Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Μυργιώτης, Μαθηματικός Δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐξακριβωμένος ὁ τόπος γέννησης τοῦ Καραϊσκάκη. Ἀποτελεῖ σημεῖο διεκδίκησης ...
Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Μυργιώτης, Μαθηματικός
Δὲν εἶναι ἀπολύτως ἐξακριβωμένος ὁ τόπος γέννησης τοῦ Καραϊσκάκη. Ἀποτελεῖ σημεῖο διεκδίκησης καὶ διαμάχης. Τὸν θεωροῦν τέκνο τους τὸ χωριὸ Μαυρομμάτι Καρδίτσας ,καὶ ἡ Σκουληκαριὰ Ἄρτας. Ἡ ἐπιτροπὴ ποὺ συνέστησε τὸ Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν τὸ 1927, προκειμένου νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα τῆς γενέτειράς του, κατέληξε στὴν ἐπίσημη ἀναγόρευση τοῦ Μαυρομματίου ὡς γενέτειρας τοῦ Καραϊσκάκη. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ 1997, στὰ πλαίσια τοῦ σχεδίου Καποδίστριας, ἀποφασίστηκε νὰ δοθεῖ τὸ ὄνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στὸν νεοσύστατο δῆμο τοῦ νομοῦ Ἄρτας, στὸν ὁποῖο ὑπάγεται ἕως σήμερα ἡ Σκουληκαριὰ καὶ τὸ 2005 μὲ προεδρικὸ διάταγμα καθιερώθηκε ἐπίσημα στὴ Σκουληκαριὰ δημόσια ἑορτὴ τοπικῆς σημασίας, πρὸς τιμὴ τοῦ Καραϊσκάκη, ἐντείνοντας περαιτέρω τὴ διαμάχη ὡς πρὸς τὸν τόπο γέννησης τοῦ ἥρωα. Μᾶς θυμίζει σὲ παράφραση τὸ ἀρχαῖο: ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ, γενέτειρα.
Τὸ ἐπίθετο τοῦ ἥρωα εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὸ καρὰς (=μαῦρος, μελαμψὸς) καὶ τὸ οἰκογενειακὸ ὄνομα Ἴσκος. Γεννήθηκε τὸ 1782 καὶ ἦταν νόθος γιὸς τῆς Ζωῆς Διμισκῆ ἤ Ντιμισκῆ, ἀπὸ τὴ Σκουληκαριά, πρώτης ἐξαδέλφης τοῦ ἀρματολοῦ τῶν Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Ἡ μητέρα του, ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἔγινε καλόγρια (γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε ἡ προσωνυμία «ὁ γιὸς τῆς καλογριᾶς»). Γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ πατέρα του δὲν ὑπάρχει βεβαιότητα. Θεωρεῖται πιθανότερο ὅτι ἦταν ὁ ἀρματολὸς τοῦ Βάλτου Δημήτριος Ἴσκος ἤ Καραΐσκος, ἀπὸ φημισμένη οἰκογένεια σαρακατσανικῆς καταγωγῆς, ποὺ ἀνέδειξε πολλοὺς στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Τὰ παιδικά του χρόνια ἦταν δύσκολα λόγῳ τοῦ οἰκογενειακοῦ του ἱστορικοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἀναγκάστηκε νὰ ζεῖ μόνος χωρὶς τὴν ὑποστήριξη τῶν γονέων του.. Ἦταν φιλόνικος, βλάσφημος καὶ βωμολόχος, χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύσκολα παιδικά του χρόνια.
Σὲ νεαρὰ ἡλικία συνελήφθη ἀπὸ τὸν Ἀλὴ Πασὰ καὶ φυλακίστηκε. Ἐκεῖ ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα. Ἀκολούθησε στὴν ἐκστρατεία του κατὰ τοῦ περίφημου πασᾶ Πασβάνογλου στὸ Βιδίνιο τῆς Βουλγαρίας, φίλου τοῦ Ρήγα Φεραίου. Στὴν ἐκστρατεία ἐκείνη ὁ Καραϊσκάκης αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ Πασβάνογλου καὶ κρατήθηκε γιὰ κάποιο χρόνο. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ., μέχρι ποὺ λιποτάκτησε καὶ πῆγε στὸν Κατσαντώνη, ὅπως σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πὼς ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασὰς ρώτησε κάποτε τὸν Καραϊσκάκη τί θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: “Ἂν μὲ γνωρίζεις ἄξιο γιὰ ἀφέντη, κάνε με ἀφέντη, ἂν γιὰ δοῦλο, κάνε με δοῦλο, ἂν γιὰ τίποτα ρῖξε με στὴ λίμνη”.
Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820 πολιορκήθηκε ὁ Ἀλὴ Πασὰς ἀπὸ τὰ σουλτανικὰ στρατεύματα, ὁ Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του καὶ ἀγωνίστηκε ὑπέρ του. Ἀργότερα ὅμως προσχώρησε στοὺς πολιορκητές, ἀλλὰ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀπὸ αὐτούς. Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1821 προσπάθησε νὰ ἐξεγείρει σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων τὴν περιοχὴ τῆς Βόνιτσας, στὴν ἀρχὴ ἀνεπιτυχῶς, διότι οἱ προύχοντες τῆς περιοχῆς θεωροῦσαν πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλος ὁ καιρός. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Τζουμέρκα, ὅπου ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὶς ὅμορες ἐπαρχίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μακρυνόρος, ὅπου καὶ συμμετεῖχε ὁ ἴδιος στὶς γενόμενες ἐκεῖ συμπλοκές.
Ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φιλοδοξοῦσε νὰ γίνει κάποια μέρα καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τὸ κατόρθωσε πράγματι τὸ 1821 βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιαννάκη Ράγκο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Βαλτινούς, ἀναγνωρισμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς ὀθωμανικὲς ἀρχὲς τῆς Λάρισας. Κάτοχος πλέον τῶν Ἀγράφων, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγε νὰ προσβάλει τοὺς Τούρκους, ὑποκρινόμενος ὑποταγὴ στὸν Σουλτᾶνο. Τὸ 1822 ἦλθε σὲ ἔντονες προστριβὲς μὲ τὸν Γιαννάκη Ράγκο ποὺ ἀξίωνε καὶ αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τῶν Ἀγράφων. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα (Νοέμβριος 1822) ὁ Καραϊσκάκης εἰδοποίησε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τὸν γέροντα Πανουργιὰ «ὅτι διαπραγματεύθηκε προσωρινὰ μὲ τοὺς Τούρκους νὰ ἀρχηγέψει στὰ Ἄγραφα καὶ ἔτσι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔλθουν», ἐνῷ «τὰ “δικαιώματα” θὰ τὰ ἔστελνε ὁ ἴδιος σ’ ἐκείνους». Ἔτσι ἑνωμένοι ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς Στορνάρη καὶ Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σὲ συμφωνία μὲ τὸν Βαλὴ τῆς Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο καὶ περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκστρατειῶν του κατὰ τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Δράμαλη. Καὶ “ἂν χρειάζονται στρατιωτικὴ βοήθεια νὰ τοὺς πέμψει” ἔγραφε τότε ὁ Καραϊσκάκης. Μετὰ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιουταχῆ χρειάστηκε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο νὰ μετακινηθεῖ διερχόμενο ἀπὸ τὰ Ἄγραφα. Τοῦ στρατοῦ αὐτοῦ ἡγοῦνταν οἱ Ἰσμαὴλ Πασὰς Πλιάσσας, Ἰσμαὴλ Χατζὴ Μπέντου καὶ Ἄγο Βασιάρη. Ὁ Καραϊσκάκης προκατέλαβε μὲ χίλιους περίπου ἄνδρες τὴν διάβαση κοντὰ στὸν Ἅγιο Βλάση (Σολοβάκο) καὶ ἀνάγκασε τοὺς ἐχθρούς, νὰ ὀπισθοχωρήσουν στὸ Ἀγρίνιο, μετὰ ἀπὸ πεισματώδη μάχη. Ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἄγραφα καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰθάκη προκειμένου νὰ συναντήσει ἔμπειρους γιατροὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς φυματίωσης, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Οἱ γιατροὶ λίγες ἐλπίδες ζωῆς ἔδωσαν στὸν ἥρωα καὶ τοῦ συνέστησαν νὰ μείνει στὸ νησί.
