Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω. (Διον. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημέν...
Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω. (Διον. Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι).
Από το βιβλίο του Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου, «Ιστορικές γραμμές» Τόμος Γ”
Κάθε φορά που θα μελετούσε κανείς την Ιστορία μας, την Ελληνική Ιστορία, θα κατέληγε να επαναλαμβάνει τους ανωτέρω στίχους του εθνικού μας ποιητού, διαπιστώνοντας ότι οι Ελληνίδες γεμίζουν τις σελίδες της Ιστορίας μας με τις θαυμαστές θυσίες τους.
Η Ελληνίδα στην Τουρκοκρατία.
Αδυσώπητος για αιώνες ήταν ο αγώνας με τους Τούρκους σε πολλά μέτωπα, με σπουδαίο πλήθος τα συγκλονιστικά επεισόδια, όπου η Ελληνίδα, από τις πρώτες συγκρούσεις, έδρασε, λαμβάνοντας θρυλικές διαστάσεις, ενέπνευσε τις επόμενες γενεές για διαδοχικές απελευθερωτικές προσπάθειες και εμψύχωσε καίρια για καρτερία, αντίσταση και ελπίδα. Τα κατωτέρω παραδείγματα είναι αντιπροσωπευτικά:
Το 1475 η Λήμνος δέχθηκε την κατακτητική επίθεση των Τούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν πασά.
Σώθηκε από μια νέα κόρη, την Μαρούλα Κλαδά. η νεαρή κόρη μόλις είδε τον αγαπημένο πατέρα της να φονεύεται από τους Τούρκους, ζώσθηκε αμέσως τα όπλα του και όρμησε εναντίον των Τούρκων, ενώ την ακολουθούσαν, συγκινημένοι και παρακινημένοι από την τόλμη της, οι νησιώτες συμπατριώτες της.
Οι Τούρκοι, έκπληκτοι και φοβισμένοι, υποχώρησαν, η Λήμνος δεν έπεσε τότε και συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη.
Το Σεπτέμβριο του 1570 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο.
Μετά την άλωση της Λευκωσίας, 2.000 νέοι και νέες αρπάχθηκαν και επιβιβάσθηκαν στα πλοία, για να πωληθούν δούλοι.
Ανάμεσά τους και μία νεαρή Ελληνίδα, η Μαρία η Συγκλητική, καθώς δεν ήθελε να υποφέρει την ατιμία, αποφάσισε να εκδικηθεί τον κατακτητή, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της γαλέρας, όπου εκρατείτο.
Η γαλέρα και δυο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα δίπλα της, ανατινάχθηκαν στον αέρα, τα πλούσια – πολύτιμα λάφυρα, κατεστραμμένα, διασκορπίστηκαν στη θάλασσα και στον αέρα και η λεία της σκλαβιάς, χίλιες νεανίδες, έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς.
Στα χρόνια της σκλαβιάς αιώνων, όταν κανένας δεν εγνώριζε αν θα ζει αύριο και όταν η ζωή του σήμερα ήταν σωστή κόλαση, η Ελληνίδα κράτησε σεμνή και αυστηρή την οικογενειακή ζωή των Ελλήνων.
Σαν σύζυγος και σαν μητέρα ήταν η δέσποινα του σπιτιού, που χάραζε βαθειά στην ψυχή των παιδιών κάθε νέας γενεάς την πίστη στο Χριστό και στην Εκκλησία, την αγάπη στην πατρίδα Ελλάδα, την περιφρόνηση στη σκλαβιά και στο θάνατο, το σεβασμό και τη γενναιοψυχία με τον ηρωισμό, έτσι που να αποτελούν μόνιμα διακριτικά γνωρίσματα για όλες τις τάξεις των Ελλήνων.
Αξίζει να αναφερθεί η γνώμη του Καμπούρογλου: «Ηγιασμένη έστω η ψυχή των μητέρων εκείνων, αι οποίαι επί 400 έτη, τοσούτον ηρωισμόν αντέταξαν κατά της περικυκλούσης αυτάς ασελγούς των κατακτητών κτηνωδίας!
Αι οποίαι αφού εστερήθησαν πάσαν βιωτικήν απόλαυσιν, εις έν και μόνον τον εαυτών βίον αφιέρωσαν, εις το να ανατρέφουν και να δωρίζουν κάθε φορά εις το έθνος, άνδρας αξίους του ανδρικού και του Ελληνικού ονόματος» (Δημ. Καμπούρογλου, Ιστορία των Αθηναίων, τόμ. Α ΄, σελ. 24).
