τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ Ἀπό τόν 6 ο αἰώνα ἡ ἀπεικόνισις τοῦ θείου καί ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων εἶχε γίνει κάτι τό φυσι...
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Ἀπό τόν 6ο αἰώνα ἡ ἀπεικόνισις τοῦ θείου καί ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων εἶχε γίνει κάτι τό φυσιολογικό στόν πληθυσμό τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀντικαταστήσει τούς θεούς μέ τούς ἁγίους καί ἡ προσκύνησις “θαυματουργῶν” εἰκόνων καί λειψάνων εἶχε καταστῆ κοινός τόπος. Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου: «Εἰς τήν ἑλληνο-λατινικήν Δύσιν καί τάς μικρασιατικάς παραλίους περιοχάς μέ πληθυσμόν παλαιόθεν ἑλληνικόν ἤ ἀπολύτως ἐξελληνισμένον ἡ χριστιανική εἰκονογραφία διεδόθη καί ἐπεβλήθη ἐνωρίς».[1]
Βέβαια στά λαϊκότερα στρώματα καί σέ ἀπαίδευτους μοναχούς ἀναπτύχθηκε μία ὑπερβολή καί «δεισιδαίμονες προλήψεις συνεδέθησαν μέ τήν προσκύνησιν τῶν εἰκόνων», ὅπως π.χ. «κατά τήν βάπτισιν ἔλάμβανον τήν εἰκόνα εἰς τήν θέσιν τοῦ ἀναδόχου, ἀπέξεον χρῶμα καί τό ἀνεμίγνυον εἰς τήν θείαν μετάληψιν ἤ τό μετεχειρίζοντο διά θεραπευτικούς σκοπούς».[2]
Σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ αὐτά, ἦσαν οἱ “μονοφυσιτικές” Συρία, Παλαιστίνη καί Αἴγυπτος ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἀνεικονική ἀντίληψις περί θείου.[3] Καί ὁ Λέων Γ’ εἶχε γεννηθεῖ στήν Συρία καί περάσει τά ἐφηβικά του χρόνια στήν Ἰσαυρία, «ὅπου οἱ μονοφυσίτες καί οἱ Παυλικιανοί, ἰδιαίτερα ἰσχυροί στήν περιοχή αὐτή, εἶχαν ἔναντιωθεῖ στίς εἰκόνες».[4]
Λέων Γ’: Ἡ ἀρχή τῆς Εἰκονομαχίας
Τό 726 ἔγινε μία ἔκρηξις τοῦ ἡφαιστείου τῆς Θήρας πού ὁ Λέων Γ’ ἀπέδωσε στήν θεία ὀργή γιά τήν λατρεία τῶν εἰκόνων. Διέταξε «βασιλικούς ἀνθρώπους» μέ ἐπικεφαλής ἕναν σπαθαροκανδιδάτο (βαθμός ἀξιωματικοῦ), νά ἀντικαταστήση τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στήν Χαλκή Πύλη τοῦ Παλατίου, μέ ἕνα «τρισόλβιο τύπο τοῦ σταυροῦ». Ἡ λαϊκή ὀργή ξέσπασε καί τό πλῆθος σκότωσε τόν σπαθαροκανδιδάτο! Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ Λέων προσπάθησε νά κινηθῆ μέ κάποια μετριοπάθεια: Ἔδωσε ἐντολή νά τοποθετηθοῦν οἱ εἰκόνες σέ ὑψηλά σημεῖα ὥστε νά μή μποροῦν νά τίς προσκυνοῦν οἱ πιστοί.
Ἡ ἀντίδρασις δέν ἄργησε: Τό Ἑλλαδικό Θέμα ἐπαναστάτησε καί μέ διοικητή τόν τουρμάρχη Ἀγαλλιανό, μία «μορφή γενναία καί ἡρωϊκή»[5] κατέπλευσε στίς 18 Ἀπριλίου 727 στήν Κωνσταντινούπολι στόλος Ἑλλαδικῶν καί Κυκλαδικῶν πλοίων, τά ὁποῖα ὅμως ὁ Λέων Γ’ ἐξόντωσε μέ Ὑγρόν Πῦρ. Ὁ Ἀγαλλιανός «ἔνοπλος ἑαυτόν ἐπόντωσεν».[6]
Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἦτο φανερόν ὅτι ἡ αὐτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουεν εἰς τό κοινόν αἴσθημα καί ἴδια τοῦ λαοῦ τῆς πρωτευούσης καί τοῦ πληθυσμοῦ τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν».[7]
Ὁ Λέων Γ’ γνώριζε ὅτι δέν μποροῦσε νά συγκαλέση Οἰκουμενική Σύνοδο. Οὔτε ὁ Πατριάρχης Γερμανός Α’, οὔτε ὁ πάπας τῆς Ρώμης Γρηγόριος συμφωνοῦσαν μαζί του. Στίς 7 Ἰανουαρίου 730 λοιπόν συγκάλεσε ἕνα ἁπλό «Σιλέντιον»[8] γιά νά ἐπιβάλη τίς ἀπόψεις του. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Γερμανός Α’ μέ σθένος τοῦ δήλωσε «χωρίς γάρ οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατόν μοι, ὤ βασιλεύ».[9] Μόλις 15 ἡμέρες μετά ὁ Πατριάρχης ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν πατριαρχικό σύγκελλο Ἀναστάσιο.
Ἀκολούθησε διάταγμα καταστροφῆς τῶν εἰκόνων καί διώξεως τῶν εἰκονολατρῶν. Ἀμέσως ἐξεγέρθηκαν ἡ Ραβέννα καί ἡ Νεάπολις. Τό 732 συγκλήθηκε Σύνοδος στήν Ρώμη πού καταδίκασε τό διάταγμα διώξεως τῶν εἰκόνων καί ἀναθεμάτισε τόν Λέοντα ὡς αἱρετικό. Ἐκεῖνος ἀντέδρασε διατάσσοντας τήν φυλάκισι τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα. Κατόπιν ἀπέσπασε ἀπό τήν δικαιοδοσία τῆς Ρώμης τίς ἐπαρχίες Κάτω Ἰταλίας, Σικελίας, Καλαβρίας καί πρώην Ἰλλυρικοῦ καί τίς ὑπήγαγε στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτό ὅμως ἔκανε τούς πάπες νά στραφοῦν γιά ὑποστήριξι πρός τούς Φράγκους, ὅπως θά δούμε…
Ὅπως ἀναφέρει ὁ Warren Treadgold, ἤδη «σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ Εἰκονομαχία φάνταζε ὡς ἀποτυχία».[10] Φαίνεται ὅτι ὁ Λέων Γ’ τό συνειδητοποίησε καί ἀπέφυγε νά προβῆ σέ ὁποιαδήποτε περαιτέρω εἰκονομαχική ἐνέργεια.
