Η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Christine Lambrecht σπάει το ταμπού των επανεξοπλισμών! Ιδιαίτερα μεγάλη εντύπωση προξένησαν οι δηλώσεις περί...
Η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Christine Lambrecht σπάει το ταμπού των επανεξοπλισμών!
Ιδιαίτερα μεγάλη εντύπωση προξένησαν οι δηλώσεις περί «στρατιωτικής ηγεμονίας» της Γερμανίας, πολλώ δε μάλλον, όταν αυτές ακούγονται από τα χείλη της Υπ.Άμυνας της χώρας.
Οι δηλώσεις που προκάλεσαν
Οι δηλώσεις περί «στρατιωτικής ηγεμονίας είναι πρωτοφανείς, καθώς το να αποτελεί η Γερμανία στρατιωτιή δύναμη ήταν ταμπού στον απόηχο του ναζιστικού μιλιταρισμού και των επιθετικών πολέμων του Αδόλφου Χίτλερ.
Ειδικότερα, στις δηλώσεις της η Christine Lambrecht ανέφερε πως η Γερμανία πρέπει να αποδεχθεί «μια στρατιωτική ηγεμονία».
«Η Γερμανία πρέπει να ανταποκριθεί μακροπρόθεσμα στον στόχο του ΝΑΤΟ για στρατιωτικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ ακόμη και μετά την εξάντληση του ειδικού κονδυλίου των 100 δισεκ. ευρώ, και να αποδεχθεί μια στρατιωτική ηγεμονία την οποία απέφευγε μέχρι τώρα» δήλωσε χαρακτηριστικά η υπουργός Άμυνας.
Επιπροσθέτως, η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας απέρριψε και πάλι τα αιτήματα να εφοδιαστεί το Κίεβο με άρματα μάχης.
«Καμία χώρα δεν έχει προμηθεύσει μέχρι τώρα δυτικής κατασκευής οχήματα πεζικού μάχης ή άρματα μάχης", είπε."Έχουμε συμφωνήσει με τους εταίρους μας πως η Γερμανία δεν θα αναλάβει τέτοια δράση μονομερώς» διεμήνυσε.
«Το 2% του ΑΕΠ μας για την ασφάλειά μας... χρειαζόμαστε αυτά τα χρήματα χωρίς ‘αν’ ή ‘αλλά’, και τα χρειαζόμαστε μακροπρόθεσμα, έτσι ώστε η προσπάθεια που καταβάλλουμε με τα 100 δισεκ. να μην είναι επί ματαίω», ξεκαθάρισε η Christine Lambrecht.
«Πρέπει να αποτρέψουμε μια κατάσταση όπου, σε μερικά χρόνια, δεν θα έχουμε την οικονομική δυνατότητα συντήρησης του εξοπλισμού που αγοράζουμε τώρα» εξήγησε.
Εν κατακλείδι αξίζει να σημειωθεί, ότι η Bundeswehr (οι ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας) είναι προγραμματισμένο να λάβει 100 δισ. ευρώ για επενδύσεις και εξοπλιστικά έργα από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μέσω ειδικού ταμείου, όπως είχε ανακοινώσει το Φεβρουάριο ο καγκελάριος Οlaf Scholz.
Πηγή