελλάδα εντωμεταξύ, είναι αναγκαίο να επενδύσει, αλλά και να προσελκύσει επενδύσεις ώστε να εκμεταλλευθεί η ίδια την ενέργεια από τις ΑΠΕ της και συγχρόνως να καταστεί σημαντικός παραγωγός πράσινου υδρογόνου και γενικότερα ενέργειας, με έργα που θα κατασκευάζονται μετά από έγκυρες και ακριβείς περιβαλλοντολογικές μελέτες και μελέτες σκοπιμότητας.
Ακόμη, είναι απαραίτητο να διεκδικηθεί, σε επίπεδο Ευρώπης, μια ολοκληρωμένη και ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, αλλά και ελευθερία στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων του κάθε κράτους, όπως του λιγνίτη που διαθέτει η Ελλάδα, αλλά και του πετρελαίου και φυσικού αερίου που μπορούν να αρχίσουν να εξορύσσονται στην επόμενη δεκαετία, ώστε να επωφελείται κάθε ευρωπαίος και κυρίως κάθε Έλληνας πολίτης από την πρόσβαση που θα έχει σε προσιτή και καθαρή ενέργεια, με ανάλογη εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών. Συγχρόνως δε, θα πρέπει να ελεγχθεί, να αξιολογηθεί και να πιστοποιηθεί κάθε εισαγωγή ενέργειας, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Επίσης, οι ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να σταματήσουν τις ολιγωρίες και να ασκήσουν σταθερή και σθεναρή πολιτική για ανακήρυξη ΑΟΖ, συνολικά και προς όλες τις κατευθύνσεις, που θα συνοδεύεται από συμφωνίες έρευνας και κατόπιν εξόρυξης των υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και ΦΑ) που ανήκουν στην Ελλάδα. Είναι επίσης αναγκαία η άμεση ενεργειακή διασύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας με τη νησιωτική, αλλά και η προώθηση της περαιτέρω διασύνδεσής της με την αδελφή Κύπρο και γειτονικά φιλικά κράτη (Αίγυπτο, Ιταλία, Βουλγαρία, κ.τ.λ), ώστε να επιτευχθεί αφενός δραστική μείωση του ενεργειακού κόστους και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, αφετέρου δε, έμπρακτη άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και σε δεύτερο χρόνο, μείωση των εισαγωγών ενέργειας και αύξηση επιρροής στα επωφελούμενα κράτη.
Εν κατακλείδι, η αξιοποίηση του ελληνικού δυναμικού, της τεχνογνωσίας και των ενεργειακών πόρων (υπαρχόντων και μελλοντικών), με ανάλογη προσαρμογή του ενεργειακού μείγματος, σύμφωνα με τους διατιθέμενους πόρους και αναδιάταξη των στόχων και των κινήτρων της ΕΕ, αλλά και η προαναφερόμενη ανακήρυξη ΑΟΖ συνοδευόμενη από ενεργειακή διασύνδεση, εκτός των άλλων θα βελτιώσει κατακόρυφα την ελληνική ενεργειακή επάρκεια, θα εξασφαλίσει τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, θα εγγυηθεί την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας και κατά συνέπεια την πρόσβαση επιχειρήσεων και καταναλωτών σε καθαρή και προσιτή ενέργεια.
* Ο Σταύρος Κουτρής, Αντιστράτηγος ε.α, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956 με καταγωγή από τον Πολιχνίτο Λέσβου. Συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε πρώτος το 1978.
Επιλέχθηκε από τις Ειδικές Δυνάμεις, φοίτησε στο σύνολο των προβλεπομένων Σχολείων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, εκπαιδεύτηκε ως Αλεξιπτωτιστής Ελευθέρας Πτώσεως και Υποβρύχιος Καταστροφέας (ΟΥΚ), υπηρέτησε σε μάχιμες μονάδες των Καταδρομών και του Πεζικού, αλλά και σε επιτελεία σε Ελλάδα και εξωτερικό (ΟΑΣΕ – Βιέννη, κ.α.). Διοίκησε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) και την 98 ΑΔΤΕ (επιπέδου Μεραρχίας)
Αποστρατεύθηκε το 2011 ως Αντιστράτηγος
Κατέχει Diploma και Μάστερ στην Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (University οf Essex), είναι απόφοιτος της Σχολής Αμύνης του ΝΑΤΟ (Ρώμη) και του Κέντρου Διπλωματικών και Στρατηγικών Σπουδών της Γαλλίας (CEDS).
Διετέλεσε διαλέκτης των Σχολών Εθνικής Αμύνης και Πολέμου και Πρόεδρος της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού (2020-23).
Είναι συνιδρυτής της εταιρείας «Advanced Battlefields Studies – Greece» και μέλος του «ΕΛ.ΙΣ.ΜΕ».
Τον Απρίλιο του 2024 αποδέχθηκε, με αίσθημα ευθύνης και διάθεση προσφοράς στην Πατρίδα και το Έθνος, πρόταση του Προέδρου του Κινήματος ΝΙΚΗ και συμπεριλήφθηκε στο Ευρωψηφοδέλτιο του.
Είναι παντρεμένος και πατέρας 2 υιών.