Ὁ Λέων Γ’ πέθανε στίς 18 Ἰουνίου 741. Ἀπέκρουσε ἐπιτυχῶς τήν πολιορκία τοῦ 717 - 718 -βασιζόμενος καί στήν προπαρασκευή πού εἶχε κάνει ὁ Ἀναστάσιος Β’- ἀλλά ἀπέδειξε τήν ἀξία του καί στήν μάχη τοῦ Ἀκροϊνοῦ. Ἰσχύει γενικότερα ὁ μετρημένος χαρακτηρισμός τοῦ Warren Treadgold: «Ἄν καί ὄχι σπουδαῖος, ὑπῆρξε καλός ἡγεμόνας».[11] Ὄντως, ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού ἔσωσε τήν Αὐτοκρατορία, ἀλλά καί ἐκείνος πού τήν δίχασε.
Λέων Γ’
Κωνσταντῖνος Ε’: Ἡ ἔξαρσις τῆς Εἰκονομαχίας, ἀπώλεια τοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας καί τό πρώτο παπικό κράτος
Ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀμέσως τοποθέτησε στίς μητροπόλεις καί τίς ἐπισκοπές εἰκονομάχους. Ἀπό τίς 10 Φεβρουαρίου μέχρι τίς 8 Αὐγούστου 754 συγκάλεσε τήν λεγόμενη Σύνοδο τῆς Ἱέρειας[12], χωρίς ἐκπροσώπους τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντοχείας καί τῶν Ἱεροσολύμων. Ἡ Σύνοδος τάχθηκε ἔναντιον τῶν εἰκόνων[13], χωρίς ὅμως νά ταυτισθῆ μέ τίς ἀκραίες θέσεις τοῦ Αὐτοκράτορος. Ἡ Σύνοδος ἐκείνη ἀπεκλήθη καί “ἀκέφαλος σύνοδος” διότι δέν παρευρέθη κανένας πατριάρχης. Παράλληλα, ἀναθεματίσθηκαν οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποι τῆς εἰκονόφιλης παρατάξεως μέ κορυφαῖο τόν Ἰωάννη Δαμασκηνό ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τήν πλατωνική παιδεία του ἐστήριξε τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων.[14]
Στίς 29 Αὐγούστου 754 δημοσιεύθηκαν οἱ ἀποφάσεις. Ὁ Vasiliev γράφει τό τί ἐπακολούθησε: «Οἱ εἰκόνες κομματιάζονταν, καίγονταν, ἐπιζωγραφίζονταν καί ἐξετίθεντο σέ διάφορες προσβολές. Ιδιαίτερα βίαιος ὑπῆρξε ὁ διωγμός τῆς λατρείας τῆς Θεοτόκου… χάθηκαν πολλά ἀξιόλογα ἔργα τέχνης. Ὁ ἀριθμός τῶν εἰκονογραφημένων χειρογράφων πού καταστράφηκαν ὑπῆρξε ἐπίσης μεγάλος».[15]
Ἐπί Κωνσταντίνου Ε’ ἡ Εἰκονομαχία συνδέθηκε μέ τήν ἀνελέητη δίωξι τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὄντως λάβει ἐνδημικές διαστάσεις. Πράγματι, ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «…ἡ Αὐτοκρατορία ἔχανε ἀπαραίτητες γιά τόν στρατό, τή γεωργία καί τή βιομηχανία της, δυνάμεις».[16] Οἱ μοναχοί ἄρχισαν νά διώκονται, νά ἐξευτελίζονται, νά κακοποιοῦνται, νά διαπομπεύονται στόν Ἱππόδρομο «ἐμπτυόμενοι καί ὑβριζόμενοι» κρατώντας ἀπό τό χέρι μία καλόγρια καί νά ἐκβιάζονται νά ἀποβάλουν τό μοναχικό σχῆμα καί νά νυμφευθοῦν ἤ νά τυφλωθοῦν καί νά ἐξορισθοῦν! Ἡ περιουσία τῶν μονῶν δημεύθηκε καί ὅλα τους τά ἱερά σκεύη, τά κτήματά τους καί τά ὑπάρχοντά τους κατασχέθηκαν ἀπό τό Κράτος. Οἱ περισσότερες μονές ἐρήμωσαν ἤ μεταβλήθηκαν σέ στρατῶνες. Ἀποκορύφωμα τῶν διωγμῶν ὑπῆρξε ἡ στυγνή δολοφονία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Αὐξεντίου, Στεφάνου τοῦ Νέου τό 767.
Κατά τίς ἐκτιμήσεις, περίπου 50.000 διωχθέντες καί πρόσφυγες μετακόμισαν στίς ἑλληνόφωνες Νότιο Ἰταλία καί Σικελία. Ἐκεῖ ἱδρύθηκε πλῆθος νέων μοναστηριῶν καί σχολείων πού δημιούργησαν «νέα κέντρα ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».[17]
Παραβιάζοντας ἀκόμη καί τίς ἀποφάσεις τῆς σύνοδου τῆς Ἰέρειας, ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀπαγόρευσε τήν προσκύνησι τῶν λειψάνων, τήν λατρεία τῶν Ἁγίων καί ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς Παναγίας: Κατά Θεοφάνη «Καί εἰ πού τίς… ἀφῆκε φωνήν “Θεοτόκε βοήθει”… ὡς ἐχθρός τοῦ βασιλέως ἐκολάζετο…».
Τό 766 καθαιρεῖ καί διαπομπεύει τόν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο Β’ (πού ὁ ἴδιος εἶχε ἐπιβάλη) καί κάνει Πατριάρχη τόν εὐνοῦχο ἱερέα σλαυϊκῆς καταγωγῆς, Νικήτα! Ὁ τελευταῖος ἐνέτεινε τούς διωγμούς.
Σόλιδος Κωνσταντίνου Ε’
Ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀπεδείχθη ἱδιαίτερα, ἱκανότατος στρατηγός, ἐπέφερε ἀλλεπάλληλες νίκες κατά Ἀράβων καί Βουλγάρων. Παρά τίς ἐπιτυχίες του ὅμως, ἀδιαφόρησε παντελῶς γιά τίς δυτικές βυζαντινές κτήσεις. Οἱ εἰκονοκλαστικές ἐμμονές του ὁδήγησαν τότε τήν Ρώμη νά στραφῆ πρός τούς Φράγκους!
