Άρθρο του Μιχαήλ Παναγιωτόπουλου, Αντιναυάρχου (ε.α.) ΠΝ Την περασμένη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου, έγιναν οι 61ες διερευνητικές επαφές μεταξύ...
Άρθρο του Μιχαήλ Παναγιωτόπουλου,
Αντιναυάρχου (ε.α.) ΠΝ
Την περασμένη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου, έγιναν οι 61ες διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα στο παλάτι του Ντολμά Μπαχτσέ. Το παλάτι αυτό ήταν η κατοικία των σουλτάνων και το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1856 μέχρι το 1922. Η διαδικασία άρχισε πάλι, μετά από διακοπή σχεδόν 5 ετών (οι 60ές έλαβαν χώρα τον Μάρτιο του 2016 στην Αθήνα). Διήρκεσαν πολύ λίγο, τρεις περίπου ώρες και θεωρώ ότι στην παρούσα φάση δεν έγινε κάποια συμφωνία (δεν περίμεναν τις επαφές αυτές για να τα συμφωνήσουν), παρά μόνο ότι οι επόμενες θα λάβουν χώρα στην Αθήνα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου. Στη συνέχεια θα εξετάσω τον απόηχο που είχαν αυτές οι επαφές, τόσο σε διμερές, όσο και σε διεθνές πλαίσιο.
Η κυβέρνηση του κου Μητσοτάκη απολύτως εσφαλμένα κατά την ταπεινή μου γνώμη, θεωρεί ότι σημείωσε μία διπλωματική νίκη, αφού «άντεξε» την τουρκική πίεση των προηγούμενων 7 μηνών σε όλα τα μέτωπα και «κατάφερε» να σταματήσουν οι προκλήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, να μειωθούν οι ροές μεταναστών στον Έβρο και στα νησιά και να καθίσει στο τραπέζι για συνομιλίες η Τουρκία. Τα παραπάνω, πέρα από το ευχολόγιο που προωθούν στα εσωτερικά ΜΜΕ, εκτιμώ ότι δεν έχουν ΚΑΜΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με την πραγματικότητα και δεν είναι τίποτε άλλο από επικοινωνιακά παιχνίδια για εσωτερικό εφησυχασμό. Στην πραγματικότητα, αν αντιληφθούμε την πραγματική κατάσταση στην επικράτεια και επιπρόσθετα δούμε σε αντιπαράθεση τι «κέρδισε» η Τουρκία από αυτές τις συνομιλίες, θα καταλάβουμε την μεγάλη ήττα του κου Μητσοτάκη και των εκεί απεσταλμένων του, που μόνον τυχαία δεν επιλέχθηκαν.
Η Τουρκία θεωρώ ότι βγήκε πολύ κερδισμένη από την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών. Αρχικά ας αναλογιστούμε τις ενέργειες της γείτονος στο διάστημα μεταξύ των διερευνητικών. Σε αυτά τα σχεδόν 5 χρόνια, πέρα από τις γκρίζες ζώνες, έχει αμφισβητήσει ενεργά την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Η συμφωνία ΑΟΖ Τουρκίας με Σάρατζ, οι έρευνες του Oruc Reis όχι μόνο εντός Ελληνικής ΑΟΖ αλλά και εντός Ελληνικών Χωρικών Υδάτων, η απαίτηση για την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου, οι κατά πολύ αυξημένες και συνεχείς παραβάσεις και πτήσεις άνωθεν Ελληνικών νήσων, η αμφισβήτηση του δικαιώματος πλήρους ΑΟΖ του συμπλέγματος της Μεγίστης, η χρήση της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, η θρασύτατη είσοδος στα Βαρώσια, η μεταφορά των 42 εκσυγχρονισμένων αρμάτων μάχης Leopard 2Α4 από την Ανδριανούπολη στην Κύπρο, η συνεχής και αμείωτη προώθηση λαθρομεταναστών στον ελλαδικό χώρο, είναι μερικές από τις προκλητικότατες ενέργειες που έχει κάνει σε αυτό το διάστημα. Όταν την Δευτέρα κάθισε η αντιπροσωπεία της κυβέρνησης του κου Μητσοτάκη στις συνομιλίες και ενώ η τουρκική πλευρά ήθελε συνομιλίες για όλα τα θέματα, έχοντας από πλευράς μας αντικείμενο μόνο τις επικίνδυνα και λανθασμένα/ επιτηδευμένα ακαθόριστες θαλάσσιες ζώνες και την Υφαλοκρηπίδα, για τα οποία θα βασιζόταν στο Διεθνές Δίκαιο, έμμεσα αποδέχθηκε όλες τις παραπάνω ενέργειες των Τούρκων.
Ας δούμε τώρα τι αναφέρει ο διεθνής Τύπος για τις διερευνητικές. Πρώτα το πρακτορείο Associated Press το οποίο αναπαράγεται και στην Washington Post, αναφέρει τη ελληνική θέση ότι ««Δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις και δεν υπάρχει δεσμευτικό αποτέλεσμα» και πως «οι μελλοντικές συνομιλίες θα περιοριστούν στην οριοθέτηση των οικονομικών ζωνών και της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο», σε αντίθεση με την Τουρκία που επιθυμεί το διάλογο και για άλλα θέματα όπως ο εναέριος χώρος και η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο. Η γαλλική Figaro επισημαίνει ότι άρχισε πάλι ο διάλογος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και ότι ο Ερντογάν θέλει να εκτονώσει την κρίση στις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Tο γερμανικό πρακτορείο DPA αναφέρει ότι το ζητούμενο για την Αθήνα και την Άγκυρα είναι να αγοράσουν χρόνο. «Η Τουρκία αισθάνεται ότι δοκιμάζεται στην Εξωτερική της Πολιτική σε ό,τι αφορά την πρόσδεσή της στη Δύση και δεν έχει την πολυτέλεια κλιμάκωσης της κατάστασης, αυτήν την στιγμή». Σε άρθρο της Frankfurter Allgemeine Zeitung, δύο «αρνητικά σημεία» είναι ότι «δεν υπάρχει σαφήνεια στην ατζέντα, ποια θέματα θα συζητηθούν και ποια θα μείνουν εκτός», αλλά κυρίως ότι οι θέσεις της Ελλάδας χαρακτηρίζονται ως Μαξιμαλιστικές.