Η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας για ν’ αποφύγει -όσο μπορούσε- την βδελυρή ατίμωση των ακαθάρτων κατακτητών, προσπαθούσε να μεταδώσει την επιδημία της ευλογιάς, καταστρέφοντας τη νεανική ομορφιά του προσώπου της, ή δημιουργούσε οικογένεια από τα δεκατέσσερα χρόνια της, πιστεύοντας ότι δεν θα γεννήσει σκλάβους, ότι Έλληνες θα αναθρέψει και Έλληνες θα μεγαλώσει.
Και απέδειξε ότι για δώδεκα (12) γενεές και αλλού για δεκαέξι (16) γενεές, η σκλαβιά δεν περόνιασε την Ελληνική ψυχή. Απέδειξε ότι ο οργανισμός της Ελληνικής φυλής δεν είχε νοθευθεί, δεν είχε φθαρεί, μα εξακολουθούσε να διατηρείται με αξιοθαύμαστη αντοχή και να μεταφυτεύεται από γενεά σε γενεά, ο βαθύτατος πόθος των ραγιάδων να υπάρξουν και να ελευθερωθούν.
Το εξοχότερο παράδειγμα ποικίλης προσφοράς στο υπόδουλο Γένος, είναι η μορφή της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας.
Θυγατέρα του Αθηναίου Αγγέλου Μπενιζέλου και της Σηρίγης, γεννήθηκε το 1522, τον σκληρό εκείνο πρώτο αιώνα της δουλείας στην Αθήνα.
Το κοσμικό της όνομα Ρεγούλα.
Το 1536 παντρεύθηκε, αλλά μετά από τρία χρόνια έμεινε χήρα.
Χωρίς άλλες υποχρεώσεις πλέον για παιδιά ή οικογένεια, επιδόθηκε εξ ολοκλήρου σε βίο ασκητικό και φιλελεήμονα.
Μετέτρεψε το γειτονικό ναΐσκο του αγίου Ανδρέου σε γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσε όλη την περιουσία της και έγινε μοναχή.
Προχώρησε ακόμη στην Ίδρυση βιοτεχνικού εργαστηρίου και οργάνωσε κέντρο ξενίας και προστασίας για τις Αθηναίες που κινδύνευαν να παρασυρθούν από τις ανάγκες τους ή .. από τα κάλλη τους στον Ισλαμισμό και στις τάξεις των Οθωμανών.
Διακόσιες (200) νεαρές Ελληνίδες εύρισκαν λιμάνι γαλήνης και ανεφοδιασμού στο μοναστήρι της Φιλοθέης. Και το Θεάρεστο έργο ηύξανε.
Τα μικρά παιδάκια που οδηγούνταν εκεί, κατευθύνονταν «εξ απαλών ονύχων» στην παράδοση του Έθνους.
Οι πτωχοί και οι γέροντες και οι ασθενείς έγιναν το περιεχόμενο της καθημερινής ασκήσεως της φιλανθρωπίας. η όλη πολιτεία της Φιλοθέης ενέπνεε σ’ όλες τις ηλικίες το πνεύμα της πίστεως και της θυσίας, χάριν του Ελληνισμού και της Χριστιανικής Πίστεως.
Η Αθήνα είχε αναζωογονηθεί.
Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν τη δράση της Φιλοθέης και αφού τη συνέλαβαν, την φυλάκισαν και της επέφεραν παντός είδους βασανιστικές κακώσεις.
Την απελευθέρωσαν σε λίγο καιρό, αλλά τη νύκτα της 2 προς 3 Οκτωβρίου 1588, καθώς συμμετείχε σε αγρυπνία, την συνέλαβαν για δεύτερη φορά.
Οι μάστιγες και τα τραύματα που δέχτηκε αυτή τη φορά ήταν πολλαπλάσια τώρα, και η μάρτυς έμεινε ημιθανής.
Μετά από τρεις μήνες, στις 19 Φεβρουαρίου 1589, απέθανε και το 1600 ανακηρύχθηκε αγία.
Η Ελληνίδα της Τουρκοκρατίας αγωνίσθηκε και στο στίβο του Μαρτυρίου.