Ὁ Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τὴ Ρούμελη καὶ τὰ Ἄγραφα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἰθάκη στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησε ἐπίμονα νὰ διορισθεῖ ἀρχηγὸς τῶν ἑλληνικῶν πλέον ὅπλων τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος δὲν δέχθηκε. Οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ὑπέρ του. Συμβαίνουν ἐπεισόδια μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν τους καὶ ὁ Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τὸν Καραϊσκάκη μετὰ ἀπὸ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὰ Γιάννενα, ὅτι: “ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς εἶχε στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ παραδώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό”. Ἔτσι διόρισε ἐπιτροπὴ προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν “ἀποκάλυψη προδοσίας”. Στὶς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε ἡ παραπάνω ἐπιτροπὴ καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1824 (σὲ 3 μέρες) ἐκδόθηκε προκήρυξη τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Καραϊσκάκη. Ἡ ἐπιτροπὴ κρίνει τὸν Καραϊσκάκη ἔνοχο «ἐσχάτης προδοσίας» ἄνευ δίκης καὶ στερήθηκε ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ τῶν ἀξιωμάτων του καὶ διατάχθηκε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό. Ἔτσι στὶς 3 Μαΐου 1824 (ἀνήμερα τῆς ἔκδοσης τῆς προκήρυξης) ὁ Καραϊσκάκης μὲ πολλοὺς ὀπαδούς του ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἐπιχειρώντας ἀνεπιτυχῶς νὰ καταλάβει τὰ Ἄγραφα μετέβη στὸ Καρπενήσι. Στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ζήτησε ἐγγράφως συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἀ. Μαυροκορδάτο, ποὺ ὅμως δὲν εἰσακούσθηκε. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1824 κατέφυγε στὸ Ναύπλιο, ὅπου ἡ Κυβέρνηση τοῦ ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ τὰ ἀξιώματά του. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του ὁ Καραϊσκάκης διατάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση νὰ ἐκστρατεύσει στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἐπικεφαλῆς 300 μισθοφόρων. Ἐπίσης, χωρίσθηκε καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων σὲ δύο τμήματα καὶ τὸ ἀνατολικὸ ἀποδόθηκε στὸν Καραϊσκάκη. Ἔτσι κοντὰ στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) συγκροτήθηκε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ στρατόπεδο, ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γενικὴ ἐκτίμηση τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐκλέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους “στρατοπεδάρχης ἀπολύτου ἐξουσίας”. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ 2ου ἐμφυλίου πολέμου ὁ Κωλέττης ἐνίσχυσε τὸν Καραϊσκάκη καὶ μὲ ἄλλους πολλοὺς Στερεοελλαδίτες ἀπὸ τὸ Μωριὰ καὶ τὴ Ρούμελη, ἐφοδιάζοντάς τον μὲ χρήματα, τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικό.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μαΐου τοῦ 1825 ὁ Καραϊσκάκης ἐπανέρχεται στὴ Στερεὰ καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ βρίσκεται σὲ πλήρη δράση διορισμένος ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐκτὸς Μεσολογγίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων.Ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ τὸν Τζαβέλλα κατέστρωσαν μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης ἀπὸ ξηρᾶς ὅλων τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, σὲ συνεννόηση πάντα μὲ τοὺς πολιορκημένους. Τὸ περίφημο ἐκεῖνο σχέδιο ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖται τμηματικὰ ἀπὸ τὶς 21 μέχρι 25 Ἰουλίου 1825 χωρὶς ὅμως νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπέφερε ὅμως διακοπὴ τῆς πολιορκίας.
