Μυρμηγκιές κατεβαίνουν από τα κατάφορτα καράβια οι πρόσφυγες στο Καραμπουρνάκι. Τα καράβια ασταμάτητα κουβαλούν. Από το καρά...
Μυρμηγκιές κατεβαίνουν από τα κατάφορτα καράβια οι πρόσφυγες στο Καραμπουρνάκι.
Τα καράβια ασταμάτητα κουβαλούν.
Από το καράβι με τους μποχτσάδες στο χέρι ίσια στο λοιμοκαθαρτήριο.
Άντρες, γυναίκες, παιδιά.
Γέροι κι άρρωστοι.
Μαζί και τα λιγοστά υπάρχοντα, όσα κατόρθωσαν να περισώσουν από τη λαίλαπα της καταστροφής.
Στην πλαζ της Αρετσούς, στα πρώην κτίρια των συμμαχικών στρατευμάτων, είχε εγκατασταθεί το περίφημο απολυμαντήριο ή λοιμοκαθαρτήριο.
Όλοι στον κλίβανο.
Στριμωγμένοι κάτω από το ντους με μια πλάκα πράσινο σαπούνι με ποτάσα να λούζουν κεφάλι και σώμα.
Έξω έρχεται κιόλας η δεύτερη μπαταριά.
Τους πρώτους έτσι βρεγμένους, ακόμη αχνιστούς, τους βάζουν σε ολάνοιχτους θαλάμους.
Εκεί κουρεύονταν οι πρόσφυγες με μια μηχανή όπως τα πρόβατα στη σειρά και περνούσαν ιατρική εξέταση.
Ο κίνδυνος μετάδοσης ασθενειών ήταν παραπάνω από ορατός.
Κάποιοι είχαν πεθάνει από τύφο μέσα στα καράβια. Γι’ αυτό και οι ίδιοι αλλά και τα υπάρχοντά τους περνούσαν από κλίβανο.
Μόλις τελείωνε η διαδικασία, τους διοχέτευαν προς τα πάνω, όπου στεγάζονταν σε τολ πολλές οικογένειες μαζί, τους “θαλάμους” όπως τους έλεγαν.
Από τον δρόμο την οδό Κομνηνών και προς την παραλία κάτω είχαν εγκαταστήσει σκηνές.
Γύρω-γύρω αυτή η έκτασις των θαλάμων και των σκηνών ήταν περιφραγμένη με ισχυρό συρματόπλεγμα και υπήρχαν και έξοδοι, στις οποίες υπήρχαν φυλάκια του στρατού να φυλάξουν, ούτως ώστε οι πρόσφυγες να μην μπουν στη Θεσσαλονίκη διότι εδώ παρετηρήθη τύφος και ήταν κίνδυνος να μολυνθεί και η υπόλοιπη Θεσσαλονίκη.
Χιλιάδες εξαθλιωμένοι πρόσφυγες θα χάσουν τη ζωή τους στον προθάλαμο της «μητέρας-πατρίδας». «Γεμάτη από στερήσεις η ζωή.
Ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καμιά.
Δουλειά δεν υπήρχε πουθενά.
Ζώα και γεωργικά εργαλεία για να επιδοθούμε στην καλλιέργεια δεν είχαμε…
Περάσαμε μια ζωή δραματική.
Ο κόσμος λιποθυμούσε από την πείνα.
Τα παιδιά μας είχαν μείνει πετσί και κόκαλο…» [αφηγείται ένας πρόσφυγας]
Οι πρόσφυγες, με επικρατέστερο είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, τις στερήσεις, την ανεργία αλλά και τις αρρώστιες, κυρίως ελονοσία, που μαζί με τις κακουχίες τους θέριζαν.
Η δυσκολία της προσαρμογής στην καινούργια πατρίδα μεγάλη.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερο το πείσμα τους, η δύναμη και το πάθος για ένα καινούργιο ξεκίνημα, μια νέα ζωή.
Από δω και πέρα αρχίζει μια νέα Οδύσσεια οριστικής εγκατάστασης προσφύγων.
Η Βόρεια Ελλάδα έχει γεμίσει και γεμίζει συνεχώς με πρόσφυγες που καταφθάνουν από Ανατολική Θράκη, Πόντο και Μικρά Ασία.
Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων του Ελληνικού Κράτους, αναλαμβάνει ένα μακροχρόνιο, δύσκολο και επίπονο έργο.
Πρέπει να καταγράψει μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών τα κενά σπίτια και χωράφια σε πόλεις και χωριά που κατείχαν οι Τούρκοι και στη συνέχεια να προωθήσουν τους πρόσφυγες για εγκατάσταση.
Μετά τη διαμονή τον πρώτο καιρό σε σκηνές και σε θαλάμους, από το 1926 και ύστερα ξεκινά η διανομή των οικοπέδων και η κατασκευή των πρώτων σπιτιών, τα περισσότερα παράγκες στην αρχή, με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και της Κοινωνικής Πρόνοιας.
Επειδή οι περισσότεροι ήρθαν με τα κάρα και τα κοπάδια τους, αλλά και με τις οικονομίες τους, κατευθύνθηκαν αμέσως χωρίς καθυστέρηση και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές που είχαν επιλέξει, σε χωριά και σπίτια που κατοικούσαν οι Τούρκοι.
Συνάντησαν όμως την εχθρότητα των γηγενών κατοίκων, όπως δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα με τους καταφθάνοντες πρόσφυγες, ιδίως στα μεικτά ελληνοτουρκικά χωριά, που προσπαθούσαν να εμποδίσουν την εγκατάσταση προσφύγων για να καρπωθούν αυτοί τα χωράφια και τα σπίτια.