Τα χρόνια εκείνα που πολλοί γίνονταν «κρυπτοχριστιανοί» ή εξισλαμίζονταν, πολλές Ελληνίδες διήνυσαν την «οδόν του Μαρτυρίου». ο φθόνος των Τούρκων για την σωματική και ψυχική ομορφιά κι ανωτερότητα των Ελληνίδων, η ακόλαστη διάθεση τους και μάλιστα των Γενιτσάρων, που προέρχονταν από τη φυλή μας με το φοβερό παιδομάζωμα και ως εκ τούτου με ένα βαρύ μίσος, εκδηλωνόταν βάρβαρα σε βάρος των Ελληνίδων Χριστιανών δεσποίνων και νεανίδων και γινόταν αφορμή ή αίτιο Μαρτυρίου αίματος. η Εκκλησία μας έχει καταγράψει στις τάξεις της νεομάρτυρες, παρθενομάρτυρες και καλλιμάρτυρες καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Τα γυναικεία μοναστήρια του Ελληνικού χώρου, τα κέντρα αυτά του ελληνικού και Χριστιανικού ανεφοδιασμού, δέχτηκαν άπειρες φορές τις βίαιες επιθέσεις-καταστροφές των κατακτητών και είδαν να διαπράττονται παντός είδους εγκλήματα, φυλακίσεις και ατιμίες , ώσπου να κορεσθεί η κτηνωδία των βαρβάρων.
Και άνθεξε ως να ήταν αθάνατη η Ρωμιοσύνη. Πολυβασανισμένη και αθάνατη! Όταν και οι νεαρές Ελληνίδες μπορούσαν να υποστούν άτρεμα και ήρεμα το Μαρτύριο του αίματος, κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια, ένα ήταν σίγουρο: «η Ελλάδα σκλάβα δεν θα έμενε».
Τονίσθηκε υπερβολικά για τους επώνυμους και ανώνυμους ήρωες – άνδρες του «21» ότι υπήρξαν οι δημιουργοί της εθνεγερσίας, της Ανεξαρτησίας και της ελευθέρας Ελλάδος. Όμως από το δυνατότερο καμίνι της δοκιμασίας πέρασαν οι Ελληνίδες.
Ηρωίδες σιωπηλές, ευγενικές μορφές, αφανείς, πολλές φορές έχουν καλυφθεί από τη σκόνη του παρελθόντος, που κινούν και συσσωρεύουν οι άνεμοι του χρόνου.
Οι ιστορικοί έχουν υποχρέωση να αποκαλύψουν, για να αντικρύσουν όλοι οι Έλληνες, την προσφορά της Ελληνίδας. η γνώση της προσφοράς της έχει την αξία της γνήσιας συνειδήσεως και αποτελεί πράξη δικαιοσύνης οφειλομένης, και τιμής επιβεβλημένης.
Οι Σουλιώτισσες:
Ελκύουν εντυπωσιακά την προσοχή του κάθε μελετητή οι Σουλιώτισσες, καμάρι της αδούλωτης λεβεντιάς, με την αντρίκεια περιφρόνηση του κινδύνου.
Προβάλλουν και εμπνέουν στους αιώνες, στα άτομα και στους λαούς, το ηρωικό πνεύμα και την ηθική αντίληψη, πάντα εναρμονισμένα. Είναι οι επώνυμες Σουλιώτισσες πρώτες: η Μόσχω Τζαβέλλα, πρώτη και μεγάλη ηρωίδα, αληθινή καπετάνισσα, με δυνατό χαρακτήρα και ψυχή τολμηρή, και κατά το δημοτικό τραγούδι:
Πολεμάει η Τζαβέλλαινα με το σπαθί στο χέρι με το παιδί στην αγκαλιά, με το τουφέκι στ’ άλλο με τα φυσέκια στην ποδιά…
Ακολουθεί η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, που πολέμησε στο Σούλι, στην Κιάφα, στο Κούγκι και στην Πάργα και την αποθανάτισε το δημοτικό τραγούδι:
Ας έρχονται οι Παλιότουρκοι, τίποτα δεν μας κάνουν να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι, τα άρματα των Σουλιωτών, της ξακουσμένης Χάιδως.