Ὁ πάπας Στέφανος Β’ στράφηκε γιά βοήθεια στόν βασιλέα τῶν Φράγκων Πιπίνο Βραχύ.[18] Τό 754 τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ “πατρικίου τῶν Ρωμαίων”. Μάλιστα σέ ἄλληλογραφία του πρός τόν Πιπίνο, ὁ πάπας χαρακτήριζε τόν Κωνσταντῖνο Ε’ «βασιλέα τῶν Ἑλλήνων, ἄσπονδον ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Πιπίνος κατέλαβε ὅλα τά ἐδάφη καί παρεχώρησε τήν Ραβέννα καί τήν Πεντάπολι στόν πάπα τῆς Ρώμης![19] Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι τό ἔτος 756 θεωρεῖται τό ἔτος ἱδρύσεως τοῦ πρώτου παπικοῦ κράτους!
Ἡ μονοδιάστατη εἰκονομαχική πολιτική τοῦ Κωνσταντίνου Ε’ ὁδηγοῦσε στήν ὁριστική ἀπώλεια τοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας -ἕδρα βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καί ἐπιρροῆς στήν κεντρική Ἰταλία- καί στήν ὁριστική στροφή τῆς Ρώμης πρός τούς Φράγκους…
Λέων Γ’ καί Κωνσταντῖνος Ε’: Δύο μεγάλοι ἀμφιλεγόμενοι
Τόσο ὁ Λέων Γ’ ὅσο καί ὁ υἱός του Κωνσταντῖνος Ε’ ὑπῆρξαν δύο ἱκανοί στρατιωτικοί Αὐτοκράτορες. Ἐάν πάντως ὡς στρατιωτικοί ἔσωσαν τήν Αὐτοκρατορία, ὡς πολιτικοί ἡγέτες ὑπῆρξαν αὐτοί πού τήν δίχασαν. Ὡς ἐξελληνισμένοι Σύριοι διαπαιδαγωγήθηκαν μέ τίς δοξασίες τοῦ “μονοφυσιτισμοῦ”[20] (καί τοῦ “μανιχαϊσμοῦ”) πού μέ τήν σειρά τούς ἦταν ἐπηρεασμένες ἀπό τήν ἀνεικονική ἀντίληψι περί θείου πού εἶχε ἰσχύ κατά τόν Paul Lemerle «στούς μονοφυσίτες, στούς Ἀρμενίους, σέ πολυάριθμες αἱρετικές ὁμάδες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού ὀνομάζονταν παυλικιανοί ἤ μανιχαῖοι, στούς Ἰουδαίους καί τέλος στό Ἰσλάμ».[21] Ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἡ εἰκονοκλαστική διδασκαλία συγγενεύει στήν ἀκραία διατύπωσή της μέ τό μονοφυσιτισμό».[22] Αὐτή ὑπῆρξε ἡ θεωρητική βάσις τῆς Εἰκονομαχίας.
Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιον ὅτι ἰδίως ἡ ἐποχή τοῦ Κωνσταντίνου Ε’ «διατηρήθηκε στή μνήμη τῶν μεταγενέστερων σάν ἐποχή τῆς πιό ὠμῆς τρομοκρατίας»[23] καί μέ μῖσος τοῦ ἔδωσαν τόν ὑποτιμητικό χαρακτηρισμό τοῦ «Κοπρώνυμου».[24]
Παρά ταῦτα ἡ Ἱστορία ὀφείλει δικαιοσύνη στόν Λέοντα Γ’ καί τόν Κωνσταντῖνο Ε’ καί γιά τά ἐπιτεύγματά τους. Καί ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 787, πού -ὅπως θά δοῦμε- ἀναστήλωσε τίς εἰκόνες, τούς ἀπέδωσε αὐτήν τήν δικαιοσύνη μέ τήν ἑξῆς περικοπή:
«…ἔδει μᾶλλον αὐτοῖς τάς ἀνδρείας τούτων ἐξειπείν, τάς κατά τῶν πολεμίων νίκας, τάς βαρβαρικάς ὑποπτώσεις… τήν τοῦ ὑπηκόου περιποίησιν, τάς βουλάς, τά τρόπαια, τάς κοσμικάς συστάσεις, τάς πολιτικάς καταστάσεις, τάς τῶν πόλεων ἐπανορθώσεις, αὖται ἀξιεπαίνετοι βασιλεύσιν εὐφημίαι…».[25]
Εἶναι μάλιστα γεγονός, ὅτι ὅταν ἀργότερα -τό 813- οἱ Βούλγαροι τοῦ Κρούμμου ἐξαπέλυαν ἐπιθέσεις, οἱ κάτοικοι τῆς Πόλεως σέ λιτανεία στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων φώναζαν στόν τάφο τοῦ Κωνσταντίνου Ε’ «ἀνάστηθι καί βοήθησον τή πολιτεία».
Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ α’ ἀναστήλωσις τῶν εἰκόνων: Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία
Τόν Κωνσταντῖνο Ε’ διαδέχθηκε στόν θρόνο ὁ υἱός του Λέων Δ’. Νυμφεύθηκε τό 769 τήν Εἰρήνη Σαρανταπήχαινα πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀθήνα.[26] Ὁ Λέων Δ’ ἦταν μέν εἰκονομάχος ἀλλά πολύ πιό ἤπιος. Ὑπό τήν ἐπιρροή τῆς Εἰρήνης, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 780 κατέπαυσε τόν διωγμό τῶν εἰκονολατρῶν καί ἐπέτρεψε σέ πολλούς μοναχούς νά ἐπιστρέψουν στά μοναστήρια τούς. Πέθανε πρόωρα στίς 8 Σεπτεμβρίου 780. Τόν διαδέχθηκε ὁ υἱός τοῦ Κωνσταντῖνος ΣΤ’ ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις 10 ἐτῶν.
