Υπάρχουν ημερομηνίες στην παγκόσμια ιστορία που χαρακτηρίζονται σταθμοί. Σηματοδοτούν την αρχή μιας εποχής και το τέλος της προηγούμενης...
Υπάρχουν ημερομηνίες στην παγκόσμια ιστορία που χαρακτηρίζονται σταθμοί. Σηματοδοτούν την αρχή μιας εποχής και το τέλος της προηγούμενης.
Μια τέτοια είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, και η 29η Μαΐου 1453.
Η ημέρα που η βασιλεύουσα των Πόλεων κυριεύθηκε από τους Οθωμανούς και έπαψε να είναι η Πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας χιλίων και πλέον ετών.
Η επτάλοφος Κωνσταντινούπολις, κέντρο παγκόσμιου ελληνορθόδοξου πολιτισμού, εάλω.
Όμως, «Εάλω η Πόλις ή όχι»;;
Είναι ερώτημα, όχι διαπίστωση.
Η χιλιόχρονη πρωτεύουσα της (ανατολικής) Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που οι Φράγκοι εκατό χρόνια μετά την πτώση την ονόμασαν Βυζαντινή, από τη μικρή πολιτεία Βυζάντιο για να την υποτιμήσουν, πρόσφερε πάρα πολλά στην παγκόσμια επιστήμη, στον Ελληνισμό και στην ορθοδοξία.
Γεγονός που μας καθιστά ιδιαίτερα υπερήφανους.
Είναι γνωστόν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ίδρυσε μια καινούρια Αυτοκρατορία, αλλά απλώς μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την Ρώμη στην αρχαία πόλη Βυζάντιο, που την άλλαξε και την ονόμασε Νέα Ρώμη και αργότερα έλαβε την ονομασία Κωνσταντινούπολη λόγω του ιδρυτού της.
Την εποχή του Μωάμεθ, πολιορκείται για πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη (668-669) από τον Εγιούμπ ελ Ενσαρί (Eyub El-Ensari), πολιορκία που αποτυγχάνει και επαναλαμβάνεται το 717, για να αποτύχει και πάλι, έπειτα από αποκλεισμό που διήρκεσε 12 ολόκληρους μήνες. Το 1071 εμφανίζονται στην Ανατολία οι Τούρκοι.
Η πρώτη πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς γίνεται το 1390, από τον σουλτάνο Ειλντιρίμ Μπαγιαζίτ, ο οποίος αναγκάζεται να λύσει την πολιορκία.
Επιθυμούν για αιώνες να κατακτήσουν την Πόλη.
Καταστρώνουν σχέδια για να πορθήσουν την Βασιλεύουσα.
Το καλοκαίρι του 1452, και αφού έχουν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες, ο Μωάμεθ ο Β’ κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στις 28 Ιουνίου συγκεντρώνει στρατό 50.000 ανθρώπων στο άρτι αποπερατωθέν Κάστρο της Ρωμυλίας και στήνει τις σκηνές και τους καταυλισμούς του απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Μέχρι το τέλος του 1452 η Πόλη είναι ήδη αποκλεισμένη.
Βρισκόμαστε στην άνοιξη τον 1453 και ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αδυνατεί να ενισχύσει την άμυνα της Πόλης, ο Μωάμεθ ο Β’ ολοκληρώνει τις προετοιμασίες του και τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 1453 στήνει το αντίσκηνό του μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Οι στρατιώτες του ξεπερνούν τους 300.000, αφού πολλοί μουσουλμάνοι – και όχι μόνον – κατετάγησαν στις τάξεις του οθωμανικού στρατού μετά την υπόσχεση που έδωσε ο Μωάμεθ ότι μετά την άλωση τα λάφυρα θα ανήκαν στους στρατιώτες του!
Η Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της από τους Φράγκους το 1204 και τις λεηλασίες και καταστροφές που υπέστη από τους δυτικούς είναι εξασθενημένη.
Έχασε ένα σημαντικό κομμάτι από την παλαιά αίγλη και δύναμη.
Τμήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανεξαρτητοποιήθηκαν.
Ο κίνδυνος των τούρκων είναι ορατός και τους απασχολεί.
Οι Οθωμανοί επεκτείνονται απειλητικά για την Κωνσταντινούπολη.
Ο φόβος αυτός τους ωθεί να ζητήσουν την βοήθεια των παπικών.