Επιβλητική προβάλλει η μορφή της Δέσπως Μπότση, που είχε εμπνεύσει τη θαρραλέα απόφαση του αγώνα μέχρι θανάτου, σε δυο γενιές κατοπινές, κόρες- νύφες και εγγόνια. Στις 20 Δεκεμβρίου 1803 πολεμώντας ως το τέλος, ανατίναξε τον πύργο της, όπως μας παρέδωσε ο λαϊκός στιχουργός:
– Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…. – …. η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια… – ….Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει… Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει: -Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μαζί μ’ ελάτε…. Και τα ντουφέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.
και κατά κάποιο τρόπο κλείνει τον κύκλο των επώνυμων Σουλιωτισσών που έγιναν και θέματα δημοτικών τραγουδιών, η Ελένη Μπότσαρη, η νεαρή κόρη, που πολεμάει διώκοντας και διωκόμενη, λέγοντας:
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Μάρκου και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τούρκων τα χέρια.
Την ανώνυμη Σουλιώτισσα εκπροσωπεί η σπαρακτικά δραματική εποποιία του «Χορού του Ζαλόγγου».
Με τον ηρωικό θάνατο-αυτοθυσία, καθόσον αυτοκτονία δεν ήταν ο θάνατος εκείνων στο Ζάλογγο αλλά ήταν υψηλή αυτοθυσία, που με φοβερή κατάπληξη και απροσμέτρητο θαυμασμό είδαν και οι εχθροί οι ίδιοι και με δυνατά ρίγη μνημονεύει κάθε φορά η Ελληνική ψυχή:
«Προετίμησαν να σφενδονίσουν εις την άβυσσον τα τέκνα των, ίνα μη ίδωσιν αυτά περιπίπτοντα εις χείρας των πολεμίων. Και έπειτα απεφάσισαν να παρακολουθήσουν τα φίλτατα εκείνα όντα, ουχί εν κλαυθμοίς και οδυρμοίς, αλλά εν χοροίς και άσμασι.
Θυσία καταπληκτική, ήν ουδέποτε θέλουσι εννοήσει αι παρούσαι γενεαί! και ήψαντο λοιπόν αλλήλων τας χείρας και έσυραν εν κύκλω τον χορόν, άδουσαι και καθ’ όσον επλησίαζεν εκάστη εις το χείλος του βαράθρου, εκρημνίζετο εις αυτό και ο κύκλος επανελαμβάνετο και ο χορός ωσαύτως μέχρις ου κατέπεσον άπασαι, η μία κατόπιν της άλλης», γράφει ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος.
Μνημονεύεται και παρόμοια μεγαλειώδης αυτοθυσία, που λησμονείται ή παραμένει άγνωστη, στο Μοναστήρι του Σέλτσου, όπου 160 γυναίκες, προκρίνοντας το θάνατο από τη σκλαβιά, έτρεξαν στον Ασπροπόταμο και «ανοίξασαι τας αγκάλας ερρίφθησαν εις αυτόν αυθορμήτως, μετά των φιλτάτων».
Το Σούλι, αφού έγινε ολοκαύτωμα, έπεσε: ωστόσο έχει απομείνει η Δόξα και η Τιμή, που κληρονόμησε η Ελλάδα μας, ο Ελληνισμός.
***********
Οι Ελληνίδες του Μωριά και της Ρούμελης:
Αντάξιες προς τις Σουλιώτισσες, αναδείχτηκαν και οι γυναίκες του Μωριά και της Ρούμελης.
Ενδεικτικά αναφέρονται δυο μητέρες ενδόξων αγωνιστών, του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη.
Κορυφαία είναι η μορφή της Ζαμπέτας Κολοκοτρώνη, κόρης οπλαρχηγού, γυναίκας ήρωα και μάννας ηρώων!
Μα και η ίδια ήταν προσωπικά ηρωίδα, αφού πολέμησε και ανδραγάθησε στους πύργους της Καστάνιτσας, όπου και σκοτώθηκε ο άνδρας της ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης.
Γέννησε κι ανάστησε τον γέρο του Μωριά, καθώς υφίστατο την αγωνία και την μανία σκληρών καταδιώξεων.
Το 1770 «3 Απριλίου, ημέρα της Λαμπρής, στο βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω», σημειώνει ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στη Διήγηση συμβάντων της Ελληνικής φυλής.
Μεγάλη και σκληρή η εποχή της Τουρκοκρατίας, μεγάλες οι πράξεις των Ελληνίδων να γεννούν και να καταδιώκονται, κρατώντας βρέφος και σπαθί, και να θηλάζουν παιδιά, έχοντας και πιστόλια στο στήθος τους!