Ἔτσι «ἐπίτροπός» του ἔγινε ἡ μητέρα του Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μία ἀπό τίς ἰσχυρότερες πολιτικές προσωπικότητες τοῦ 8ου αἰῶνος καί ἀσκοῦσε τήν βασιλεία ἐξ’ ὀνόματός του. Ἡ ἑλληνίδα ἀρχόντισσα εἶχε ἀναμφισβήτητα χαρίσματα καί εὐφυία. Ἀφοῦ ἀπάλλαξε τήν Ἑλλάδα ἀπό τήν σλαυϊκή ἀπειλή, τόν Μάϊο τοῦ 784 ἡ Εἰρήνη πραγματοποίησε περιοδεία στήν Μακεδονία καί τήν Θράκη, μαζί μέ τόν ἀνήλικο υἱό της καί ἐπιδόθηκε σέ πολλά ἔργα κοινῆς ὠφελείας καί στήν ἀνοικοδόμησι τῆς Βεροίας (πού πρός τιμήν τῆς μετονομάσθηκε σέ Εἰρηνούπολι), τῆς Φιλιππουπόλεως καί τῆς Ἀγχιάλου.[27]
Ὅπως παραδέχεται ὁ ἀρνητικά διακείμενος ἀπέναντί της Charles Diehl «ἦταν βασικά πολιτικός, φιλόδοξη καί ἀφοσιωμενη…».[28] Ἀνέθεσε τόν θρόνο τοῦ Πατριάρχη στόν “πρωτοασηκρήτη” Ταράσιο τόν ὁποῖον ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου θεωρεῖ «πεπαιδευμένον, μετριοπαθῆ, μέ πολιτικόν αἰσθητήριον, γνῶσιν τῶν κρατικῶν συμφερόντων, πρόθυμον νά συμβάλη εἰς τήν συνεργασίαν κράτους καί ἐκκλησίας».[29] Ἡ ἐπιλογή ἦταν ἄριστη γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀκραῖων πτερύγων ὄχι μόνο τῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί τῶν φανατικῶν τῆς ἄλλης πλευρᾶς, τῶν «Ζηλωτῶν»[30], πού ἐπεδίωκαν ἀπαλλαγή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό Κράτος. Ὁ πάπας τῆς Ρώμης Ἀδριανός ἀμέσως ἀναγνώρισε τόν νέο Πατριάρχη.
Στίς 24 Σεπτεμβρίου 787 ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Νίκαια. Γιά εὐνόητους λόγους ἡ Εἰρήνη ἐπέλεξε τήν Νίκαια στήν ὁποία εἶχε συγκληθεῖ καί ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο Α’.
Μέχρι τίς 13 Ὀκτωβρίου 787, ἔγιναν συνολικά 7 συνεδριάσεις της καί συμμετεῖχαν 350 ἐπίσκοποι. Ἐπίσης ἐκπροσωπήθηκε ὁ πάπας μέ δύο ἀποκρισάριους. Ἡ τελευταῖα πανηγυρική συνεδρία ἔλαβε χώρα στίς 23 Ὀκτωβρίου 787 στό Ἀνάκτορο τῆς Μαγναύρας. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τήν εἰκονομαχία ὡς αἵρεσι καί ἀναστήλωσε τίς εἰκόνες, ἐπεξηγώντας μεταξύ ἄλλων «…ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει καί ὁ προσκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν».
Οἱ ἀποφάσεις διακρίθηκαν γιά τήν μετριοπάθεια, τήν ἐμπεριστατωμένη δογματική ἐπιχειρηματολογία καί τό συμφιλιωτικό πνεῦμα. Ὅλοι οἱ “εἰκονομάχοι” ἐπίσκοποι θά διατηρούσαν τίς θέσεις τούς ἀρκεῖ νά ἀπεδέχοντο τίς ἀποφάσείς της.
Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος Νικαίας
Ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος καί ἡ β’ εἰκονομαχική ἔριδα
Μετά τήν δραματική βασιλεία τοῦ Νικηφόρου Α’ (802 - 811)[31] καί τήν ἀνατροπή τοῦ Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ, τήν ἐξουσία κατέλαβε ὁ συνομώτης Λέων ὁ Ἀρμένιος. Τό 815 ὁ Λέων Ε’ ἐκδήλωσε τά εἰκονομαχικά του αἰσθήματα καί ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη Νικηφόρο Α’ τήν καταστροφή τῶν εἰκόνων. Ὅμως ὁ Πατριάρχης ἀντιτάχθηκε καί παραιτήθηκε.
Ὁ Λέων Ε’ ἀνέθεσε τόν πατριαρχικό θρόνο στόν εἰκονομάχο Θεόδοτο Κασσιτερά ἤ Μελισσηνό, ὡς Θεόδοτο Α’. Ὑπό τήν προεδρία τοῦ τελευταίου συγκλήθηκε ἡ «ληστρική» Σύνοδος τῶν Βλαχερνῶν, ἡ ὁποία ἀναίρεσε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφόρισε τούς προκατόχους Πατριάρχες καί καταδίκασε πάλι τίς εἰκόνες.
Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ὅλαι αἱ πληροφορίαι συγκλίνουν περί τοῦ πενιχροῦ θεολογικοῦ ὑποβάθρου της τῆς δευτέρας εἰκονομαχικῆς συνόδου, ὡς καί τῆς ἑλλείψεως γενικωτέρου θεωρητικοῦ ἐνδιαφέροντος ἀπό πλευρᾶς εἰκονομάχων».[32] Ὁ Λέων δέν ἀρκέσθηκε σέ αὐτό. Τίς κατάστροφες τῶν εἰκόνων ἀκολούθησαν νέοι διωγμοί τῶν εἰκονοφίλων. Ἀλλά καί νέες ἀκρότητες ὅπως ἡ ἀπαγόρευσις ἀκόμη καί τοῦ ἀνάμματος κεριῶν, τοῦ θυμιάματος καί τῆς προσφορᾶς λιβανιοῦ!
Ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 820 ὅμως, ὁ στρατηγός Μιχαήλ, ἀνέτρεψε καί ἐκτέλεσε τόν Λέοντα Ε’. Ὁ στρατηγός Μιχαήλ ἀναγορεύθηκε Αὐτοκράτωρ ὡς Μιχαήλ Β’. Καταγόταν ἀπό τό Ἀμόριο τῆς Φρυγίας, πατρίδα τοῦ Αἰσώπου.[33]
Ὁ Μιχαήλ Β’ τήρησε μία πολύ ἀσαφῆ στάσι στό θρησκευτικό ζήτημα. Ἀνακάλεσε εἰκονοφίλους ἐξορίστους ἀλλά διατήρησε τό εἰκονομαχικό καθεστώς. Δήλωσε ὅτι θά μείνη ἀμέτοχος στήν διαμάχη, χωρίς νά πάρη θέσι ὑπέρ ἤ κατά τῶν εἰκόνων καί ὅτι μετά τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο δέν ἀναγνωρίζει ἄλλη. Τόν Μιχαήλ Β’ διαδέχθηκε ὁ υἱός του Θεόφιλος, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νά εἶναι ὁ τελευταῖος εἰκονομάχος Αὐτοκράτωρ. Tό 832 ἀπαγορεύθηκαν μέ διάταγμα γιά ἀκόμη μία φορά οἱ εἰκόνες, διώχθηκαν οἱ μοναχοί ἐνῶ κατήργησε ἀκόμη καί τούς Ἁγίους! Τό 833 ἀναγόρευσε τόν εἰκονομάχο διδάσκαλό του Ἰωάννη Γραμματικό, Πατριάρχη.
