Το ίδιο βράδυ που ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron έμαθε πως οι ΗΠΑ είχαν κλείσει κρυφά αμυντική συμφωνία με την Αυστραλία, η οποία έβγ...
Το ίδιο βράδυ που ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron έμαθε πως οι ΗΠΑ είχαν κλείσει κρυφά αμυντική συμφωνία με την Αυστραλία, η οποία έβγαζε τη Γαλλία από ένα συμβόλαιο για υποβρύχια, ανακοίνωνε έναν δικό του στρατιωτικό θρίαμβο. Ο Adnan Abu Walid al-Sahrawi επικεφαλής της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος της Ευρύτερης Σαχάρας, σκοτώθηκε «από γαλλικές δυνάμεις».
Επρόκειτο για μια αμήχανη σύμπτωση για τον Macron. Για τον Γάλλο πρόεδρο, η συμφωνία AUKUS ήταν ξεκάθαρη δικαίωση του επιχειρήματος πως η Γαλλία, και η Ευρώπη, πρέπει να χτίσουν μια αμυντική συμμαχία που δεν θα εξαρτάται από μια άστατη Αμερική. Εν τούτοις, η δολοφονία ενός κορυφαίου αντάρτη ήταν μια επιτυχία του γαλλικού στρατού που ο Macron γνώριζε πως οφείλει σε μεγάλο βαθμό στην σύμμαχο υπερδύναμη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο θάνατος του Sahrawi ήταν ένα ορόσημο για τη σημαντικότερη εν εξελίξει στρατιωτική επιχείρηση της Γαλλίας, την επταετή εκστρατεία της στην περιοχή Sahel της βόρειας Αφρικής, που στόχο έχει εξτρεμιστικές ομάδες. Ήταν επίσης αποτέλεσμα της κρίσιμης και επίμονης παρασκηνιακής στήριξης που παρείχε στην αποστολή αυτή η Ουάσινγκτον.
Κάπου 3.500 Γάλλοι στρατιώτες βρίσκονται στην περιοχή στο πλαίσιο της Επιχείρησης Barkhane. Εξαρτώνται από αμερικανικά μεταγωγικά αεροσκάφη για την υλικοτεχνική τους υποστήριξη, από τα αμερικανικά drones για τις αναγνωριστικές αποστολές, και από τις αμερικανικές πληροφορίες για να εντοπίζουν στόχους όπως ο Sahrawi. Τα γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη Mirage περιπολούν τον ουρανό χάρη στις τακτικές εννεάωρες πτήσεις των αμερικανικών αεροσκαφών ανεφοδιασμού KC-135 από μια αεροπορική βάση στη νότια Ισπανία.
Καθώς η αρχική οργή της Γαλλίας έναντι των αμερικάνων εταίρων τους για τη συμφωνία AUKUS καταλάγιασε τις τελευταίες 12 μέρες και μετατράπηκε σε δυσφορία, το Παρίσι και οι ευρωπαίοι εταίροι του έχουν αναγκαστεί να αντιμετωπίσουν ένα ευρύτερο συμπέρασμα: ότι ενώ οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο επικεντρωμένες στην ευρωπαϊκή άμυνα, ωστόσο παραμένουν ο απαραίτητος εταίρος για τα κράτη της ΕΕ.
Αν και συνειδητοποιούν την ανάγκη να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την προστασία της ηπείρου τους, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι του τομέα της άμυνας αναγνωρίζουν πως μια πιο δυνατή και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αντιθέτως, το ερώτημα δεν έχει να κάνει με την στρατιωτική ανεξαρτητοποίηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, αλλά με το πώς μπορεί να γίνει ένας πιο αξιόπιστος και δυνατός σύμμαχος.
«Αυτή η διατλαντική συμμαχία είναι ύψιστης σημασίας για την ασφάλεια στον κόσμο. Ποτέ δεν την αμφισβητήσαμε στην Ευρώπη», λέει ο Charles Michel, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. «Μια πιο εύρωστη Ευρώπη καθιστά τη συμμαχία μας πιο εύρωστη».