Συγκλονίζει η καθημερινή γυμναστική της ψυχής της Ελληνίδας στο Μωριά, στη Ρούμελη και στην Ελλάδα ολόκληρη, για τον αγώνα της ζωής και τη ζωή του αγώνα του Γένους μας. ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματα» του, το δίνει πολύ ζωηρά: «Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνα ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγγον.
Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα.
Μόνη της η καημένη και αποσταμένη, εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ.
Ξελεχώνεψε μόνη της και αυγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνω εμένα και πήγε εις το χωρίον… …Οι Τούρκοι του Αλήπασά θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε, δια νυκτός, όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν, και παγαίνουν εις την Λιβαδιά, να ζήσουνε εκεί.
Θα πέρναγαν απ’ ένα γιοφύρι του Λιδωρικιού, ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι.
Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν, να τους πιάσουνε και δεκαοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι, κι έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κι έτρωγα αυτό το γάλα.
Μην υποφέροντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι.
Και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις το Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρησαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και λέγει: « η αμαρτία του βρέφους θα μας χάσει.
Περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος, και σταθήτε… Το παίρνω κι αν έχω τύχη και δεν κλάψει, διαβαίνουμε..».
Η μητέρα μου και ο Θεός μας έσωσε», κλειεί την διήγηση του ο αγωνιστής Μακρυγιάννης.
Με τέτοιους και τόσους μύριους κινδύνους γέννησαν κι ανάστησαν τα παιδιά τους οι Ελληνίδες της Τουρκοκρατίας και του «21» και τα μεγάλωσαν εμπνευσμένα με Πίστη και ηρωικό θάρρος, ώστε ν’ ανδρωθούν ικανά και να εξοφλήσουν στο δυνάστη τα εγκλήματα γενεών αιώνων.
********
Οι Ελληνίδες στον αγώνα του «21»:
Όταν άναψε η επαναστατική φωτιά του «21» και ανοίχτηκε αιματηρά «ο κοσμογονικός κρατήρας» του εννιάχρονου πολέμου της Εθνεγερσίας, αναδείχτηκε ακατάβλητη η ψυχή των Ελληνίδων και οι προσωπικές θυσίες ατέλειωτες. και αποδεικνύεται από τη συμμετοχή των Ελληνίδων ότι τον αγώνα του «21» δεν τον έκανε μία τάξη ανθρώπων, αλλά ολόκληρο το έθνος, ολόκληρος ο Ελληνισμός. Συμμετείχαν οι Ελληνίδες από κάθε τάξη και από κάθε στρώμα του Ελληνικού λαού.
Η ηλικιωμένη αρχόντισσα Ελισσάβετ Υψηλάντου από το Κίεβο της Ρωσίας δεν εμπόδισε τους υιούς της να τρέξουν στην Ελλάδα.
Έδωσε πρώτα την ευχή της στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ώστε να αρχίσει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και ύστερα από λίγο καιρό έδωσε τη συγκατάθεσή της και στο Δημήτριο Υψηλάντη λέγοντας: «Αν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς από την αποστολήν και αυτού του παιδιού μου, που μου έμεινεν, ας το στερηθώ και αυτό. Ας πάει με την ευχή μου.» Μαζί με την ευχή της πρόσφερε στον Αγώνα και ολόκληρη την περιουσία της.
Εκπληκτική η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας.
Δύο φορές χήρα στη ζωή της και μητέρα πολλών παιδιών, ήταν καπετάνισσα στα πλοία του δεύτερου άνδρα της Δημήτρη Μπούμπουλη.
Στις Σπέτσες όλοι την είχαν παραδεχτεί για άξια κυρά-καπετάνισσα.
Όταν οι Τούρκοι της αμφισβήτησαν το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται αυτή τα πλοία-κληρονομιά του άνδρα της- έφθασε ως την Κων/πολη να βρει το δίκιο της και επλησίασε τη Βαλιδέ Σουλτάνα ( μητέρα του Σουλτάνου) στα Ανάκτορα του Σουλτάνου, όπου και της αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα να έχει τα πλοία (και την περιουσία) του άνδρα της.
Τη Βαλιδέ Σουλτάνα επισκέφθηκε, αλλά και στην Εταιρεία τη Φιλική μυήθηκε, πιθανώτατα στην Κων/πολη, στα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση. Ήταν από τις λίγες γυναίκες που μυήθηκαν και κράτησε καλά το μυστικό, καθώς προετοιμάσθηκε για τον Αγώνα.
