Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός δάσκαλος-Κιλκίς Ζωή χωρίς γιορτή, άχαρη, είναι δρόμος χωρίς πανδοχείο ανάπαυσης «Βίος ανεόρταστος μακριά οδός ...
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
Ζωή χωρίς γιορτή, άχαρη, είναι δρόμος χωρίς πανδοχείο ανάπαυσης
«Βίος ανεόρταστος μακριά οδός απανδόκευτος», έλεγαν οι αρχαίοι.
Ζωή χωρίς γιορτή, άχαρη, είναι δρόμος χωρίς πανδοχείο ανάπαυσης.
Κάποτε ανθούσε σε τούτον τον τόπο και η ευθυμογραφία, οι ευτράπελες γραφές.
Διέπρεψε σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος ο μεγάλος Δημήτρης Ψαθάς, συγγραφέας και του συγκλονιστικού «Γη του Πόντου», αλλά και περίτεχνων ευθυμογραφημάτων, όπως το περίφημο «Η Θέμις έχει κέφια», που πρωτοεκδόθηκε το 1937 και έγινε ανάρπαστο.
Από τον πρόλογο του βιβλίου αυτού αποσπώ μια παράγραφο.
«Επειδή το συγκινείν και προκαλείν τα δάκρυα καλή και άγια ασχολία είναι και υψηλή τέχνη θεωρείται αλλά, βρε αδελφέ, δεν είναι απόλυτος ανάγκη τέλος πάντων, όλοι οι γράφοντες να γράφουν διά την αιωνιότητα, διά ταύτα, από τα κέφια της Θέμιδος θα προσπαθήσωμεν και πάλιν να αντλήσωμεν ευθυμίαν, όχι διά να δρέψωμεν δάφνας φιλολογικάς, αλλά μόνον ένα – έστω – χαμόγελο από τα χείλη σου, ω συνωφρυωμένε και κατσούφη και δύστροπε Έλλην αναγνώστα!».
Ίσως κατάντησα κουραστικός, αλλά οφείλω να επισημάνω το εξής.
Στο παλιό ανθολόγιο του Δημοτικού Ε’ και Στ’ τάξεων, προ του 2006, υπήρχε το ωραιότατο ευθυμογράφημα του Δ. Ψαθά με τίτλο «η τσάντα και το τσαντάκι».
Το διαβάζαμε και σπαρταρούσε και τρανταζόταν από τα γέλια όλη η τάξη.
Εξοβελίστηκε από τα νέα.
Γιατί;
Προφανώς και ο Ψαθάς, από τον εθνομηδενιστικό εσμό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής κρίθηκε ως εθνοκεντρικός και λογοκρίθηκε.
Τέλος πάντων, μια και σήμερα ο Έλλην, έγκλειστος πια στην οικία του, κουρασμένος και φοβισμένος, παρακολουθεί, ενεός, τα κεντρικά τρομοδελτία ειδήσεων, «θα προσπαθήσωμεν να αντλήσωμεν ευθυμίαν», όχι από τα κέφια της Θέμιδος, αλλά από τα κέφια της Κλειούς.
Η Κλειώ, θυμίζω, είναι η μούσα της Ιστορίας.
Η ιστορική περίοδος από την οποία θα αντλήσουμε και θα ερανιστούμε εύθυμα γεγονότα και αστείες διηγήσεις είναι από το ένδοξο Εικοσιένα.
Και, προς Θεού, όχι για να γελοιοποιήσουμε πρόσωπα και γεγονότα, αλλά για να φωτίσουμε και μια άλλη πλευρά της ηρωικής εποχής, πολύ πιο ανθρώπινη.
Πάντοτε οι άνθρωποι έχουν τα πάθια και τους καημούς τους, αλλά δεν λείπει και το γέλιο, το σκώμμα, το χιούμορ από την ζωή τους.
(Ως γνωστόν η αγγλική λέξη «χιούμορ», έχει ελληνική προέλευση, αφού η λατινική humor (umor) που αποδίδει προέρχεται από την ελληνική λέξη «χυμός»).
Πολύ περισσότερο έχουμε ανάγκη σήμερα από το χιούμορ, που κάποιοι αχρειοπράκτες «της Ελλάδας τα κλέη, μετασχημάτισαν, σε Ελλάδα που κλαίει, ευτελιζόμενη σε καθημερινή βάση από ένα κράτος βαθιά νοσηρό».
Ξεκινάμε την περιήγηση.
«Γέλωτα άσβεστο επροξενούσε στον Κολοκοτρώνη η ενθύμησις της επιστολής φίλου τινός, όστις του έγραφε από την Ευρώπη:
Ή θα ελευθερωθούμε ή να χαθήτε».
Κάποτε ο Γέρος του Μοριά πήγε σε χορό στο παλάτι.
Μια κυρία των Αθηνών, λεπτεπίλεπτη και με καθωσπρέπει τρόπους, του πρότεινε να καθίσει σε καρέκλα, αλλά επειδή ντρεπόταν, τάχα, να πει το πρώτο συνθετικό του ονόματός του, του λέει: καθίστε κύριε… Κοτρώνη.
Απάντα ο θυμόσοφος και ευφυέστατος Γέρος.
Πώς να καθίσω, μωρή, αφού μου έκοψες τον κώλο;
Στα χρόνια της Τουρκιάς κάποιοι Μανιάτες αποφάσισαν να γίνουν κουρσάροι.
