Η επιδίωξη των γεωπολιτικών στόχων της Τουρκίας ιστορικά δεν έχει ευθυγραμμιστεί ποτέ με την διατήρηση εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ. Οι ...
Η επιδίωξη των γεωπολιτικών στόχων της Τουρκίας ιστορικά δεν έχει ευθυγραμμιστεί ποτέ με την διατήρηση εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας συχνά έχουν συγκρουσθεί με την εξυπηρέτηση των στρατηγικών στόχων της Ουάσιγκτον, αυτές οι συγκρούσεις αποτυπώθηκαν στο παρελθόν πολλάκις στα πραξικοπήματα του τουρκικού στρατού, αλλά και στις διαιρέσεις εντός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Η απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 εναντίον του Ερντογάν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως η Ουάσιγκτον δεν συγχωρεί την αλλαγή στην εξωτερική πολιτική των «συμμάχων», ειδικά όταν αυτή η πολιτική δεν συνάδει με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Είναι βέβαιο ότι η διαφαινόμενη παρακμή στις τουρκο-αμερικανικές και τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις και ο στρατηγικός επαναπροσανατολισμός θα καθορίσουν την μελλοντική τροχιά της Τουρκίας, η οποία τον 21ο αιώνα αναδύεται ως περιφερειακή δύναμη και όχι ως πληρεξούσιος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας-Κασπίας.
Η Τουρκία αλλάζει και προσπαθεί να προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες σύμφωνα με την δική της στρατηγική θεώρηση, η απόπειρα πραξικοπήματος έδωσε στον Ερντογάν την αφορμή για να ξεκινήσει την συγκρουσιακή πορεία του με τις ΗΠΑ και γενικότερα με την Δύση.
Σε αυτό το πλαίσιο τα γεγονότα στην Μέση Ανατολή είχαν καταστήσει πολύ περίπλοκες τις διακρατικές σχέσεις των «συμμάχων» Τουρκίας-ΗΠΑ και Τουρκίας-ΝΑΤΟ, κυρίως λόγω της επιχείρησης «Αραβική Άνοιξη». Μετά την αποτυχία αυτής της επιχείρησης που είχε ως σκοπό την δημιουργία μιας Μεγάλης Μέσης Ανατολής υπό την εποπτεία της Ουάσιγκτον και του Τελ Αβίβ, υπήρξε ένας μεγάλος επαναπροσδιορισμός των σχέσεων στον άξονα Άγκυρας-Ουάσιγκτον.
Στον απόηχο της «Αραβικής Άνοιξης» τα συμφέροντα της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας συγκρούσθηκαν με αυτά των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον συνέχισε να στηρίζει τους Κούρδους στην βορειοανατολική Συρία, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα της νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Η Τουρκία συνειδητοποιώντας ότι τα συμφέροντα της στην περιοχή δεν θα ικανοποιηθούν από την συμμαχία με τις ΗΠΑ, γύρισε σελίδα στην εξωτερική της πολιτική, αψηφώντας ταυτόχρονα την πολιτική του ΝΑΤΟ στην Μέση Ανατολή.
Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα αυτής της «εξέγερσης» παρατηρήθηκαν με την υλοποίηση του έργου «Turkish Stream» με την Ρωσία και την αγορά των αντιβαλλιστικών-αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, παρά τις εντονότατες πιέσεις της Ουάσιγκτον.
Η τουρκική ηγεσία γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ είναι μια υπερδύναμη και ότι η εχθρότητα με την Ουάσιγκτον μπορεί να καταστεί «δαπανηρή».
Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό το τελευταίο διάστημα, καθώς η τουρκική οικονομία δέχεται έντονες πιέσεις από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ.
Ωστόσο, αυτές οι πιέσεις ένωσαν περαιτέρω τους Τούρκους, σημαντικότατο μέρος της τουρκικής αντιπολίτευσης συμπορεύεται με τον Ερντογάν στην αντιπαράθεση του με τις ΗΠΑ.
Η τουρκική κοινωνία, πρωτίστως τα εθνικιστικά στοιχεία της, περιφρονεί την αμερικανική αποικιοκρατική εξωτερική πολιτική και συντάσσεται αναφανδόν με την αναθεωρητική πολιτική του Ερντογάν, ειδικά δε τα μέσα ενημέρωσης κινητοποιούνται όλο και περισσότερο εναντίον των ΗΠΑ.
Για τις ΗΠΑ, το παράδειγμα της τουρκικής αντίστασης στην υποταγή της πολιτικής της στα συμφέροντα της Ουάσιγκτον γίνεται επικίνδυνο, διότι το τουρκικό παράδειγμα της εξέγερσης μπορεί να το ακολουθήσουν και άλλοι «σύμμαχοι» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι οποίοι έχουν κουραστεί να πορεύονται υπό τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της παρωχημένης δυτικής Συμμαχίας.
Η Ρωσία από την πλευρά της αποδέχθηκε την τουρκική κυριαρχική πολιτική, πιθανώς και να την υποδαύλισε, δείχνοντας ότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ θέλει να συνεργαστεί με την Τουρκία, αντιμετωπίζοντας την ως ισότιμο εταίρο. Θυμίζουμε ότι εκτός από το ενεργειακό έργο «Turkish Stream» και τα S-400, υλοποιείται και η συνεργασία στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι στον πρόσφατο πόλεμο στον Καύκασο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν-Αρμενίας υπήρξαν αμοιβαίες υποχωρήσεις Μόσχας-Άγκυρας προς εξυπηρέτηση της κατάπαυσης του πυρός.