Ο Michel μίλησε στους Financial Times λίγο μετά το τεταμένο τηλεφώνημα Macron-Biden, όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ προσπάθησε να κατευνάσει κάπως τον θυμό του Γάλλου εταίρου του για τη συμφωνία AUKUS, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα στη Γαλλία πως η ίδια -αλλά και η Ευρώπη- έχουν περισσότερα να χάσουν από μια ρήξη στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, από ένα συμβόλαιο 66 δισ. δολαρίων για υποβρύχια.
Ο Biden αναγνώρισε «τη σημασία μιας ισχυρότερης και πιο ικανής ευρωπαϊκής άμυνας, που συμβάλει θετικά στη διατλαντική και παγκόσμια ασφάλεια», ανέφερε κοινή ανακοίνωση.
Ο Michel, που ηγείται του συμβουλίου των 27 ηγετών της ΕΕ, λέει πως περιστατικά πως η ανακοίνωση-έκπληξη της συμφωνίας AUKUS και η απότομη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν νωρίτερα φέτος το καλοκαίρι, πρέπει να αποτελέσουν έναυσμα ώστε οι Ευρωπαίοι να «ενεργήσουν από κοινού και να πάρουν μαθήματα από κοινού».
Αλλά αυτό με κανέναν τρόπο δεν τον οδηγεί να υποστηρίξει πως η Ευρώπη πρέπει να απομακρυνθεί από τις ΗΠΑ ή να αποδυναμώσει τη συνεργασία της με την Ουάσινγκτον. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που υπάρχει ξεκάθαρη αναγνώριση από τις ΗΠΑ πως μια ισχυρότερη Ευρώπη… καθιστά τη διατλαντική συμμαχία ισχυρότερη», λέει ο Michel. «Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν πως η ΕΕ είναι στρατηγικός σύμμαχος».
Τα μεγαλύτερα κράτη-μέλη της ΕΕ γνωρίζουν βαθύτατα την έκταση στην οποία οι ΗΠΑ έχουν επαναπροσανατολίσει την εξωτερική τους πολιτική προς τον ανταγωνισμό με την Κίνα, καθιστώντας τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας πολύ λιγότερο πιεστική προτεραιότητα σε σχέση με την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Ορισμένοι θεωρούν πως είναι θέμα χρόνου οι ΗΠΑ να αποσύρουν περισσότερα στρατιωτικά στοιχεία από την Ευρώπη, καθώς συνεχίζουν τη στροφή τους προς την περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού.
Η συμφωνία AUKUS έχει δυναμώσει την αποφασιστικότητα της ΕΕ να διαμορφώσει αυτό που οι ηγέτες της έχουν αποκαλέσει «στρατηγική αυτονομία», μια έννοια που θα της επέτρεπε να αναπτύξει τα στρατιωτικά της assets ανεξάρτητα από άλλες δυνάμεις.
Αλλά μια ΕΕ χωρίς της Βρετανία, που ήταν προηγουμένως ένας από τους σημαντικότερους αμυντικούς παίκτες της μαζί με τη Γαλλία, δεν έχει συναντήληψη για το θέμα αυτό. «Τα κράτη μέλη της ΕΕ ποτέ δεν άρθρωσαν τι εννοούν λέγοντας στρατηγική αυτονομία. Για ορισμένους έχει να κάνει με το να ξεφύγουν από το ΝΑΤΟ. Για άλλους έχει να κάνει περισσότερο με την αναγνώριση πως ήρθε ο καιρός να κάνουμε περισσότερα για να βρεθούμε στο ίδιο επίπεδο με τους Αμερικάνους» λέει η Judy Dempsey, senior fellow στο Carnegie Europe. «Αλλά η στρατηγική αυτονομία είναι ανούσια εάν οι Ευρωπαίοι συλλογικά δεν σκεφτούν στρατηγικά».
Το άγχος του ΝΑΤΟ
Οι διαχωρισμοί αυτοί εντός του ΝΑΤΟ αναφορικά με την στρατηγική άμυνας και ασφάλειας υπήρξαν επώδυνα εμφανείς τις τελευταίες ημέρες μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας ΗΠΑ-Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου για την ασφάλεια και τη συμφωνία για τα υποβρύχια. Η γαλλική οργή για την προσβολή ήταν αχαλίνωτη. Ο υπουργός Εξωτερικών Jean-Yves Le Drian, κατηγόρησε τους συμμάχους για «διπροσωπία, τεράστια ρήξη εμπιστοσύνης και περιφρόνηση».