Καθόσον τότε ναυπήγησε το πλοίο «Αγαμέμνων», 48 πήχεων, με 18 κανόνια, ως εμπορικό τάχα πλοίο.
Το κατόρθωσε, αφού δωροδόκησε τον Τούρκο ναύαρχο Χουσεΐν πασά, να γνωματεύσει ότι ήταν ένα συνηθισμένο πλοίο. Στο πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1821, η Μπουμπουλίνα ξεσήκωσε τις Σπέτσες σε επανάσταση και έσπευσε να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις πολιορκίας του Ναυπλίου.
Από τότε – τις πρώτες ημέρες- συμμετείχε ενεργά στον αγώνα του «21», προσφέροντας τα παιδιά της και την περιουσία της όλη.
Τοποθετήθηκε δίπλα στη Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους, που ύψωσε την επαναστατική σημαία στη Μύκονο.
Ήταν πλουσιοκόρη η Μαντώ, λεπτή αριστοκράτισσα, ίσως η πιο πολύφερνη νέα Ελληνίδα της εποχής. Με δικές της δαπάνες εξόπλισε πλοία και κατεδίωκε τους πειρατές που έκαναν αποβάσεις- επιθέσεις στη Μύκονο.
Τα πλοία της συμμετείχαν το «21» σε όλες τις επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου στην Εύβοια και στον Παγασητικό. η ίδια η Μαντώ, ντυμένη ανδρικά ρούχα, μετέχει σε μάχες επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, που είχε εξοπλίσει η Ίδια, με δικές της δαπάνες το οποίο και το συντηρούσε και γι’ αυτό ονομάζεται τιμητικά αντιστράτηγος.
Επειδή ήταν μορφωμένη, μιλούσε και έγραφε Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά, κατατόπιζε τους ξένους φιλέλληνες στα διάφορα ζητήματα και αλληλογραφούσε με το εξωτερικό, προσπαθώντας να ξυπνήσει και να ενεργοποιήσει φιλελληνικά διαδήματα στους λαούς της Ευρώπης. και όταν τελείωσε ο επαναστατικός αγώνας και ελευθερώθηκε η Ελλάδα, μα γύρω, «βαβούριζε η δυστυχία» και ήταν πλήθος τα ορφανά, η Μαντώ έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των ορφανών.
Επειδή ήταν μορφωμένη, μιλούσε και έγραφε Γαλλικά, Γερμανικά και Ιταλικά, κατατόπιζε τους ξένους φιλέλληνες στα διάφορα ζητήματα και αλληλογραφούσε με το εξωτερικό, προσπαθώντας να ξυπνήσει και να ενεργοποιήσει φιλελληνικά διαδήματα στους λαούς της Ευρώπης. και όταν τελείωσε ο επαναστατικός αγώνας και ελευθερώθηκε η Ελλάδα, μα γύρω, «βαβούριζε η δυστυχία» και ήταν πλήθος τα ορφανά, η Μαντώ έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία των ορφανών.
* *
Στους αγώνες του «21» οι γυναίκες έρχονταν στα πεδία των μαχών φορτωμένες, φέρνοντας και τα ζώα τους φορτωμένα κρέας, ψωμί και άλλες τροφές, για να ανεφοδιάζονται οι άνδρες τους και οι άλλοι στρατιώτες.
Είχαν την επισιτιστική φροντίδα των αγωνιστών.
Άλλες πολεμούσαν και στους προμαχώνες.
«Λάκαινά τις, Σταυριανή ονομαζομένη, εθελόπονος συστρατιώτης υπό τον Κυριακούλην Μαυρομιχάλην και μετ’ αυτού συναποκλεισθείσα εν Βαλτετσίω, μόνη ετόλμα συνεχώς εξέρχεσθαι από του ενός εις τον άλλον προμαχώνα και διένειμεν πυριτιδοβολάς, όπου η ανάγκη εκάλει, βαδίζουσα ως ανήρ και ομιλούσα ως στρατιώτης» γράφει απομνημονευματογράφος του «21».
Η Ελληνίδα στην Τουρκοκρατία και στο «21» (μέρος 1ο) https://t.co/QhnO3l27yO
— epilekta.com (@epilekta) January 28, 2021