Θανάσης Κ. Το άρθρο Σημίτη κατά Κώστα Καραμανλή το Σάββατο, τροφοδότησε μια δημόσια συζήτηση που είχε ανοίξει από πριν. Αν π...
Το άρθρο Σημίτη κατά Κώστα Καραμανλή το Σάββατο, τροφοδότησε μια δημόσια συζήτηση που είχε ανοίξει από πριν.
Αν πρέπει η Ελλάδα να πάει ή όχι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τα ελληνοτουρκικά στο Αιγαίο (και όχι μόνο).
Εκείνο που «συνεισέφερε» ο κύριος Σημίτης είναι την «αποκάλυψη» - που δεν ακούγεται, βέβαια, για πρώτη φορά - ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του είχαν προετοιμάσει, ήδη από τη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, ώστε να πάνε οι δύο χώρες στη Χάγη ως τέλη του 2004, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, που είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση στο μεταξύ (άνοιξη του 2004), «εγκατέλειψε» αυτό το σχέδιο, λέει, κι έτσι «χάθηκε μια ευκαιρία».
Και τώρα τα πράγματα στα ελληνοτουρκικά είναι πολύ χειρότερα για την Ελλάδα.
Μερικές μόνο παρατηρήσεις
- Πρώτον, δεν είναι σωστό να συζητούνται τέτοια θέματα δημόσια την ώρα της κρίσης – και μάλιστα με αναφορά σε ό,τι έγινε ή δεν έγινε, ή θα μπορούσε να γίνει πριν 15 ή 20 χρόνια…!
Δίνουμε την εικόνα μιας κοινωνίας σε πανικό, που η ελίτ της βλέπει την επερχόμενη καταστροφή και προσπαθεί ο ένας να ρίξει το φταίξιμο στον άλλο, γι’ αυτό που ΔΕΝ έχει συμβεί ακόμα!
Το μήνυμα που δίνουμε είναι το χειρότερο δυνατό για μας, και το πιο «ενθαρρυντικό» για την Τουρκική επιθετικότητα.
Το μήνυμα που δίνουμε είναι το χειρότερο δυνατό για μας, και το πιο «ενθαρρυντικό» για την Τουρκική επιθετικότητα.
- Δεύτερον, η πρόταση της Ελλάδας για προσφυγή στη Χάγη υπήρξε μόνιμη διακηρυγμένη πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων μετά το 1976.
Το πρόβλημα είναι ότι για να πάμε να λύσουμε τα προβλήματά μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πρέπει να συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές εκ των προτέρων! Δηλαδή να υπογράψουν αμφότερες το λεγόμενο «συνυποσχετικό».
Το οποίο θα περιλαμβάνει ποια ζητήματα ζητούν να λύσει η διαιτησία της Χάγης και με βάση πιο νομικό πλαίσιο.
Κι εδώ είναι το πραγματικό δυσεπίλυτο πρόβλημα: Δεν συμφωνούν Ελλάδα και Τουρκία μεταξύ τους ποιες είναι οι «διαφορές» τους.
Και δεν συμφωνούν σε ποια νομική βάση θα κριθούν από το Διεθνές Δικαστήριο.
Γι’ αυτούς τους δύο λόγους δεν έχει υπάρξει ακόμα, ούτε «συνυποσχετικό» ούτε προσφυγή στη Χάγη.
Το οποίο θα περιλαμβάνει ποια ζητήματα ζητούν να λύσει η διαιτησία της Χάγης και με βάση πιο νομικό πλαίσιο.
Κι εδώ είναι το πραγματικό δυσεπίλυτο πρόβλημα: Δεν συμφωνούν Ελλάδα και Τουρκία μεταξύ τους ποιες είναι οι «διαφορές» τους.
Και δεν συμφωνούν σε ποια νομική βάση θα κριθούν από το Διεθνές Δικαστήριο.
Γι’ αυτούς τους δύο λόγους δεν έχει υπάρξει ακόμα, ούτε «συνυποσχετικό» ούτε προσφυγή στη Χάγη.
