Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που πολλοί Αμερικανοί αναλυτές και think tanks υπέθεταν ότι η ρωσο-κινεζική συνεργασία δεν θα μπ...
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που πολλοί Αμερικανοί αναλυτές και think tanks υπέθεταν ότι η ρωσο-κινεζική συνεργασία δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει ισχυρά θεμέλια, επειδή τα συμφέροντα των δυο χωρών ήταν αποκλίνοντα παρά συγκλίνοντα. Η επικρατούσα άποψη στις αρχές του 21ου αιώνα ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για κοινή πορεία Μόσχας-Πεκίνου, διότι οι προηγούμενες μεταξύ τους συγκρούσεις θα επηρέαζαν αρνητικά την οποιαδήποτε σύγκλιση.
Εν τω μεταξύ όμως Ρωσία και Κίνα ήρθαν πιο κοντά και οι ΗΠΑ καθυστερημένα αναγνωρίζουν ότι η ζημιά ήδη έχει συντελεστεί, υπάρχει πια μικρή πιθανότητα οι δεσμοί που έχουν δημιουργήσει Μόσχα και Πεκίνο να χαλαρώσουν και σε αυτό συντείνει ότι η Ουάσιγκτον δεν φαίνεται διατεθειμένη να αντιστρέψει την εχθρική της πορεία έναντι των δυο υπερδυνάμεων της Ευρασίας.
Το λάθος που έκαναν οι ΗΠΑ είναι ότι υιοθέτησαν το σκεπτικό «οι δυο χώρες δεν είναι φυσικοί εταίροι», παραγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν φυσικοί εταίροι στην διεθνή πολιτική. Ρωσία και Κίνα εμβάθυναν την συνεργασία τους επειδή έκριναν ότι αυτή η στενότερη συνεργασία είναι προς όφελος και των δυο.
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να μπουν σφήνα σε αυτή την σχέση, καθώς η ρωσική ηγεσία ουδόλως πιστεύει ότι μπορεί να έχει σχέση εμπιστοσύνης με την Δύση. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οι ΗΠΑ εκμεταλλευόμενες την ρωσική αδυναμία αθέτησαν την υπόσχεση τους προς τον Γκορμπατσόφ για μη εξάπλωση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και προς τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αποδεικνύοντας την αναξιοπιστία τους. Είναι αυτονόητο για την ρωσική ηγεσία να συμπεράνει ότι είναι καλύτερο να συνεργαστεί με την Κίνα, παρά με τις ΗΠΑ που συνεχώς αναμιγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, επιβάλλοντας κυρώσεις και προτάσσοντας το fake λάβαρο της «δημοκρατίας» και «ελευθερίας». Η Ρωσία προφανώς δεν θα χρειαστεί ποτέ να ανησυχεί για αυτό από την Κίνα.
Τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ δεν ευνοούν μόνο την αντιπαράθεση με την Ρωσία, αλλά κινητοποιούν και την Κίνα η οποία υποβάλλεται από το αμερικανικό κατεστημένο σε στρατηγικές περιορισμού στην Νοτιοανατολική Ασία.
Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν προειδοποίησε πρόσφατα ότι οι ΗΠΑ πρέπει να εγκρίνουν ένα τεράστιο νομοσχέδιο δαπανών για στρατιωτικές υποδομές, ειδάλλως διακινδυνεύουν να «χάσουν» από την Κίνα. Προειδοποίησε επίσης ότι το Πεκίνο συσσωρεύει πυρηνικά όπλα, δικαιολογώντας έτσι την δαπάνη δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, αν και είναι γνωστό ότι το κινεζικό πυρηνικό οπλοστάσιο είναι πολύ μικρότερο του αμερικανικού.
Οι ΗΠΑ τις τελευταίες δυο δεκαετίες εργάζονται εντατικά για να επηρεάσουν την γεωπολιτική της Νοτιοανατολικής Ασίας εναντίον της Κίνας (βλ. Pivot to Asia), προσπαθώντας να σχηματίσουν ισχυρούς δεσμούς με τους γείτονες αυτής της χώρας και υποστηρίζοντας εδαφικές αξιώσεις που ανταγωνίζονται το Πεκίνο.
Τούτο αποδεικνύεται από την συνεχιζόμενη στρατιωτική παρουσία τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην Νότιο Κορέα, την επί δυο δεκαετίες αμερικανική κατοχή του Αφγανιστάν που δεν είχε αίσιο τέλος, τις πραξικοπηματικές ενέργειες ανατροπής κυβερνήσεων της Νοτιοανατολικής Ασίας φιλικών προς την Κίνα, την προσπάθεια αποσταθεροποίησης του Χονγκ Κονγκ μέσω διαδηλώσεων τύπου «έγχρωμης επανάστασης» και την πρόσφατη αναταραχή στην Μιανμάρ.
