Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ Ιδρυτής της δυναστείας είναι ο Βασίλειος Α’ (867-886). Η μεγάλη Μακεδονική δυναστεία αντικατέστησε τ...
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ
Ιδρυτής της δυναστείας είναι ο Βασίλειος Α’ (867-886).
Η μεγάλη Μακεδονική δυναστεία αντικατέστησε την εξ Αμορίου.
Τον Μάιο ο Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος έστεψε συναυτοκράτορα τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα.
Συγκυβέρνησαν μέχρι την 23η Σεπτεμβρίου του 867 , ημερομηνία δολοφονίας του Μιχαήλ Γ’.
Έκτοτε και για δύο αιώνες ( μέχρι το 1025) η δυναστεία αυτή ανέδειξε σπουδαίους και ικανούς αυτοκράτορες, οι οποίοι ανόρθωσαν το Βυζαντινό κράτος και το οδήγησαν στην Βυζαντινή Εποποιΐα των ετών 959 – 1025.
Ο διάδοχος του Βασιλείου ήταν ο Λέων Στ’ ο Σοφός (886 – 912) με συναυτοκράτορα τον Αλέξανδρο (886 – 913).
Στην πραγματικότητα κυβέρνησε μόνος, διότι ο Αλέξανδρος περί άλλων τύρβαζε. Υπήρξε μαθητής του Μ. Φωτίου, είχε εξαιρετική παιδεία και άφησε σπουδαίο λογοτεχνικό και νομοθετικό έργο.
Την 11 Μαΐου 912 πέθανε ο αυτοκράτωρ Λέων Στ’ και άφησε διάδοχο τον επταετή γιο του Κωνσταντίνο Ζ’.
Συμβασιλέας ορίσθηκε ο αδελφός του Λέοντα, Αλέξανδρος.
Αυτός κυβέρνησε μέχρι την 6η Ιουνίου του 913, ημερομηνία θανάτου του.
Μέχρι το 919 την εξουσία ασκεί η αντιβασιλεία (επιτροπή) με πρόεδρο τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Α’ Μυστικό και μέλη την αυτοκράτειρα Ζωή και τους μαγίστρους Στέφανο και Ιωάννη Ελλαδά(2).
Το 919 αναλαμβάνει την αντιβασιλεία ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός, δρουγγάριος (ναύαρχος) του αυτοκρατορικού στόλου, με σκοπό να προφυλάξει την δυναστεία από επιβούλους.
Στη συνέχεια, όμως, ονομάζεται «βασιλοπάτωρ», καθώς πάντρεψε την κόρη του Ελένη μα τον Κωνσταντίνο.
Από τον Σεπτέμβριο του 920 ανακηρύσσεται Καίσαρας και τον Δεκέμβριο ο γαμβρός του τον στέφει αυτοκράτορα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ρωμανός έστεψε βασιλείς τους τρεις γιούς του, Χριστόφορο, Στέφανο και Κωνσταντίνο, δημιουργώντας μια μικρή δυναστεία δίπλα στη Μακεδονική, την οποία δεν κατάργησε.
Ο Χριστόφορος πέθανε το 931 και άφησε μόνους διαδόχους τους Στέφανο και Κωνσταντίνο.
Υπήρχε και τέταρτος γιος του Ρωμανού, ο Θεοφύλακτος, αλλά αυτός ακολούθησε εκκλησιαστική σταδιοδρομία.
Στις 16 Δεκεμβρίου 944 οι Στέφανος και Κωνσταντίνος απομάκρυναν πραξικοπηματικά τον πατέρα τους από την εξουσία και τον εξόρισαν στην νήσο Πρώτη.
Έκεί πέθανε το 948 μ.Χ.
Το πραξικόπημα στο παλάτι προκάλεσε την ανησυχία του λαού της Κωνσταντινούπολης.
Το πλήθος, όπως μας πληροφορεί ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ενδιαφερόταν για την ζωή του Κωνσταντίνου Ζ’, νομίμου διαδόχου του θρόνου και πορφυρογέννητου, και όχι για την ζωή του Ρωμανού ή των γιών του(3).
Οι γιοί του Ρωμανού έστησαν παγίδα για να εξοντώσουν και τον Κωνσταντίνο, αλλά το σχέδιό τους αποκαλύφθηκε και αντιμετωπίστηκε έγκαιρα από τον Κωνσταντίνο, που τους συνέλαβε και τους εξόρισε στην νήσο Πρώτη, μαζί με τον πατέρα τους, ο οποίος τους υποδέχθηκε με άφθονο σαρκασμό(4).
Ο Κωνσταντίνος Ζ’ έμεινε μόνος αυτοκράτωρ στις 27 Ιανουαρίου 945 μ.Χ. και έλαβε το προσωνύμιο Πορφυρογέννητος.
Υπήρξε και αυτός σημαντικός αυτοκράτορας.
Κατά το παράδειγμα του πατέρα του, υπήρξε λόγιος με σπουδαία έργα, τα οποία σώζονται μέχρι τις μέρες μας και μας μεταφέρουν με συστηματικό τρόπο, γνώσεις του παρελθόντος.
Συνέχισε το έργο του Ρωμανού στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, έχοντας στο πλευρό του άξιους συνεργάτες, όπως οι Φωκάδες και οι Τορνίκιοι.
Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου του 959 μ.Χ.
Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου του 959 μ.Χ.
Ο γιος του Ρωμανός Β’ ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του πατρός του το 959.
Είχε νυμφευθεί την ανήλικη κόρη του βασιλιά της Προβηγκίας και Ιταλίας Ούγωνος, Βέρθα που μετονομάσθηκε Ευδοκία και πέθανε το 949.
Νυμφεύθηκε ξανά το 956 την Αναστώ, που ονομάσθηκε Θεοφανώ, κόρη ταπεινής καταγωγής και μητέρα δύο τέκνων, των διαδόχων Βασίλειου Β’ και Κωνσταντίνου Η’.
Τον Ρωμανό οι πηγές αναφέρουν ως φιλήδονο και μέθυσο, με ροπή στην κραιπάλη, όμως η επιτυχημένη βασιλεία του, αν και σύντομη, μας δείχνει πως επρόκειτο για άνθρωπο νουνεχή με ικανότητα στην επιλογή άξιων συνεργατών, ένας εκ των οποίων ήταν ο ευνούχος παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βριγγάς, εκπρόσωπος της γραφειοκρατικής αριστοκρατίας και κεντρικό πρόσωπο στα γεγονότα που ακολουθούν, μέχρι την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στον θρόνο.
Ο Ρωμανός Β’ πέθανε στις 15 Μαρτίου του 963 σε νεαρή ηλικία.
Σταματούμε τα περί Μακεδονικής δυναστείας σ’ αυτό το σημείο, διότι αυτή είναι η εποχή που μας ενδιαφέρει.
Ακολουθεί κατάλογος των μελών της.
Βασίλειος Α’ Μακεδών 867 – 886
Λέων Στ’ ο Σοφός 886 – 912
Αλέξανδρος 912 – 913
Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος 913 – 959
Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (συμβασιλέας) 919 – 944
Ρωμανός Β’ 959 – 963
Νικηφόρος Β’ Φωκάς 963 – 969
Ιωάννης Α’ Τσιμισκής 969 – 976
Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος 976 – 1025
Κωνσταντίνος Η’ 1025 – 1028
Ρωμανός Γ’ Αργυρός 1028 – 1034
Μιχαήλ Δ’ Παφλαγών 1034 – 1041
Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης 1041 – 1042
Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος 1042 – 1054
Θεοδώρα 1054 – 1056
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ
Την εποχή αυτή έζησαν σπουδαίες μορφές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι με την δράση τους επηρέασαν την καθημερινή ζωή των συγχρόνων τους, αλλά και την πορεία της ιστορίας μακροπρόθεσμα.
Εννοείται ότι εργάσθηκαν για την σωτηρία την δική τους και των συνανθρώπων τους, πρωτίστως.
Εδώ θα αναφέρουμε τρεις κυρίως μορφές του
Ορθόδοξου Μοναχισμού, που η ζωή και το έργο τους σχετίζεται άμεσα με το Νικηφόρο Φωκά.
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Ο όσιος πατήρ ημών Αθανάσιος ο Αθωνίτης, κατά κόσμο Αβράμιος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου, μεταξύ των ετών 929 – 931 μ.Χ.
Ο πατέρας του καταγόταν από την Αντιόχεια και πέθανε πριν την γέννηση του γιου του.
Η μητέρα του προερχόταν από την Κολχίδα και απεβίωσε ευθύς ως απογαλάκτισε το βρέφος.
Έτσι, ο άγιος απέμεινε ορφανός από νωρίς και την επιμέλειά του ανέλαβε μια θεία του, σύζυγος ενός επιφανούς μέλους της κοινωνίας της Τραπεζούντας, με το όνομα Κανίτης.
Τον μικρό Αβράμιο ανέλαβε η τροφός τα κόρης της οικογένειας, η οποία ήταν μοναχή.
Συνεπώς ο όσιος ανατράφηκε από μικρός σε ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον και γνώρισε το μοναχισμό.
Η έφεση του μικρού Αβράμιου και η κλίση του προς τα γράμματα ήταν εμφανής, γι’ αυτό μόλις τελείωσε τον πρώτο κύκλο μαθημάτων (την δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα λέγαμε σήμερα), κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προστατευόμενος κάποιου ευνούχου, προϊστάμενου του Τελωνείου του Επισιτισμού, τον οποίο γνώρισε στην Τραπεζούντα.
Εκεί μαθήτευσε πλησίον του σοφού Αθανάσιου, επιθεωρητή των ανωτάτων σχολών της Πόλης. Στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν αυτήν εποχή η εξαδέλφη του, συζευγμένη με το στρατηγό Θεόδωρο Ζεφινεζέρ, συγγενή των Φωκάδων και τον Μαλεϊνών(5).
Ο στρατηγός αυτός ανέλαβε εν συνεχεία, την προστασία του Αβράμιου και τον έφερε σ’ επαφή με τους Φωκάδες.
Σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία του έπαιξε η γνωριμία του με τον όσιο Μιχαήλ Μαλεϊνό, ιδρυτή της Λαύρας του όρους Κυμινά στη Βιθυνία.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε, κατά την επιστροφή του στρατηγού Ζεφινέζερ και του Αβράμιου από την Λήμνο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο προορατικός όσιος Μιχαήλ έλαβε άνωθεν πληροφορία για την εγκρατή και, θα λέγαμε, ασκητική βιωτή του νεαρού, καθώς και για την μελλοντική του εξέλιξη.
Από τον ίδιο έλαβε την υπόσχεση, ότι θ’ ακολουθήσει την μοναχική πολιτεία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης έγινε η γνωριμία του Αβράμιου με τον στρατηγό των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρο Φωκά.
Ο στρατηγός εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό και η γνωριμία τους θα μετατρεπόταν αργότερα σε πνευματική σχέση εξομολόγου – πνευματικού τέκνου.
Την υπόσχεσή του τήρησε ο Αβραμιος εγκαταλείποντας την καθηγητική θέση που κατείχε (συνέδρου – διδασκάλου) στην σχολή του Αθανασίου.
Σύντομα ακολούθησε τον γέροντά του στην Μονή του Κυμινά.
Εκεί έλαβε το αγγελικό σχήμα, χωρίς να υποβληθεί σε δοκιμασία (να περάσει το στάδιο του δοκίμου), εφόσον η μέχρι τότε ζωή του ήταν προετοιμασία και δοκιμή.
Κατά την κουρά του σε μικρόσχημο μοναχό έλαβε το όνομα Αθανάσιος.
Στην Μονή του Κυμινά διέμεινε μέχρι το 957-8 μ.Χ., διάγοντας βίο ασκητικό, ησυχαστικό, εξασκώντας την υπακοή και «στολίζοντας» το εαυτό του με κάθε αρετή.
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος επισκέφθηκε τον θείο του όσιο Μιχαήλ, μαζί με τον αδελφό του Λέοντα.
Εκείνος τους προέτρεψε να επισκεφθούν και τον «θησαυρό του», όπως αποκάλεσε τον όσιο Αθανάσιο.
Οι αδελφοί Φωκάδες επέστρεψαν συγκλονισμένοι, από την συνάντηση αυτή.
Ειδικά ο Νικηφόρος, τόσο επηρεάστηκε, ώστε σύνηψε μυστική «συμφωνία» με τον όσιο Αθανάσιο, ώστε με την πρώτη ευκαιρία ν’ ανταλλάξει την στολή του στρατηγού με το μοναχικό ένδυμα.
Αν και η υπόσχεση αυτή δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί, έμελλε «να γίνει μέγας σταθμός εις την ιστορίαν των δύο αυτών μεγάλων ανθρώπων, αλλά και των δύο μεγάλων κόσμων, τους οποίους εξεπροσώπουν, του Βυζαντινού κράτους και του Ανατολικού Μοναχισμού»(6).
Έκτοτε ο Νικηφόρος Φωκάς έγινε πνευαμτικό τέκνο του Αγίου Αθανασίου ( όπως και ο αδελφός του Λέοντας) με την προτροπή του θείου τους οσίου Μιχαήλ.
Το έτος 957-8 ο Άγιος Αθανάσιος αποχώρησε από την Μονή της μετανοίας του, για λόγους ταπείνωσης, και κατευθύνθηκε στον Άθωνα.