Ωστόσο, η πολύ δημόσια οργή του Παρισιού ενεργοποίησε έναν ιδιωτικό συναγερμό σε ορισμένα κράτη μέλη, σύμφωνα με ευρωπαίους διπλωμάτες. Ενώ πολλοί αντιλαμβάνονταν γιατί η Γαλλία έγινε έξω φρενών για την έλλειψη διαβουλεύσεων από το αγγλόφωνο τρίο εν όψει της ανακοίνωσης, ωστόσο αυτό μπλέχτηκε με την ανησυχία για την παράπλευρη ζημιά που θα μπορούσε να προκαλέσει η οργή της Γαλλίας στην ευρύτερη ατζέντα της επανεμπλοκής της ΕΕ με τις ΗΠΑ, μετά τα θυελλώδη χρόνια του Trump.
Ιδιαίτερα αγχώθηκαν οι πρωτεύουσες που είναι σθεναροί υπέρμαχοι του ΝΑΤΟ και της στρατιωτικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ –περιλαμβανομένων ορισμένων πρώην κομμουνιστικών κρατών. Η δήλωση του Γάλλου Ευρωπαίου επιτρόπου Thierry Breton στους Financial Times πως «κάτι έχει σπάσει» στη διατλαντική συνεργασία, προκάλεσε έντονη ενόχληση σε ορισμένους.
Το άγχος βγήκε στην επιφάνεια την Τετάρτη, με ωμά σχόλια από την πρωθυπουργό της Δανίας Mette Fredriksen, που κατά την επίσκεψή της στη Νέα Υόρκη δήλωσε στην δανέζικη εφημερίδα Politiken πως ο Biden είναι «πολύ πιστός» στην διατλαντική συμμαχία και πως η ίδια δεν νοιώθει καμία απογοήτευση με την αμερικανική κυβέρνηση.
Μέχρι να μιλήσει ο Macron στον Biden την περασμένη Τετάρτη, είχε ήδη ξεκινήσει μια συντονισμένη προσπάθεια στην Ευρώπη να κατέβουν οι τόνοι της θυμωμένης ρητορικής. Το μήνυμα που προέκυψε μέχρι το τέλος της εβδομάδας ήταν μια επαναβεβαίωση της συνεργασίας, σε έντονη αντίθεση με τα προηγούμενα μηνύματα που βγήκαν από τη Γαλλία και αλλού πως η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί καλύτερα για να σταθεί μόνη.
«Ήμασταν ειλικρινείς και ανοικτοί, αλλά δεν έχουμε αμφισβητήσει τη διατλαντική συμμαχία», δήλωσε στους FT ο Michel. «Υπάρχει ενότητα των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Έχουμε αποφασίσει να μείνουμε ενωμένοι».
Το «ενωμένοι» σημαίνει μια Ευρώπη που παρουσιάζεται ως ένας πιο αξιόπιστος παράγοντας στην αμυντική αρένα, αλλά όπως παραδέχεται ένας ανώτατος ευρωπαίος διπλωμάτης «η πρόοδος στο θέμα αυτό υπήρξε βραδεία».
Πάρτε για παράδειγμα το Αφγανιστάν και την χαοτική εκκένωση της Καμπούλ. «Η Ευρώπη συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου δεν διαθέτει τα assets για να διασφαλίσει από μόνη της το αεροδρόμιο της Καμπούλ», σημειώνει ο διπλωμάτης. «Οι ΗΠΑ είχαν δυο ομάδες στην περιοχή που στήριζαν την προσπάθεια. Αυτό δεν είναι κάτι που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούν εύκολα να αντιγράψουν».
Όπως υποστηρίζει ο διπλωμάτης, το πρόβλημα είναι «μια έλλειψη πολιτικής βούλησης» εντός της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των αμυντικών της δυνατοτήτων. «Πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και ποια συμπεράσματα θα βγάλει η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο από τα πρόσφατα γεγονότα».