Στὶς 17 Ἰουνίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς μαχητὲς ἔφτασε στὸ Ναύπλιο. Ἡ Ἐπανάσταση ἤδη στὴ Δυτικὴ Στερεὰ εἶχε σβήσει καὶ στὴν Ἀνατολικὴ μόνο ἡ Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Κάζα καὶ τὰ Δερβενοχώρια κατέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Α. Ζαΐμης, πρόεδρος τῆς νεοπαγοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, θεώρησε τὸν “Γιὸ τῆς Καλογριᾶς” ὡς τὸν ἀξιώτερο στρατιωτικὸ γιὰ τὴν γενικὴ ἀρχιστρατηγία καὶ τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἀρχιστράτηγο, παρότι εἶχε παλαιότερα κατατρεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ εἶχε ὑποστεῖ λεηλασία τῆς οἰκίας του. Στὶς 19 Ἰουλίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης ἐπικεφαλῆς 680 περίπου ἀνδρῶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν Στερεά, στὴν ὁποία εἶχε εἰσβάλει ὁ Ὀμὲρ Πασὰς (τῆς Καρύστου) καὶ ὁ Κιουταχὴς (ἀπὸ Θήβα). Πολὺ σύντομα ὁ Κιουταχής, λόγῳ τῆς στρατιωτικῆς δεινότητας τοῦ Καραϊσκάκη, βρέθηκε ἀπὸ πολιορκῶν σὲ θέση πολιορκούμενου. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στὴν Ἐλευσίνα γενικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο. Στὶς 5-7 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπῆλθε ἡ πρώτη ἁψιμαχία στὸ Χαϊδάρι, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν κι ἄλλες, φοβούμενος ὁ Κιουταχὴς τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἀπὸ τὰ κυκλωτικὰ πάντα σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη. Στὶς ἁψιμαχίες ἐκεῖνες ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Φαβιέρος διαφώνησαν περὶ τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου. Ὅταν ὅμως ὁ Κιουταχὴς κατέλαβε τὴν κάτω πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἐνίσχυσε τὴν φρουρὰ τῆς Ἀκρόπολης μὲ περιορισμένο σῶμα ὑπὸ τὸν Κριεζώτη ποὺ κατάφερε καὶ εἰσῆλθε στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1826. Τὸν ἴδιο μήνα καὶ 15 μέρες μετὰ (25 Ὀκτωβρίου) ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στὴ Βοιωτία, στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴ Φωκίδα, ἀπ’ ὅπου καὶ ἀπέκοψε τὶς τουρκικὲς ἐφοδιοπομπές, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Τούρκων.
Προχωρώντας στὴ συνέχεια στὴν πολιορκία τῶν πύργων τῆς Δόμβραινας, διέταξε νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ προσβολὴ τῶν Τούρκων ποὺ βρίσκονταν στὴν πεδιάδα τοῦ χωριοῦ (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετὰ μετέφερε τὸ στρατόπεδό του ἀπὸ τὴ Δόμβραινα καὶ τὴν Κεκόση στὴ Μονὴ Δομποῦ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Ὅσιου Λουκᾶ καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στὸ Δίστομο, ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὶς ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Τὶς κυκλωτικὲς αὐτὲς κινήσεις ἀντελήφθη γρήγορα ὁ Κιουταχὴς καὶ εἰδοποιεῖ νὰ σπεύσουν σὲ βοήθειά του ὁ Μουστάμπεης ἀπὸ τὴν Ἀταλάντη καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης ποὺ βρισκόταν νοτιότερα. Αὐτοὶ ἑνώνοντας τὶς δυνάμεις τους ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὰ νῶτα τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ἀκρόπολη.
Στὶς 18 Νοεμβρίου 1826 ὁ ἐπικεφαλῆς τῶν τουρκαλβανικῶν σωμάτων Μουσταμπέης στρατοπέδευσε στὴ Δαύλεια, δίπλα στὴ Μονὴ τῆς Ἱερουσαλήμ, προκειμένου νὰ διανυκτερεύσει, προτιθέμενος τὴν ἑπομένη νὰ φθάσει στὴν Ἄμφισσα μέσῳ Ἀράχωβας. Ὁ Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τὶς κινήσεις καὶ τὶς προθέσεις αὐτές, τὴν νύκτα τῆς 18ης πρὸς 19η Νοεμβρίου, ἔσπευσε μὲ 560 ἄνδρες καὶ προκατέλαβε τὴν Ἀράχωβα, τὴν ὁποία ὀχύρωσε μὲ τὴν ἀμέριστη βοήθεια τῶν κατοίκων. Στὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν (19-24) οἱ μάχες ποὺ δόθηκαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἀράχωβας ὑπῆρξαν συντριπτικὲς γιὰ τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ 2.000 ποὺ ἦταν, μόλις ποὺ διασώθηκαν περὶ τοὺς 300. Στὶς μάχες ἐκεῖνες σκοτώθηκαν καὶ τέσσερις Τοῦρκοι ἀρχηγοὶ σωμάτων: ὁ Μουστάμπεης, ὁ ἀδελφός του Καριοφίλμπεης, ὁ Ἐλζάμπεης καθὼς καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης. Δυτικὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ἀράχωβας, στὸ τέλος τῶν μαχῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε πυραμίδα ἀπὸ 1.500 κεφάλια Τουρκαλβανῶν στρατιωτῶν.
