* του Ιωάννη Τζιόλα , φιλόλογου-αρχαιολόγου Τα παλαιότερα χρόνια στην παλαιά Λεπτοκαρυά, ήταν πολύ εύκολο για να ξεχωρίσει κανείς τον ...
* του Ιωάννη Τζιόλα, φιλόλογου-αρχαιολόγου
Τα παλαιότερα χρόνια στην παλαιά Λεπτοκαρυά, ήταν πολύ εύκολο για να ξεχωρίσει κανείς τον πλούσιο από τον φτωχό.
Αυτό φαίνονταν ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές και στα πανηγύρια, όπου οι αφεντάδες και οι νοικοκυραίοι ξεχώριζαν, είτε από τα πλούσια φορέματά τους είτε από τη συμπεριφορά τους.
Όμως την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου στο χωριό γινόταν κάτι το ξεχωριστό και που είχε μεγάλη σημασία.
Οι πλούσιοι κτηνοτρόφοι (δηλ. οι τσελιγκάδες) αφού άρμεγαν (από νωρίς το πρωί) τα πρόβατα και τα κατσίκια τους, τότε όλο το γάλα τους το μοίραζαν στους φτωχούς του χωριού.
Επίσης οι πλούσιοι νοικοκυραίοι, έβγαζαν από τα κελάρια τους τυριά, μπάτζιο, λουκάνικα, κλπ., και τα μοίραζαν στους φτωχούς Λεπτοκαρίτες.
Ακόμα και οι ψαράδες την ημέρα εκείνη έριχναν τα δίχτυα τους και τα ψάρια που έπιαναν τα έδιναν στους φτωχούς χωρικούς.
Αυτό γινόταν γιατί υπήρχε η συμπόνια, ώστε την ημέρα της Λαμπρής έπρεπε όλα τα σπιτικά της παλαιάς Λεπτοκαρυάς να έχουν τα στοιχειώδη για το πασχαλινό τραπέζι.
Ήδη από το απόγευμα το Μ. Σαββάτου οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τη μαγειρίτσα.
Τις πασχαλινές λαμπάδες τις αγόραζαν ήδη από το βράδυ της Μ. Πέμπτης, από το ναό του Αγίου Νικολάου.
Στις έντεκα το βράδυ του Μ. Σαββάτου χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας, όπου όλοι οι πιστοί πήγαιναν σ’ αυτήν και τα μεσάνυχτα ο παπάς έψελνε το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών . . . ».
Τότε όλες οι οικογένειες τσούγκριζαν μεταξύ τους τα κόκκινα αυγά και έλεγαν μεταξύ τους «Χριστός Ανέστη & χρόνια πολλά».
Παρέμεναν συνήθως οι περισσότερες οικογένειες, μέχρι το τέλος της ακολουθίας της Ανάστασης, ενώ μετά επέστρεφαν στο σπίτι τους και έτρωγαν τη μαγειρίτσα.
Κατά την επιστροφή τους στο σπίτι κουβαλούσαν μαζί τους το αναστάσιμο φως με τις λαμπάδες, και πριν την είσοδο στο σπίτι ο νοικοκύρης έκανε με τον καπνό της λαμπάδας, πάνω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού έναν μαύρο σταυρό (για καλή τύχη), ενώ η νοικοκυρά έπρεπε με το λαμπριάτικο φως να ανάψει το καντήλι που βρίσκεται στο εικονοστάσι του σπιτιού τους.
Επίσης υπήρχε το έθιμο, με το που επέστρεφαν το βράδυ στα σπίτια τους από την εκκλησία, τις λαμπάδες με το αναστάσιμο φως να τις «βάζουν» μέσα στους «μπαχτσέδες» (για καλή τύχη).
Εκείνη την ημέρα, μετά το τέλος της ακολουθίας της Ανάστασης γίνονταν στην εκκλησία, όσες οικογένειες είχαν νεκρούς, πήγαιναν στο νεκροταφείο της παλαιάς Λεπτοκαρυάς (όπου βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός της Αγίας Τριάδας) και άναβαν (με το αναστάσιμο φως) το καντήλι στο μνήμα του νεκρού τους, (ώστε να φτάσει και σ’ αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Χριστού μας).
Το πρωί της Κυριακής της Αναστάσεως (χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας για τη «Δεύτερη Ανάσταση». Την ημέρα εκείνη, ένα έθιμο που γίνονταν στην παλαιά Λεπτοκαρυά και είχε ιδιαίτερη σημασία ήταν «το κάψιμο του Ιούδα».