Για την ώρα, η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη για τις ενισχυμένες αμυντικές ικανότητες. Ο Christoph Heusgen, ο οποίος μέχρι τον Ιούνιο ήταν ο πρέσβης της Γερμανίας στον ΟΗΕ και πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας της καγκελαρίου Angela Merkel, λέει πως το Βερολίνο έχει καλούς λόγους να είναι συγκρατημένο σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές ενέργειες, δεδομένης της ιστορίας του.
Προσθέτει όμως πως «δεν είμαστε εκεί που θα έπρεπε σε όρους στρατιωτικής ετοιμότητας. Οι εταίροι μας περιμένουν η Γερμανία να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη. Και οδεύουμε προς τα εκεί. Αλλά είναι μια μακρά διαδικασία».
Αυτό το επιχείρημα θα συνεχίσει να παίζει δυνατά στην Γαλλία. Η οργή για τη συμφωνία AUKUS για την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού έγινε μεγαλύτερη, καθώς το Παρίσι συνειδητοποίησε πως οι Αμερικάνοι ουσιαστικά έκαναν πέρα τη Γαλλία, παρά το ότι γνώριζαν πως ήταν η μόνη χώρα-μέλος της ΕΕ με ένοπλες δυνάμεις ικανές να προβάλουν την ισχύ τους στο εξωτερικό, και η μόνη με σημαντική εδαφική και στρατιωτική παρουσία στον Ειρηνικό.
Η Sylvie Bermann, πρώην πρέσβης της Γαλλίας και νυν πρόεδρος του Institute of Advanced Studies in National Defense λέει πως η μείωση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή καθώς επικεντρώνεται στην Κίνα, μελλοντικά θα πείσει τους μέχρι στιγμής απρόθυμους ευρωπαίους εταίρους της Γαλλίας για την ανάγκη να κάνουν περισσότερα μαζί στο θέμα της άμυνας. «Θα χρειαστεί χρόνος, αλλά θα γίνει», λέει. «Επειδή στην πραγματικότητα οι Αμερικάνοι δεν ενδιαφέρονται πια για εμάς».
Αποσπασματικός συντονισμός
Η αμερικανική στρατιωτική στήριξη υπήρξε ουσιώδης για το ευρωπαϊκό εγχείρημα μετά την αποτυχία της επικύρωσης της Συνθήκης του Παρισιού του 1952, που θα ένωνε έξι κράτη. Οι ΗΠΑ ήταν που διευκόλυναν την ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ασφάλειας εν όψει μιας δυνητικής απειλής από τη Σοβιετική Ένωση, μέσω του ΝΑΤΟ –μια συμμαχία στην οποία σήμερα δεν συμμετέχουν μόνο έξι από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Αλλά οι αμυντικοί αναλυτές θεωρούν πως η δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, δεδομένου ότι έχει οδηγήσει σε μια εξάρτηση που σημαίνει πως ελάχιστοι ευρωπαϊκοί στρατοί θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χωρίς την Ουάσινγκτον.
Οι συνδυασμένες δυνατότητες της ΕΕ δεν είναι μικρές. Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν συνδυασμένη δύναμη 1,26 εκατ. εν ενεργεία στρατιωτών, αριθμός που δεν απέχει πολύ από τους 1,37 εκατ. των ΗΠΑ. Αλλά αυτός ο αριθμός κρύβει κρίσιμης σημασίας «τρύπες» στην στρατιωτική τους ικανότητα που πάντα τις κάλυπταν οι Αμερικάνοι.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν έχουν στρατηγικές δυνατότητες αερομεταφορών, δηλαδή μεταγωγικά αεροσκάφη αρκετά μεγάλα ώστε να μεταφέρουν γρήγορα χιλιάδες στρατιώτες, όπλα και εξοπλισμό στο πεδίο της μάχης. Δεν έχουν χερσαία και κινητά συστήματα αεράμυνας. Και ο εξοπλισμός που έχουν ορισμένα κράτη μέλη, συχνά δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τον εξοπλισμό άλλων κρατών-μελών.