- Τρίτο, μέχρι το 1997 η Ελλάδα υποστήριζε και διακήρυττε (δηλαδή όλες οι ως τότε κυβερνήσεις της, Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου, Κώστα Μητσοτάκη και ξανά Ανδρέα Παπανδρέου) ότι «μοναδική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών ήταν η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας» (βάσει του Διεθνούς Δικαίου: του 1958 αρχικά και του 1985 για το Δίκαιο της Θάλασσας στη συνέχεια).
--Η Τουρκία έθετε εμπράκτως συνεχώς νέα ζητήματα, ενώ μετά τον Ιανουάριο του 1996 και την κρίση στα Ίμια, επί Πρωθυπουργίας Σημίτη, άρχισε πλέον να «γκριζάρει» και κομμάτια του Αιγαίου.
Δηλαδή να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία πάνω σε νησιά και βραχονησίδες, για τα οποία δεν υπήρχε ως τότε καμία αμφισβήτηση (ούτε από την ίδια την Τουρκία).
--Έτσι τον Ιούλιο του 1997 (ενάμιση χρόνο μετά τα Ίμια) η Ελλάδα με κυβέρνηση Σημίτη και η Τουρκία υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μαδρίτης όπου η Ελλάδα αναγνώριζε μη κατονομαζόμενα «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα» της Τουρκίας!
Δηλαδή να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία πάνω σε νησιά και βραχονησίδες, για τα οποία δεν υπήρχε ως τότε καμία αμφισβήτηση (ούτε από την ίδια την Τουρκία).
--Έτσι τον Ιούλιο του 1997 (ενάμιση χρόνο μετά τα Ίμια) η Ελλάδα με κυβέρνηση Σημίτη και η Τουρκία υπέγραψαν τη Συμφωνία της Μαδρίτης όπου η Ελλάδα αναγνώριζε μη κατονομαζόμενα «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα» της Τουρκίας!
Αυτό υπήρξε μια πρώτη υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας: Αναγνώριζε πράγματα πολύ πέρα από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας!
--Το Δεκέμβριο του 1999, δυόμιση χρόνια μετά τη Μαδρίτη, Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν νέα συμφωνία όπου δεσμεύονταν, αν δεν είχαν λύσει τις διαφορές τους ως τα τέλη του 2005 να προσέφευγαν και οι δύο στο Δικαστήριο της Χάγης ώστε να υπάρξει επιδιαιτησία και ύστερα να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση…
Αυτό επικαλείται σήμερα ο κ. Σημίτης…
--Το Δεκέμβριο του 1999, δυόμιση χρόνια μετά τη Μαδρίτη, Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν νέα συμφωνία όπου δεσμεύονταν, αν δεν είχαν λύσει τις διαφορές τους ως τα τέλη του 2005 να προσέφευγαν και οι δύο στο Δικαστήριο της Χάγης ώστε να υπάρξει επιδιαιτησία και ύστερα να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση…
Αυτό επικαλείται σήμερα ο κ. Σημίτης…
- Τέταρτο, η δέσμευση αυτή, ωστόσο, ήταν, όπως αποδείχθηκε μάλλον θεωρητική – και πάντως καθόλου… «δεσμευτική»! Δεν προβλεπόταν καμία «ποινική ρήτρα» σε βάρος της χώρας, που τελικά θα αρνιόταν να υπογράψει «συνυποσχετικό». Άρα ήταν μια «χαλαρή» διακήρυξη προθέσεων. Τίποτε άλλο…
Οι διαφορές των δυο χωρών συζητήθηκαν μεταξύ τους ενδελεχώς κατά τη διάρκεια των λεγομένων «διερευνητικών συνομιλιών», και οι διαφωνίες παρέμεναν:
--Η Τουρκία ουσιαστικά ήθελε να μοιραστεί το Αιγαίο με βάση την αρχή της «ευθυδικίας», δηλαδή περίπου τη μέση απόσταση μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και των μικρασιατικών παραλίων.