Έφτιαξαν μια φελούκα και ανοίχτηκαν στο πέλαγος.
Συνάντησαν ένα αγγλικό πολεμικό και του ρίχτηκαν.
Οι Άγγλοι έριξαν γάντζους κι ανέβασαν την φελούκα πάνω στο κατάστρωμά τους.
Και ο ένας «κουρσάρος» λέει στον άλλο.
«Τώρα τους επάραμεν ή μας επάρασι;».
(Το έμαθα από τον αείμνηστο δάσκαλό μας Σαράντο Καργάκο).
Αναφέρει ο Γ. Βλαχογιάννης στην Ιστορική του Ανθολογία το εξής:
Συνέβη ο Κωλέττης, χωρίς βουλευτική πλειοψηφία να κυβερνήσει.
Η αντιπολίτευση μάνιζε εναντίον του.
-Δεν σε θέλουμε, δεν σε θέλουμε, φώναζαν μια μέρα οι βουλευτές.
-Αγαπητοί μου, είπε γλυκοπόνηρα ο Κωλέττης, εσείς δεν με θέλετε, εγώ όμως σας θέλω.
Έλεγαν ότι ένας Έλληνας δάνεισε σε έναν φίλο του κάποιο ποσό.
Σαν έληξε η προθεσμία, ο οφειλέτης αρνήθηκε να επιστρέψει το χρέος.
Κατέφυγε ο δανειστής στον Αλή πασά.
Ο παραπονούμενος ορκιζόταν ότι όντως είχε δανείσει τον φίλο του, ενώ αυτός το αρνείτο.
Ο Αλής πρόσταξε να τους ζυγίσουν και τους δυο και τους έδιωξε.
Σε τρεις μήνες πρόσταξε να εμφανιστούν και πάλι μπροστά του και τους ξαναζύγισε.
Εκείνος που είχε χάσει τα χρήματα είχε λιώσει από την στενοχώρια του.
Ο άλλος είχε γίνει τετράπαχος. Και το πλήρωσε με την κεφαλή του.
Γράφει ο Τρικούπης στην Ιστορία του, τόμος ‘Α, σελ 353 (στις σημειώσεις), το εξής που συνέβη την εποχή που πολιορκείται από τους Έλληνες, η Τριπολιτσά.
«Ακούσαντες οι εν Άργει τα περί της εισβολής του Κεχαγιάμπεη και θέλοντες να βεβαιωθώσιν αν ούτως είχαν, έστειλαν τινά συμπατριώτην των, έφιππον, εις κατασκοπήν, δώσαντές τω και γράμμα προς τον Δικαίον, αν τον απήντα.
Ο σταλείς έτυχε να είναι οινοπότης και δεν έπαυσε πίνων, εν ω ώδευε προς την Κόρινθον, έως ου εμέθυσεν.
Φθάσας δε την νύκτα έπεσεν εις την εχθρικήν φυλακήν.
-“Ποίος είσαι“; τον ηρώτησε ο φύλαξ Τουρκαλβανός.
“Εγώ είμαι, αδέλφια“, απεκρίθη, νομίζων ότι ήτο μεταξύ φίλων.
“Χριστός ανέστη και του χρόνου τα κόκκινα αυγά». Τότε ο φύλαξ τον εξεπέζευσε και τον έφερεν ενώπιον του Κεχαγιάμπεη, τραυλίζοντα καθ’ οδόν εκ της μέθης τα εξής.
“Δόξα σοι ο Θεός!
Το κερδίσαμε, αδέλφια, το ρωμαίικο, το κερδίσαμε“.
Ιδών δε την γενειάδα του Κεχαγιάμπεη τον υπέλαβεν ως αρχιερέα και τω είπε: “Προσκυνούμεν, αφέντη, δεσπότη“.
Αλλά ο Κεχαγιάμπεης λαβών γνώσιν του γράμματος, τον εξέλαβεν ως υποκρινόμενον τον μεθυσμένον και διέταξε να σουβλισθή και να ψηθή».
Αναφέρει Ο Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του, βιβλίο ΙΔ‘, το κάτωθι περιστατικό.
«Ο Μ. Τομπάζης διηγείτο ότι ο πατήρ του Νικόλαος, ηναγκάσθη ποτέ εξ εναντίων ανέμων να καταπλεύση εις Πύλον, όπου εύρεν ηγκυροβολημένον τον φίλον του Λάμπρον εκ Σπετσών.
Αμφότεροι οικειωθέντες προς τον αγάν του τόπου, προσεκλήθησαν υπ’ αυτού εις γεύμα.
Και εν τω μέσω της ευωχίας είπεν ο Οσμανίδης τοπάρχης τον Λάμπρον, να τραγουδήση.
Ο δε ήρχισε:
“Διψούν οι κάμποι για νερά
Και τα βουνά για χιόνια
Διψά και ο δόλιο Ζαχαριάς
Για τούρκικα κεφάλια“.
Μετά την πρώτην αυτήν στροφήν διέκοψε το άσμα, ίνα έιπη προς τον ξενίζοντα αγά.
“Μη σου κακοφανή, αγά μου, το τραγούδι το λέγει“.
“Δεν πειράζει, Νικόλα, εξακολούθει“, απάντησε μειδιών ο Οσμανίδης».