Το σχίσμα ήταν ένα αγκάθι στις σχέσεις ανατολικής και δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Παρά τις αποφάσεις της συνόδου της Φεράρα-Φλωρεντίας (1438-1439) η ένωση δεν επιτυγχάνεται στην πράξη λόγω της αντίδρασης του Μάρκου Ευγενικού.
Η δύση πέτυχε τον στόχο της μόνο στα «χαρτιά» και δεν βοηθά τους ανατολικούς.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν παραθέτει πλείστα παραδείγματα από τούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσεως, στα οποία φαίνεται καθαρά ότι δεν είχαν τη δυνατότητα και τη βούληση να βοηθήσουν οικονομικά και στρατιωτικά.
Εν τούτοις, μερικοί Ενετοί και Γενουάτες ήρθαν αυθόρμητα από την Ιταλία για να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών.
Και τελικά οι Ενετοί και οι Γενουάτες συμμετείχαν κατά την αντίσταση στην πολιορκία, αν και υπήρχαν μεταξύ τους πολλές διαφορές, και μάλιστα οι Γενουάτες απεχώρησαν την τελευταία στιγμή από τον αγώνα.
Γυναίκες και μοναχές «έσπευσαν στα τείχη να βοηθήσουν για τη μεταφορά υλικών για την ενίσχυση των οχυρωμάτων, και να μεταφέρουν στάμνες με νερό, για να ξεδιψάσουν οι αμυνόμενοι».
Οι μαχητές δίνουν ηρωικό αγώνα και ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να ανοίξουν οι εκκλησίες και να γίνονται παρακλήσεις και Θείες Λειτουργίες.
Όλος ο λαός έψαλε το «Κύριε, ελέησον» κατά τις λιτανείες.
Στις 25 Μάιου ο Μωάμεθ Β’ ζήτησε από τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αντάλλαγμα τη σωτηρία του ίδιου και της οικογένειάς του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό της Άλωσης Γεώργιο Φραντζή, ο αυτοκράτορας απάντησε: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτε τ’ εμόν εστίν οΰτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή.
Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», που σημαίνει:
«Ούτε εγώ ούτε άλλος κανείς από τους κατοίκους της πόλης έχουμε το δικαίωμα να σου την παραδώσουμε.
Αντίθετα, όλοι μας έχουμε πάρει την απόφαση να πεθάνουμε με τη θέληση μας (για χάρη της) και να μην υπολογίσουμε τη ζωή μας».
Απάντηση ελληνική, γενναία, πατριωτική, και ιστορική και διδακτική
Τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου 1453 άρχισε η μεγάλη έφοδος των Τούρκων.
Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης αρχικά αμύνονταν με ηρωισμό. Αργότερα όμως επεκράτησε σύγχυση και πανικός μεταξύ των μισθοφόρων, οι οποίοι υπερασπίζονταν το μέσο τείχος, όταν τραυματίστηκε ο επικεφαλής τους φρούραρχος Ιουστινιάνης.
Οι στρατιώτες του Μωάμεθ, στους οποίους ο σουλτάνος είχε δώσει το ελεύθερο για λεηλασία, όρμησαν ασυγκράτητοι στο εσωτερικό της πόλης.
Στο μεταξύ από μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα, εισέβαλαν και άλλοι Τούρκοι. Τότε ακούστηκε η κραυγή «η Πόλις εάλω», έπεσε η Πόλη.
Ο αυτοκράτορας, όταν είδε πως δεν έμενε πια καμιά ελπίδα, μαζί με τρεις έμπιστους της φρουράς του, τον Δον Φραντσίσκο, τον ξάδερφο του Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη, όρμησε μέσα στο πλήθος των εχθρών και χάθηκε για πάντα.
Ακολούθησε σφαγή και λεηλασία.
Παραδίδεται μάλιστα πως μεγάλη σφαγή έγινε και μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπου είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα.
Η Άλωση της Πόλης σήμανε το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ σημάδεψε δραματικά και την πορεία του Ελληνισμού στην Ιστορία.
Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι και μετά των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον.
Ο Κωνσταντίνος μάχεται σαν απλός στρατιώτης.
Κατάκοπος αλλά αποφασισμένος κατέβηκε από το άλογο του, αφαίρεσε την αυτοκρατορική του στολή και όλα τα σύμβολα του ψηλού αξιώματός του.
