GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΑΛΥΚΟΥ - ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ

Ξημέρωνε του Αη Σπυρίδωνα όταν 4 παλικάρια από το χωριό Αλίκο των Αγίων Σαράντα αποφασίσανε να δραπετεύσουν από τον αλβανικό “σοσιαλιστι...




Ξημέρωνε του Αη Σπυρίδωνα όταν 4 παλικάρια από το χωριό Αλίκο των Αγίων Σαράντα αποφασίσανε να δραπετεύσουν από τον αλβανικό “σοσιαλιστικό παράδεισο” προς την Ελευθερία και την Μητέρα Ελλάδα.
Δύσκολο το εγχείρημα.
Λίγοι τα κατάφεραν.
Το’ ξεραν άλλωστε.
Η απόφασή τους ήτανε για λευτεριά ή θάνατο.
Στη δική τους περίπτωση ήταν για θάνατο.
Στην προσπάθεια να περάσουν την ελληνο-αλβανική μεθόριο έγιναν αντιληπτοί από τους αλβανούς φρουρούς, οι οποίοι τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ.
Ο δρόμος τους έμεινε ατέλειωτος.
Και τα κορμιά τους άταφα στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα.
Για παραδειγματισμό.
Και διαπόμπευση.

Ο αέρας έφερε το μήνυμα στις χαροκαμένες μανάδες στο Αλίκο κι ήταν τ’ άταφα κορμιά πόνος πιο μεγάλος απ’ το θάνατο.
Αυθόρμητα άφησε το θρήνο η μάνα και χύμηξε στο δρόμο. Κοντά της κι οι άλλες.
Και πίσω τους όλο το χωριό.
Χωρίς να συνεννοηθούν οι Αντιγόνες κίνησαν με τα πόδια που τα έσπρωχνε η οργή να πάνε στα σύνορα να πάρουν τα κορμιά για να τα θάψουν όπως πρέπει.
Στο δρόμο το πλήθος πύκνωνε.
Βγήκαν οι έλληνες κι απ’ τ’ άλλα χωριά κι ενώθηκαν με το ανθρώπινο ποτάμι.

Οι φρουροί δεν αντέδρασαν.
Ας ήταν αυτοί που είχαν τα όπλα.
Φοβήθηκαν.
Ποτάμι οργής δεν είχαν ξαναδεί.
Κι αυτό το πλήθος είχε πόνο στα μάτια που το δάκρυ στέρεψε και τώρα δακρύζαν αίμα.
Πήρανε τα κορμιά και με πορεία λαμπρή γυρίσανε στο Αλίκο.
Αλλ’ όχι, ο πόνος δεν ημέρεψε.
Το πλήθος όρμηξε στην από χρόνια κλειδωμένη εκκλησιά που οι αλβανοί χρησιμοποιούσαν για αποθήκη, την άδειασε κι έστησε εκεί τα 4 φέρετρα.
Κι εκεί στην ερημωμένη εκκλησιά, χωρίς παπά ή ψάλτη, πάνε χρόνια που απαγορεύτηκε η λατρεία, ζήτησαν απ’ το Θεό να μάθουν πάλι να προσεύχονται για να γαληνεύει ο πόνος.

Κι ύστερα….

Ω, ύστερα.

Όλοι μαζί πήραν στους ώμους τα φέρετρα των αδικοχαμένων και κίνησαν για τους Αγίους Σαράντα γιατί η φωνή βρήκε το δρόμο της, η καρδιά άλλο πια δεν προσκυνά και η ψυχή σήκωσε το κεφάλι.

Περνά το ανθρώπινο ποτάμι και γίνεται κάλεσμα στα χωριά του Βούρκου.

Βουβοί στο διάβα του κι άλλοι ενώνονται μαζί του.

Κι εκεί στην πόλη των Αγίων Σαράντα με τα φέρετρα για σημαία ξεσπά. 
Οι αλβανοί φρουροί που έχουν επιστρατευθεί για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση δεν ξέρουν τι να κάνουν.
Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί.
Στην Αλβανία του Χότζα και του Αλία λέξεις όπως πορεία, εξέγερση, διαμαρτυρία, δεν υπάρχουν στο λεξικό.

Το να’ χεις άποψη απαγορεύεται, όπως απαγορεύεται να έχεις θρησκεία κι απ’ τις καρδιές ιδέες δεν περνάν. 

Για πρώτη φορά ακούγονται μηνύματα για λευτεριά κι οι υπηρέτες του καθεστώτος ακούν εμβρόντητοι συνθήματα όπως «Αλία δολοφόνε».
Τα παλικάρια του χωριού ξέρουν την τύχη τους.

