τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρακική - δαρδανική καταγωγή[1] κα...
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρακική - δαρδανική καταγωγή[1] καί τῆς Ἑλένης, μίας Ἑλληνδος κόρης πανδοχέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας, ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ὁ Μέγας κατέστη τό ἔτος 324 μ.Χ. ὁ ἀποκλειστικός Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μετά ἀπό μακρά περίοδο σκληρῶν καί πολυμέτωπων ἐμφυλίων συγκρούσεων.[2]
“ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”
Ἦταν ἡ παραμονή τῆς μάχης στήν Μουλβία (ἤ Μιλβία) Γέφυρα, ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶδε ὡς ὅραμα στόν οὐρανό ἕνα φωτεινό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί γύρω τοῦ τήν φωτεινή ἐπιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»[3]. Ἀμέσως διέταξε νά χαραχθῆ στίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του τό μονόγραμμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ΙΧ). Τήν ἐπομένη -28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312- συνέτριψε τόν ἀντίπαλό του Μαξέντιο καί μία ἡμέρα μετά εἰσῆλθε θριαμβευτής στήν Ρώμη.[4].
Ἡ μάχη στήν Μουλβία Γέφυρα (τοιχογραφία στό Βατικανό)
Τό ἑπόμενο ἔτος -313- ὁ Κωνσταντῖνος καί ὁ Λικίνιος προσυπέγραψαν τό Ἔδικτο τῶν Μεδιολάνων[5], μέ τό ὁποῖο ἐπιβλήθηκε στό Ρωμαϊκό Κράτος ἡ ἀνεξιθρησκεία, νομιμοποιήθηκε ὁ Χριστιανισμός ὡς “religio licita” (ἐπιτρεπόμενη θρησκεία) καί κατέπαυσαν οἱ διώξεις τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ καίρια ὅμως στιγμή πού ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ἐκδηλώθηκε σαφῶς ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρξε τό 325 μέ τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας.
Ἀφορμή της ὑπῆρξε ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου[6], ἡ ὁποία ἀμφισβητοῦσε τό «ὁμοούσιον» τοῦ Χριστοῦ διδάσκωντας ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἰσόκυρός του Θεοῦ, ἀλλά τό πρῶτο κτίσμα του καί μετεῖχε στήν θεότητα «κατά χάριν καί ὄχι κατ’ οὐσίαν».
Κύριος ἀντίπαλός του Ἀρείου ὑπῆρξε ὁ διάκονος καί κατόπιν ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος.[7]
Μέ ἀφορμή τήν ἐπίλυσι αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ὁ Κωνσταντῖνος μετά ἀπό διεργασίες[8] συγκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χριστιανοσύνης στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 318 ἐπιφανεῖς κληρικοί - οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, παρότι ἀκόμη δέν εἶχε βαπτισθεῖ Χριστιανός.[9] Μάλιστα δέν δίστασε νά ἐκφράση τίς ἀπόψεις τοῦ ὁμιλώντας τήν ἑλληνική γλῶσσα.
Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε. Σέ αὐτήν συντάχθηκαν γιά πρώτη φορά καί τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καθώς καί 20 Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες.
Τό ἔτος 326, ἡ Ἑλληνίδα καί Χριστιανή μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος, Ἑλένη, προχώρησε σέ μία ἀκόμη ἐμβληματική πράξι πρός τήν κατεύθυνσι ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας: Μετέβη γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Κατά τόν Εὐσέβιο[10] ἐπεδόθη σέ πράξεις φιλανθρωπίας, συντηρώντας κοινότητες καί ἀνεγείροντας μονές καί ἱδρύματα κοινῆς ὠφελείας.
Βρῆκε τούς τόπους Γεννήσεως, Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἀνήγειρε τόν μεγαλοπρεπή Ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως στόν Γολγοθά.
Ναοί πού ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐπικρατεῖ μάλιστα ἡ θεωρία ὅτι σέ ἐκείνην ὀφείλεται καί ἡ εὔρεσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Μετά τό ταξείδι της στούς Ἁγίους Τόπους, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 329 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἀνακήρυξε Ἁγία καί Ἰσαπόστολο.
Γιατί τόν Χριστιανισμό;
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐτό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰώνα εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια ὅπως εἴδαμε.
Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολογίες, μαγείες, μαγγανεῖες καί δεισιδαιμονίες.
Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύματα Ἰρανικά».[11]
Ὅταν ἐμφανίσθηκε λοιπόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπροστά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χάος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρούσθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρησκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωροαστρισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.
Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνιστικῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα.
Ἐμφανίσθηκε μετά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευτικό συγκριτισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνιστικά καί Ρωμαϊκά χρόνια.
Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιούργημα τῆς ἑλληνιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς.
