Πώς ο φόνος δύο Τουρκοκυπρίων οδήγησε στην «πράσινη γραμμή» - προάγγελο της τουρκικής εισβολής του 1974 και στη de facto διχοτόμη...
Πώς ο φόνος δύο Τουρκοκυπρίων οδήγησε στην «πράσινη γραμμή» - προάγγελο της τουρκικής εισβολής του 1974 και στη de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου
Συμπληρώθηκαν 58 χρόνια από τα αιματηρά γεγονότα του 1963 μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που, στην συνέχεια, έφεραν πολλά δεινά στην Κύπρο με αποκορύφωμα, 11 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974, την de facto και την συνεχιζόμενη τουρκική στρατιωτική κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ήταν Σάββατο βράδυ της 20ής προς την 21η Δεκεμβρίου όταν ένας αστυνομικός έλεγχος, στην κεντρική εμπορική οδό Ερμού της Λευκωσίας είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων και την γενίκευση των συγκρούσεων σε όλη την Κύπρο με εκατοντάδες νεκρούς τους επόμενους μήνες, αγνοούμενους και την χάραξη στον χάρτη «πράσινης γραμμής», με την οποία «κόπηκε» στα δύο η κυπριακή πρωτεύουσα.
Ο πολιτικός ορίζοντας στην Κύπρο είχε αρχίσει να μαζεύει σύννεφα, από τα τέλη Νοεμβρίου, με την πρόταση του τότε προέδρου, αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', για τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ( τηρουμένων των αναλογιών τα ίδια θέματα είναι και σήμερα τα «αγκάθια» για να αρχίσουν οι συνομιλίες) ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό.
Οι τροποποιήσεις, που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν στο δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε διασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας.
Πριν ακόμα εκφράσει την άποψή της η τουρκοκυπριακή ηγεσία, έσπευσε η Τουρκική Κυβέρνηση να επιδώσει έντονο και προσβλητικό υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία», θεωρώντας τις προτάσεις,ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεση της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών,για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963.
Η Βρετανία αποδείχτηκε ότι εξαπάτησε τον Μακάριο, αφού τον ενθάρρυνε, αλλά δεν βοήθησε να συζητήσει η Άγκυρα τα «Δεκατρία Σημεία».
Τη συνταγματική κρίση διαδέχονται αιματηρές διακοινοτικές ταραχές, με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, έφθασαν, στον υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, πληροφορίες ότι επίκειται η διανομή 300 αυτόματων όπλων, από τον τουρκοκυπριακό τομέα Λευκωσίας σε Τουρκοκύπριους, εκτός της πόλης.
Οι υποψίες ενισχύθηκαν, όταν οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί πρότειναν, ως μέτρο βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων τη διενέργεια αστυνομικών ελέγχων σε αυτοκίνητα μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες.
Το Υπουργικό Συμβούλιο επέμεινε, ωστόσο, να διατηρηθούν οι μικτές περίπολοι και οι μικτοί έλεγχοι, ενώ ο διοικητής της Τ.Μ.Τ. ( παραστρατιωτική τουρκοκυπριακή οργάνωση), Μποζκούρτ, έδωσε εντολή να μην σταματούν τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα ή να αρνούνται την έρευνα της Αστυνομίας.
Έτσι, στις 21 Δεκεμβρίου 1963, Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έλεγχο από αστυνομική περίπολο, ακολούθησε συμπλοκή , κατά την οποία έχασαν την ζωή τους δύο Τουρκοκύπριοι.
Αυτή ήταν η αρχή.
Την επόμενη μέρα πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης της Λευκωσίας .
Οι εκκλήσεις του προέδρου Μακαρίου και του αντιπρόεδρου Κιουτσούκ έπεσαν στο κενό και η σύγκρουση επεκτάθηκε στη Λάρνακα.
Την επομένη επεκτάθηκαν και στην Αμμόχωστο.
Η κατάσταση κλιμακώθηκε επικίνδυνα με την ΤΟΥΡΔΥΚ-Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τη Συνθήκη Συμμαχίας- να βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συμμετέχει στις συγκρούσεις, υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το τουρκοκυπριακό χωριό Ορτάκιοϊ.
H ΕΛΔΥΚ-(Ελληνική Δύναμη Κύπρου- εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της, προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων, αλλά επιστρέφει σε αυτό, όταν ο Μακάριος αποδέχτηκε την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων, για εκτόνωση της κρίσης.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1963, η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, και η τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 ελληνοκυπρίους.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η λεγόμενη «πράσινη γραμμή», κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας, για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της.
Η οριοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής ανατέθηκε στον Βρετανό υποστράτηγο, Πίτερ Γιανγκ, ο οποίος τη χάραξε πάνω στο χάρτη με ένα πράσινο μολύβι.
Ως ειρηνευτική δύναμη παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Βρετανοί στρατιώτες των Βάσεων, αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή, που επεδίωκαν εξαρχής.
Στις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε πενταμερής συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για την εξεύρεση λύσης.
Η συνδιάσκεψη οδηγήθηκε σε αποτυχία .
Ο Κιουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι «το Σύνταγμα είναι νεκρό» και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο.
Σε συνέντευξη του στη Le Monde ήταν πιο ξεκάθαρος για τα τουρκικά σχέδια: «Θέλουμε χωριστό κράτος.
Ήδη προχωρούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουμε δική μας Αστυνομία και τηλεπικοινωνίες», δήλωσε.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με την απόφασή του αρ. 186/4-3-1964, εγκατέστησε για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη 7.000 ανδρών.
Οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963 κορυφώθηκαν στρατιωτικά, στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάμεις και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων.
Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα στην επίθεση και η αεροπορία της βομβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ, καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της σε περίπτωση εμπλοκής.
Πενήντα πέντε Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες.
.
.