Το καθεστώς που δεν ήξερε πώς να τους αντιμετωπίσει όλους μαζί, ξέρει καλά πώς να τους τακτοποιήσει έναν- έναν.

Τις επόμενες μέρες θα πρέπει ο καθένας τους να περιμένει επίσκεψη της σιγκουρίμι (αλβανική αστυνομία) κι ύστερα κανείς πια δεν θα μάθει γι’ αυτούς.

Για άλλη μια φορά η απόφαση είναι ελευθερία ή θάνατος. Την άλλη μέρα όλοι μαζί παίρνουν ενωμένοι το δρόμο για την λευτεριά, το δρόμο για την πατρίδα. 
Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.

12 Δεκεμβρίου.

Η μέρα αυτή που σηματοδότησε την πρώτη εξέγερση ενάντια στο τυραννικό καθεστώς Αλία, τιμάται επίσημα στην γειτονική Αλβανία ως η ημέρα της Δημοκρατίας. Εκεί, στο ηρωικό Αλίκο, στο προσκλητήριο των εθνικών μαρτύρων προστίθενται 4 ακόμη απόντες: 

Αηδόνης Ράφτης, Θανάσης Κώτσης, Θύμιος Μάσσιος, Βαγγέλης Μήτρου

Εκεί, στο κοιμητήριο του Αλίκου, πάνω στο μνήμα του παλικαριού, είναι σκαλισμένος ο πόθος του :

ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΟΥ ΙΔΑΝΙΚΟ ΗΤΑΝ ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΡΗΓΟΡΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΩ ΕΣΕΝΑ





Μνήμες από την εξέγερση του Αλύκου – Ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Γιώργος Μάνος, αφηγείται. Φωτογραφίες.

12 Δεκεμβρίου 1990. ένας μάρτυρας αφηγείται:

…Tο τραγικό γεγονός της δολοφονίας των παιδιών, έδωσε το έναυσμα για την αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου.
Κάποιοι από μας – κι ήταν αρκετοί – κυρίως σπουδασμένοι άνθρωποι, παίξανε πρωταρχικό ρόλο. 

Παρέσυραν τη μάζα.
Έβλεπε ο άλλος το γιατρό, το δάσκαλο, τον κτηνίατρο…,  να μετέχουν σε  εξέγερση κι έλεγε: γιατί να μην πάω κι εγώ;
Τι έχω να χάσω;
Το φτυάρι ή τον κασμά;

Οι πρωτοστάτες έριξαν τα πρώτα συνθήματα: «Κάτω η δικτατορία – θέλουμε δημοκρατία», «Σκυλί Αλία – είσαι δολοφόνος», «Ένωση με την Ελλάδα», κτλ. 

Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε.

Πληροφορηθήκαμε ότι οι αρχές δεν επέτρεπαν να πάρομε τα πτώματα των σκοτωμένων παιδιών, τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει το εξαγριωμένο πλήθος. 

Είπα σε φίλους: Τα παιδιά τιμωρήθηκαν με την εσχάτη των ποινών: Το θάνατο.
Και το κυνικό κράτος δεν μας επιτρέπει να πάρομε τις σορούς των νεκρών! 
Τα αίματα άναψαν.
Αποφασίσαμε να πάρουμε τα πτώματα.
Οι θύμησες από παρόμοια επεισόδια, ότι μπορούν να σύρουν τις σωρούς πίσω από τα τραχτέρ και θα αναγκάσουν τον κόσμο να τα φτύσει ήταν νωπές. 
Οι περιπτώσεις των αδερφών Πράσσου, του Παπουτσή και του Ντάλα, που προηγήθηκαν μαρτυρούσαν τη βαρβαρότητα της στυγνής δικτατορίας.


Πότε με φορτηγά και πότε πεζοί, φτάσαμε στη γέφυρα του Μπουγάζι.
Έχω μπροστά στα μάτια το φορτηγό που έφερε τα πτώματα.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, η αγανάχτηση μεγάλη.
Οι  σπαραγμοί των ανθρώπων, πάνω από τα πτώματα, θα με ακολουθήσουν σε όλη μου τη ζωή.

Μια άλλη στιγμή, που μας συντάραξε ήταν όταν τα φέρετρα των σκοτωμένων παιδιών, ακουμπημένα σε δυνατούς πλάτες συγγενών και φίλων, βγήκαν από τα σπίτια την ίδια ώρα και κατευθύνθηκαν προς την πλατεία. 
Στο σημείο της συνάντησης εμφανίστηκαν τα πανώ: «Κάτω η δικτατορία» «Ραμίζ Αλία είσαι δολοφόνος», κ.α.