Εκεί προσήλθε ως αρχάριος μοναχός με το όνομα Βαρνάβας, σ’ ένα γέροντα ασκητή στην περιοχή του Ζυγού.
Τον ανακάλυψε ο Δομέστικος των σχολών της Δύσης, Λέοντας Φωκάς, το 960 μ.Χ. και η φήμη του οσίου απλώθηκε σε όλο τον Άθωνα.
Ο όσιος Αθανάσιος μην αντέχοντας την τιμή εκ μέρους των Αθωνιτών αδελφών, αποτραβήχτηκε στο ακρωτήριο Μελανά, τόπο ερημικό και απαράκλητο, όπου έμελλε να κτίσει την Λαύρα του.
Νέοι αγώνες διεξήχθησαν στην νέα πνευματική αρένα και σε όλους διέπρεψε. Παρέμεινε στην προσφιλή του ησυχία μέχρι τον Ιούλιο του 960 μ.Χ., εποχή της εκστρατείας τον Νικηφόρου κατά των Αράβων της Κρήτης.
Στην Κρήτη μετέβη ο Όσιος Αθανάσιος, με πλοίο το οποίο έστειλε ο Νικηφόρος ειδικά για να τον παραλάβει, κάνοντας υπακοή στον πρώτο και τους προκρίτους των Καρυών.
Εκεί ενίσχυσε το στράτευμα με την παρουσία και τις προσευχές του, με αποτέλεσμα την γνωστή κατάληξη της εκστρατείας.
Ο Νικηφόρος, ευγνώμων για την άνωθεν βοήθεια, διά των πρεσβειών του οσίου, προσέφερε σημαντικό ποσοστό από τα λάφυρα, για την ανέγερση κοινοβίου, στο οποίο σκόπευε και ο ίδιος να μεταβεί για να εκπληρώσει την επιθυμία της καρδιάς του.
Όμως η αυτοκρατορία τον κάλεσε στο ανατολικό μέτωπο διότι εκεί είχε προβλήματα και τον χρειαζόταν.
Ο Άγιος, μετά από έντονες πιέσεις και εξαιτίας του ζήλου του Νικηφόρου, κάμφθηκε και δέχθηκε ν’ αναγείρει κοινόβιο στον τόπο άσκησής του, όπου μπορούσαν να καταφύγουν όσοι είχαν παρόμοιο ζήλο. Αποδέχθηκε την προσφορά του Νικηφόρου και ξεκίνησε τις οικοδομικές εργασίες.
Δέχθηκε έντονους πειρασμούς, κατά την διάρκεια της ανοικοδόμησης, από τον μισόκαλο διάβολο.
Ενισχύθηκε από την εμφάνιση της Προστάτιδος των μοναχών, Υπεραγίας Θεοτόκου, που τον στήριξε στο έργο του και τον βοήθησε να ξεπεράσει κάθε πρόβλημα.
Οι εργασίες συνεχιζόταν κανονικά και το μοναστήρι αύξανε σε οικήματα (νοσοκομείο, ξενοδοχείο, λουτρό, μαγκιπείο, αποθήκες, αριστήρειο), εκκλησίες (καθολικό-Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, παρεκκλήσια-Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, Αγίου Νικολάου), καθώς και έργα υποδομής (άρδευση, υδραγωγείο, λιμένας), με την φωτισμένη καθοδήγηση του Οσίου.
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα οι εργασίες διακόπηκαν, κατά την αποχώρηση του Αθανασίου από την Λαύρα, όταν πληροφορήθηκε την ανάρρηση του Νικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο την 16η Αυγούστου 963 (ημερομηνία στέψης) και μέχρι την συνάντηση μαζί του τον Μάιο του 964.
Μετά την δολοφονία του Νικηφόρου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο όσιος κλήθηκε στην Βασιλεύουσα, να λογοδοτήσει για κάποιες συκοφαντίες εις βάρος του.
Κατόπιν ανακρίσεως και έρευνας αποδείχθηκε το ασύστατο των κατηγοριών, με αποτέλεσμα την μεταστροφή του κλίματος υπέρ του οσίου και την επικύρωση του πρώτου Τυπικού του Αγίου Όρους, γνωστού και ως «Τράγου» από τον Τσιμισκή.
Το παραπάνω μοναδικό κειμήλιο αποτελεί ανεκτίμητο ιστορικό θησαυρό του Αγίου Όρους και σπανιότατη πολιτιστική κληρονομιά.
Τα χρόνια που ο Άγιος έζησε ως Κοινοβιάρχης είναι γεμάτα πειρασμούς αλλά και πλήρη ευλογίας και θαυμάτων, διακριτικής διαπαιδαγώγησης, υπόδειγμα ασκητικής διαγωγής και ποιμαντικής οικονομίας.
Ο Άγιος αύξανε σε άρετες και θεία χαρίσματα, τα οποία μετέδιδε σε όσους μοναχούς βρισκόταν στην υπακοή του.
Όλος ο Άθωνας έλαμψε δια της παρουσίας του. Σαράντα χρόνια πέρασαν από την θεμελίωση της Λαύρας μέχρι την στιγμή της ολοκλήρωσης των εργασιών με την κατακλείδωση(7) του Θυσιαστηρίου του Ναού.
Συνάμα, έφθασε και η στιγμή της εκδημίας του οσίου, απ’ αυτόν τον κόσμο. Πληροφορήθηκε ο Άγιος ότι πρόκειται ν΄αναχωρήσει προς τον ποθητό του Χριστό.
Με συγκινητικό και συγκεκαλυμένο τρόπο αποχαιρέτησε τους αδελφούς, ενδύθηκε το επίσημο ράσο, τον μανδύα του και το κουκούλιο(8) του πνευματικού του πατέρα Μιχαήλ Μαλεϊνού και κατευθύνθηκε στον χώρο των εργασιών προς επιθεώρηση.
Ανέβηκε στη σκαλωσιά με έξι αδελφούς συνοδούς.
Ξαφνικά, αυτή κατέπεσε με τμήμα της οικοδομής, θάβοντας στα συντρίμμια τον Άγιο και την συνοδεία του.
Οι πέντε των αδελφών εξέπνευσαν αμέσως.
Υπό τα συντρίμμια παρέμενε ο οικοδόμος π.Δανιήλ και ο γέροντας Αθανάσιος.
Επί τρεις ώρες ακουγόταν να προσεύχεται κράζοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι.
Δόξα σοι ο Θεός».
Όταν κατάφεραν οι αδελφοί να ανασύρουν εκ των συντριμμάτων το σώμα του, ο γέροντας είχε εκπνεύσει.
Το σώμα του παρέμεινε αμωλώπιστο παρά τα χτυπήματα, εκτός από ένα σημείο στο δεξί του πόδι, και βρέθηκε σε στάση προσευχής.
Η κοίμησή του έγινε την 5η Ιουλίου πιθανότατα το 1001 μ.Χ. ημέρα Σάββατο.
Ακολούθησε τριήμερη προσκύνηση της σωρού του, κατά την οποία έλαβαν χώρα πολλά θαυμαστά γεγονότα.
Στην κηδεία του συμμετείχαν περίπου 2,500 πατέρες.
Θάφτηκε στο ΒΔ άκρο του παρεκκλησίου των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Την μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου γιορτάζει η Εκκλησία μας την 5η Ιουλίου.
ΟΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΛΕΪΝΟΣ
Ο όσιος Μιχαήλ Μαλεϊνός καταγόταν από επιφανή και αρχοντική οικογένεια.
Ο πατέρας του Ευδόκιμος ήταν πατρίκιος, όπως και ο παππούς του εκ πατρός, ονόματι Ευστάθιος.
Η μητέρα του Ανάστω ήταν επίσης κόρη πατρικίου, του μετέπειτα Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής Αδράλεστου.
Στο συναξάρι του οσίου διαβάζουμε ότι συνδεόταν συγγενικά με τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’, ο βαθμός συγγένειας, όμως δεν καθορίζεται9.
Το ζευγάρι αυτό, Ευδόκιμος και Ανάστω, ήταν άτεκνοι.
Αυτό τους έθλιβε ιδιαίτερα και ως ορθόδοξοι Χριστιανοί προσευχόταν, για να αποκτήσουν παιδιά.
Παράλληλα πραγματοποιούσαν προσκυνηματικά ταξίδια σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα προσκυνήματα έφθασαν στο χωριό Κουκά και προσευχήθηκαν θερμά στην εικόνα της Παναγίας, στον Ι. Ν. Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η εικόνα αποδείχθηκε θαυματουργή.
Το ίδιο βράδυ η Παναγία παρουσιάστηκε στον εφημέριο του Ναού π. Μεθόδιο την ώρα που κοιμόταν.
Του αποκάλυψε ότι το ζεύγος θ’ αποκτήσει τρία παιδιά με την προϋπόθεση το ένα ν’ αφιερωθεί.
Ο ιερέας ενημέρωσε την Ανάστω.
Πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα (το 893 μ.Χ.) γεννήθηκε ο Μανουήλ, μετέπειτα μοναχός Μιχαήλ, στην συνέχεια ο αδελφός του Κωνσταντίνος, πατρίκιος και εν συνεχεία στρατηγός θέματος και η αδελφή του μητέρα των Φωκάδων, Νικηφόρου και Λέοντα.
Τον Μανουήλ οι γονείς του τον ανέθρεψαν σύμφωνα με την κοινωνική τάξη τους, και τον προωθούσαν ν’ αναλάβει αξιώματα στην αυτοκρατορική αυλή.
Έτσι, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη μετά την ενηλικίωσή του και παραβρέθηκε στην κηδεία του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ στις 11 Μαΐου 912. Το γεγονός αυτό τον επηρέασε βαθύτατα.
Ο μέχρι χθες παντοδύναμος ηγεμών, κείτονταν εμπρός του νεκρός, υποκείμενος στην φθορά.
Αυτό τον έκανε να συλλογισθεί την ματαιότητα του κόσμου, του πλούτου, των αξιωμάτων, της δόξας.
Γύρισε σπίτι του συγκλονισμένος και αποφασισμένος ν’ αναζητήσει την οδό της σωτηρίας.
Προφασιζόμενος, ότι πάει να επισκεφθεί τους γονείς του, αναχώρησε από την Βασιλεύουσα προς αναζήτηση έμπειρου πνευματικού οδηγού.
Τον βρήκε στο πρόσωπο του γέροντα Ιωάννου του Ελλαδίτη, που μόναζε με την συνοδεία του στο όρος Κυμινά της Βιθυνίας, δίπλα στον ποταμό Γάλλο.
Εντάχθηκε στην συνοδεία και σε τέσσερις ημέρες εκάρη μοναχός με το όνομα Μιχαήλ.
Οι γονείς του έκαναν εντατικές προσπάθειες να τον μεταπείσουν, αλλά τελικά πείσθηκαν οι ίδιοι, ότι είναι καλύτερα να τον αφήσουν να μονάσει.
Στο μοναστήρι ο όσιος έζησε ζωή ασκητική και ακολούθησε με ακρίβεια την μοναχική πολιτεία, υπακούοντας στον γέροντά του.
Στα τρία χρόνια ο πατέρας του απεβίωσε στην Άγκυρα και η μητέρα του έγινε μοναχή, αφήνοντας την οικογενειακή περιουσία στα παιδιά της.
Ο άγιος άνδρας μοίρασε, από το μερίδιο που του αναλογούσε, την μεν κινητή περιουσία στους φτωχούς, την δε ακίνητη άφησε στον αδερφό του Κωνσταντίνο.
Ελεύθερος από κάθε βιοτική μέριμνα αποτραβήχθηκε σε μια σπηλιά κοντά στο μοναστήρι.
Τον επόμενο χρόνο προχώρησε πιο βαθειά στην έρημο με έναν συγγενή του, τον Αγάπιο.
Δύο χρόνια μετά χωρίσθηκαν, χάριν πιότερης ησυχίας, και ο π. Μιχαήλ βρέθηκε σε μια περιοχή κοντά στα σύνορα της Προύσσας, την λεγόμενη Ξηρολίμνη.
Εκεί, με την νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει ουράνια χαρίσματα.
Σύντομα συγκεντρώθηκε κοντά του μια μικρή, αρχικά, αδελφότητα.
Συν τω χρόνω, αυξήθηκε σε σημείο που η Λαυρά στην Ξηρολίμνη να μην μπορεί να συντηρηθεί.
Γι’ αυτό άφησε εκεί τον μοναχό Αγάπιο και αναζήτησε ευνοϊκότερη τοποθεσία.
Η βόρεια πλευρά του όρους Κυμινά ήταν η πλέον ενδεδειγμένη.
Αγόρασε(10) την περιοχή και οικοδόμησε νέα Λαύρα.
Στους πρόποδες του βουνού ανήγειρα ξενοδοχείο για τους ξένους και οδοιπόρους, και το εξόπλισε και επάνδρωσε κατάλληλα.
Στην νέα Λαύρα ποίμανε διακριτικά τις ψυχές και τα σώματα των αδελφών, εν παδεία και νουθεσία Κυρίου, για τριάντα ένα χρόνια.
Πολλά θαύματα επιτέλεσε με τη χάρη του Θεού.