Ο κίνδυνος της σύρραξης στην θαλάσσια περιοχή της Νότιας Κίνας (South China Sea) είναι σημαντικός και μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, καθώς Κίνα, Ταϊβάν, Βιετνάμ, Μαλαισία, Μπρουνέι, Φιλιππίνες και Ιαπωνία έχουν ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις στην περιοχή που απορρέουν κυρίως από την ύπαρξη εκτεταμένων υποθαλασσίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Η ναυσιπλοΐα της περιοχής είναι επίσης ένα επίμαχο ζήτημα, ιδιαίτερα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, λόγω του δικαιώματος που θέλει να απολαμβάνει η Ουάσιγκτον στον πλου των πολεμικών της σκαφών στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη των 200 ναυτικών μιλίων της Κίνας.
Η αυξανόμενη συγκέντρωση πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ αλλά και του ΝΑΤΟ (η Συμμαχία έχει αναγνωρίσει την Κίνα ως απειλή) στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας έχει ως φυσικό αποτέλεσμα την στρατιωτική συνεργασία Ρωσίας-Κίνας. Πρόσφατα μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν κοινές ασκήσεις μεταξύ των ρωσικών και κινεζικών ενόπλων δυνάμεων στην βορειοδυτική Κίνα, ασκήσεις που κατέδειξαν την εμβάθυνση της συνεργασίας των δυο χωρών.
Στις ασκήσεις συμμετείχαν 10.000 Ρώσοι και Κινέζοι στρατιώτες και οι δυο στρατιωτικοί συνασπισμοί για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν ένα κοινό σύστημα διοίκησης και ελέγχου. Τα ρωσικά στρατεύματα ενσωματώθηκαν σε κινεζικούς σχηματισμούς και Ρώσοι στρατιώτες για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν κινεζικό εξοπλισμό. Είναι βέβαιο ότι στο άμεσο μέλλον η στρατιωτική αλληλεπίδραση θα συνεχιστεί στον αέρα και την θάλασσα, με τάση για αυξανόμενη δραστηριότητα και σκοπό την καταπολέμηση ενός «πολέμου υψηλής έντασης εναντίον μιας μεγάλης δύναμης όπως οι ΗΠΑ».
Αν και η επιθετική στάση των ΗΠΑ έδωσε την ευκαιρία στις δυο χώρες να ευθυγραμμιστούν αμυντικά, θα πρέπει να τονισθεί ότι αυτή η προσέγγιση έχει βαθιές ρίζες, ρίζες τις οποίες οι επηρμένες ΗΠΑ αγνόησαν. Η προσέγγιση με την Κίνα είναι στην πραγματικότητα ένας από τους μακροβιότερους πυλώνες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 1980. Μια από τις στρατηγικές γκάφες της κομμουνιστικής Μόσχας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν η κινεζο-σοβιετική διάσπαση.
Αυτή η διάσπαση που ήταν απόρροια μαρξιστικής διαπάλης στον τότε κομμουνιστικό χώρο, είχε ως αποτέλεσμα για την Μόσχα την διάθεση πόρων για την κατασκευή στρατιωτικών υποδομών και την ανάπτυξη σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων στα ρωσο-κινεζικά σύνορα, μακριά από το κύριο θέατρο του ανταγωνισμού στην Ευρώπη. Τελικά οι δυο χώρες πολέμησαν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το 1969, σε μια περιορισμένη συνοριακή σύγκρουση.
Από την εποχή του Γκορμπατσόφ, η Ρωσία προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Κίνα, να αποδεχθεί έναν βαθμό αλληλεξάρτησης και πρόσφατα να ευθυγραμμίσει την εξωτερική της πολιτική με το Πεκίνο για να αντιμετωπίσει την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ στην διεθνή σκακιέρα, μια επιτακτική ανάγκη που πήρε νέα σημασία την δεκαετία 2010, όταν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας μετατράπηκαν σε βαθιά αντιμαχόμενες.
Τα σοβιετικά λάθη προφανώς χρησιμεύουν ως μαθήματα για την σημερινή Ρωσία, και παρ’ όλο που η ιδεολογική αντιπαράθεση δεν αποτελεί πλέον παράγοντα, η Μόσχα επιθυμεί να αποφύγει τον οποιονδήποτε ανταγωνισμό με την Κίνα στην προσπάθεια αναχαίτισης των ΗΠΑ στην Ευρασία, κάτι που επιθυμεί βέβαια και το Πεκίνο.
Η Μόσχα προσβλέπει στο Πεκίνο για να εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, το Πεκίνο προσβλέπει στην Μόσχα για να εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Ασία.
Θυμίζουμε ότι οι δύο χώρες βρέθηκαν στο παρελθόν πολύ κοντά με παρόμοιους στόχους, κατά την διάρκεια της μεσοπολεμικής περιόδου κατά της Ιαπωνίας και την μεταπολεμική περίοδο της δεκαετίας 1950.