«Έχει να κάνει με αυτό που ονομάζουμε διευκολυντές: τις μεγάλες, παρασκηνιακές δυνατότητες, κυρίως τις μεταφορές και επικοινωνίες» αναφέρει ο Brooks Tigner, αναλυτής της εταιρείας αμυντικών πληροφοριών Janes.
«Ακόμα και τον πιο βασικό εξοπλισμό: το ΝΑΤΟ τον διευκολύνει. Και οι ΗΠΑ, ως το μεγαλύτερο μέλος, διευκολύνει το ΝΑΤΟ», προσθέτει ο Tigner. «Μηχανισμοί και στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για να αποτραπούν οι επιχειρήσεις ή η είσοδος του εχθρού σε ένα πεδίο μάχης: οι ΗΠΑ τα έχουν σχεδόν όλα αυτά».
Το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ από καιρό ζητούν οι ευρωπαϊκοί στρατοί να βελτιώσουν τη διαλειτουργικότητά τους και η σημασία διεξάγει τακτικές ασκήσεις που σκοπό έχουν να βρεθεί τρόπος για να έρθουν τα κράτη μέλη σε κοινές πλατφόρμες που, για παράδειγμα, θα επέτρεπαν στον γαλλικό εξοπλισμό αναγνώρισης να παρέχει στόχους σε ένα πολωνέζικο τανκ.
Ωστόσο, αντί αυτού, πολλά κράτη μέλη έχουν προσπαθήσει να προστατεύσουν τις δικές τους αμυντικές βιομηχανίες, αγοράζοντας εξοπλισμό εξειδικευμένο για το δικό τους κράτος, που μπορεί να ενσωματωθεί στα αμερικανικά ή νατοϊκά λειτουργικά συστήματα, όχι όμως και σε αυτά των ευρωπαίων συμμάχων.
«Μέχρι να ψηφιοποιηθούν όλα αυτά, χρησιμοποιώντας το ίδιο λογισμικό, λειτουργώντας με τα ίδια σήματα, θα έχουμε μόνο αποσπασματικό συντονισμό», σύμφωνα με τον Tigner.
«Χρειάζονται δεκαετίες για την έρευνα, τον σχεδιασμό, τη δοκιμή και την εγκατάσταση αυτού του είδους του κοινού εξοπλισμού. Άρα, ακόμα και αν οι ευρωπαίοι σύμμαχοι έβαζαν στην άκρη το τεράστιο χρηματικό ποσό που απαιτείται για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα χρειάζονταν 15-20 χρόνια για να μπορέσουν πραγματικά να φτάσουν στο επίπεδο που χρειάζονται».
Το ευρωπαϊκό μήνυμα
Εν τούτοις, για πολλά κράτη της ΕΕ, ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονται ανατολικά και που προσβλέπουν στο ΝΑΤΟ για την παροχή ενός ακλόνητου τείχους προστασίας ενάντια στη Ρωσία, ακόμα και μια Αμερική με αποσπασμένη προσοχή και μια Βρετανία εκτός του μπλοκ, είναι καλύτερα απ’ ότι ένας διακανονισμός για την ασφάλεια του οποίου θα ηγούνται οι Βρυξέλλες.
Η αναποδιά στο Αφγανιστάν αναζωπύρωσε μια συζήτηση αναφορικά με το αν η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει δικό της στρατό, για παράδειγμα, αλλά ορισμένα κράτη μέλη απορρίπτουν την ιδέα, στην οποία έγινε μια βιαστική μόνο αναφορά κατά τη διάρκεια της ομιλίας της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen για την κατάσταση της ένωσης αυτόν τον μήνα.
«Το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο: αυτό είναι το ασφάλιστρό μας. Χωρίς αυτά δεν έχουμε εθνική άμυνα», ανέφερε ανώτερος διπλωμάτης χώρας που ανήκε στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. «Δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποιον διακανονισμό που δεν εξαρτάται από τους Αμερικάνους, και το ίδιο ισχύει για πολλές χώρες στα ανατολικά της ΕΕ».
