Από την έλευσή τους στο νησί το καλοκαίρι του 1878 μέχρι και τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, οι Άγγλοι έμειναν το ίδιο πιστοί ...
Από την έλευσή τους στο νησί το καλοκαίρι του 1878 μέχρι και τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, οι Άγγλοι έμειναν το ίδιο πιστοί σε μια επιθυμία τους.
Μια επιθυμία που προέβαλλε ταυτόχρονα και ως «πεποίθηση», και η οποία εμφανίστηκε ξανά κυρίως από το 1974 και εντεύθεν, από ημεδαπούς και ξένους, για να φτάσει τα τελευταία χρόνια να πάρει νέα ώθηση.
Η επιθυμία-«πεποίθηση» των Άγγλων ήταν ότι οι Κύπριοι δεν ήταν Έλληνες και έπρεπε να σταματήσουν να φαντάζονται κάτι τέτοιο.
Επρόκειτο, υποτίθεται, για μια «ψευδή συνείδηση» ελληνικότητας, η οποία κατασκευάστηκε και «μετακενώθηκε» στην Κύπρο μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικισμού.
Αυτή η επιθυμία-«πεποίθηση» πήρε διάφορες μορφές και εντάσεις κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας. Άλλοτε εκδηλώθηκε περιστασιακά και μεμονωμένα, και άλλοτε συστηματικά και ως επίσημη πολιτική.
Ο στόχος για τους Άγγλους ήταν προφανής.
Αν οι Έλληνες Κύπριοι αποεθνικοποιούνταν και γίνονταν λεβαντίνοι, μια άλλη πληθυσμιακή ομάδα «μαλτέζων» στη Μεσόγειο, θα σταματούσαν να πιέζουν συνέχεια για την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, και θα μετατρέπονταν σε πιστούς και συνεργάσιμους υπηκόους της αυτοκρατορίας.
Μια πίεση που μπορούσε να οδηγήσει σε εξεγέρσεις, αλλά και τη σύμμαχό τους Ελλάδα να διεκδικήσει κάποια στιγμή το νησί.
Το γεγονός ότι αυτό το ιδεολόγημα εκδηλώθηκε από την αρχή της αγγλοκρατίας πιστοποιείται από τον Τύπο της εποχής - η πρώτη εφημερίδα εκδίδεται συμπτωματικά το 1878 - ο οποίος αναλάμβανε μαχητικά να υπερασπιστεί την ελληνική ταυτότητα των κατοίκων.
Ακόμα και ο χειρισμός της πρώτης εφημερίδας, της «Κύπρος-Cyprus» ή οι πρώτες – πρώτες κιόλας απόψεις τους για την παιδεία του τόπου είναι αποκαλυπτικές αυτού του «προτάγματος».
Έκτοτε ακολούθησαν πολλά επεισόδια.
Το αγγλικό ιδεολόγημα παρήγαγε και τη βολική εντύπωση ότι οι μεγάλες μάζες των Ελλήνων Κυπρίων, οι οποίες διαβιούσαν στην ύπαιθρο, δεν νοιάζονταν και τόσο για την Ένωση.
Αυτή ήταν υπόθεση κάποιων «αστών» εθνικιστών στις πόλεις.
Μια άποψη που υιοθετείται ακόμα και σήμερα από στρατευμένους διανοουμένους στην Κύπρο και την Ελλάδα, πρώην ή νυν αριστερούς κατά κύριο λόγο, και τώρα στην υπηρεσία του εθνομηδενισμού.
Μια εντύπωση που, και όταν ακόμα διαψευδόταν πανηγυρικά με τον πληθυσμό να διαδηλώνει μαζικά την βούλησή του για Ένωση, εντούτοις αυτή συνέχιζε να προβάλλεται.
Οι ισχυροί, όπως πάντα συνέβαινε, ως εκ της ισχύος τους, εκτός από το να κατέχουν και να κυβερνούν, έχουν και την ευχέρεια να πιστεύουν και ό,τι επιθυμούν, και αυτό δεν είναι άλλο απ’ ό,τι διευκολύνει τα συμφέροντά τους.
«Πεποιθήσεις» των οποίων η υιοθέτηση αξιώνεται, με διάφορα μέσα, από τις «καθυστερημένες» ή «παραπλανημένες» μάζες, προκείμενου να επιτευχθεί και η ιδεολογική τους κατοχή, εξέλιξη καθοριστική προκειμένου να νομιμοποιηθεί και η κατοχή του εδάφους.
Όπως αναφέρθηκε, η επιθυμία αυτή εκδηλώθηκε μέσα στις δεκαετίες της αγγλικής κατοχής με διάφορους τρόπους, μέχρι που έφτασε να συγκεκριμενοποιηθεί ως κυβερνητική πολιτική μετά την εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931 για μια σχεδόν δεκαετία.
Λίγα χρόνια προηγουμένως, οι Άγγλοι είχαν πετύχει να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό τη δημοτική εκπαίδευση και λίγο αργότερα και τη μέση, αν και όχι με τον ίδιο βαθμό επιτυχίας.
Οι αποικιοκράτες θα κάνουν μερικά βήματα πίσω με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ειδικά μετά την 28η Οκτωβρίου του 1940, οπόταν η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο.
Η διάθεσή τους για προπαγάνδα όμως, πάντα με στόχο τον αφελληνισμό των Ελλήνων, άρχισε να αναζωπυρώνεται μετά το τέλος του πολέμου, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη ένταση.
Συγκεκριμένα το 1953 ιδρύθηκε η Κρατική Υπηρεσία Ραδιοφωνίας, ενώ το 1957 εξέπεμψε και το τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Το 1954 το Γραφείο Τύπου μετατράπηκε σε απροκάλυπτο μηχανισμό προπαγάνδας, κάτι που σηματοδοτήθηκε με τον διορισμό στη θέση του διευθυντή του γνωστού λογοτέχνη/πράκτορα Lawrence Durrell.
Έτσι δεν είναι τυχαίο, που τα χαράματα της 1ης Απριλίου του 1955 κτυπήθηκαν από την ΕΟΚΑ, ανάμεσα σ’ άλλα, και σταθμοί αναμετάδοσης της συγκεκριμένης «Υπηρεσίας».
H οξυδέρκεια του Γιώργου Σεφέρη συνέλαβε το φαινόμενο σ’ όλη του την έκταση.
Μετά τη δεύτερή του επίσκεψη στο νησί το 1954, έγραψε στον Γιώργο Θεοτοκά τα ακόλουθα:
«Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις κάνουν λουλούδια του θερμοκηπίου.
Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς – Κυπρίους – όχι Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπάσταρδους […].
Το ιδεολόγημα συνεχίζεται και σήμερα, με ενσυνείδητους αλλά και αφελείς υπηρέτες του.
Με την προδιαγραφόμενη «λύση» του Κυπριακού, αναμένεται να θεριέψει για να σημάνει μια ώρα αρχύτερα το τέλος του κυπριακού Ελληνισμού.
Πηγή