Για κάθε σοβαρό παρατηρητή, η αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία της Ρωσίας με την Κίνα είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας. Κατά την συνήθη πρακτική του το βαθύ κράτος της Ουάσιγκτον θα χρησιμοποιήσει τους δεσμούς Μόσχας-Πεκίνου για να δικαιολογήσει περισσότερη στρατιωτική επέκταση και αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες προς όφελος του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος.
Πρόσφατα ο αρχηγός των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων Μαρκ Μίλεϊ δήλωσε ότι λόγω της «πιθανής διεθνούς αστάθειας που είναι απόρροια της γεωπολιτικής ανόδου της Κίνας», οι ΗΠΑ θα πρέπει να συγκεντρώσουν στην περιοχή Ανατολικής Ασίας-Ειρηνικού 370.000 αμερικανούς στρατιώτες, 2.000 πολεμικά αεροσκάφη και 200 πολεμικά πλοία. Τόνισε επίσης ότι σε συμμαχικές χώρες πλησίον των συνόρων της Κίνας θα πρέπει να εγκατασταθούν πυραυλικά συστήματα μέσου βεληνεκούς με πυρηνικές κεφαλές για να αποτραπεί η κινεζική διείσδυση στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υπουργού Άμυνας Λόιντ Όστιν: «Οι ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστούν για μια πιθανή μελλοντική πολεμική σύρραξη που δεν θα μοιάζει σε τίποτε στους παλιούς πολέμους».
Η πιο πιθανή αφορμή για σύρραξη μπορεί να προκύψει από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγει το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ εντός της ΑΟΖ της Κίνας, επιχειρήσεις που δύνανται να επιφέρουν μια ένοπλη κινεζική απάντηση. Η Κίνα είναι της άποψης ότι οι δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση και χωρίς την άδεια της παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και αυξάνουν τον κίνδυνο ενός στρατιωτικού ατυχήματος, δεδομένου ότι τα πολεμικά πλοία και αεροσκάφη που βρίσκονται στην περιοχή είναι πάντα οπλισμένα.
Ένα δεύτερο πιθανό σενάριο συγκρούσεων στην περιοχή αφορά την διένεξη Κίνας-Φιλιππίνων στην διαφιλονικούμενη περιοχή Reed Bank. Η έναρξη γεωτρήσεων από βρετανο-φιλιππινέζικη εταιρία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει επιθετική κινεζική απάντηση για να σταματήσει η γεώτρηση. Να υπενθυμίσουμε ότι οι Φιλιππίνες έχουν υπογράψει από το 1951 Συνθήκη Άμυνας με τις ΗΠΑ που δίνει δικαίωμα στην Ουάσιγκτον να επέμβει στρατιωτικά εφόσον η Μανίλα ζητήσει βοήθεια.
Τρίτο σενάριο σύγκρουσης απορρέει από τις άλυτες διαφορές σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ Κίνας-Βιετνάμ.
Η Κίνα πολλές φορές στο παρελθόν έχει αμφισβητήσει την ΑΟΖ του Βιετνάμ και το δικαίωμα του για γεωτρήσεις στα αμφισβητούμενα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Να υπενθυμίσουμε ότι οι γεωτρήσεις που προγραμματίζει να κάνει το Βιετνάμ θα πραγματοποιηθούν από αμερικανικές εταιρίες γνωστών συμφερόντων.
Η τέταρτη πιθανή αφορμή ένοπλης αντιπαράθεσης αφορά το σύμπλεγμα των νήσων Σενκάκου-Ντιαογού και την εδαφική διαμάχη που έχει προκύψει μεταξύ Κίνας-Ιαπωνίας για τα υποθαλάσσια κοιτάσματα αυτής της νησιωτικής περιοχής. Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι τα νησιά είναι κινεζικό έδαφος, διατεινόμενο ότι πρόκειται περί ιαπωνικής κατάσχεσης του 19ου αιώνα που θα πρέπει να επιστραφεί στην Κίνα.
Στο πλαίσιο της Συνθήκης Αμοιβαίας Συνεργασίας και Ασφάλειας η υπεράσπιση των Σενκάκου-Ντιαογού ανήκει και στις ΗΠΑ, οι οποίες υποχρεώνονται από την Συνθήκη να προστρέξουν σε στρατιωτική βοήθεια της Ιαπωνίας εφόσον αμφισβητηθεί η κυριαρχία της.
Η τρέχουσα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μετατρέπει την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας σε μια πυριτιδαποθήκη. Η Ουάσιγκτον γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η Κίνα είναι μια παγκόσμια δύναμη έτοιμη να υπερασπιστεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της.
Τα επιθετικά σχέδια και η ηγεμονική τάση του βαθέως κράτους της Ουάσιγκτον δημιουργούν προϋποθέσεις για πολεμική σύρραξη, οδηγούν σε μια ένοπλη αντιπαράθεση που δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί και υποχρεώνουν Ρωσία και Κίνα να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό.
Γ. Λιναρδής