Ο πιο ονομαστός από τους μαθητές του ήταν ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, του οποίου τον βίο περιγράψαμε περιληπτικά παραπάνω.
Τελειώθηκε εν Κυρίω το 961 μ.Χ. Η Εκκλησία μας τιμά τν μνήμη του την 12η Ιουλίου.
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ
Στην περίοδο, την οποία εξετάζουμε έζησε και ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε.
Σχετίστηκε με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του κατερχόμενος στην Κρήτη, μετά την απελευθέρωσή της από τους Άραβες.
Δίδαξε κήρυγμα μετανοίας και επανέφερε πλήθος πιστών στην πατροπαράδοτη πίστη, αποσπώντας τους από την πλάνη του ισλαμισμού.
Τον βίο του, όπως και των άλλων οσίων ανδρών θα τον περιγράψουμε σε σχέση κυρίως με τα θέματα που μας απασχολούν.
Πέρα τούτων πολλά περισσότερα έπραξε.
Θα τ’ αναφέρουμε περιληπτικά.
Πατρίδα του οσίου Νίκωνος αναφέρεται η Πολεμωνιακή χώρα, τμήμα του Αρμενιακού θέματος(11).
Ακριβή χρόνο γέννησης δεν γνωρίζουμε, όπως και ακριβή χρόνο θανάτου.
Από εσωτερικά στοιχεία του «Βίου» του συμπεραίνουμε, ότι πρέπει να γεννήθηκε το 925-930 μ.Χ.
Οι γονείς του ανήκον σε κάποια από τις επιφανείς και πλούσιες τις εποχής.
Ο πλούτος και το όνομα δεν υπήρξαν παράγοντες που επηρέασαν την διαπαιδαγώγηση και την ανάπτυξη του αγίου.
Αντίθετα από παιδί φάνηκε αγωνιστής ενάντια στο σαρκικό θέλημα και το κοσμικό φρόνημα.
Φιλακόλουθος, νουνεχής, χρηστοήθης, επέδειξε σε ανώριμη ηλικία, ώριμη σκέψη και συν τω χρόνω και την χάρη του Θεού, αυξανόταν η αρετή του και ο προς τον Χριστό πόθος του.
Σε νεαρή ηλικία εγκατέλειψε οικογένεια, πλούτη, καριέρα και κατευθύνθηκε στην Ι. Μ. Χρυσής Πέτρας, στα σύνορα Πόντου και Παφλαγονίας.
Την έλευσή του προείδε ο ηγούμενος της Μονής και βγήκε να τον προϋπαντήσει, προς έκπληξη των αδελφών.
Γρήγορα αντιλήφθηκε το στερρό φρόνημα του οσίου, γι’ αυτό και αντιπαρήλθε κάθε κανονική δοκιμασία και τον έκειρε μοναχό.
Στην Μονή αυτή ο Άγιος άνδρας ασκήθηκε δώδεκα έτη.
Στο διάστημα αυτό αγωνίσθηκε σε κάθε ασκητικό πάλαισμα και γρήγορα χαριτώθηκε από τον Θεό.
Προκαλεί εντύπωση ο σύντομος χρόνος, στον οποίο ο όσιος ασκήθηκε και τελείωσε κάθε αρετή, αλλά ας μην ξεχνάμε, ότι από πολύ μικρός στερεώθηκε στην εν Χριστώ ζωή και προετοιμάσθηκε για την μοναχική πολιτεία.
Και αφού βρέθηκε σε όλα υποταγμένος στο θέλημα του Θεού ανέλαβε εργασία, ως «εργάτης του θερισμού»( Ματθ. θ,38).
Όταν συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της μονάσεώς του στην Ι.Μ. Χρυσής Πέτρας, ήρθε η στιγμή της αποστολής του στον κόσμο και της έναρξης του θείου κηρύγματος της μετανοίας.
Με την ευλογία του γέροντά του και με πρόφαση την εκ μέρους του πατρός του αναζήτηση, αποχώρησε από το μοναστήρι και περιπλανήθηκε στις ερημιές της πατρίδας του, αρχικά, εκδιώκοντας τους δαίμονες.
Στην συνέχεια στις πόλεις των ανατολικών επαρχιών κήρυξε την μετάνοια και έλαβε το προσωνύμιο ο «Μετανοείτε».
Το 961 μ.Χ. απελευθερώθηκε η Κρήτη από την κυριαρχία των Αράβων.
Αυτοί με τις γνωστές και βίαιες πρακτικές τους είχαν μεταστρέψει την πίστη πλείστων Κρητικών, κυρίως των αστικών κέντρων και είχαν διαλύσει κάθε μορφή εκκλησιαστικής ζωής και διοίκησης(12) κατά την διάρκεια της δουλείας των 140 χρόνων.
Στην νήσο κατευθύνθηκε ο όσιος να διδάξει την μετάνοια.
Το έργο αυτό επωμίσθηκε μαζί με τον όσιο Ιωάννη τον Ξένο.
Συγκεκριμένα ο όσιος Νίκων κήρυξε στην κεντρική και ανατολική νήσο, ενώ ο όσιος Ιωάννης(13) στο δυτικό τμήμα.
Στο έργο του αντιμετώπισε δυσκολίες, κυρίως διότι το δικό του απλό κήρυγμα δεν ανταποκρίνονταν στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων και στις επιρροές που είχαν δεχθεί από τους Άραβες.
Στράφηκε, λιοπόν, προς τον Απόστολο Παύλο ζητώντας βοήθεια και την έλαβε μέσω της «προς Τίτον» επιστολής του.
Στο σημείο αυτό ο όσιος έδειξε όλη την διάκριση και την οικονομία της εκ Θεού σοφίας του.
Έλαβε μερικούς εξ αυτών, για τους οποίους γνώριζε, ότι αποδεχόταν την γνώση του καλού περισσότερο από τους άλλους και αφού μαλάκωσε την καρδιά τους με λόγους πράους και μειλίχιους, έλεγξε προσεκτικά τις κρυφές πράξεις τους.
Αυτοί ήταν οι πρώτοι που ήρθαν σ’ επαφή με την αρετή του οσίου και γνωρίζοντας αυτόν κατενύγησαν, συνήλθαν και επανήλθαν στην πίστη του Χριστού.
Φιλοτιμώντας τους, λοιπόν, κατάφερε ο όσιος να επαναφέρει την Κρήτη στην Ορθόδοξη Πίστη.
Στο νησί έδρασε επί επταετία.
Στο διάστημα αυτό, εκτός της διδασκαλίας, επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής του τόπου.
Έκτισε εκκλησίες, εγκατέστησε ιερείς, διακόνους και νεωκόρους και παρέδωσε τον ορθόδοξο τρόπο λατρείας και ζωής, τον οποίο και ο ίδιος ακολουθούσε.
Αξιζει να σημειώσουμε ότι τα δύο τελευταία χρόνια της αποστολικής του δράσης στην Κρήτη, τα αφιέρωσε στην ανέγερση του Ι. Ν. Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος.
Η υπόδειξη του τόπου έγινε με θαυματουργικό τρόπο από την ίδια την Αγία στον όσιο και η βοήθειά της ήταν εμφανής, καθ’ όλη την διάρκεια των εργασιών.
Έτσι ολοκλήρωσε την δράση του ο Όσιος στην Κρήτη. Από κει επιβιβάσθηκε σε πλοίο με προορισμό την Αθήνα.
Το κήρυγμά του έγινε δεκτό ε σεβασμό και τιμή που απευθυνόταν στο πρόσωπο του Αγίου και αυτό τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πόλη.
Η Εύβοια, η Θήβα, η Κόρινθος, το Άργος, το Ναύπλιο και άλλες πόλεις τις Πελοποννήσου υπήρξαν σταθμοί του αποστολικού του δρομολογίου.
Τελευταία κατέληξε στη Σπάρτη.
Ευτύχησε η Λακεδαιμόνα να καταστεί το κύριο πεδίο της υπόλοιπης δράσης του Οσίου, στην οποία, όμως δεν θα επεκταθούμε, εφόσον δεν συνδέετε με τα γεγονότα που μας ενδιαφέρουν.
Θ’ αναφέρουμε, ότι εκοιμήθη κατά προσέγγιση το 1005 μ.Χ.
Τιμάται ως πολιούχος της Σπάρτης και η μνήμη του εορτάζεται την 26η Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του.
ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΩΣ ΤΟΝ Ι’ ΑΙΩΝΑ
Η μεγάλη αραβική εξόρμηση ξεκίνησε με τον Ουμάρ τον Α’ (634-644) μ.Χ. και έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους Ρωμηούς και Άραβες.
Οδήγησε στην απώλεια της Συρίας την ίδια χρονιά, της Αιγύπτου το 642 μ.Χ. και της Περσίας ως το 651 μ.Χ.
Άμεσα ξεκίνησε και η επιβολή της αραβικής εξουσίας στις κατακτημένες περιοχές, καθώς και εξισλαμισμοί με ταυτόχρονη αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των περιοχών με την μεταφορά μουσουλμανικών πληθυσμών σε αμφισβητούμενα εδάφη.
Το 661 μ.Χ. αναγνωρίζεται ως χαλίφης (khalifa=αναπληρωτής) ο Μωαβίας ο Α’ (Mu ‘awiya, 661-680)(14) και μεταφέρει την έδρα του στη Δαμασκό, ιδρύοντας το χαλιφάτο των Ομμεϋάδων (661-750), το οποίο θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα στην Μεσσοποταμία, μέχρι την ανατροπή του από τους Αββασίδες το 750 μ.Χ.
Η ισχυρή οικογενειακή βάση της αραβικής φυλής είχε καθοριστική επίδραση την εποχή αυτή, διαμορφώνοντας ιδεολογίες της μουσουλμανικής κοινότητας.
Οι βεντέτες των φυλών μεταμορφώθηκαν σε θρησκευτικές έριδες.
Η αντιπαλότητα Ουμάρ και Αλή θα μεταδοθεί στους απογόνους τους, οδηγώντας στην πρώτη μεγάλη διάσπαση του Ισλάμ σε ορθόδοξο (που αργότερα θα ονομασθεί σουνιτικό) και των απογόνων του Αλή (που τον Ι’ αιώνα θ’ αποκληθούν Σιΐτες).
Μια ακόμα πιο ριζοσπαστική πτέρυγα των Σιϊτών οδηγήθηκε στην αναμονή ενός Μεσσία, του Μαχντί(15).
Το 643 μ.Χ. ο Άραβας στρατηγός Άμρος (Amr ibn al-‘Asi) εισήλθε στην Τρίπολη, ολοκληρώνοντας την κατάκτηση της Κυρηναϊκής και της Λιβύης, την στιγμή που επιδρομείς δοκίμαζαν τις αντιστάσεις της αυτοκρατορίας στην Αρμανία και την Μ.Ασία.
Μέχρι αυτού του σημείου, η αραβική εξάπλωση υπήρξε χερσαία.
Για την παραπέρα επέκτασή τους οι Άραβες χρειαζόταν ναυτικές δυνάμεις.
Τις απέκτησαν λίαν συντόμως, εκμεταλλευόμενοι την προϋπάρχουσα εμπειρία των κατακτημένων λαών.
Η πρεμιέρα της πρώτης ναυτικής επιδρομής δόθηκε το 649 μ.Χ. Στόχος της ήταν η Κύπρος.
Τ’ αποτελέσματά της, αν και πενιχρά, σηματοδοτούσαν την μετατροπή της Μεσογείου, της «Mare Nostrum», από Ρωμαϊκή λίμνη σε πεδίο αντεκδικήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 711 μ.Χ. (16) πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναγνωριστική επιχείρηση των Αράβων στην Ισπανία.
Βρήκαν το Βησιγοτθικό κράτος να ταλανίζεται από εσωτερικές αντιπαραθέσεις, συνεπώς ευάλωτο.
Η πρωτεύουσα το Τολέδο έπεσε εύκολα(17) . Μέχρι το 718 μ.Χ. μόνο οι βορειοδυτικές ακρότατες περιοχές παρέμενα ελεύθερες. Το 720 αλώθηκε η Ναρβόνη και το 725 η Καρκασόν και η Νιμ.
Οι Άραβες είχαν πατήσει γερά το πόδι τους στην Ευρώπη από την πίσω πόρτα κι έφθασαν στην κεντροδυτική Γαλλία.
Τον κίνδυνο αποσώβησε ο Φράγκος ηγεμόνας Κάρολος Μαρτέλλος(18) (719-741) στην περίφημη μάχη του Πουατιέ (Poitiers, Πικτάβων).
Εκεί σταμάτησε και η περαιτέρω ευρωπαϊκή εξάπλωση των Αράβων.
Το 756 μ.Χ., έξι χρόνια μετά την πτώση των Ομμεϋάδων, ο τελευταίος επιζών Ομμεϋάδης Αβδούλ Ραχμάν (Abdul al-Rahman) ίδρυσε το εμιράτο της Κόρδοβας. Μέχρι τότε η ισπανική διοίκηση υπαγόταν στην Βορειοαφρικανική.
Η άνοδος, όμως, των Αββασιδών έκοψε κάθε δεσμό.
Ο Αββασίδες ήταν απόγονοι του αλ-Αμπάς(19), θείου του Μωάμεθ και είχαν βάση τους το Ιράκ.