Διατήρησε μόνο τα ερυθρά πέδιλα (καμπάγια), με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αφού ξεγύμνωσε το σπαθί του, καλυπτόμενος προ της ασπίδας του, όρμησε στο κρισιμότερο σημείο το πλήθος των επιδρομών και ο Σφραντζής αφηγείται «Εμάχετο ο Άνθρωπος και Βασιλεύς επί ώραν πολλή, βρυχώμενος ως λέων και την ρομφαίαν (σπαθί) εσπασμένη έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των χειρών και των ποδών αυτού έρρεε».
Σε τέτοια στιγμή, στην ορμή της μάχης, μεγαλείου – αυτοθυσίας και υπερβάσεως από τα γήινα, έπεσεν μαχόμενος ο τελευταίος των Παλαιολόγων και μαζί του έπεσεν και η Αυτοκρατορία και ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ, κραυγή, που σε λίγες μόνον στιγμές ακούστηκε σ’ όλη την πόλιν.
Την υστάτην στιγμή προ της θυσίας του, ιστορικοί καταμαρτυρούν ότι ο Παλαιολόγος ανεφώνησεν: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού».
Φράση που καταδεικνύει την αγωνία του Χριστιανού Εθνομάρτυρα να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Αγαρηνών.
Οι κατακτητές αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι».
Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής».
Κατά τον Φραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε τη Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος, την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη.
Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, ή έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη ο ήρωας Βασιληάς.
Μεταγενέστερες δημιουργηθείσες παραδόσεις οφείλονται σε διηγήσεις και ευσεβείς απηχήσεις.
Η φαντασία του Ελληνικού Έθνους και ο θρύλος, θέλει τον Κωνσταντίνο Μαρμαρωμένο, όπου Άγγελος Κυρίου, προτού κτυπηθεί από το σπαθί του αράπη, τον άρπαξε και τον πήρε σε μια σπηλιά βαθιά κάτω στη γη, κοντά στην Χρυσόπορτα.
Εκεί μένει «Μαρμαρωμένος» και καρτερεί την ώρα να ’ρθεί πάλιν ο Άγγελος, να τον σηκώσει, να του δώσει και πάλι στο χέρι το σπαθί του και να μπει στην πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, να τους διώξει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά… την Μέκκα.
Είναι όμως και η λαϊκή ρήση πολύ χαρακτηριστική της παράδοσης και του πόθου των Ελλήνων «Κωνσταντίνος την έκτισε, Κωνσταντίνος την έχασε, Κωνσταντίνος θα την πάρει».
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός
Υ.Γ. Κάποιος φορέας θα έπρεπε να ασχοληθεί και να αναδείξει αυτή την τεράστια προσφορά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζαντινής).
Ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἱὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.
Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν.
Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων.
Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων.
Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.
Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὃ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος;
Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται.
Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκὼν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη.
Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό.
Ἡμεῖς πάσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.
Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι.
Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων.
Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τὲ καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε.
Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἣ τὴν ρομφαίαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροὶ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.
Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὢ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέα ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῶα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν.
Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων.
Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθῶν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς.
Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν.
Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατά, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μύθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὢ ἀνόητα ζῶα, καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὓρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοῖς ὦσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν.
Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν.
Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τὲ καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῶ ὑποβαλεῖν καὶ δουλεία καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.
Έκρινα σκόπιμο να υπενθυμίσω στους απανταχού της γης πατριώτες συνέλληνες, και όχι μόνο, την ομιλία του Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πριν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μετά από 568 χρόνια που εκφωνήθηκε, για να πάρουμε όλοι μας τα κατάλληλα μηνύματα πατριωτισμού και ορθοδόξου πίστεως.
Πονηροί και ύποπτοι οι καιροί.
Πολλά φαίνεται ότι κυοφορούνται στον κόσμο.
Θα έχουν σχέση με την πατρίδα μας;;
Εύλογο ερώτημα.
Η μικρή σε έκταση (γεωγραφικά) Ελλάδα κατέχει σημαντική γεωπολιτική θέση.
Οι προφητείες, οι μύθοι και οι παραδόσεις μιλούν για πολλά και φοβερά επερχόμενα γεγονότα. Είναι βέβαιο ότι οι προφητείες θα επαληθευτούν, θα γίνουν πραγματικότητα.
Πότε;;. Ο Θεός μόνο γνωρίζει.
Εμείς ας είμαστε έτοιμοι…
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός
Πηγή: Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ
Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἐν ἔτει 1477