Έτσι, ο ναός του Αγίου Νικολάου την ημέρα εκείνη γέμιζε από πολύ κόσμο, ο οποίος ήθελε να παρακολουθήσει το έθιμο με «το κάψιμο του Ιούδα».
Κάθε χρόνο, υπήρχε κάποιος Λεπτοκαρίτης, (τον οποίο τον όριζε ο παπάς ή ο πρόεδρος του χωριού) όπου έφτιαχνε με παλιά ρούχα, ένα ομοίωμα ανθρώπου που αναπαριστάνει «τον Ιούδα».
Τα «ρούχα του Ιούδα» τα γέμιζε συνήθως με άχυρα και με καλαμιές και τον κρεμούσε σε ένα πλάτανο που βρίσκεται δίπλα στην πλατεία της εκκλησίας.
Στα «πόδια του Ιούδα» κρεμούσε ένα υγρό πανί νοτισμένο με πετρέλαιο.
Όταν τελείωνε η ακολουθία της «Δεύτερης Ανάστασης» και ενώ ο παπάς έψελνε ακόμα το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών . . . », τότε ο Λεπτοκαρίτης που είχε οριστεί από νωρίς (από τον πρόεδρο του χωριού) έβαζε φωτιά στο νοτισμένο με πετρέλαιο πανί που κρεμόταν στα «πόδια του Ιούδα». Έτσι, το ομοίωμα έπαιρνε γρήγορα φωτιά και άρχισε να καίγεται.
Τότε όλοι οι Λεπτοκαρίτες άρχισαν να πετούν πέτρες στον Ιούδα «τον λίθο του αναθέματος» και περίμεναν εκεί, ώσπου να καεί ολόκληρος.
Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούσαν πως τιμωρούσαν τον προδότη και την προδοσία.
Το έθιμο αυτό, «το κάψιμο του Ιούδα», δυστυχώς δεν σώζεται στη σημερινή Λεπτοκαρυά.
Πρέπει όλοι οι πολιτιστικοί σύλλογοι του χωριού να ενώσουν τις δυνάμεις τους, έτσι ώστε από την επομένη κιόλας χρονιά να γίνει η αναβίωσή του.
Την ημέρα της Λαμπρής, (τα παλαιότερα χρόνια στην παλαιά Λεπτοκαρυά) χόρευαν διάφορους πασχαλιάτικους χορούς.
Όμως ο πιο γνωστός χορός της Λαμπρής, ήταν «τα πασκαλιόγιορτα».
Μαζεύονταν τότε όλες οι γυναίκες του χωριού και έκαναν δυο χορούς, ενώ εάν οι χορευτές ήταν λίγοι τότε έκαναν μόνο έναν χορό.
Αργότερα άρχιζαν το τραγούδι.
Tραγουδώντας χόρευαν το χορό στα τρία.
Όμως η διαφορά αυτού του χορού είναι, ότι στον πρώτο στίχο οι χορευτές, αντί να πάνε τρία βήματα δεξιά και μετά άλλα τρία βήματα αριστερά, πήγαιναν τρία βήματα μπροστά και μετά άλλα τρία βήματα προς τα πίσω.
Ήρθαν τα Πασχαλόγιορτα
« Ήρθαν τα Πα, ήρθαν τα Πασχαλόγιορτα,
Ήρθαν τα Πασχαλόγιορτα κι οι ’πίσημες οι μέρες, οι ’πίσημες οι μέρες,
Ήρθε κι’εγώ, ήρθε κι’εγόω η αφέντης μου, ήρθε κι εγώ η αφέντης μου,
η Απρίλης, η αδελφός μου, η Απρίλης, η αδελφός μου.
Τι να τον στρώ, τι να τον στρώσω δε δοκώ, τι να τον στρώσω δεν δοκώ,
με τι να τον σκεπάσω, με τι να τον σκεπάσω.
Τον ρίχνω πε, τον ρίχνω πέντε στρώματα, τον ρίχνω πέντε στρώματα,
γιορντάνια δεκαπέντε, γιορντάνια δεκαπέντε.
Σήκω αφέ, σήκω αφέντη μ’πλάγιασε, σήκω αφέντη μ’πλάγιασε,
σήκω κοιμήσ’και πέσε, σήκω κοιμήσ’και πέσε ».
Οι περισσότερες πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «ΛΕΠΤΟΚΑΡΥΑ» καθώς και από το προσωπικό μου αρχείο.
Χριστός Ανέστη & χρόνια πολλά στους απανταχού Λεπτοκαρίτες ! ! !
ΤΖΙΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Φιλόλογος - αρχαιολόγος