Σημαντικός ηγέτης τους ο αλ- Μανσούρ (754-775) έχτισε την Βαγδάτη στην συμβολή των εμπορικών οδών με τον ποταμό Τίγρη και την κατέστησε πρωτεύουσα του Χαλιφάτου(20).
Και οι δύο δυναστείες ανήκον θρησκευτικά στο ορθόδοξο Ισλάμ.
Υπήρξαν, όμως, διαφορές στη θρησκευτική πολιτική τους.
Οι Ομμεϋάδες επικεντρωνόταν στην άνοδο του εθνικού αραβικού στοιχείου, με ανοχές στις θεολογικές διαφοροποιήσεις.
Αντίθετα, οι Αββασίδες επιζητούσαν την θρησκευτική καθαρότητα και την επικροτούσαν, όπου της έβρισκαν (σε όποια εθνική ομάδα).
Αυτή η πολιτική έδωσε αφορμή στις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου (750-892) που επικεντρώνονται στους παρακάτω τρεις άξονες:
α) είσοδος ξένων επιρροών (κυρίως περσικών) στον τρόπο διοίκησης (π.Χ. αναβίωση του όρου sah-an-sah).
β) αποδοχή ξένων στοιχείων (κυρίως τουρκικών) επικουρικών της προώθησης της ισλαμικής (σουνιτικής) υπόθεσης.
γ) Ρήξη στις σχέσεις με τους οπαδούς του Αλί (Σιΐτες), σταδιακή απομάκρυνση των δύο ομάδων και δημιουργία της δυναστείας στο Μαρόκο (Φατιμίδες) και ανεξάρτητων εμιράτων στην Τυνησία, Αίγυπτο και Συρία.
Στο κατώφλι, δηλαδή, του Ι’ αιώνα ο χαλίφης της Βαγδάτης έχει εξουσία, μόνο στο κεντρικό τμήμα της αυτοκρατορίας του.
Η αραβική κρίση του Ι’ αιώνα συνίστατο στους εξής παράγοντες:
α) Αντιπαλότητα μεταξύ γραφειοκρατικής ιεραρχίας με κεφαλή τον μεγάλο Βεζύρη, και της στρατιωτικής, με αποτέλεσμα το διοικητικό χάσμα μεταξύ συνόρων και Βαγδάτης21.
β) θρησκευτικός κατακερματισμός, ειδικά μετά την εμφάνιση της αίρεσης του μουταζιλισμού (=αποσκίρτηση)22.
γ) αντιπαλότητα με το δυτικό Ισλάμ, το οποίο εκπροσωπούσε το εμιράτο της Κόρδοβας και είχε αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό αντίπαλο.
Να σημειωθεί ότι στην πόλη της Κόρδοβας εγκαταβίωνε μισό εκατομμύριο πληθυσμός την εποχή αυτή23.
δ) ανταγωνισμός των φατριών της άρχουσας τάξης.
Ρυθμιστικό παράγοντα αποτελούν οι Τούρκοι στρατιωτικοί.
Τον επόμενο αιώνα θ’ αναδειχθούν σε κυρίαρχη τάξη.
Το 946 μ.Χ. τα ηνία αναλαμβάνουν οι Μπουγίδες, και επαναφέρουν τον τίτλο του σαχ-αν-σαχ, που είχε εκλείψει μετά την εκστρατεία του Ηράκλειου και την υπαγωγή του περσικού κράτους στην σφαίρα επιρροής των Ρωμηών24.
Οι Αββασίδες εξακολουθούν να υπάρχουν, την εξουσία, όμως, ασκούν οι Μπουγίδες.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και την εποχή των Μεροβίγγειων Φράγκων βασιλέων -των επικαλουμένων «νοθρών» -, όταν την εξουσία ασκούσαν οι «μαγιορδόμοι» τους.
Στο δεύτερο μισό του Ι’ αιώνα και συγκεκριμένα το 969 μ.Χ. έχουμε εισβολή στην Αίγυπτο από το Φατιμιδικό25 εμιράτο της Τύνιδας.
Σταδιακά εδραιώνεται η παρουσία τους και μέχρι το τέλος του αιώνα το ισχυρό Φατιμιδικό κράτος του Καΐρου κάνει αισθητή την παρουσία του.
Ολοκληρώνοντας την επισκόπηση αυτή στην αραβική εξέλιξη, μέχρι την εποχή που μας ενδιαφέρει, τονίζουμε, ότι στο τελευταίο τέταρτο του Ι’ αιώνα ολοκληρώνεται και παγιώνεται ο διακριτός διαχωρισμός μεταξύ σουνιτικού και σιϊτικού Ισλάμ και η εξέλιξη τους σε ένοπλες ομάδες.
Ταυτόχρονα εξελίσεται το σιϊτικό δόγμα οδηγώντας τις ομάδες του σε διάσπαση.
Έτσι στη Βαγδάτη, Αββασίδες και Τούρκοι είναι Σουνίτες.
Οι Μπουγίδες είναι Σιΐτες διαφορετικής ισμαηλιτικής ομάδας από τους Φατιμίδες.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ Ι’ ΑΙΩΝΑ
α) Η μεγάλη αραβική εξάπλωση
Οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή με τα αραβικά φύλα από πολύ νωρίς, η αυτονομία των οποίων δεν μπορούσε να εξασφαλίσει ενιαία στάση απέναντί τους26.
Γι’ αυτό, άλλες φορές συναντάμε Άραβες συμμάχους των Ρωμαίων27, να πολεμούν εναντίον των Περσών και άλλες φυλές συμμάχους των Περσών εναντίον των Ρωμηών.
Έχουμε και την περίπτωση, αραβικά φύλα να πολεμούν μεταξύ τους ανάλογα με το ποια πλευρά υποστηρίζουν28.
Επίσης συμμετέχουν στην προσπάθεια των Ρωμηών να παρακάμψουν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, που διέρχονταν μέσα απ’ την Περσία και να διανοίξουν καινούργιους, κυρίως για την διακίνηση σινικής μετάξας από Κεϋλάνη, μέσω των λιμανιών της Ερυθράς Θαλάσσης29.
Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφέρουμε και να προσδιορίσουμε τα ονόματα που χρησιμοποιούσαν από νωρίς οι βυζαντινοί ιστοριογράφοι για να περιγράψουν τους Άραβες.
Τους ονόμαζαν, λοιπόν, «Αγαρηνούς» ως απογόνους της Άγαρ, δούλης του Αβραάμ, εκ της οποίας γέννησε τον Ισμαήλ, γι’ αυτό και θεωρείται γενάρχης και των Αράβων (Ιμπραχήμ), εκτός των Εβραίων.
Εκ του Ισμαήλ τους ονόμαζαν και «Ισμαηλίτες».
Ευρύτατα διαδεδομένο είναι και το όνομα «Σαρακηνοί», ως προερχόμενο είτε εκ του «shark/sharkiyum» (Ανατολή), είτε εκ του «saraka» (ληστεία)30.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για την ονομασία των θαλάσσιων επιδρομέων των Η’ – Ι’ αι. εκ των υστέρων.
Η βυζαντινή διπλωματία ως γνωστό φρόντιζε να είναι πάντα ενημερωμένη για τους γειτονικούς της λαούς.
Στην περίπτωση, όμως, της ισλαμικής ενοποίησης των αραβικών φύλων, βρέθηκε απληροφόρητη.
Η νέα θρησκεία αποτέλεσε δυσεπίλητο μυστήριο για τους Βυζαντινούς/Ρωμηούς του πρώτου μισού του Ζ’ αι. και κάθε προσπάθεια διείσδυσης και επιρροής προσέκρουε στην ορμητικότητα των νεοφώτιστων επιδρομέων και την πολεμοχαρή διαμόρφωση των ιδανικών τους.
Η έναρξη της αραβο-ισλαμικής εξόρμησης υπήρξε αιφνιδιαστική.
Για να μη ξεφύγουμε από το πλαίσιο της ιστορικής αναδρομής, δεν θα επεκταθούμε στο πως και το γιατί της επιτυχίας των Αράβων της εποχής αυτής, αλλά θα περιοριστούμε στα ιστορικά στιγμιότυπα.
Οι αραβικές επιθέσεις ενάντια στην αυτοκρατορία ξεκίνησαν αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632) και την ολοκλήρωση της ενοποίησης των αραβικών φυλών.
Εισέβαλαν στα ρωμαίικα εδάφη με δυο στρατιές, εκ των οποίων η μια κατευθύνθηκε στη Συρία και η δεύτερη στην Παλαιστίνη.
Στην Συρία η πρώτη επιτυχία των Αράβων έγινε το Φεβρουάριο του 634 μ.Χ. στην Καισάρεια.
Νίκησαν τους Βυζαντινούς/Ρωμηούς και σκότωσαν τον αρχηγό τους πατρίκιο Σέργιο.
Νέες επιτυχίες στην Πέλλα και Νότια της Δαμασκού παρέδωσαν το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας.
Η πολιορκία της Δαμασκού ξεκίνησε το Μάρτιο του 635 μ.Χ. και κράτησε έξι μήνες.
Στην Παλαιστίνη τον Ιούλιο του 635 μ.Χ. ο αδελφός του Ηράκλειου, Θεόδωρος, υπέστη ήττα Νότια της Ιερουσαλήμ.
Η διαμορφωθείσα κατάσταση έδειξε στον αυτοκράτορα και τους συμβούλους του, ότι δεν επρόκειτο για κύμα ληστρικών επιδρομών αλλά για κατακτητικό πόλεμο.
Οι Άραβες εμφανίζονταν ως δύναμη κατοχής και σκόπευαν να μείνουν.
Στο τέλος του 635 το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας και της Παλαιστίνης είχαν υποκύψει, όπως και ολόκληρη η Ιορδανία και Υπεριορδανία.
Νέος ογκώδης ρωμαίικος στρατός κατέφθασε, υπό την ηγεσία του σακελάριου Θεόδωρου Τριθύριου.
Κατατροπώθηκε τον Αύγουστο του 636 μ.Χ. στην μάχη στον ποταμό Ιερομίακα31, παραπόταμο του Ιορδάνη.
Η καταστροφική ήττα ανάγκασε τον Ηράκλειο να εγκαταλείψει την Αντιόχεια και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Η οροσειρά του Ταύρου-Αντίταυρου με τις Κιλίκιες Πύλες ορίστηκαν ως η τελευταία γραμμή υποχώρησης και πρωταρχική γραμμή άμυνας.
Ταυτόχρονα κάλεσε το ρωμαίικο στοιχείο των ανατολικών χωρών και της Αιγύπτου να προτάξει αντίσταση, στέλνοντας όση βοήθεια, υλική και έμψυχη, μπορούσε.
Η πορεία των γεγονότων, δυστυχώς, ήταν μονόδρομος.
Το 638 μ.Χ. τα Ιεροσόλυμα παραδόθηκαν στον Ομάρ και την συμφωνία παράδοσης διαπραγματεύθηκε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος.
Το 640 μ.Χ. η Έδεσσα και η Καισάρεια.
Η Αίγυπτος αποδείχθηκε πιο ευάλωτη στην αραβική λαίλαπα.
Το 639 μ.Χ. ο Άμρος εισέβαλε με 4,000 στρατιώτες. Το 640 κατέλαβαν το Πηλούσιο, νίκησαν τον στρατηγό Θεόδωρο στην Ηλιούπολη (Ιούλιο) και κατέλαβαν την Βύβλος.
Απέμενε η Αλεξάνδρεια, μετά από διαπραγματεύσεις εκκενώθηκε από το ελληνο-ρωμαϊκό στοιχείο τον Σεπτέμβριο του 642.
Έναν χρόνο πριν είχε στεφθεί αυτοκράτορας ο δεκαετής εγγονός του Ηρακλείου, Κώνστας Β’.
Τον Δεκέμβριο του 644 δολοφονήθηκε ο Ομάρ και τον διαδέχθηκε ο Οθμάν (Othman ibn Affan, 644-656).
Οι Άραβες είχαν καταλάβει Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και στάθηκαν με δέος μπροστά στο φυσικό σύνορο του Ταύρου- Αντίταυρου και τις αδιάβατες Κιλίκιες Πύλες.
Γρήγορα αντιλήφθηκαν, ότι η περαιτέρω εξάπλωσή τους απαιτούσε την ανάπτυξη ναυτικού.
Είχαν στην διάθεσή τους την παραγωγή ξυλείας του Λιβάνου και τους πεπειραμένους κατοίκους των παράλιων περιοχών Συρίας και Παλαιστίνης (τη γνωστή Φοινίκη της αρχαιότητας), που ήταν περιώνυμοι ναυτικοί.
Ο στόλος συγκροτήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και οι πρώτες ναυτικές επιχειρήσεις των Αράβων.
Έκτοτε η Μεσόγειος έπαψε ν’ αποτελεί φυσικό υδάτινο χώρο της αυτοκρατορίας και μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαλότητας.
Πρώτος στόχος της ναυτικής εκστρατείας ήταν η Κύπρος.
Αρχηγός του στόλου ο διοικητής της Συρίας Μωαβίας.
Ο Vasilliev32 ισχυρίζεται, ότι κατέλαβαν το νησί ολόκληρο, αλλά συλλαμβάνεται αδιάβαστος.
Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να κατόρθωσαν σπουδαία εκτός, ίσως από την κατάληψη της Κωνσταντίας (αρχαία Σαλαμίνα) που επίσης αμφισβητείται33.
