“Φίλα, πόλις Μακεδονίας, κτίσμα Δημητρίου τοῦ ̓Αντιγόνου παιδός, τοῦ Γονατᾶ καλουμένου, ὃς ἀπὸ τῆς τούτου μητρὸς Φίλας ἐπὶ τοῦ Πηνειοῦ ἔ...
“Φίλα, πόλις Μακεδονίας, κτίσμα Δημητρίου τοῦ ̓Αντιγόνου παιδός, τοῦ Γονατᾶ καλουμένου, ὃς ἀπὸ τῆς τούτου μητρὸς Φίλας ἐπὶ τοῦ Πηνειοῦ ἔκτισε πόλιν Φίλαν …”
(Στέφανος Βυζάντιος)
Του Ιωάννη Τζιόλα
Τη θέση και τον ιδρυτή της Φίλας την μαθαίνουμε από τον Στέφανο Βυζάντιο, (Γεωγράφος του 6ου αι. μ.Χ. στο έργο του “περί πόλεων”) κατά τον οποίο η πόλη χτίστηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας, τον Δημήτριο Β΄, (239-229 π.Χ.) στις αριστερές όχθες του ποταμού Πηνειού.
Δυστυχώς όμως ο Βυζάντιος δεν μας αναφέρει για το εάν η πόλη υπήρχε και στις μέρες του.
Μια τέτοια πληροφορία θα ήταν αρκετά σημαντική και θα βοηθούσε πολύ στην έρευνά μας.
Η Φίλα ήταν κόρη του Αντιπάτρου, σύζυγος του στρατηγού Κρατερού και με δεύτερο γάμο σύζυγος του Δημητρίου Πολιορκητή.
Το όνομά της τιμάται, γιατί υπερασπίστηκε με γενναιότητα την Κύπρο κατά την επίθεση του Πτολεμαίου, στο χρόνο που ο σύζυγός της Δημήτριος πολιορκούσε την Σπάρτη.
Πιάστηκε αιχμάλωτη, αλλά αργότερα απελευθερώθηκε και αγωνίστηκε πάλι στη Μακεδονία για να προστατεύσει την εξουσία του συζύγου της.
Το 287 π.Χ. μετά την απώλεια της Μακεδονίας και την πτώση του συζύγου της, δεν άντεξε και αυτοκτόνησε.
Έτσι ο Δημήτριος Β΄ ονόμασε τη νέα πόλη Φίλα, προς τιμή της γιαγιάς του.
Μεγάλη σημασία έδωσαν στην ίδρυση της Φίλας οι Μακεδόνες βασιλείς, οι οποίοι την περιέβαλλαν με ιδιαίτερη εύνοια.
Αρχαίο Νόμισμα Της Φίλας
Η Φίλα παρόλο που ήταν μικρή πόλη, (χτίστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.) είχε το προνόμιο να κόβει νομίσματα με το όνομά της.
Τα νομίσματά της έφεραν στον εμπροσθότυπο την παράσταση της Νίκης, ή νεανική κεφαλή, ενώ στον οπισθότυπο έφεραν το ρόπαλο (έμβλημα των Μακεδόνων βασιλιάδων) και τη λέξη ΦΙΛΑ.
Ο Γάλλος περιηγητής Heuzey (στις αρχές του 19ου αιώνα) μας αναφέρει πως βρέθηκαν τέτοια νομίσματα της ΦΙΛΑΣ, στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπου.
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Δημήτριος Β΄, έκτισε την πόλη Φίλα, για να έχει στις επιχειρήσεις του κατά των Αιτωλών, ένα ισχυρό οχυρό, πολύ κοντά στον ποταμό Πηνειό.
Έτσι, η κτίση της πόλης κρίθηκε αναγκαία σ’ αυτό το σημείο, γιατί ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε τη φυσική διάβαση προς τη Θεσσαλία, ενώ όριζε από νότο τη Μακεδονία, ήταν λοιπόν εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή για τους Μακεδόνες βασιλιάδες.
Γι’ αυτό και ισχυρό φρούριο περιστοίχιζε και υπεράσπιζε την πόλη.
Ο Στέφανος Βυζάντιος προσδιορίζει τη θέση της “επί του Πηνειού”. Ο Desdevises προσδιορίζει την τοποθεσία της δίπλα στο χείμαρρο Μπουρουβάρι, κοντά στον Πυργετό.
Ο Δήμιτσας στο έργο του “αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας” την τοποθετεί “επί της αριστερής όχθης της εκβολής του Πηνειού” και μας αναφέρει ότι ήταν “οχυρά φύσει και θέσει”, κλειδί στη δίοδο Μακεδονίας και Θεσσαλίας και ότι απείχε περίπου ένα μίλι από το Ηράκλειον.
Η επίδρασή της σ’ αυτόν τον πόλεμο ήταν σημαντική.
Το 171 π.Χ. ο τελευταίος Αντιγονίδης βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Περσέας, είχε ορμητήριο τη Φίλα και αφού εγκατέστησε φρουρές, εξασφάλισε την επιτήρηση των Τεμπών, εισέβαλε στη Θεσσαλία και συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους.
Η σύγκρουση αυτή δεν κατέληξε σε ουσιώδες αποτέλεσμα.
Θεωρείται όμως από τους ιστορικούς ότι έκλεινε υπέρ των Μακεδόνων,
Έτσι, οι Ρωμαίοι ανενόχλητοι όλο το χειμώνα ανασυντάχθηκαν και τροφοδοτούνταν από το θεσσαλικό κάμπο.
Ο Περσέας αργότερα εγκατέλειψε και τη Φίλα και άφησε εκεί τον Τιμόθεο με αρκετή στρατιωτική δύναμη πέντε χιλιάδων Μακεδόνων στρατιωτών.
Για δυο χρόνια η Φίλα απέκλειε την εισβολή των Ρωμαίων από τα στενά των Τεμπών στη Μακεδονία.
Έτσι οι Ρωμαίοι εξασφάλισαν τα νώτα τους και ακίνδυνα πλέον προσπάθησαν να εισβάλουν στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ενώ αποτέλεσε το ασφαλέστερο ορμητήριο για την πολιορκία και κατάκτηση της πόλης του Ηρακλείου.
Η Μακεδονία το 146 π.Χ., έγινε ρωμαϊκή επαρχία και διαιρέθηκε σε τέσσερις μερίδες.
Έτσι, η Φίλα περιλήφθηκε στην “τρίτη μερίδα”.
Πρωτεύουσα της μερίδας αυτής ήταν η Πέλλα και τα όριά της προς το νότο έφταναν ως τις εκβολές του ποταμού Πηνειού.
Οι Βυζαντινοί όμως, κατά τον 10ο αι. μ.Χ., για να αναχαιτίσουν τις από βορρά βαρβαρικές επιδρομές, έκτισαν κάπου κοντά την πόλη Λυκοστόμιον.
Έτσι ονομαζόταν κατά τα βυζαντινά χρόνια ολόκληρη η κοιλάδα των Τεμπών, και από εκεί πήρε και η πόλη το όνομα.