Στὴ συνέχεια, προβλέποντας πὼς ὁ Κιουταχὴς δὲν θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν πολιορκία χωρὶς ἀνεφοδιασμό, συνέχισε τὶς ἐκκαθαρίσεις τῶν περιοχῶν τῆς Στερεᾶς. Ἀρχὲς Δεκεμβρίου εἰσῆλθε στὸ Τουρκοχώρι, τὸ ὁποῖο καὶ κατέλαβε ἐνῷ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια σκότωσε τὸν Μεχμὲτ Πασά, τὰ δὲ λείψανα τοῦ στρατοῦ ἐκείνου τὰ κατεδίωξε στὴν Βουδουνίτσα. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου 1827 ἀνάγκασε καὶ τὸν Ὀμὲρ Πασὰ τῆς Εὔβοιας ποὺ εἶχε σπεύσει ἐναντίον του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ ἀγώνα καὶ νὰ ἐπιστρέψει νικημένος στὴν ἕδρα του.
Στὶς 23 Φεβρουαρίου 1827 ὁ Καραϊσκάκης ἐπιστρέφει στὴν Ἐλευσίνα, ἀφοῦ εἶχε ἐλευθερώσει ὅλη τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἐκτὸς τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βόνιτσας καὶ τῆς Ναυπάκτου.
Ὅταν ὁ Ἀρχιστράτηγος Καραϊσκάκης ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, ἔχοντας χίλιους περίπου ἄνδρες, στὴν Ἐλευσίνα, μετέφερε τὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι, στὰ ὑψώματα τοῦ ὁποίου ἔκτισε “ταμπούρια” (μικρὲς ὀχυρώσεις), ὅπου ἐπανειλημμένα δέχθηκε ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ἰδιαίτερα στὶς 4 Μαρτίου 1827. Τὸν ἴδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Γενναῖο Κολοκοτρώνη, τοὺς Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ἄ. ὁπλαρχηγοὺς ἔφθασαν σὲ ἐπικουρία τοῦ Ἀρχιστρατήγου.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1827 προσῆλθαν καὶ οἱ διορισμένοι ἀπὸ τὴ Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ὡς “στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων” καὶ Τσώρτς, ὡς “διευθυντὴς χερσαίων δυνάμεων”, προκειμένου νὰ συνδράμουν τὸν Ἀγῶνα. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ξένους ὁ Καραϊσκάκης βαθμιαία περιῆλθε σὲ ἔριδες, τόσο γιὰ τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὀργάνωση γιὰ τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Διότι προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν τακτικὲς ὀργανωμένου στρατοῦ ἀγνοώντας τὶς τακτικὲς τῶν Ἑλλήνων, τὴν ψυχολογία τους, ἀλλὰ καὶ τὶς μορφολογικὲς δυνατότητες τῆς περιοχῆς. Ἔτσι ἡ ἀνάμιξη αὐτῶν στὶς πολεμικὲς ἐνέργειες μὲ ταυτόχρονες διαταγὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου παρέλυσαν τὶς διαταγὲς τοῦ Καραϊσκάκη.
Αὐτὸ ὁδήγησε τὸν Ἀρχιστράτηγο νὰ ἐπεμβαίνει προσωπικὰ μέχρι αὐτοθυσίας σὲ ὅλες τὶς συμπλοκές, ἀκόμη καὶ τὶς μικρότερες. Αὐτὸ τὸ ἀντελήφθη ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ ὁποῖος καὶ διαμήνυσε στὸν Καραϊσκάκη νὰ ἀποφεύγει τὶς ἄσκοπες ἁψιμαχίες καὶ ἀκροβολισμούς, γιὰ νὰ μὴ φονεύονται καὶ ὁπλαρχηγοί, τοὺς ὁποίους “κυνηγᾶ τὸ βόλι”. Ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ τόνιζε μάλιστα ὅτι εἶναι ἀνάγκη “νὰ σώσει τὸν ἑαυτόν του, γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ ἡ πατρίδα”. Ὁ Καραϊσκάκης ὅμως ἔχοντας ἀτίθασο χαρακτῆρα, παρὰ τὶς συστάσεις καὶ παρὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του ἀποφάσισε νὰ ἀνακόψει τοὺς ἀκροβολισμοὺς τῶν Τούρκων.