Σίγουρη είναι η αποτυχία της πολιορκίας του Καστέλλου στο νησάκι Άραδο.
Στην εμφάνιση του βυζαντινού στόλου ο Μωαβίας υποχώρησε και σύναψε ανακωχή με τον στρατηγό Κακορίζο.
Το 654 μ.Χ. καταλαμβάνεται η Ρόδος.
Ακολουθεί η καταστροφή του Κολοσσού που κοσμούσε τον λιμένα της πόλης και ήταν ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας.
Θαλάσσιες επιδρομές επιχειρούνται στην Κιλικία και ίσως σε Κρήτη και Σικελία.
Καμία δε λαμβάνει χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης.
Μέχρι στιγμής παραμένουν λεηλασίες.
Στη Βόρεια Αφρική, οι περιοχές της Λιβύης και της Κυρηναϊκής περνούν στα μουσουλμανικά χέρια.
Επόμενος στόχος η Καρχηδόνα.
Εκστράτευσαν το 647 μ.Χ. και νίκησαν τον στρατό του έξαρχου Γρηγορίου, που είχε επαναστατήσει, τον οποίο και εφόνευσαν.
Η αντίσταση των Ρωμαίων και των Βερβέρων ήταν τόσο έντονη, ώστε αναγκαστικά αναδιπλώθηκαν στην Αίγυπτο και δεν επιχείρησαν επανάληψη των επιχειρήσεων πριν παρέλθει εικοσαετία.
Μόλις το 670 μ.Χ. δημιούργησαν βάση στο Καϊρουάν.
Η πρωτεύουσα του εξαρχάτου, Καρχηδόνα, έπεσε το 695 μ.Χ., επανήλθε στον έλεγχο των Ρωμηών και χάθηκε οριστικά το 698 μ.Χ.
Το τελευταίο ρωμαίικο οχυρό, το λεγόμενο Σεπτόν, κοντά στις Ηράκλειες στήλες (στενό του Γιβραλτάρ), περιήλθε στην κυριαρχία των Αράβων το 709 μ.Χ.
Από εδώ η μουσουλμάνοι εισβάλουν στην Ευρώπη.
Όπως είδαμε, τον Ζ’ αι. πραγματοποιήθηκε η μουσουλμανική εξάπλωση εις βάρος των εδαφών της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Οι επόμενοι αιώνες, μέχρι τα μέσα του Ι’ αι., θα δουν φοβερές συγκρούσεις με ελάχιστα εδαφικά οφέλη.
Κάποιες συγκρούσεις είναι ζωτικής σημασίας, κυρίως οι προσπάθειες των Αράβων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, η πτώση της Κρήτης και της Σικελίας, το καθεστώς ουδετερότητας της Κύπρου.
Θα δούμε τα κυριότερα στιγμιότυπα αυτών των συγκρούσεων εν περιλήψει, μέχρι να φτάσουμε στα μέσα του Ι’ αιώνα και την αντεπίθεση των Βυζαντινών/Ρωμηών που έχουν χαρακτηριστεί ως «Βυζαντινή Εποποΐα».
β) Προσπάθειες κατάληψης της Κωνσταντινούπολης
Η οροσειρά Ταύρου-Αντίταυρου δεν ήταν το μόνο εμπόδιο που ορθωνόταν στο δρόμο των Αράβων.
Αυτό το αντιλήφθηκαν και οι ίδιοι, όταν είδαν, ότι αδυνατούσαν να διεισδύσουν στην Μικρά Ασία, παρά την δημιουργία στόλου.
Ο αρραγής μικρασιατικός πληθυσμός είχε έντονα αναπτυγμένο ελληνορθόδοξο φρόνημα, κάτι που δεν είχαν συναντήσει κάπου αλλού, εκτός ίσως από την Β. Αφρική και Καρχηδόνα.
Εκεί η συνεργασία Ρωμαίων και Βερβέρων, εδώ η Ρωμηωσύνη, εκτός από στρατιωτική, πολιτική και πολιτιστική αντίσταση στην εξάπλωση της ημισελήνου.
Ορθά, λοιπόν, οι Άραβες αποφάσισαν, ότι έπρεπε να χτυπήσουν το σημείο αναφοράς των Ρωμηών, την καρδιά του κράτους τους, την Βασιλεύουσα, αν ήθελαν να πετύχουν κάτι παραπάνω από τις λεηλασίες.
Η πρώτη προσπάθεια έγινε επί Κωνσταντίνου Δ’ Πωγωνάτου.
Οι Άραβες είχαν, ήδη, καταστρέψει την Ρόδο, στερώντας την αυτοκρατορία από μια βάση που της παρείχε τον έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου και των Μικρασιατικών παραλίων.
Το 670 κατάλαβαν την χερσόνησο της Κυζίκου και το 672 την Σμύρνη, αποκτώντας αυτόν τον έλεγχο.
Ο Μωαβίας, χαλίφης πια στην Δαμασκό, κίνησε ισχυρό στόλο, υπό την ηγεσία των αρνησίθρησκων Μουαμέδ και Κάισον34 για την τελική φάση των σχεδίων του.
Τον στόλο ενίσχυσε ακόμη περισσότερο με ναυτικές δυνάμεις υπό τον Χάλεβ.
Ο Κωνσταντίνος Δ’ δεν έμεινε άπρακτος.
Κατανόησε ότι το βάρος της επίθεσης θα ριχνόταν στις θαλάσσιες επιχειρήσεις και ετοίμασε «διήρεις ευμεγεθείς και κακκαβοπυρφόρους», όπως μας πληροφορεί ο όσιος Θεοφάνης «και δρόμωνας σιφωνοφόρους»35 για την αντιμετώπιση του εχθρικού στόλου.
Οι χρονογράφοι36 της εποχής μας πληροφορούν ότι τα αραβικά πλοία προσορμίσθηκαν στα θρακικά παράλια (χωρίς να ξέρουμε που ακριβώς) και ξεκίνησαν τις επιθέσεις (674 μ.Χ.), που διαρκούσαν από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο κάθε έτους.
Ο κύκλος των ετήσιων επιθέσεων κράτησε επτά έτη (πάλι κατά τις πηγές) και δεδομένου, ότι η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε το 678 μ.Χ. συμπεραίνουμε ότι περιλαμβάνονται και οι προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυζίκου και της Σμύρνης.
Στις θαλάσιες συμπλοκές αρωγός ρωμαίικης ναυτοσύνης υπήρξε το «υγρόν» ή «ελληνικόν πυρ».
Το παράξενο αυτό μίγμα, του οποίου η ακριβής σύνθεση μας διαφεύγει, παρά τις προσπάθειες και τις ανακοινώσεις για το αντίθετο, ήταν επινόηση ή τελειοποίηση του εκ συριακής Ηλιούπολης μηχανικού Καλλίνικου.
Αυτός καταγόταν από την συριακή Ηλιούπολη και έφερε την ανακάλυψή του στον αυτοκράτορα την εποχή αυτή, που μελετάμε.
Για μερικούς η επταετής διάρκεια της πολιορκίας αποτελεί ένδειξη της, κατά το έτος 678, πρώτης χρήσης του.
Το χρησιμοποιούσαν είτε ως γέμισμα σε πυρπολικά, είτε εκσφενδονιζόμενο μέσα από ειδικές σωληνώσεις (σίφωνες) προς τα αντίπαλα σκάφη.
Είχε την ιδιότητα να καίει ακόμα και πάνω στο νερό, οπότε όπου έπιπτε γινόταν ολοκαύτωμα.
Οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την έπαρση, την οποία τους δημιούργησαν οι τόσες και τόσο γρήγορες επιτυχίες τους. Ήρθαν σε επαφή με την σκληρή γι’ αυτούς πραγματικότητα, που τους δίδαξε ότι:
1ο. Μια πόλη με την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί με ναυτικές μόνον επιχειρήσεις.
Απαιτούνταν συνδυασμός χερσαίων και θαλάσσιων επιχειρήσεων και εξειδίκευση στην πολιορκητική τέχνη.
2ο. Ένας διοικητικός μηχανισμός που στα τέλη του Ζ’ αι. ήταν ήδη αρχαίος και η εμπειρία του, παραδοσιακή και επιστημονικά καταγεγραμμένη, τόσο μακραίωνη και επιτυχής, δεν μπορούσε να καταλυθεί με ψυχολογικές μεθόδους.
3ο. Ένας λαός και ο πολιτισμός του, κράμα δύο αρχαίων πολιτιστικών παραδόσεων, εμψυχωμένος από μια δοκιμασμένη και στην πράξη αποδεδειγμένη αλήθεια (τον Χριστιανισμό), δεν θα άνοιγε ποτέ, καμμιά πύλη, σε κανένα καμηλιέρη.
Ύστερα από επτά ετών πολιορκία, πλήθος πλοίων κατεστραμμένων και μαχητών σκοτωμένων, οι Άραβες κατάλαβαν την ματαιότητα της επιχείρησής τους και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Δεν έμελλε να φθάσουν στις βάσεις τους. Τρικυμία βίθυσε το στόλο στο Σύλαιον, την στιγμή που οι στρατηγοί Φλώρος, Πετρωνάς και Κυπριανός αποδεκάτιζαν τον στρατό τους στα Κίδυρα.
Ολοκληρωτική καταστροφή.
Ο Μωαβίας αναγκάσθηκε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τριακονταετή ισχύ, κατά την διάρκεια της οποίας οι Αγαρηνοί θα πλήρωναν κάθε έτος 3,000 χρυσά, πενήντα ευγενείς ίππους και θα απέδιδαν 8,000 αιχμαλώτους.
Η Ευρώπη που είχε παρακολουθήσει επί δεκαετίες, με κομμένη την ανάσα, τις συνεχείς ήττες του καλύτερου στρατού της εποχής, αγαλλίασε.
Γνώριζαν πάντες, από τους Αβάρους των βορείων συνόρων, επόμενων στη σειρά των μουσουλμανικών κατακτήσεων, μέχρι τους Φράγκους της πιο μακρινής Δύση, ότι αν η Πόλη έπεφτε, κανείς δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει.
Γι΄αυτό πάντες έστειλαν πρέσβεις και δώρα στον αυτοκράτορα ζητώντας ειρηνική συνύπαρξη, την λεγόμενη «Δεσποτική Ειρήνη»37.
Ο Κωνσταντίνος από την πλευρά του συγκατένευσε και «γαλήνη εν τε τοις εώοις εν τε τοις εσπερίοις εβραβεύετο»38.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε, το πόσο ξεκάθαρα φαίνεται η πηγή της εξουσίας του αυτοκράτορα επί των άλλων ηγεμόνων, ρηγών ή χαγάνων.
Δεν ήταν μόνο κληρονομική μεταβίβαση του δικαιώματος αλλά και η πραγματική προστασία, που πρόσφερε ο αυτοκράτορας στους υποτελείς, έστω και κατ’ όνομα, λαούς, που ανέβαζε το κύρος και την αίγλη του αξιώματος και καθιστούσε την πολιτική θεωρία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας/Ρωμανίας οικουμενική.
Και όχι άπαξ αλλά συνεχώς, διότι οι μουσουλμάνοι σοφρωνίσθηκαν αλλά δεν πτοήθηκαν.
Στις 15 Αυγούστου του 717 μ.Χ., επί βασιλείας Λέοντος Γ’ του Ίσαυρου (717-741), ο στρατηγός Μασαλμάς (Mash al-mal), αδελφός του χαλίφη Σουλεϊμάν (715- 8 Οκτ 717), έκανε την εμφάνισή του μπροστά στα τείχη της πόλης, επικεφαλής ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ευθύς ξεκίνησε η πολιορκία.
Έσκαψε τάφρο και ύψωσε προτείχισμα σε όλη τη διαδρομή των χερσαίων τειχών της πόλης.
Την 1η Σεπτεμβρίου κατέπλευσε ο αραβικός στόλος, ένα σύνολο από 1800 μικρά και μεγάλα πλοία, με επικεφαλή τον ίδιο τον χαλίφη Σουλεϊμάν.
Η πολιορκία αυτή, παρά το εντυπωσιακό πλήθος των αντιπάλων, τον καλύτερο σχεδιασμό και την οργάνωσή της, έμελλε να είναι συντομότερη της προηγούμενης.
Ήδη από την πρώτη ναυμαχία οι Βυζαντινοί/Ρωμηοί είχαν εκπαιδευθεί καλύτερα στην χρήση του υγρρού πυρός, κατέκαυσαν τα μεγαλύτερα και βραδύτερα πλοία.
Έστησαν, μάλιστα και παγίδα στα υπόλοιπα. Κατέστρεψαν οι ίδιοι την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο, με σκοπό να παρασύρουν τον στόλο των Σαρακηνών και να τον καύσουν.
Η παγίδα, αν και δεν έπιασε, δείχνει τον ενθουσιασμό των πολιορκημένων γι’ αυτή την επιτυχία.
Στις 8 Οκτωβρίου πέθανε ο Σουλεϊμάν και ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν βαρύτατος.
Το ψύχος και ο λιμός αποδεκάτιζε το αραβικό στρατόπεδο.
Είχε έρθει η ώρα να λάβουν ένα μάθημα βυζαντινής διπλωματίας και να γνωρίσουν την αποτελεσματικότητά της.