Η Τουρκία έκανε επίδειξη δύναμης μέσω του Αζερμπαϊτζάν, ενώ η Ρωσία εμφανίστηκε ως προστάτης της Αρμενίας, η οποία ειρήσθω εν παρόδω με την μεσολάβηση της Μόσχας γλίτωσε τα χειρότερα στην διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (Αρτσάχ).
Βεβαίως τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δυο χωρών συγκρούονται στο ζήτημα της Συρίας και της Λιβύης, όμως το πιθανότερο είναι ότι θα υπάρξει και σε αυτές τις περιπτώσεις τρόπος επίλυσης των διαφορών, οι εξελίξεις μέχρι στιγμής προϊδεάζουν περισσότερο για διευθέτηση παρά για σύγκρουση.
Σε μελέτη του Ινστιτούτου ISS της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Institute for Security Studies) με τίτλο «FIRE AND ICE/The Russian-Turkish partnership» επισημαίνεται ότι η Ρωσία και η Τουρκία μοιάζουν μεταξύ τους στο πολιτικό τους σύστημα, στην οικονομική τους διακυβέρνηση, στην εξωτερική τους πολιτική και, το κυριότερο, στην γεωπολιτική τους αυτο-αντίληψη. Υπάρχουν κοινά σημεία στους στρατηγικούς στόχους και στην συμπεριφορά εξωτερικής πολιτικής, καθώς Άγκυρα και Μόσχα θεωρούν τους εαυτούς τους ως κυρίαρχα κέντρα βάρους στις διεθνείς υποθέσεις.
Η Μόσχα και κυρίως η Άγκυρα αγωνίζονται για μεγαλύτερη αυτάρκεια και αυτονομία από τις ΗΠΑ και ΕΕ, καθώς οι δυο αυτοί στρατηγικοί πόλοι θεωρούνται απειλή και επιδιώκουν να καταπνίξουν τις μεγάλες φιλοδοξίες της Ρωσίας και της Τουρκίας.
Οι φιλοδοξίες αυτές τις έχουν οδηγήσει να προσεγγίσουν την Κίνα, την ιλιγγιωδώς ανερχόμενη μεγάλη δύναμη.
Στο πλαίσιο των προγραφέντων ομοιοτήτων οι δυο χώρες αξιοποιούν την γεωγραφική τους θέση, σηματοδοτώντας ότι το καθεστώς μεγάλης δύναμης και περιφερειακής ισχύος συνεπάγεται παρουσία σε διάφορες περιοχές, όπως Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.
Στην μελέτη του ISS τονίζεται ότι οι δυο χώρες βλέπουν την αυξανόμενη γεωπολιτική τους θέση ως επιβεβαίωση ενός αναδυόμενου πολυπολικού κόσμου στον οποίο η αυτοαποκαλούμενη Δύση παύει να κρατά τα σκήπτρα.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα η Ρωσία του Πούτιν προωθεί την έννοια του «ρωσικού κόσμου» (Russkyi Mir) στο πλαίσιο της Ευρασίας, η Τουρκία του Ερντογάν προωθεί την έννοια της Τουρκίας ως ηγέτη του ισλαμικού κόσμου και εγγυητή των μουσουλμανικών πληθυσμών που ζουν σε πρώην οθωμανικά εδάφη.
Η μελέτη του ISS στο κεφάλαιο «WHAT RUSSIA AND TURKEY HAVE IN COMMON» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δυο χώρες έχουν πολλά κοινά.
Η Τουρκία εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς σε περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, για να το πούμε απλά προσπαθεί να γίνει το αφεντικό.
Η Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο της ιστορικής αυτής μεταμόρφωσης της Τουρκίας και να αναγνωρίσει ότι η πολιτική της Άγκυρας του 21ου αιώνα (πολιτική Ερντογάν) κλείνει μια παρένθεση 100 ετών και τερματίζει τον δυτικόστροφο Κεμαλισμό.
Η Τουρκία ψάχνει για τον νέο στρατηγικό της ρόλο στην Ευρασία και αυτός ο «στρατηγικός διάλογος» αποτελεί μια πρόκληση για την τουρκική και διεθνή πολιτική ασφαλείας, αποτελεί όμως και πρόκληση για την πολιτική ασφαλείας της Ελλάδας την τρέχουσα περίοδο και στο άμεσο μέλλον.
Η προϊούσα πορεία ρήξης της Τουρκίας με τις ΗΠΑ θα καθορίσει την μελλοντική τροχιά της, μια τροχιά που φαίνεται να την αναδύει ως περιφερειακή δύναμη και όχι ως πληρεξούσια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Τουρκία αλλάζει και προσαρμόζεται στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες σύμφωνα με την δική της στρατηγική θεώρηση.
Το ζητούμενο είναι αν η Ελλάδα με τις αμερικανο-νατοϊκές παρωπίδες της θα δυνηθεί να αντιμετωπίσει την τουρκική στρατηγική θεώρηση χωρίς να υποστεί απώλειες εθνικής κυριαρχίας.
Γ. Λιναρδής