Κανένα βέβαια εμπόδιο δεν συνάντησαν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε χωριά που κατοικούσαν αμιγώς από τουρκικό πληθυσμό.
Πολλές χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία.
Aυτοί οι Θρακιώτες πήγαν εκεί οι περισσότεροι με τα κάρα και τα κοπάδια τους, μεταφέροντας οικοσυσκευές και το ρουχισμό τους.
Αυτό τους βοήθησε πάρα πολύ να τακτοποιηθούν πιο άνετα και μέσα σε 2 χρόνια να ξαναστήσουν το νοικοκυριό τους και να ορθοποδήσουν οικονομικώς, εν αντιθέσει με τους Μικρασιάτες και Ποντίους που έφθασαν εδώ σχεδόν ρακένδυτοι και έπρεπε με τη βοήθεια του κράτους να αρχίσουν από το μηδέν.
Εδώ συναντήθηκαν πέντε, διαφορετικής προελεύσεως, πολιτισμού, νοοτροπίας, ηθών και εθίμων ελληνικοί πληθυσμοί.
Ήτοι: Πόντιοι, Μικρασιάτες, Θρακιώτες, γηγενείς που μιλούσαν την ελληνική και έλληνες γηγενείς που μιλούσαν την βλάχικη, αρβανίτικη γλώσσα.
Δεν είναι υπερβολή να τονίσουμε ότι σε όλα υπερτερούσε το θρακικό στοιχείο.
Ήταν εργατικοί, πολιτισμένοι, πράοι, νοικοκύρηδες με όλη τη σημασία της λέξεως, έντιμοι και προοδευτικοί.
Από την στιγμή της άφιξης των άρχισε μια πρόοδος στην περιοχή σε όλους τους τομείς και τα θρακιώτικα χωριά ήταν παράδειγμα προς μίμηση από τους λοιπούς κατοίκους της Μακεδονίας.
Οι Θρακιώτες άρχισαν από την πρώτη κιόλας στιγμή μια συστηματική καλλιέργεια της γης και ανάπτυξη της Κτηνοτροφίας, ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να είναι όλοι τους σε άριστη κατάσταση οικονομική. Καλλιεργούσαν τα πάντα εκτός από εσπεριδοειδή, και ελιές και βαμβάκι που ποτέ δεν ευδοκιμούν, λόγω του σκληρού και παρατεταμένου χειμώνα στην περιοχή.
Γνώστες της αμπελοκαλλιέργειας από τη Θράκη, δημιούργησαν υποδειγματικούς αμπελώνες, δενδροκαλλιέργειες, καλλιέργειες σιτηρών, οσπρίων και λαχανικών κ.λ.π.
Παράλληλα ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, ώστε όλοι τους να είναι αυτάρκεις παράγοντας τα πάντα από όσα χρειάζονταν η οικογένεια τους σε τρόφιμα και ιματισμό.
Ο τρόπος της ενδύσεως, Ευρωπαϊκού στυλ, της διατροφής, της εργασίας, της νοικοκυροσύνης, της πολιτιστικής παρουσίας ήταν ολοφάνερα και τους έκανε να ξεχωρίζουν.
Πάρα πολλοί Θρακιώτες και κυρίως γυναίκες απόφοιτοι της Αρχιγενείου Σχολής και των Ελενείων που λειτουργούσαν από το 1857 στους Επιβάτες διορίσθηκαν σαν εκπαιδευτικοί στα σχολεία της περιοχής για να διδάσκουν στα ιδρυόμενα σχολεία τα ελληνόπουλα μέχρι να αποφοιτήσουν από τα ιδρυθέντα στην περιοχή από το 1925 διδασκαλεία.
Οι Θρακιώτισες ήταν και είναι υποδειγματικές και άριστες νοικοκυρές, καλές μητέρες και δεξιοτέχνες. Αν οι άνδρες και ειδικά η οικογένεια είχε να εκτελέσει όλες τις γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, η Θρακιώτισσα που συμμετείχε σ'αυτές είχε και την ευθύνη του νοικοκυριού.
Οι Θρακιώτες για αρκετές δεκαετίες διατήρησαν τα ήθη και τα έθιμα τους.
Φορούσαν όλοι τους ευρωπαϊκού στυλ ρούχα πλην ορισμένων γέρων που επέμεναν στα σαγιακένια ποτούρια τους.
Είχαν εξευρωπαϊστεί από τον 19ο αιώνα, γι΄αυτό και στην περιοχή αυτή πουθενά δεν φορούσαν τοπικές ενδυμασίες, ούτε και μετέφεραν τοπικούς χορούς και τραγούδια.
Χόρευαν ευρωπαϊκούς χορούς καθώς και συρτό, χασάπικο και καρσιλαμά (αντικριστό).
Όλοι οι Θρακιώτες προέρχονται από περιοχές που απείχαν από 30 μέχρι 70 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, γι΄αυτό και απέκτησαν πολύ νωρίς ευρωπαϊκές συνήθειες λόγω, συχνής επαφής με την Κωνσταντινούπολη την οποίαν επεσκέπτοντο οι περισσότεροι είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως περιηγητές.
Στον εκπολιτισμό τους πολύ συνέβαλαν τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια των Επιβατών, στα οποία από το 1857 έως το 1922 εφοίτησαν και αποφοίτησαν χιλιάδες μαθητές οι περισσότεροι των οποίων κάλυψαν την περιοχή τους σε διδακτικό προσωπικό στα σχολεία που λειτουργούσαν σε όλα τα ελληνικά χωριά της Ανατολικής Θράκης αλλά και της απέναντι περιοχής της βορειοδυτικής Μικρός Ασίας.
ΠΗΓΗ:ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"