Βούλγαροι μαχητές, προσκεκλημένοι του αυτοκράτορα, ρήμαξαν τα νώτα τους.
Οι πηγές αναφέρουν 22.000 νεκρούς.
Την άνοιξη του 718 ο νέος χαλίφης Ομάρ Β’ (717-720) έστειλε ενισχύσεις.
Δύο στόλοι, ο πρώτος αποτελούμενος από 400 «σιτοφόραι κατήναι»39 δρόμωνες υπό τον Σουφιάμ της Αιγύπτου και ο δεύτερος από 360 «κατήναι» υπό τον Ιζίδ της Αφρικής, κατέπλευσαν στην περιοχή, αλλά δεν τόλμησαν να πλησιάσουν.
Τότε οι Χριστιανοί του αιγυπτιακού στόλου αυτομόλησαν προς τον Λέοντα, αποκάλυψαν τα αγκυροβόλια του εχθρικού στόλου και συμπλήρωσαν την επάνδρωση πυρφόρων διήρεων και δρομόνων. Έπλευσαν τάχιστα και κατέστρεψαν τα αραβικά πλοία. Όσα απέμειναν απ’ αυτά έπεσαν σε δύο τρικυμίες καθώς διέφευγαν.
Μια μέσα στην Προποντίδα και δεύτερη ανοιχτά στο Αιγαίο.
Από τον πριν περήφανο στόλο μόνο 5 επέστρεψαν ν’ αναγγείλουν την ήττα.
Το σύνθημα της αποχώρησης δόθηκε από τον Ομάρ τον Αύγουστο του 718.
Με την καταστροφή του στόλου τους οι πολιορκητές μετατράπηκαν σε πολιορκημένους, στερούμενοι την δυνατότητα ανεφοδιασμού.
Περατώθηκαν στην ασιατική πλευρά και ξεκίνησαν πεζοί την επιστροφή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας παρενοχλούνταν από ρωμαίικα στρατεύματα και οι απώλειές τους μεγάλωναν.
Αραβικές πηγές εκτίμησαν 150,000 νεκρούς 40.
Για άλλη μια φορά το προπύργιο του ελληνορωμαίικου πολιτισμού έσωσε την Ευρώπη από την ασιατική λαίλαπα.
Για άλλη μια φορά η αυτοκρατορική ιδεολογία επιβεβαίωσε τον εαυτό της.
Για τους Χριστιανούς η νίκη οφειλόταν στην Πρόνοια του Θεού και την Προστασία της Θεοτόκου41.
Σ’ όλα τα εγχειρίδια Βυζαντινής ιστορίας γίνεται σύνδεση της απόκρουσης της αραβικής επίθεσης προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης, με την μάχη του Πουατιέ (Poitiers, Πικτάβων) το 732 μ.Χ. και τη νίκη του πολύ Κάρολου Μαρτέλλου.
Καλά.
Θυμάμαι τα γραφόμενα του Α. Vassiliev (σε κρίση ειλικρίνειας) στη δεύτερη αγγλική έκδοση της ιστορίας του: «Στη ρωσική και την πρώτη αγγλική έκδοση της Ιστορίας μου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχα μάλλον υπερεκτιμήσει την σημασία της μάχης του Poitiers.»42
Το άμεσο χρονικό διάστημα από την λήξη της πολιορκίας ήταν καθοριστικό και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σημείο καμπής της ιστορίας του Βυζαντίου/Ρωμανίας, του Χαλιφάτου, και της Ευρώπης γενικότερα.
Η κατάσταση στα δυτικά και βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν ελεγχόμενη, ενώ στο σύνορο του Καυκάσου, ο κοινός αγώνας εναντίον των Αράβων είχε αναδείξει τους Χάζαρους σε πολύτιμους συμμάχους.
Το ανατολικό σύνορο είχε σταθεροποιηθεί εδώ και πολύ καιρό.
Στο εσωτερικό, η επιτυχής απόκρουση του κινδύνου είχε σταθεροποιήσει την εξουσία του Λέοντα στη συνείδηση των πολιτών, οι εκκλησιαστικές έριδες είχαν εκλείψει από το 680 μ.Χ. και της εργασίες της Στ’ Οικουμενικής Συνόδου, και οι παραγωγικές δυνατότητες του Κράτους είχαν ρυθμιστεί και ανακάμψει μετά την ταραγμένη περίοδο του Ζ’ αι. Επίσης η Εκκλησία είχε αποδείξει, ήδη από την εποχή του Πατριάρχη Σέργιου, ότι μπορούσε να σταθεί πολύτιμος αρωγός σε κάθε εθνική προσπάθεια.
Στην απέναντι πλευρά, οι Άραβες είχαν χάσει όλο το στόλο τους κι το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους.
Οι απώλειες, μάλιστα σε έμψυχο υλικό δεν θα μπορούσαν να αναπληρωθούν πριν την πάροδο μιας γενιάς.
Η πολυδεκαετής, στασιμότητα του συνόρου με την Ρωμανία και οι δύο αποτυχημένες προσπάθειες κατάληψης της Βασιλεύουσας είχαν αποδείξει, ότι η κατίσχυση επί του Χριστιανισμού ήταν αδύνατη και η παραπέρα εξάπλωσή τους σ’ αυτήν τη πλευρά του κόσμου ακατόρθωτη.
Επέλεξαν, λοιπόν, να ξαναεφαρμόσουν την προϊσλαμική τακτική της razzia (αρπαγή) και αυτό το κίνητρο θα κατευθύνει τις ορδές των Αγαρηνών τους επόμενους αιώνες.
Η πολιτική κατάσταση στο Χαλιφάτο ταλανίστηκε το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από δυναστικές έριδες, ενώ η λειτουργία του κράτους αυτού εξακολουθούσε να στηρίζεται στους θεσμούς που «υφάρπασε» από την προηγούμενη ρωμαίικη διοίκηση των κατακτημένων περιοχών, επανδρωμένο με βίαια εξισλαμισθέντες Ρωμηούς.
Το επεισόδιο με τους εξ Αιγύπτου ναύτες που αυτομόλησαν στην Κωνσταντινούπολη ζητωκραυγάζοντες τον αυτοκράτορα ή του Ρωμηού43 μηχανικού Καλλίνικου, που επίσης εγκατέλειψε την πατρίδα του Ηλιούπολη και την ισλαμική τυραννία συνάμα «προσφυγών τοις Ρωμαίοις»44, δείχνει ότι η νέα κατάσταση είχε εξαλείψει την προηγούμενη συλλογική μνήμη τους.
Η Ρωμανία μπορούσε ακόμα να διεκδικήσει τον ρόλο του απελευθερωτή στις περιοχές αυτές, όπως είχε πράξει επί Ιουστινιανού στα ιταλικά εδάφη45.
Δυστυχώς ο Λέων Γ’ δεν επέλεξε αυτό τον δρόμο. Δεν επέλεξε να δώσει λύση την κατάλληλη αυτή στιγμή στον αραβικό κίνδυνο, επιτρέποντάς τους έμμεσα, να λεηλατούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας για δυόμησι ακόμα αιώνες, μέχρι την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο θρόνο.
Αντίθετα προτίμησε να επιρρίψει στους υπηκόους του την «τυραννία» της Εικονομαχίας.
Αντάλλαξε τις ζητωκραυγές των απελευθερωμένων με τις οιμωγές των βασανισμένων.
Διπλό το κακό.
Και για να μην αμφιβάλλει κάποιος για την δυναμική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιθανή επιτυχή έκβαση μια χριστιανική εκστρατεία εναντίον των μωαμεθανών, θα θυμίσουμε την νίκη στο Ακρόηνο (Αφιόν Καραχισάρ) το 740 μ.Χ., όταν μετά από δωδεκαετή απραξία (στο αραβικό), αποφάσισε να ηγηθεί ο ίδιος αποστολής, που αν και μικρής κλίμακας επιχείρηση αποσόβησε τον κίνδυνο για τα αμέσως επόμενα χρόνια.
γ) Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες
Η Κρήτη αποτέλεσε οργανικό τμήμα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ήδη από τους προϊστορκούς χρόνους.
Ακολούθησε την πορεία του έθνους κατά την ελληνιστική περίοδο και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 69 π.Χ..
Συμμετείχε στη διαμόρφωση του ελληνορωμαϊκού κόσμου, δέχθηκε τη διδασκαλία του Χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, και την εξ αυτής δημιουργία της ρωμαίικης συνείδησης. Υπήχθη στο ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ως τμήμα του Ιλλιρικού, δηλ. της Ελλάδος.
Κατά την Αικ. Χριστοφιλοπούλου αποτελούσε «αρχοντία» με διοικητή άρχοντα της τάξης των σπαθάριων46.
Έδρα του η Γορτύς.
Συνεπώς, ο διαχωρισμός σε Α’ Περίοδο βυζαντινής κυριαρχίας (325-823) και Β’ Περίοδο (961-1204) ελέγχεται ως υπηρετών αλλότριες πολιτικές σκοπιμότητες του ΙΘ’ που έπρεπε να έχουν σιγάσει, ήδη από την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Το 815 μ.Χ. η αποτυχία ενός επαναστατικού κινήματος στην Ισπανία κατά του εμίρη Αl Hakam (796-822) και της δυναστείας των Ομμεϋάδων, ανάγκασε τους τυχοδιώκτες του Abu Hafs (Αποχάψ ή Απόχαβος των Βυζαντινών47) να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Ευκαιρίας δοθείσης κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια το 816.
Σε κάποια από τις πειρατικές επιδρομές τους ήλθαν στην Κρήτη και βλέποντας τον πλούτο της είπαν:
«Ιδού η γη όπου σ’ αυτήν ρέει μέλι και γάλα»48.Αφού την λεηλάτησαν επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια.
Το 824-5 ο χαλίφης Αl Mamun (813-833) ανακατέλαβε την Αλεξάνδρεια.
O Abu Hafs κατέπλευσε στην Κρήτη και αποβίβασε τους άνδρες του στην περιοχή που ο Σκυλίτζης καλεί Χάρακα.
Η Χριστοφιλοπούλου πιθανολογεί, ότι πρόκειται για το σημερινό ακρωτήριο Λίθινο της Νοτιοανατολικής ακτής στον κόλπο των Ματάλων49.
Διάφορες ημερομηνίες προτάθηκαν για τον χρόνο κατάληψης του νησιού μεταξύ του 823 και 828.
Όλες αυτές συγκλίνουν στην άποψη του Διον Ζακυνθηνού, περί πρώτης απόβασης το 823 και σταδιακής εξάπλωσης της αραβικής κυριαρχίας, η οποία ολοκληρώθηκε το 82850.
H μέχρι πρότινος επικρατούσα άποψη ήταν, ότι η Κρήτη αποτέλεσε ορμητήριο πειρατών (πειρατοφωλιά)51 αμφισβητήθηκε στο Α’ κρητολογικό συνέδριο52 με τη δημησίευση μελέτης χρυσών και χάλκινων νομισμάτων, των οποίων η κοπή αποδόθηκε στους εμίρηδες της Κρήτης.
Το σίγουρο είναι ότι οι επιχειρήσεις των μουσουλμάνων της Κρήτης, είτε τις ονομάσουμε πειρατικές, είτε όχι, δεν μπορούν να θεωρηθούν στρατιωτικές, εφόσον ως κύριο στόχο τους είχαν την λαφυραγωγία, σκόρπισαν τον τρόμο στα νησιά του Αιγαίου και στην καλύτερη των περιπτώσεων απαιτούσαν πληρωμή φόρων ή δώρων προς αποφυγή αντιποίνων, όπως στην περίπτωση της «Ναξίας», για την οποία μας πληροφορεί ο Ιωάννης Καμινιάτης53.
Απέφευγαν συστηματικά την σύγκρουση με το βυζαντινό στόλο και κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο Αιγαίο, ουδέποτε έδρασαν ως δύναμη κατοχής, εκτός της Κρήτης, αλλά ως επιδρομείς. Από την άλλη πλευρά, η κοπή νομισμάτων μπορεί να σημαίνει αναγκαστικά και μονοσήμαντα την ύπαρξη κρατικής οργάνωσης;
Μήπως δεν κόβονταν νομίσματα την εποχή εκείνη μόνο και μόνο για επίδειξη;
Ή μήπως οι κοινωνίες που δεν είχαν υιοθετήσει εκχρηματισμένη οικονομία ήταν υποβαθμισμένες πολιτικά και πολιτιστικά (π.χ. αρχαία Σπάρτη);
Όσο, λοιπόν υπήρξε αραβοκρατία στην Μικρά Ασία της εποχής, που υπέμεινε τις επανειλημμένες δηώσεις, άλλο τόσο υπήρξε αραβική θαλασσοκρατία στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το μόνο κράτος ήταν αυτό του τρόμου.
Την δυνατότητα να εισβάλουν και να καταλάβουν την Κρήτη έδωσε στους Σαρακηνούς η απουσία του αυτοκρατορικού στόλου, ο οποίος ήταν απασχολημένος με την επανάσταση του Θωμά, κατά της εξουσίας του Μιχαήλ του Β’ (820-829).
Προσπάθειες εκ μέρους της Κωνσταντινούπολης για την απελευθέρωση της έγιναν αρκετές, αρχής γενομένης επί βασιλείας Μιχαήλ Β’.