Ὁ ἐνδιαφέρον καί ἀντιφατικός Αὐτοκράτωρ Θεόφιλος, πέθανε στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 842…
Ἰωάννη Δαμασκηνός: μέσα ἀπό τήν πλατωνική παιδεία του στήριξε θεωρητικά τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων
Ἡ Θεοδώρα καί ἡ τελική νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας
Τόν Θεόφιλο διαδέχθηκε ὁ υἱός του, Μιχαήλ Γ’ ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν τότε μόλις ἕξη ἐτῶν. Ὁρίσθηκε λοιπόν ἐπιτροπεία μέ πρώτη τήν μητέρα του Θεοδώρα καθώς καί τόν ἀδελφό της Βάρδα, τόν Σέργιο Νικητιάτη καί τόν Λογοθέτη τοῦ δρόμου Θεόκτιστο.
Ἡ Θεοδώρα ἦταν κόρη τοῦ δρουγγάριου Μαρίνου καί τῆς Θεοκτίστης Φλωρίνας. Καταγόταν ἀπό τήν Παφλαγονία Μικρᾶς Ασίας καί ἦταν θερμή ὑποστηρίκτρια τῶν εἰκόνων.[34]
Πρωταρχικός σκοπός της ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἡ ὁριστική ἀποκατάστασις τῶν εἰκόνων «πρός μεγάλη χαρά τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τῶν ὑπηκόων της».[35] Στίς 14 Φεβρουαρίου νέος Πατριάρχης ἀνέλαβε ὁ Μεθόδιος Α’ ὁ Ὁμολογητής καί σχεδόν ἀμέσως, οἱ εἰκόνες στόλισαν καί πάλι στήν Ἁγία Σοφία.
Στίς 19 Φεβρουαρίου 842, ὁ νέος Πατριάρχης συγκάλεσε τοπική Σύνοδο περιορισμένης συνθέσεως ἡ ὁποία ἀποκατέστησε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναστήλωσε τίς εἰκόνες καί ἀναθεμάτισε τούς εἰκονομάχους.
Στίς 11 Μαρτίου 842 σέ πανηγυρική τελετή ἑορτάσθηκε τό γεγονός μέ μεγάλη πομπή καί λιτανεία, ἐνῶ στό τέλος μνημονεύθηκαν ὅλοι οἱ «ἀθληταί» τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἡ ἑορτή ἔγινε ἐτήσια ἔκτοτε, μέ ὁλονύκτια λειτουργεία στήν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν καί λιτανεία στήν Ἁγία Σοφία, παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορος. Πρόκειται γιά τήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων.
Παράλληλα, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος Α’ ἀνακοίνωσε στούς ἐπισκόπους τίς ἀποφάσεις καί ὄσοι τίς ἀποδέχθηκαν παρέμειναν στήν ἕδρα τους, ἀνεξαρτήτως τῆς μέχρι τότε στάσεώς τους.
Ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἐπισημαίνει: «Ἐκπλήσσει ἡ ταχύτης καί ἡ ὁμαλότης μεθ’ ἤς ἐπήλθεν ἡ μεταβολή», καί τό γεγονός ἀποδίδει στό ὅτι οἱ ἀναστηλωτές «ἐτάχθησαν ὑπέρ τοῦ ἐνσαρκούντως τήν ἑλληνικήν πνευματικότητα θρησκευτικοῦ ρεύματος».[36]
Θεοδώρα: Ἡ ἀναστηλώτρια τῶν εἰκόνων
“Μεταρρύθμισις” ή “Πουριτανισμός”; Ὁ πραγματικός χαρακτήρας τῆς Εἰκονομαχίας
Ὑπάρχει καί ἡ ἄποψις ὅτι ἡ Εἰκονομαχία ἦταν στήν πραγματικότητα μία εὐρεία “Μεταρρύθμισις”, μέ κοινωνικές καί πολιτικές προεκτάσεις.[37] Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τίς ρίζες της σέ Γερμανούς “προτεστάντες” πού ἐπεδίωξαν νά παρουσιάσουν τήν Εἰκονομαχία ὡς ἕναν πρώϊμο “Λουθηρανισμό”. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι πρῶτος πού διετύπωσε αὐτήν τήν θεωρία τό 1679 ὑπῆρξε ὁ Ἰησουίτης μοναχός L. Maimbourg στό ἔργο του «Histoire de Heresie des Iconoclastes, et la tradition de l’ Empire aux Francois».
Ὅμως ἡ «Ἐκλογή» τοῦ Λέοντος Γ’, περιεῖχε μέν κάποιους νεωτερισμούς ἀλλά καί “ἀνατολικές” ἐπιρροές. Καί ἀνταποκρίθηκε κυρίως στήν ἀνάγκη μίας νομοθεσίας ἐξ’ ὁλοκλήρου στά ἑλληνικά, παρά στό πνεῦμα μίας μεταρρυθμίσεως. Ὁ δέ Κωνσταντῖνος Ε’ δέν ἐπέδειξε μεταρρυθμιστικό πνεῦμα, ἀλλά θρησκευτικό φανατισμό[38].