Αυθόρμητα πήραμε νέα απόφαση: με τα φέρετρα μπροστά να κάνουμε πορεία διαμαρτυρίας προς τους Αγίους Σαράντα και στο γύρισμα να γίνει ο
ενταφιασμός.
Προχωρώντας, πλήθαινε η πομπή.
Στη Γκιάστα μας είχαν στήσει καρτέρι στρατιώτες και αστυνομικοί.
Όταν πλησιάσαμε, πάνω μας και στα φέρετρα άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή.


τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στα σύνορα με την Ελλάδα. Για να μην δραπετεύσουν από τον σοσιαλιστικό «Παράδεισο»

Αφού είδαν ότι τίποτα δεν μας πτοούσε, άρχισαν να πυροβολούν και μια σφαίρα χτυπάει το Μήτσιο Μάνο.
Ο τραυματίας έπρεπε να
μεταφερθεί επειγόντως σε νοσοκομείο.
Σταματάμε μια IFA και ο μακαρίτης ο Θοδωρής ο Παπάς, ο γεωπόνος από του Χάλιου λέει στον οδηγό: 
Ξέρω ποιος είσαι, πού μένεις και τι οικογένεια έχεις…
Παίρνεις τον τραυματία και σφαίρα για τους Αγίους Σαράντα.
Μην τυχόν και σταματήσεις  στο μπλόκο, σου καίμε το σπίτι… θα πάρεις κι άλλους στο λαιμό σου. 
Είναι οι συγκυρίες που σε αναγκάζουν να περάσεις σε άγρια κατάσταση.


Φοβερές στιγμές, δεν περιγράφονται με τίποτα. Συνοδεύω κι εγώ τον τραυματία.
Οι πέτρες έπεφταν βροχή πάνω μας.
«Δεν μπορώ ρε παιδιά, λέει ο οδηγός», και σταματάει, κατεβαίνει κάτω. Ανεβαίνουν πάνω στρατιώτες.
Εκεί είδα με τα μάτια μου πώς δέκα οπλισμένοι από αυτούς, περιλάβαιναν και πετσόκοβαν από έναν δικό μας.
Κάποιος, που έτυχε να με γνωρίζει, διατάζει: Αφήστε τους γιατί τους συνοδεύει ο γιατρός. 

Έτσι προχωρήσαμε προς τους Αγίους Σαράντα.
Στο νοσοκομείο μας υποδέχτηκαν εντυπωσιακά οι Βορειοηπειρώτες γιατροί.
Μετά από τις πρώτες βοήθειες στο νοσοκομείο των Αγίων Σαράντα ήταν απαραίτητη η μεταφορά του τραυματία στο Αργυρόκαστρο, κι έπειτα στα Τίρανα. 

Την επόμενη το πρωί γυρίζω στ’ Αλύκου με το σκεπτικό μήπως αγρίευε η κατάσταση κι ήθελαν μεθόδευση τα πράγματα.
Σε όλη τη διαδρομή, από το Βρυώνι που με άφησε κάποιο αυτοκίνητο και μέχρι στο χωριό, με αγκαλιάζανε άνθρωποι που ούτε τους ήξερα, ούτε και τους θυμάμαι. 
Έλεγαν: «Μπράβο παιδιά!».
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη.
Μόλις πάτησα στο χωριό, για πρώτη φορά αισθάνθηκα τι θα πει ελευθερία.
Τι θα πει αυτόνομη περιοχή.
Δεν φοβόσουνα τίποτα. 
Είχες γύρω σου ανθρώπους που σε αγαπούσανε, που σε θαυμάζανε, που σε αγκαλιάζανε.

Θυμάμαι, κάποια στιγμή, εμφανίζεται ο αστυνομικός της περιοχής. Χωρίς να του μιλήσουν, τον περικυκλώνουν περίπου σαράντα – πενήντα χωριανοί και ο κλοιός γύρω του στένευε ολοένα και περισσότερο.
Τον έπιασαν τα κλάματα.

Τελικά κάποιος του άνοιξε δρόμο κι έφυγε.
Μετά από αυτό το χουνέρι που έπαθε, δεν ξέρω αν επισκέφτηκε πια τ’ Αλύκου…


(Από το βιβλίο «Διπλή ζωή» του δημοσιογράφου  Γιώργου Μύτιλη)

Δύο ιστορικές φωτογραφίες που δημοσιεύονται για πρώτη φορά:
Απ’ εδώ ξεκίνησε η μεγάλη πορεία χιλιάδων εξεγερθέντων κατά της δικτατορίας, με προορισμό την πόλη των Αγίων Σαράντα

(οι φωτογραφίες από τα μνήματα των 3 παλικαριών είναι από το Ιστολόγιο Αντιπαρακμή)

sfeva.gr