Γράφει ὁ καθηγητής Δ. Ζακυθηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίωσε τήν νέαν θρησκείαν».[12] Τοῦτο συνέβη διότι ἔδωσε στόν Χριστιανισμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔννοιες, τήν θεολογία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του.
Ὅπως γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπιτυχῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[13].
Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογενοποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συνδέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θεοκρασία δέν εὐοδώθηκαν.
Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφεσο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φιλαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια. Ὅλες πόλεις ἑλληνικές!
Ἄρχισε δέ νά διαδίδεται ἀπό πολύ νωρίς στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Θράκη, τήν Κύπρο, τήν Κρήτη, τήν Θεσσαλονίκη, τόν Πόντο καί στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα.[14]
Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευχθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνσταντῖνος…».[15].
Εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἠθέλησε νά χρησιμοποιήση λοιπόν τόν Χριστιανισμό, ὡς αὐτόν τόν ἑνιαῖο ὁμογενοποιητικό παράγοντα πού ἔλειπε ἀπό τήν Αὐτοκρατορία του.
Ὅπως γράφει ὁ Α. Α. Vasiliev: «…ἔχοντας ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Χριστιανισμός προοριζόταν νά γίνει μία παγκόσμια δύναμη, τόν χρησιμοποίησε».[17]
Πράγματι, ὁ Χριστιανισμός εἶχε ὅλες τίς κατάλληλες ἰδιότητες γιά νά διαδραματίση ὁμοιογενοποιό ρόλο.
Διέθετε ἑνιαῖο δόγμα, δυναμισμό καί ἀναγνώρισι τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας.
Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ χριστιανική διδασκαλία, μέ τό κήρυγμα ὑποταγῆς στόν κοσμικό ἄρχοντα («πάσα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω, οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μή τοῦ θεοῦ. Αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ διαταγή ἀνθέστηκεν»), παρέσχε ἠθική ὑποστήριξη στή μοναρχία».[18] Ἔτσι, ὅπως σημειώνει ὁ Vasiliev: «Κατάλαβε ὁ Κωνσταντῖνος ὅτι στό μέλλον ὁ Χριστιανισμός θά ἦταν ἡ κύρια ἑνωτική δύναμη ἀνάμεσα στίς φυλές τῆς Αὐτοκρατορίας».[19]
Ὁ γοτθικός κίνδυνος στόν Δούναβη καί ὁ περσικός κίνδυνος στήν Ἀσία ἀπειλοῦσαν τήν Αὐτοκρατορία καί ἡ Ρώμη ἦταν πλέον πολύ μακρυά γιά νά ὀργανώση τήν ἄμυνα.
Ἀκολούθως ὁ Διοκλητιανός γιά πρώτη φορά ἐστράφη πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή ὅταν ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια καί ἄφησε τόν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό νά διοικεῖ τό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ρώμη.
Ἦταν ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος πού ὁριστικά θά μετέφερε τήν πρωτεύουσα καί θά δημιουργοῦσε τήν «Νέα Ρώμη».
Ἀρχικά ἐπέλεξε καί ἐκεῖνος τήν Τροία ὡς πόλι πού κατά παράδοσιν προέρχονταν οἱ Ρωμαῖοι.[20] Μάλιστα χάραξε προσωπικά τά ὅρια τῆς μελλοντικῆς πόλεως καί ἄρχισε τά ἔργα τῶν τοιχῶν της.
Τό 628 τό ἐμπλούτισαν καί ἄλλοι Ἕλληνες ἄποικοι ὑπό τόν Ζεύξιππο.[22]
Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα ἐκεῖ, βρῆκε μία ἀμιγῶς ἑλληνική πόλι, μέ ἑλληνικό πληθυσμό, ναούς, θέατρο, ἀγορά καί τετράστοο στάδιο.
Ἀποτέλεσμα συνεπῶς «ὀρθῆς στρατιωτικῆς καί πολιτικῆς ἐκτιμήσεως»[23], κατέστη ὁ σημαντικότερος ἐμπορικός καί συγκοινωνιακός κόμβος τοῦ κόσμου.
Παρασύρθηκε πολλές φορές σέ πράξεις πού δέν συνάδουν μέ τήν “ἁγιότητα” κατά τά χριστιανικά πρότυπα.
Ὑπῆρξε ὅμως ἐκεῖνος πού ἄνοιξε τόν δρόμο στήν ἐπικράτησι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός καί ὁ Χριστιανισμός ὑπήρξαν οἱ μεγάλοι ὠφελημένοι τῆς πολιτικῆς του.
Καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ τό ἀπέδωσε δεόντως. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμός στήν συνείδησί του.
Ὅπως γράφει ὁ Σ. Καργάκος: «Τουλάχιστον γιά τόν ἑλληνικό χριστιανικό κόσμο, εἶναι ὁ οἰονεῖ ἐθνικός ἅγιος…».[52].