Οἱ Αὐτοκράτορες εἶχαν ὅλην τήν ἐξουσία νά δημεύσουν κτήματα τῶν μονῶν καί νά περιορίσουν τόν μοναχισμό χωρίς νά προβοῦν σέ τόσες ἀκρότητες, χωρίς νά δημιουργήσουν θεολογικά ζητήματα, χωρίς νά διχάσουν τόν λαό. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος: «…εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας μποροῦσε νά κατάσχει ἤ νά δεσμεύει κάθε εἴδους περιουσία, πολιτική ἡ ἐκκλησιαστική, χωρίς νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά κρυφτεῖ πίσω ἀπό θεολογικά καλύμματα».[39] Ἐξ’ ἄλλου, κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο «οἱ ἀντιμοναχικές τάσεις εἶναι δευτερογενές φαινόμενο στό εἰκονομαχικό κίνημα…».[40]
Ἡ καθηγήτρια Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἀποσαφηνίζει: «Ἀξιόλογος θεσμική μεταβολή, ἐμφαίνουσα νεωτερικάς ἀντιλήψεις, δέν διεπιστώθη κατά τήν περίοδον τῆς εἰκονομαχίας… Ἡ σημερινή ἔρευνα ἀποκλείει κίνητρα οἰκονομικά καί θεωρεῖ πρωτογενῆ παράγοντα τόν θρησκευτικόν καί πνευματικόν».[41]
Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώνει καί ὁ καθηγητής Διονύσιος Ζακυθηνός, γράφοντας: «οὔτε ἡ θεωρία περί γενικωτέρας κοινωνικῆς καί πνευματικῆς ἐπαναστασεως, οὔτε ἡ ἄποψις περί πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐλατηρίων ἱκανοποιοῦν τήν σημερινήν ἔρευναν… ἡ κίνησις οὐδέν τό “ὀρθολογικόν”, τό “ἀνακαινιστικόν”, τό “ἐπαναστατικόν” παρουσιάζει. Ὅλως τουναντίον, μεταβάλλεται εἰς φορέα πνεύματος αὐστηροῦ καί ροπῶν ἀντιπνευματικῶν».[42]
Ἡ διχαστική πολιτική τους, ὀνομάσθηκε ἀπό τόν Steven Runciman «πουριτανική»[43], καί κατά τόν Vasiliev: «…δημιούργησε μεγάλες ἐσωτερικές ἀνωμαλίες στήν ζωή τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἀναστατώθηκε γιά πάνω ἀπό ἑκατό χρόνια».[44] Στήν οὐσία δημιούργησε στήν ἑλληνοποιημένη πλέον Αὐτοκρατορία μία κρίσι ταυτότητος μέ:
- Διαπάλη τοῦ κυριάρχου ἑλληνικοῦ πνεύματος μέ τό ἀνατολίζον, ἤ ὅπως τό διετύπωσε ὁ Δ. Ζακυθηνός «βαθύτερος τίς ἀνταγωνισμός μεταξύ τῆς Ἀνατολῆς καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀλυμπιακοῦ πνεύματος».[45] Γράφει σχετικά ὁ Paul Lemerle «Οἱ εἰκονολάτρες ἀκολουθοῦν τή γραμμή τοῦ “οὐμανιστικοῦ” χριστιανισμοῦ πού ὑπέκυψε στήν ἑλληνορωμαϊκή παράδοση. Οἱ εἰκονοκλάστες (ὅπως πρίν ἀπό αὐτούς οἱ μονοφυσίτες), τή γραμμή τοῦ σημιτικοῦ καί ἀσιατικοῦ χριστιανισμοῦ».[46]
- Ἀπομόνωσι ἀπό τήν Δύσι μέ συνέπεια τήν στροφή τῆς Ρώμης πρός τούς Φράγκους καί τήν δημιουργία παπικοῦ κράτους.
- Καταρράκωσι τῆς Παιδείας. Ὅπως γράφει ὁ Κarl Κrumbacher: «Ὁ αἰών τῶν εἰκονομάχων (726 – 842) δέν ἦτο μόνον διά τάς εἰκόνας ὀλέθριος, ἀλλά καί διά τήν παιδείαν».[47] Πιό χαρακτηριστική ἦταν ἡ τύχη τούς περιφήμου “Πανδιδακτηρίου” τό ὁποῖο ὑπολειτουργοῦσε ἤ καί ἔπαυσε νά λειτουργῆ, διότι ὁ Λέων «δέν μποροῦσε νά πείσει τούς πανεπιστημιακούς δασκάλους νά ὑποστηρίξουν τό εἰκονομαχικό κίνημα».[48] Τό ὁλοκαύτωμα τοῦ ἱδρύματος καί τῶν καθηγητῶν του ἐπί Λέοντος Γ’ τό 726 εἶναι μᾶλλον «μῦθος πού δημιουργήθηκε ἀργότερα».[49] Ὅμως εἶναι γεγονός ὅτι οἱ διώξεις, συνετέλεσαν -κατά τόν Θεοφάνη- «ὥστε καί τά παιδευτήρια σβεσθῆναι καί τήν εὐσεβῆ παίδευσιν». Ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου γράφει: «Ἡ ἐπικράτησις τοῦ διωγμοῦ τῶν εἰκόνων συμπίπτει μέ τήν ὀπισθοδρόμησιν τῶν κλασσικῶν γραμμάτων».[50] Ἄρα ἡ “μεταρρύθμισις” πού ὑποτίθεται ἐπεδίωκε ἐκκοσμίκευσι τῆς παιδείας, τελικά τήν ὀπισθοδρόμησε.
- Πολιτιστική ὀπισθοδρόμησι γιά τήν ὁποία γράφει ὁ Vasiliev «ὑπέροχα μνημεῖα τέχνης, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, ἀγάλματα καί μικρογραφίες καταστράφηκαν… προτεσταντικοῦ χαρακτήρα ἐρήμωση πού ἐπρόκειτο νά ἐκτοπίσει ὅλη τήν καλλιτεχνική ζωή τοῦ Βυζαντίου…».[51] Ὁ πλέον ἁρμόδιος Karl Krumbacher γράφει ὅτι ἡ «μεγάλως βλάψασα βαρβαρότης»[52] τῆς εἰκονομαχίας ὁδήγησε σέ πνευματική ζωή πού «ποτέ δέν ἀπεξηράνθη τόσον τελείως…».[53] Κατά τόν Robert Browning ὑπῆρξε «ἐποχή δραστικῆς πολιτιστικῆς ὑποχώρησης»[54] ἡ ὁποία κατά τόν Cyril Mango «ἀντιστοιχεῖ στήν πολιτιστικά φτωχότερη περίοδο τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας».[55]
Χαλκή Πύλη τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως
Γενικό Συμπέρασμα
Τά 116 χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας (726 – 842) ἐξελίχθηκαν σέ μία κρίσι ταυτότητος, ἀφοῦ κατά τόν Γεώργιο Κοντογιώργη «Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ θείου στήν ἀσιατική δεσποτεία εἶναι καταρχήν ἀπαράδεκτη, ἐνῶ, στόν ἑλληνικό/ἀνθρωποκεντρικό κόσμο, ἡ ἀπεικόνιση αὐτή συναρτήθηκε μέ τή διαλεκτική συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό».[56] Συνεπῶς ἀποτελοῦσε μία «ἀμφισβήτηση πάνω στίς βασικές ἀξίες καί στήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ».[57]
Οἱ εἰκονοκλάστες ὀδήγησαν σέ μία πολιτική παντελῶς ξένη στόν ἑλληνικό πληθυσμό στόν ὁποῖο ἡ χριστιανική εἰκονογραφία εἶχε ἀπό νωρίς διαδοθῆ καί καθολικά ἐπιβληθῆ: Οἱ ἑλληνικοί καί ἑλληνογενεῖς πληθυσμοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν εὐρωπαϊκῶν κτήσεων (Ἑλλάς, κεντρική καί νότιος Ἰταλία) καί τῶν μικρασιατικῶν παραλίων παρέμειναν πάντοτε πιστοί στίς εἰκόνες. Ἀντιθέτως οἱ προερχόμενοι ἀπό τίς μονοφυσιτικές Συρία, Παλαιστίνη καί Αἴγυπτο -ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἀνεικονική ἀντίληψις περί θείου- ὑπεστηριζαν τήν εἰκονομαχία. Καί ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Σπῦρος Βρυώνης «Ὁ μονοφυσιτισμός ἦταν ἐκδήλωση ἐθνικοῦ ἀνταγωνισμοῦ ἐκ μέρους τῶν Κοπτῶν καί τῶν Σύρων μου μισούσαν τούς Ἕλληνες κυρίους τους». [58]
Ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ Αὐτοκρατορία νά γνωρίση μία «προτεσταντικοῦ χαρακτήρα ἐρήμωση πού ἐπρόκειτο νά ἐκτοπίσει ὅλη τήν καλλιτεχνική ζωή»[59], ἐνῶ παράλληλα ἐπέφερε τήν ἀπομόνωσι μέ τήν Δύσι καί τήν ἐπακόλουθη ἀπώλεια τῶν δυτικῶν κτήσεων. Ἀκόμη καί ὁ μαρξιστής M. Levtchenko θεωρεῖ ὅτι ἡ εἰκονομαχία «εἶχε χαρακτήρα συντηρητικό».[60]
Τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 787 & ὁριστικά τό 842), σήμανε ὄχι μόνο τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά καί τήν ὁριστική νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ ἀνατολίζοντος. Ἔκτοτε, ὅπως γράφει ἡ Judith Herrin «τό Βυζάντιο ἐκπροσωποῦσε μία ἰδιαίτερη πλευρά τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν ἑλληνική ὀρθοδοξία».[61] Και κατά τον Charles Diehl «Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στηρίγματα πού ἐξασφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰώνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδοξία».[62]
Ἐπισημαίνει ὁ Georg Ostrogorsky «Ἡ συντριβή τοῦ εἰκονοκλαστικοῦ κινήματος σήμανε τή νίκη τῆς ἑλληνικῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἰδιομορφίας πάνω στήν ἀσιατική… Ἀπό τότε τό Βυζάντιο διατήρησε τή δική του πολιτιστική φυσιογνωμία μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς ἑλληνο - χριστιανική αὐτοκρατορία»![63]
Κατά τόν Paul Lemerle, τότε ἕχουμε τόν «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» ὅπου ἡ Ἐκκλησία «μπόρεσε νά ξανοιχτεῖ περισσότερο σ’ ἕναν ἑλληνισμό».[64] Πράγματι, ἐπεξηγεῖ ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, πώς «τήν ὁριστικήν ἀποτυχίαν τῆς εἰκονομαχικῆς κινήσεως ἀκολουθεῖ ἡ στροφή πρός τόν ἀρχαῖον κόσμον καί ἡ εἰς τό ἱστορικόν προσκήνιον προβολή ἀνθρωπιστικῶν ροπῶν»[65]
Έτσι, κατά τόν Charles Diehl «ἐκδηλώνεται μία αὐξανόμενη ἀφύπνιση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ»[66] ἡ ὁποία θά ἐξελιχθῆ τόν 10ο αἰώνα σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό», κατά τόν H. W. Haussig[67], μέ πνευματική ἀναγέννησι τῶν γραμμάτων καί τεχνῶν, τοῦ δικαίου καί τῆς παιδείας, ὁ ὁποῖος θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[68]
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 107.
[2] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 107 - 108.
[3] Βασισμένη στήν ρῆσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴδωλον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μή λατρεύσῃς αὐτοῖς»
[4] Μίλτων Ἀνάστος, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 255.
[5] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 108.
[6] Θεοφάνους, σελ. 405. Δηλαδή αὐτοκτόνησε πέφτωντας στήν θάλασσα μέ τήν πανοπλία του.
[7] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 109.
[8] Μυστική συνεδρίασις τῆς Συγκλήτου.
[9] Θεοφάνους, σελ. 409.
[10] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 194.
[11] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 194.
[12] Συγκλήθηκε στό Ἀνάκτορο τῆς Ἱέρειας πού βρισκόταν ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, στήν ἀσιατική ἀκτή.
[13] «Ὁ τολμών ἀπό τοῦ παρόντος κατασκευᾶσαι εἰκόνα ἤ προσκυνῆσαι ἤ στῆσαι ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν ἰδιωτικῷ οἴκω ἤ κρύψαι, εἰ μέν ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος εἶεν καθαιρέσθω, εἰ δέ μονάζων ἤ λαϊκός ἀναθεματίζεσθω…»
[14] Γεωργίου Φλωρόφσκι «Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 6ου, 7ου καί 8ου αἰώνα» σελ. 443.
[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 332.
[16] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 326.
[17] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 42.
[18] Ἦταν ὁ πρῶτος “Καρολίδης” βασιλεύς τῶν Φράγκων (γερμανικό φύλο) καί πατέρας τοῦ ἀποκαλούμενου Καρλομάγνου.
[19] Αὐτό ὀνομάσθηκε «δωρεά τοῦ Πιπίνου».
[20] Οἱ “μονοφυσίτες” ὑπερτονίζοντας τήν θεϊκή φύσι τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη, θεωροῦσαν ἀνεπίτρεπτη τήν περιγραφή της μέ εἰκονικές παραστάσεις.
[21] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 38. Γι’ αὐτό καί -μᾶλλον ἄδικα- οἱ ἀντίπαλοί του χαρακτήριζαν τόν Λέοντα Γ’ «σαρακηνόφρονα» καί «ἰουδαιόφρονα», ὅπως εἴδαμε. Πάντως στήν «Ἐκλογή» τοῦ Λέοντος Γ’ ὑπάρχει συνεχής ἀναφορά σέ ἐδάφια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου.
[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 39. Ὅπως ἔγραψε καί ὁ Παν. Κανελλόπουλος «στό εἰκονοκλαστικό κίνημα διασταυρώθηκε χωρίς ἄλλο, ἕνα σκοτεινό ἀσιατικό ρεύμα…». («Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος», Τόμος 1ος σελ. 54)
[23] Georg Ostrogorsky «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 42.
[24] Ἐπειδή ὡς νήπιο κατά τήν βάπτισί του ἀφόδευσε στήν κολυμβήθρα.
[25] Θεοφάνους σελ. 413.
[26] Ἡ οἰκογένεια Σαρανταπήχου ἦταν ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Ἀθηνῶν πού μάλιστα πιθανολογεῖται ὅτι τῆς ἀνῆκε ὁ ναός τῆς Παναγίας Γοργοεπηκόου Ἀθηνῶν. Πρός τόν 9ο αἰώνα μέλη της ἐγκαταστάθηκαν στήν ὀρεινή Κορινθία καί ἀπό αὐτούς δημιουργήθηκε τό Σαραντάπηχο Κορινθίας. Ἄλλα σημαίνοντα μέλη τῆς οἰκογένειας ἦσαν ὁ Κωνσταντῖνος Σαραντάπηχος πού διετέλεσε διοικητής Ἀθηνῶν, ὁ Θεοφύλακτος Σαραντάπηχος, πού ὑπηρέτησε ὡς σπαθάριος καί ὁ Ρωμανός Σαραντάπηχος, πού ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς μονῆς Προφήτου Ἠλία Κούτου.