Αυτός απέστειλλε τον πρωτοσπαθάριο Φωτεινό, στρατηγό των ανατολικών, ο οποίος αφού έλεγξε την κατάσταση ζήτησε ενισχύσεις.
Εστάλη τότε ο πρωτοσπαθάριος Δαμιανός, κόμης του βασιλικού ιπποστασίου.
Οι δυνάμεις των δύο αξιωματικών ενωμένες ηττήθηκαν και ο Δαμιανός έχασε τη ζωή του.
Μετά την επιτυχή απόκρουση της ρωμαίικης αντεπίθεσης, οι Σαρακηνοί ίδρυσαν τον Χάνδακα (αλ-χαντάκ= η τάφρος), οχύρωσαν δηλ. την τοποθεσία και έσκαψαν βαθιά τάφρο.
Εκεί αναπτύχθηκε η πολή που γνωρίζουμε ως Ηράκλειο54.
Την εποχή αυτή μαρτύρησε στα χέρια των Σαρακηνών ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Κύριλλος, επίσκοπος Γορτύνης55. Μετά την ίδρυση του Χάνδακα επήλθε και η πλήρης υποταγή της Κρήτης.
Σύμφωνα με τον Καραγιαννόπουλο 29 πόλεις κυριεύθηκαν εξ εφόδου και μόνο μία παραδόθηκε αποφεύγοντας τον εξανδραποδισμό56.
Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν τον Μιχαήλ Β’ να στείλει στην Κρήτη τον στρατηγό Κρατερό, διοικητή του ναυτικού θέματος των Κιβυραιωτών.
Αυτός ηγείτο στόλου 70 πλοίων και ικανού αριθμού στρατιωτών.
Τις πρώτες επιτυχίες κατά των Αράβων ακολούθησε χαλάρωση της προσοχής των Ρωμηών εις βάρος της ασφάλειας του στρατοπέδου τους.
Η νυκτερινή επίθεση των Σαρακηνών πέτυχε τον τέλειο αιφνιδιασμό και διέλυσε το στρατό του Κρατερού.
Ο ίδιος επιβιβασθείς σε εμπορικό πλοίο, προσπάθησε να διαφύγει, αλλά τον καταδίωξαν και τον πρόλαβαν στην Κω. Εκεί τον σταύρωσαν.
Τρίτη εκστρατεία κατά σειρά επί Μιχαήλ Β’ ετοιμάσθηκε με επικεφαλή τον στρατηγό Ωορύφα.
Οι στρατιώτες λόγω της αυξημένης αμοιβής τους, ύψους σαράντα χρυσών νομισμάτων, ονομάσθηκαν «τεσσαρακοντάριοι».
Ο Ωορύφας δεν επιτέθηκε στην Κρήτη, διότι αντιλήφθηκε το μάταιο του εγχειρήματος.
Περιορίσθηκε στην εκκαθάριση των γειτονικών νησιών από τους πειρατές.
δ) Η άλωση της Θεσσαλονίκης
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν συμπλοκές Αράβων και Ρωμηών ήταν συνεχείς, με αλλεπάλληλες καταλήψεις και ανακαταλήψεις φρουρίων και αλώσεις πόλεων. Σημαντικότερες εξελίξεις είχαν να κάνουν με την αποβίβαση των Αγλαβιδών της Τύνιδας στη Σικελία και τη σταδιακή επέκτασή τους στο νησί58, την καταστροφή της Σωζόπετρας, γενέτειρας του χαλίφη Αλ-Μουτασίμ το 837 μ.Χ. από τους Βυζαντινούς/Ρωμαίους, και την απάντηση των Αράβων με την καταστροφή του Αμορίου59 το 838 μ.Χ. γενέτειρας του αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842).
Η δραματικότερη απ’ όλες τις καταστροφές ήταν η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους μουσουλμάνους της Κρήτης το 904 μ.Χ.
Τα γεγονότα περιέγραψε με ακρίβεια και συναισθηματισμό, λόγω της παρουσίας του στην πόλη και της αιχμαλωσίας του, ο Ιωάννης Καμινιάτης.
Αυτός ήταν κληρικός, κουβικουλάριος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια, όμως αφηγείται με πηγαίο και αυθόρμητο τρόπο60 τα συμβάντα.
Οι περιγραφές του για την τοπογραφία της Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερα παραστατικές, συνθέτουν εικόνα πόλης που ευημερεί.
Το 904 μ.Χ. αρχηγός του στόλου των Αγαρηνών της Κρήτης αναλαμβάνει ο Λέων τριπολίτης, εξομώτης από την Αττάλεια 61.
Κυκλοφόρησε, τότε, η είδηση ότι σκοπεύει να επιτεθεί εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Ο αυτοκράτορας Λέων Στ’ έστειλε εναντίον του τον δρουγγάριο των πλωΐμων Ευστάθιο, ο οποίος, όμως, δεν κατόρθωσε να τον σταματήσει, γι’ αυτό και αντικαταστάθηκε από τον πρωτασηκρήτη Ιμέριο.
Ο Λέων Τριπολίτης εισήλθε στον Ελλήσποντο, αλλά στο Πάριο ανέστρεψε φοβούμενος αποκλεισμό.
Ο Ιμέριος τον πρόλαβε στη Θάσο.
Προτίμησε να μην επιτεθεί λόγω του πλήθους του εχθρού (54 σκάφη με 200 μαχητές το καθένα)62 και του υψηλού ηθικού τους.
Ο Λέων κατευθύνθηκε προς Θες/νίκη.
Η είδηση της επικείμενης επιδρομής έφθασε στην πόλη με αγγελιοφόρο του αυτοκράτορα63, που το πληροφορήθηκε από λιποτάκτες του στόλου του Τριπολίτη.
Ο αγγελιοφόρος αυτός ήταν ο πρωτοσπαθάριος Πετρωνάς και ανέλαβε να βοηθήσει την πόλη στην οχύρωσή της.
Το πρόβλημα εντοπιζόταν στα θαλάσσια τείχη, τα οποία ήταν παλιά και χαμηλά.
Ο χρόνος για την ανέγερση νέου συμπληρωματικού τείχους δεν ήταν αρκετός, γι’ αυτό ο Πετρωνάς επινόησε μια παγίδα για τα πλοία του εχθρού.
Μέσα στα νερά του Θερμαϊκού να φτιάξει ένα ύφαλο φράγμα από τους μονόλιθους αρχαίων νεκροταφείων της περιοχής.
Το στήσιμο του φράγματος ξεκίνησε και εξελισσόταν κανονικά, όταν έφθασε γενικός πληρεξούσιος ο στρατηγός Λέων Χατζιλάκης, ο οποίος σταμάτησε την κατασκευή του φράγματος και ξεκίνησε το χτίσιμο του τείχους.
Ένα τραγικό δυστύχημα έθεσε εκτός υπηρεσίας τον Λέοντα και τη θέση του ανέλαβε άλλος στρατηγός ο Νικήτας.
Αυτός κάλεσε τους Σκλαβήνους του Στρυμώνα να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης, αλλά λίγοι παρουσιάστηκαν και αυτοί απροετοίμαστοι.
Ο μουσουλμανικός στόλος φάνηκε στις 29 Ιουλίου του 904 μ.Χ.
Καμμιά από τις προετοιμασίες δεν είχε ολοκληρωθεί, παρ’ όλα αυτά οι υπερασπιστές της πόλης αντιστάθηκαν με ηρωϊσμό και ευρηματικότητα για δυο ημέρες.
Τελικά το σούρουπο της δεύτερης ημέρας κατόρθωσαν να μπούν στην πόλη ύστερα από θαλάσσια επίθεση.
Οι λίγοι σκλαβήνοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, αφήνοντας τους κατοίκους στη μοίρα τους.
Ακολούθησε ανηλεής σφαγή των κατοίκων και λεηλασία της πόλης.
Δεν λυπήθηκαν ούτε γέρους, ούτε παιδιά.
Με ιδιαίτερη σκληρότητα φέρθηκαν στους μοναχούς και τις μοναχές, εκ των οποίων δεν γλίτωσε κανείς.
Ομαδικές σφαγές συνέβησαν στην Χρυσή Πύλη (σημ. Πλατεία Δημοκρατίας) και την Λιτιαία (αρχή Αγ. Δημητρίου).
Όταν οι Αγαρηνοί χόρτασαν αίμα άρχισαν να μαζεύουν τους εναπομείναντες κατοίκους και να τους στριμώχνουν στ’ αμπάρια των πλοίων.
Συνολικά συγκέντρωσαν 22,000 αιχμαλώτους, όλους νεαρής ηλικίας.
Στα σχέδιά τους ήταν η πυρπόληση της πόλης.
Η σωτηρία της εξαγοράστηκε από τον ασηκρήτη Συμεών με 100 λίτρες χρυσού, τις οποίες μετέφερε ο ευνούχος κουβικουλάριος Ροδοφύλης για το στρατό που μαχόταν στη Σικελία64.
Τα πλοία ξεκίνησαν φορτωμένα λάφυρα και αιχμαλώτους με προορισμό την Τίπολη του Λιβάνου και ενδιάμεσους σταθμούς στη Νάξο, την Κρήτη, την Πάφο.
Κάποιοι απ’ αυτούς πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και της Αφρικής.
Κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με Άραβες αιχμαλώτους των Βυζαντινών.
Η άλωση της Θεσσαλονίκης κατέδειξε με δραματικό τρόπο την ανάγκη απελευθέρωσης της Κρήτης.
Σημειώσεις
1) Η πατρότητα του πολύ πετυχημένου αυτού χαρακτηρισμού ανήκει στον Λογγοβάρδο επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτπράνδο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη στα πλαίσια δύο διπλωματικών αποστολών, πρώτα το 948 μ.Χ. και έπειτα από μια εικοσαετία το 968 μ.Χ. Βλ. Λιουτπράνδου Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1997, σελ. 31. Για την λατινική απόδοση Αλ. Σαββίδης, Η Μακεδονική Δυναστεία στο Βυζάντιο, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ. 287. Έχει αρκετή δόση ειρωνείας το γεγονός της διάσωσης του πιο εύστοχου χαρακτηρισμού, από τον άνθρωπο που έγραψε τόσο αρνητικά και προκατειλημμένα για τον Νικηφόρο.
2) Ο Παπαρηγόπουλος αναφέρει εξαμελή αντιβασιλεία και κάποιον Γαβριηλόπουλο. Κ. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία…, τ.Δ, σελ.71.
3) Λιουτπράνδου, Ανταπόδοσις, V,21.
4) Λιουτπράνδου, Ανταπόδοσις, V,22.
5) Για την ακρίβεια ο Θεόδωρος ήταν «γυναικαδελφός» του Λέοντα Φωκά, θείου του Νικηφόρου Β’. Η μητέρα του Νικηφόρου Β’ και σύζυγος του Βάρδα Φωκά ήταν αδελφή του οσίου Μιχαήλ του Μαλεϊνού
6) Νικοδήμου (Μπιλάλη) Μοναχού Αγιορείτου, Ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης2, Αθήνα, εκδ.Παρουσία, 2000, τ.Α’, σελ.82.
7) ολοκλήρωση της αψίδας του Ιερού Βήματος
8) Το κουκούλιο αυτό ξεχώριζε, διότι ήταν χρώματος γκρι αντί μαύρου, που είναι το συνηθέστερο. Οι μοναχοί συνηθίζουν να φορούν το ράσο και το κουκούλιο της κουράς ως «εντάφια». Τα παραπάνω δείχνουν ότι ο Άγιος γνώριζε το τέλος. Νικοδήμου (Μπιλάλη), Ο Όσιος Αθανάσιος Αθωνίτης, σελ. 187, σημ.7
9) Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, 7η εκδ., Αθήνα 2001, τ. Ζ’, σελ.255.
10) Ο Bernardin Menthon ισχυρίζεται, ότι η αγορά έγινε με την ευγενική χορηγεία του Νικηφόρου Φωκά. Η ημερομηνία, όμως που δίνει (920 ή 930) δεν ταιριάζει, δεδομένου ότι ο Νικηφόρος γεννήθηκε το 912 μ.Χ. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να τον βοήθησε ο πατέρας του Φωκά, Βάρδας, ή ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Bernardin Menthon, Μοναστήρια και Άγιοι του Ολύμπου της Βιθυνίας, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θες/νίκη 1980, σελ. 291-2.
11) Η Πολεμωνιακή χώρα καθορίζονταν ως το τμήμα του ανατολικού Πόντου, μεταξύ του Θερμώδοντα ποταμού και της Τραπεζούντας.
12) Εν προκειμένω, αναφέρουμε την άποψη του καθηγητή Ν. Τωμαδάκη, ότι δεν έγινε πλήρης εξισλαμισμός της νήσου, αλλά κυρίως απώλεια εκκλησιαστικής τάξης, της οποίας έχουμε επαναφορά και ρύθμιση. Επί του θέματος βλ. Ι.Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσης, Βίος Οσίου Νίκωνος του Μετανοείται, εκδ. Τήνος, σελ. 293-297, σημ. 27-31.
13) Έδρασε στις αρχές του ΙΑ’ αιώνα, ως ερημίτης αρχικά και στην συνέχεια ιδρύοντας κοινόβιο, την Μονή Μυριοκεφάλων, στην περιοχή Μαραθοκέφαλα του Ακρωτηρίου, το 1020 μ.Χ. Θεωρείτε, κυρίως, αναδιοργανωτής του Μοναχισμού στην Κρήτη.