Ἡ ἐπιχείρηση ὁρίσθηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὴ νύκτα τῆς 22ας πρὸς τὴν 23η Ἀπριλίου 1827, ἔχοντας συμφωνήσει κανεὶς νὰ μὴ ξεκινήσει ἄκαιρα τοὺς πυροβολισμοὺς πρὶν δοθεῖ τὸ σύνθημα γιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἀπὸ ἕνα Κρητικὸ ὀχύρωμα. Οἱ Κρητικοὶ προκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν οἱ ἐχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ὁ Καραϊσκάκης, παρότι ἄρρωστος βαριά, ἔφτασε στὸν τόπο τῆς συμπλοκῆς. Ἐκεῖ μία σφαῖρα τὸν τραυμάτισε θανάσιμα στὸ ὑπογάστριο. Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀνέλαβαν τὴν περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πὼς θὰ πέθαινε. Ὁ ἥρωας μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὑπαγόρευσε τὴ διαθήκη του ποὺ ἰδιόχειρα ὑπέγραψε. Ἡ τελευταία κουβέντα ποὺ εἶπε στοὺς συμπολεμιστές του, κατὰ τὸν στρατηγὸ Μακρυγιάννη ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε, ἦταν “Ἐγὼ πεθαίνω. Ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν Πατρίδα”. Τὴν ἑπομένη στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 ὁ Ἀρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπέκυψε στὸ θανατηφόρο τραῦμα του μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κερατσίνι, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Ἡ σορός του μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἐτάφη καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη “κάθισε σταυροπόδι” καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γυναίκα.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη ἀνέλαβαν ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσώρτς τὴν διοίκηση τῆς διεξαγωγῆς τῆς μάχης στὴ πεδιάδα τοῦ Φαλήρου, ὅπου καὶ ἀκολούθησε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τοῦ Ἀνάλατου, στὴ σημερινὴ περιοχὴ Φλοίσβου (Φαλήρου), ὅπου εἶχαν οἱ Τοῦρκοι παρασύρει τοὺς Ἕλληνες, μέχρι ποὺ τοὺς περικύκλωσαν. Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἡ ἀνακατάληψή της καὶ ἡ διάλυση καὶ τοῦ στρατοπέδου τοῦ Κερατσινίου. Ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του (1835) ἔγινε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα στὸν Πειραιά, προκειμένου νὰ ταφοῦν ὁριστικὰ στὸ σημεῖο ποὺ ἔπεσε καὶ ὅπου ἤδη εἶχε ἀνεγερθεῖ τὸ μνημεῖο του. Μαζὶ μὲ τὰ ὀστᾶ τοῦ Καραϊσκάκη, στὸ ἴδιο μέρος καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίσημη τελετή, ὅπου παρέστησαν ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν, στρατιωτικῶν καὶ δικαστικῶν ἀρχῶν, ἐνταφιάστηκαν τὰ ἀντίστοιχα λείψανα τῶν ὑπολοίπων Ἑλλήνων καὶ φιλελλήνων ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ ὑπερασπιζόμενοι τὴν πόλη τῆς Ἀθήνας. Ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς Ὄθωνας ἀπότισε φόρο τιμῆς στὸ νεκρὸ τοῦ Καραϊσκάκη, ἐναποθέτοντας πάνω στὴ λάρνακά του τὸ Παράσημο τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος ἀνώτερου βαθμοῦ, τὸ ὁποῖον ἔφερε, ἐνῷ ἀνέλαβε καὶ τὴν κηδεμονία τῶν θυγατέρων τοῦ πεσόντα ἥρωα.
Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν γνωστὸς γιὰ τὶς βωμολοχίες ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἀδιακρίτως· ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ τὸν ἴδιο. Ἰδιαίτερα τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης οἱ ὕβρεις ποὺ ἐκτόξευε ἐναντίον τῶν στρατιωτικῶν του ἀντιπάλων, τῶν Μουσουλμάνων ἐκπροσώπων τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, δήλωναν τὴν ἀνατροπὴ τῆς μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας ποὺ βασιζόταν στὴν ἀνωτερότητα τῶν Μουσουλμάνων ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν ζιμμήδων, καὶ τὸ αἴσθημα ἀνωτερότητας ποὺ ἡ ἐθνικὴ ἰδέα καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴν Ἐπανάσταση χάριζαν στοὺς πολεμιστὲς ἀπέναντι στοὺς μέχρι πρότινος κοινωνικὰ ἀνώτερούς τους ἀντιπάλους τους.
.