[27] Οἱ ἀλλεπάλληλες ἧττες ἀπό Ἄραβες καί Βουλγάρους δέν μποροῦν νά χρεωθοῦν σέ αὐτήν ἀλλά στήν ἀνικανότητα τοῦ Κωνσταντίνου ΣΤ’. Ἡ 5ετής βασιλεία της θεωρήθηκε ἀπό ἄλλους «εὐεργετική» (Will Durant «Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ», τόμος Δ΄, «Ὁ Αἰών τῆς Πίστεως» σελ. 507 - 508, Ἐπίσης, G. Schlumberger «Les ἰles des Princes» σελ. 112) καί ἀπό ἄλλους «δημαγωγική». Ἡ πράξις πού τήν στιγμάτισε ἦταν ἡ τύφλωσις τοῦ υἱοῦ της. Μπορεῖ ὅμως ἡ πράξις αὐτή νά ἀποδοθῆ ὅπως τήν εἶδαν ἀκόμη καί Ἄραβες ἱστορικοί, ὡς «ἡ ἐνέργεια μίας ἄξιας γυναίκας - πολιτικοῦ πού ἔβαζε τό συμφέρον τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπεράνω ὅλων, ἀκόμη καί τοῦ γυιοῦ της» (Νάντια Μαρία Ἔλ Σείχ «Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες» σελ. 97).
[28] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Ε’ σελ. 747.
[29] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 137
[30] Ὁ ἀκραῖος φανατισμός καί οἱ διώξεις τῶν εἰκονομάχων ἐξέθρεψε καί μία ἀντίπαλη μερίδα ἀκραίων ἀδιαλλάκτων “ὀρθοδόξων”, πού μέ ἀφορμή τίς διώξεις ἀπέρριπταν κάθε συμβιβασμό καί ζητοῦσαν χωρισμό Ἐκκλησίας - Κράτους.
[31] Στίς 26 Ἰουλίου 811 ὁ ὁ Νικηφόρος Α’ ἔπεσε νεκρός στό πεδίο τῆς μάχης κατά των Βουλγάρων! Ὁ Κροῦμμος βρῆκε τό πτῶμα του, τό ἀποκεφάλισε καί μέ τό κρανίο του κατασκεύασε ἐπαργυρωμένο κύπελο γιά νά πίνη
[32] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 189.
[33] Οἱ Φρύγες ἤ Βρύγες (Ἡροδότου «Ἱστορίαι» Ζ' 73) ἦταν λαός μᾶλλον πελασγικῆς - πρωτοελληνικῆς προελεύσεως, γεγονός πού δείχνει ἡ φρυγική γλῶσσα πού κατά τόν Roger D. Woodard «εἶναι πολύ συνδεδεμένη μέ τήν ἑλληνική» («The Ancient Languages of Asia Minor» σελ. 72). Ἀναφέρονται καί στόν Ὅμηρο («Ἰλιάς» Β' 862 καί Κ' 431). Ἡ Ἐκάβη -σύζυγος τοῦ βασιλέως τῆς Τροίας Πριάμου- ἦταν κόρη τοῦ Φρύγου βασιλέως. Κατά τόν 7ο αἰώνα π.Χ. οἱ Φρύγες εἶχαν ἤδη ἐξελληνισθεῖ καί ὁ Ἕλληνας μυθογράφος Αἴσωπος καταγόταν ἀπό τό Ἀμόριο τῆς Φρυγίας. Κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο συγχωνεύθηκαν πλήρως ἀπό τούς Ἕλληνες.
[34] Ἔχει ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ πατέρας της Μαρίνος εἶχε ἀρμενική καταγωγή ἀλλά αὐτό «εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδειχθῆ» («Oxford Dictionary of Byzantium» σελ. 1279). Ἡ μητέρα της Θεοκτίστη Φλωρίνα φαίνεται ἑλληνικῆς καταγωγῆς τόσο ἀπό τό ὄνομα ὅσο καί ἀπό τήν εἰκονόφιλη στάσι της.
[35] Steven Runciman «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 54.
[36] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 212, 213.
[37] Παραδόξως κύριος ἐκφραστής αὐτῆς τῆς θεωρίας ἀπό ἑλληνικῆς πλευράς ὑπῆρξε ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ἀναφέροντας ὅτι εἶχε τίς ἑξῆς ἀρχές: «ἡ ἀρχή τῆς περιστολῆς τῶν πολλῶν ἐξωτερικῶν τῆς θρησκείας τύπων∙ ἡ ἀρχή τοῦ περιορισμοῦ τῶν πολλῶν προνομίων τοῦ κλήρου∙ ἡ ἀρχή τῆς ἐλευθέρας ἑρμηνείας∙ ἡ ἀρχή τῆς ἐκλαϊκεύσεως τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως∙ ἡ ἀρχή τῆς καταργήσεως τῆς δουλοπαροικίας∙ ἡ ἀρχή τῆς εὐαγγελικωτέρας ρυθμίσεως τῆς οἰκογενείας». («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Γ’ σελ. 760)
[38] Καταστροφές ἔργων τέχνης καί χειρογράφων, διωγμοί, ἐξευτελισμοί, διαπομπεύσεις καί δολοφονίες, ἀπαγόρευσις ὄχι μόνο τῶν εἰκόνων, ἀλλά καί τῶν ἁγίων καί αὐτής τῆς Θεοτόκου.
[39] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του» σελ. 76.
[40] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 135.
[41] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 105, 106.
[42] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 195, 196.
[43] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 130.
[44] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 343.
[45] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 197.
[46] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 100.
[47] «Ἱστορία Βυζαντινής Λογοτεχνίας», Ι σελ. 37.
[48] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», Μίλτωνος Ἀνάστου «Ἡ εἰκονομαχία καί ἡ πολιτική τῶν Αὐτοκρατόρων 717 - 842» σελ. 81.
[49] Paul Lemerle «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 88.
[50] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 111.
[51] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 366 - 367.
[52] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 42.
[53] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 37.
[54] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 109.
[55] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 286.
[56] «Τό ἑλληνικό κοσμοσύστημα» τόμος Γ’, σελ. 135.
[57] Paul Lemerle «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 279.
[58] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 247.
[59] A. A. Vasiliev «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 366 - 367.
[60] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 174.
[61] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 469.
[62] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 33.
[63] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος δεύτερος σελ. 90.
[64] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 282
[65] «Βυζαντινή Ἱστορία», Τόμος Β1 σελ. 111.
[66] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 306.
[67] «Kulturgeschichte von Byzanz» σελ. 422.
[68] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511.