14) Μετά την νίκη του επί του Αλί, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της κόρης του Φατιμάχ αλ-Ζάχρα από την Αϊσέ, και την δολοφονία του αυτού στην Κούφα της Νότιας Μεσοποταμίας. Βλ. λήμμα Αλής Ε.Π.Λ.Β.Ι.Π., τομ.Α’, εκδ.Μέτρον-Ιωλκός, Αθήνα 1996, σελ.262-262.
15) Τον Μεσσιανισμό αυτό θα ενδυθούν πολλά επαναστατικά κινήματα στους κόλπους του Ισλάμ. Απότοκο του Μαχντισμού είναι και το σημαντικό κίνημα που εκδηλώθηκε στα τέλη του ΙΘ’ αιώνα στο Σουδάν και παραλίγο να καταλύσει το νεοσύστατο (τότε) Αιγυπτιακό κράτος και ν’ ακυρώσει τ’ αποικιοκρατικά σχέδια της κραταιάς (τότε) «Αγγλατέρας» στην περιοχή. Βλ. Ξενοφών Χαλάτση, Η Εξέγερση του Μαχντί, περ.Στρατιωτική Ιστορία, τευχ.78, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2003.
16) Για το πώς οι Άραβες έφθασαν στις Ηράκλειες στήλες θα μιλήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο των βυζαντινοαραβικών αντιπαραθέσεων.
17) Οι Άραβες αποκαλούσαν την Ισπανία «Vandalicia» (χώρα των Βανδάλων) και σε παραφθορά «Ανταλούς», το οποίο διατηρήθηκε στην λέξη «Ανδαλουσία» (περιοχή της Ν. Ισπανίας). Βλ. D. Nicolas, Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2007, σελ.172.
18) Το προσωνύμιο Μαρτέλλος το έλαβε από το πολεμικό του όπλο, την σφύρα (Martellus), το οποίο με αποτελεσματικότητα χειρίστηκε στο Πουατιέ. Βλ. Αλ. Σαββίδης, Ο Φράγκος Πολέμαρχος Κάρολος Μαρτέλλος και η αναχαίτηση του Ισλάμ στην Μάχη του Πουατιέ, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ.210.
19) Ηγέτης τους ο Αμπού αλ-Αμπάς (Aboû l ‘Abbas, 750-754), ανέτρεψε τον τελευταίο Ομμαϋάδη, Μαρουάν τον Β’ (Marwan, 744-750) και ίδρυσε την ομώνυμη δυναστεία βλ. Ε.Π.Λ.Β.Ι.Π. τομ.Α, σελ106.
20) Το 762 πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δαμασκό στη Βαγδάτη. Ι.τ.Ε.Ε., τομ.Η’, σελ32.
21) Αξιοσημείωτο για την περίοδο που εξετάζουμε, σε αντιδιαστολή με την τεχνηέντως δημιουργηθείσα απόσταση (αυτονομία) μεταξύ Κωνσταντινούπολης και ακριτικών περιοχών του Βυζαντίου/Ρωμανίας όπως θα δούμε παρακάτω.
22) Σύμφωνα με αυτό το θεολογικό δόγμα, το Κοράνι δημιουργήθηκε και δεν ήταν προαιώνιο, όπως ο Αλλάχ. Συνεπώς ο Χαλίφης μπορούσε να το τροποποιεί αναλόγως των περιστάσεων (κάτι ανάλογο με την σημερινή προτεσταντική πολυδιάσπαση που οφείλεται στις διαφορετικές προσωπικές ερμηνείες της Αγίας Γραφής). Εισηγητής του δόγματος υπήρξε ο αλ- Μουτασίμ (al-Mou ‘taçim, 833-842). Οι έντονες αντιδράσεις τον ανάγκασαν να μεταφέρει προσωρινά την έδρα της εξουσίας του, από τη Βαγδάτη στη Σαμάρα.
23) David Nicolas, H Εξέλιξη…, σελ. 172.
24) Βλ. σχετικά το άρθρο στην διεύθυνση http://www.impantokratoros.gr/E9F38534.el.aspx
25) Οι Φατιμίδες, δηλαδή οι απόγονοι της Φατιμά, ήταν σιϊτική ομάδα της Β. Αφρικής, που δεχόταν ως έβδομο ιμάμη τον Ισμαήλ. Εξτρεμιστική επαναστατική ομάδα ίδρυσε το 909 μ.Χ. το εμιράτο των Φατιμιδών στην Τυνησία.
26) Άξια μνείας η περίπτωση των Ναβαταίων της Πετραίας Αραβίας. Για τις επαφές τους με τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, τους Έλληνες των Επιγόνων και τους Ρωμαίους βλ. Ε. Κατζίνου, Ναβαταίοι, περ.Ιστορικά Θέματα, τευχ.66, εκδ. Περισκόπιο, Οκτώβριος 2007.
27) Άραβες συνόδευαν τον στρατό του Ιουλιανού κατά των Περσών ( Ι.τ.Ε.Ε., τ.Ζ’, σελ.65), όπως και στις επιχειρήσεις του Ιουστινιανού ( Ι.τ.Ε.Ε., τ.Ζ’, σελ.160). Την εποχή του Ηρακλείου δεν θεωρούνται αξιόπιστοι σύμμαχοι. Χαρακτηριστικά ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης αναφέρει «απιστότατον και αλλοπρόσαλον το Σαρακηνικόν φύλον»(W.Kaegi, Ηράκλειος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2007, σελ.179), γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται σε δευτερεύουσας σημασίας αποστολές.
28) Γασσανίδες Άραβες, εντεταγμένοι στο στρατό του Ηρακλείου, συλλαμβάνουν ομοεθνείς τους συμμάχους των Περσών (W.Kaegi, Ηράκλειος,σελ.189).
29) Για τις προσπάθειες του Ιουστινιανού να ελέγξει την διακίνηση σινικής μετάξας μέσω λιμανιών της Ερυθράς Θάλασσας, που βρίσκονται στην κυριότητα Ομηριτών Αράβων βλ. Ι.τ.Ε.Ε., τομ.Ζ’, σελ29. Επίσης Γ. Καρδάρας, Βυζαντινο-Περσικοί Πόλεμοι, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006, σελ.28.
30) Βλ. Αλ.Σαββίδης, Οι Βυζαντινοί απέναντι στους λαούς του ανατολικού και βαλκανικού κόσμου, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ. 171.
31) Περιγραφή των γεγονότων στον Αγ.Νικηφόρο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Σύντομος, §20. Προβληματική των γεγονότων και περιγραφή της μάχης στον W.Kaegi, Ηράκλειος,σελ.378-385.
32) Vasilliev, Ιστορία…, τομ.Α’, σελ. 264. Ακολουθεί προφανώς τον Θεοφάνη (Αγ. Θεοφάνους, Ηγουμένου του Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, μετάφραση Ανανίας Κουστένης, Αρχιμανδρίτης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, τομ.Γ’, σελ.931.) άκριτα.
33) Ι.τ.Ε.Ε, τομ. Η’, σελ. 40.Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία…, τομ. Β’, σελ. 78, όπου επικαλείται Ostrogorsky και Αμάντο. Κ. Παπαρηγόπουλος, Ιστορία…, τομ. Γ’, σελ. 229.
34) Κ.Παπαρηγόπουλος, Ιστορία…, τομ.Γ’, σελ. 276.
35) Θεοφάνους, Χρονογραφία, σελ.959.
36) Δύο είναι οι βασικές μας πηγές για την εποχή, ο όσιος Θεοφάνης, ηγούμενος της Μονής του αγρού και ομολογητής και ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο όσιος Θεοφάνης εορτάζει την 12η Μαρτίου και ο άγιος Νικηφόρος την 2α Ιουνίου.
37) ος. Θεοφάνους, Χρονογραφία, σελ.964.
38) αγ. Νικηφόρος, Ιστορία…, §34.
39) ος. Θεοφάνους, Χρονογραφία, σελ.1075.
40) Μόνο στον Καραγιαννόπουλο, Ιστορία…, τομ. Β’, σελ121. Ο Παπαρηγόπουλος καταγράφει 500,000 συνολικές απώλειες ανδρών καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας και της επιστροφής.
41) «Ο Θεός και η Παναγία Παρθένος και Θεομήτωρ φρουρούσι την πόλιν ταύτην και το των Χριστιανών βασίλειον, και ουκ έστιν εγκατάλειψις τελεία Θεού εν τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία», όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία, σελ. 1078.
42) Το απόσπασμα ελήφθη από Α. Vassiliev, Ιστορία…, τομ.Α’, σελ.295, υποσημ.14.
43) Χρησιμοποιώ τον όρο «Ρωμηός» αντί του ευρέως διαδεδομένου «Έλληνας» διότι ο δεύτερος την εποχή εκείνη είχε θρησκευτική χροιά και όχι εθνική.
44) Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, σελ.960.
45) Για το ορθό της λέξης «απελευθέρωση» και όχι «ανακατάκτηση- reconqouista» βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Ρωμηωσύνη3, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη 2002, σελ.98 και Α. Φιλιππίδης, Ρωμηωσύνη ή Βαρβαρότητα2, Ι.Μ. Γενέθλιου της Θεοτόκου, Λειβαδιά 1997, σελ.74.
46) Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία…, τ.Β’, σελ.292-3.
47) Σκυλίτζης Ι., Χρονογραφία, μετ. Διονύσιος Μούσουρας, εκδ. Μίλητος, Αθήνα χ.χ., σελ.55
48) Σκυλίτζης Ι., Χρονογραφία, σελ.56.
49) Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία…, τ.Β’, σελ 198.
50) Ι.τ.Ε.Ε, τ.Η, σελ. 54.
51) Η προέλευση του όρου στον Norwich J.J., To Βυζάντιο, τ.Β’, μετάφραση Ε. Πιερρης, Intered, Αθήνα 197, σελ. 67. Κατά Ζακυνθηνό επρόκειτο για ιδιότυπο πειρατικό κράτος, ενώ στον Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Μετ. Δετζώρτζη, εκδ. Ερμείας-Γαλαξίας, Αθήνα 1978, σελ. 169 διαβάζουμε «ορμητήριο πειρατικό». Αντίθετη άποψη διαβάζουμε σε Α. Σαββίδης, Το μουσουλμανικό Εμιράτο της Κρήτης, εν Από την Ύστερη Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα, Ηρόδοτος, Αθήνα 2006, σελ 254-255 με παραπομπές.
52) Το Α’ Κρητολογικό Συνέδριο κήρυξε έναρξη των εργασιών στις 22 Σεπτεμβρίου του 1961 στη Βασιλική του Αγ. Μάρκου. Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο Ηράκλειο με τη συμμετοχή 130 επιστημόνων. Τα πρακτικά κυκλοφόρησαν τον επόμενο χρόνο στα Κρητικά Χρονικά. Στην εργασία του G. Miles, A provicional reconstruction of the genealogy of the Arabs amirs of Crete (δεν την έχω δει) έγινε η αναφερθείσα δημοσίευση.
53) Ιωαννου Καμινιάτη, Εις την άλωσιν της Θεσσαονίκης, 70.1&2, μετ. Ευδ. Τσολάκης, εκδ.Κανάκη, Αθήνα 2000.
54) Η ονομασία Ηράκλειο δόθηκε στην πόλη από τον αρμοστή Μιχαήλ Αφεντούλη το 1822, διότι εκεί βρισκόταν η αρχαία Ηράκλεια, επίνειο της Κνωσσού.
55) Πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο από τον Άγιο Κύριλλο , επίσκοπο Γορτύνης, που μαρτύρησε επί Διοκλητιανού, κι εορτάζει την 11 Ιουνίου. Ο εδώ αναφερόμενος μάρτυς δεν είναι εγγεγραμένος στο συναξαριστή της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Τον αναφέρει ο Σκυλίτζης (σελ 58 της προαναφερθείσας έκδοσης) και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων στη Δωδεκάβιβλο (σελ.979).
56) Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία…,τ.Β’, σελ. 240.
57) Σκυλίτζης, σελ. 60.
58) Τα γεγονότα αυτά θα τα εξετάσουμε στην επόμενη εργασία μας διότι εκεί θ’ ασχοληθούμε με την πολιτική του Νικηφόρου Φωκά στη Δύση.
59) Εκτενέστερα τα γεγονότα περιγράφονται στο άρθρο του Αθ. Γκάντου, Η Καταστροφή του Αμορίου, εν Ιστορικά Θέματα, τευχ.56, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα Νοέμβριος 2006.
60) Ι. Καραγιαννόπουλου, Πηγαί Βυζαντινής Ιστορίας5, εκδ. Πουρνάρα, Θες/νίκη χ.χ.
61) Σκυλίτζης Ι., Χρονογραφία, σελ.206.
62) Παπαρηγόπουλος, Ιστορία…, τ.Δ’. σελ.67. Καμινιάτης, 18.9
63) Ι. Καμινιάτης, 16.2
64) Καμινιάτης, 59.1, Σκυλίτζης, σελ. 207. Αντίθετα ο Λέων Γραμματικός, ο συνεχιστής του Θεοφάνη
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"
https://www.impantokratoros.gr/55DEA248.el.aspx