Από τα παραπάνω δημοσιεύματα μπορεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι η κατάσταση βαίνει προς το καλύτερο, ότι άρχισαν πάλι συνομιλίες, ότι υπάρχει πρόοδος και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην πλευρά της Τουρκίας. Τα θέματα θα τα βρουν οι δύο χώρες μεταξύ τους με τη πάροδο του χρόνου.
Συμπερασματικά, με την έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών η Τουρκία δείχνει ένα καλό πρόσωπο και κερδίζει χρόνο ώστε να μην της επιβληθούν κυρώσεις και να συνεχίσει τις κινήσεις της. Η γραμμή των συμφερόντων Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας που έχουν σημαντικές επενδύσεις στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης και της τεχνογνωσίας στρατιωτικού υλικού, γραμμή που υπερίσχυσε στις τρεις προηγούμενες Συνόδους Κορυφής, φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι θα συνεχίσει να υπερισχύει με αποτέλεσμα να μην ασκηθεί καμία ουσιαστική κύρωση, κάτι που όπως φάνηκε ούτε ο κος Μητσοτάκης ήθελε, αφού δεν άσκησε πουθενά βέτο.
Επιπλέον προωθούνται τα θέματα της ατζέντας της τουρκικής πλευράς, τα θέματα του παραλογισμού και της ασυδοσίας, προς την διεθνή κοινότητα με τρόπο που να δείχνει ότι η Ελλάδα αρνείται τον διάλογο. Σε επόμενες διαβουλεύσεις αλλά και πιο επίσημες συνομιλίες και συναντήσεις για συμφωνίες, είναι σίγουρο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πιέσει την Ελλάδα να «δείξει και αυτή καλό πρόσωπο» και να ενδώσει παραχωρώντας κομμάτια της κυριαρχίας μας και να δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία για νέες δυναμικές κινήσεις, όπως την διεξαγωγή γεωτρήσεων.
Από την πλευρά μας, η παρούσα κυβέρνηση προσπαθεί να προβάλλει κατ’ αρχάς ότι η πολιτική του κατευνασμού απέφερε καρπούς αφού ο Ερντογάν σταμάτησε τις έρευνες και κάθισε στο τραπέζι. Εσκεμμένα βέβαια δεν σημειώνει ότι οι έρευνες σταμάτησαν γιατί απλούστατα ολοκληρώθηκαν και πλέον δεν απαιτούνται άλλες. Ως θέματα συζητήσεων πάλι εκτιμώ ότι εσκεμμένα εθελοτυφλεί στις τουρκικές εχθρικές ουσιαστικά ενέργειες που ανέφερα παραπάνω. Αντί να συνεγείρει την διεθνή κοινότητα, εμμένει στην προ δεκαετιών προσέγγιση της για την υφαλοκρηπίδα και αυτή πάλι με επιτηδευμένες ασάφειες περί θαλασσίων ζωνών.
Το δεύτερο που θεωρεί ότι έχει πετύχει η παρούσα κυβέρνηση, είναι ότι έχει κερδίσει χρόνο, χρόνο εξουσίας επί των Ελλήνων, χρόνο εδραίωσής της στην πολιτική και εκμετάλλευση των συνομιλιών ως επιτυχίες για δικό της πολιτικό όφελος. Δεν αντιλαμβάνεται ή δεν την βολεύει να αντιληφθεί ότι ο στρουθοκαμηλισμός δεν μπορεί να αποδώσει αλλά αντίθετα χρειάζεται ρεαλιστική και υπερήφανη στρατηγική που να βασίζεται στο Δίκαιο, στην δύναμη επιβολής του και στην προβολή των θεμάτων που εγείρει η Τουρκία με την πραγματική τους διάσταση, της ασυδοσίας και του παραλογισμού.
Η παρούσα κυβέρνηση ενδιαφέρεται για το πώς θα περάσει αλώβητη η θητεία της και πώς θα εξασφαλίσει περισσότερο χρόνο, έστω και με μερικές παραχωρήσεις. Οι Έλληνες για την Πατρίδα σε αντίθεση, ενδιαφέρονται για την διασφάλιση της Εθνικής Κυριαρχίας και των Εθνικών Κυριαρχικών Δικαιωμάτων μας και θεωρούμε ότι απαιτείται να ξεμπροστιάσουμε την Τουρκία και να φέρουμε όσους από τους Εταίρους μας την υποστηρίζουν προ των ευθυνών τους, ακολουθώντας μια ουσιαστική, υπερήφανη και καθόλου ενδοτική πολιτική. Δεν υπάρχουν εκπτώσεις σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Καλή δύναμη και καλή συνέχεια.
Έλληνες για την Πατρίδα