Η αντίδραση στη Μόσχα στην ιδέα το ΝΑΤΟ να κάνει πίσω για να αντικατασταθεί από την ΕΕ, θα ήταν να γελάσει, όπως προειδοποιεί ο διπλωμάτης.
Ορισμένα κράτη μέλη, ιδιαίτερα αυτά στα βόρεια και ανατολικά του μπλοκ, πιέζουν για ισχυρότερους δεσμούς άμυνας και ασφάλειας με την Βρετανία ώστε να συμπληρώνονται οι δεσμοί με τις ΗΠΑ. Παρά την αντιπάθεια εντός του κυβερνώντος βρετανικού Συντηρητικού κόμματος για οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με την ΕΕ, αναγνωρίζουν πως η Βρετανία είναι η μόνη άλλη μεγάλη στρατηγική δύναμη στην Ευρώπη μαζί με τη Γαλλία, και μια γέφυρα-κλειδί με την Ουάσινγκτον.
Αυτή η «πάσα» για να ερευνήσουν Λονδίνο και Βρυξέλλες τρόπους να ενισχύσουν την αμυντική συνεργασία ήταν μέρος των διαβουλεύσεων μεταξύ του Ολλανδού πρωθυπουργού Mark Rutte και του Βρετανού ομολόγου του Boris Johnson στο Λονδίνο στις αρχές του μήνα, σύμφωνα με πηγές που ενημερώθηκαν για τη συνάντηση.
Ο Rutte έστειλε «ένα ευρωπαϊκό μήνυμα» στον Johnson, σύμφωνα με ευρωπαίο διπλωμάτη, προσθέτοντας πως υπάρχει «αμοιβαία πρόθεση» στα κράτη μέλη να ενώσουν τις δυνάμεις τους.
Για τους αισιόδοξους, μια συνεργασία της ΕΕ με το ΗΒ θα μπορούσε να παράσχει έναν τρόπο ώστε να τραβηχτεί μια γραμμή κάτω από τις απογοητευτικές διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αποχώρησης στο πλαίσιο του Brexit, και να στραφούν οι σχέσεις προς μια πιο εποικοδομητική βάση.
«Πολιτικά, η διάθεση έχει οπωσδήποτε αλλάξει. Είναι λιγότερο ανταγωνιστική απ’ ότι πριν από έναν χρόνο και υπάρχουν ενδείξεις, μικρές ενδείξεις, πως μπορεί να αρχίσουν να γίνονται πράγματα», ανέφερε ένας Βρετανός αξιωματούχος, προειδοποιώντας όμως πως η πρόοδος θα εξαρτηθεί από την αποφυγή εντάσεων για τη Βόρεια Ιρλανδία.
«Δεν αποκλείεται μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους να δούμε προσπάθειες για σχηματισμό κάποιου είδους συνεργασίας», ανέφεραν αξιωματούχοι. «Υπάρχουν προφανώς κράτη μέλη όπου αυτός ο διάλογος είναι ευκολότερος όμως επίσης καταλαβαίνουμε πως είναι ένα μπλοκ και πως πρέπει χρειάζεται επίσης να τους μιλήσουμε συλλογικά».
Το πιο επείγον ερώτημα που αντιμετωπίζει η ΕΕ τώρα, όμως, είναι πώς θα αντιδράσει στην συνειδητοποίηση πως ενώ η ρητορική της Αμερικής μπορεί να έχει αλλάξει σε σχέση με τα χρόνια του Tramp, ωστόσο η ένταση της προσοχή της στην αντιπαλότητά της με την Κίνα δεν έχει αλλάξει».
«Το ΝΑΤΟ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της άμυνας της ΕΕ και πάντα θα είναι, αλλά μπορούμε να κοιτάμε πιο δυνατά και τον εαυτόν μας», ανέφερε αξιωματούχος άμυνας της ΕΕ. «Έχει να κάνει με το να είμαστε μια πιο ώριμη και ενήλικη αμυντική δύναμη. Αυτό θα κάνει άλλες χώρες να θέλουν να συνεργαστούν περισσότερο μαζί μας».
Πηγή: Financial Times (των Henry Foy και Sam Fleming)
sigmalive.com