Η βασική τουρκική θέση εξακολουθούσε να είναι πως «τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα»!
--Η Ελλάδα υποστήριζε το αντίθετο, όπως προβλέπει και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που υπεγράφη ήδη από το 1985 και το 1995 είχε γίνει «εθιμικό».
Όμως η Τουρκία δεν το είχε υπογράψει, δεν το αποδεχόταν ως βάση επίλυσης της διαφοράς - και χωρίς το συνυποσχετικό της Τουρκίας δεν μπορούσαν να λυθούν οι διαφορές μεταξύ τους βάσει του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας.
Ουσιαστικά το πρόβλημα παρέμενε…
--Η Τουρκία ουσιαστικά ήθελε να μοιραστεί το Αιγαίο με βάση την αρχή της «ευθυδικίας», δηλαδή περίπου τη μέση απόσταση μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και των μικρασιατικών παραλίων.
Η βασική τουρκική θέση εξακολουθούσε να είναι πως «τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα»!
--Η Ελλάδα υποστήριζε το αντίθετο, όπως προβλέπει και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που υπεγράφη ήδη από το 1985 και το 1995 είχε γίνει «εθιμικό».
Όμως η Τουρκία δεν το είχε υπογράψει, δεν το αποδεχόταν ως βάση επίλυσης της διαφοράς - και χωρίς το συνυποσχετικό της Τουρκίας δεν μπορούσαν να λυθούν οι διαφορές μεταξύ τους βάσει του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας.
Ουσιαστικά το πρόβλημα παρέμενε…
- Πέμπτο, για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται: αν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποφάσιζε με την αρχή της «ευθυδικίας» (όπως επέμενε πάντα η Τουρκία) χοντρικά θα μοίραζε τα Αιγαίο 50%-50% (αφού τα νησιά δεν θα είχαν υφαλοκρηπίδα κατά τον πάγιο ισχυρισμό των Τούρκων).
Αν αντίθετα αποφάσιζε με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας πλήρως και κατά γράμμα, τότε θα μοίραζε το Αιγαίο χοντρικά 87% υπέρ της Ελλάδας και 13% υπέρ της Τουρκίας.
Η διαφορά ήταν κολοσσιαία!
Στο μεταξύ όμως, συζητήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια όλες οι πιθανές «ενδιάμεσες τεχνικές φόρμουλες» που θα επέτρεπαν να υπάρξει διαιτησία του διεθνούς Δικαστηρίου που θα έδινε στην Τουρκία παραπάνω απ’ όσο της αντιστοιχούσε, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο η ίδια ζητούσε: κάπου ανάμεσα στο 15-25% του Αιγαίου.
Οι «φόρμουλες» αυτές που είχαν πέσει στο τραπέζι πριν το 2003, αφορούσαν να υπάρξουν «γραμμές βάσης», να γίνει αποδεκτή «μειωμένη επήρεια», για κάποια μικρά ελληνικά νησιά του Αιγαίου, και «μηδενική» για τις βραχονησίδες, «αποφυγή εγκλωβισμού» κατοικημένων ελληνικών νησιών σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, μερική εφαρμογή της «ευθυδικίας» με βάση τα εκατέρωθεν παράλια, άλλες φορές συνυπολογίζοντας τις ακτές των μεγάλων ελληνικών νησιών κι άλλοτε όχι, κλπ.
Το συμπέρασμα όλων αυτών των «ασκήσεων» ήταν ότι μπορούσε να υπάρξει μια «μικτή» φόρμουλα προσφυγής (εν μέρει αποδοχής ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως θεμελιώνει το Δίκαιο της Θάλασσας, εν μέρει ότι η υφαλοκρηπίδα τους είναι μερικώς η καθολικώς μειωμένη, λόγω καθεστώτος ημίκλειστης θάλασσας κλπ. κλπ.).
Οπότε ο τελικός «διακανονισμός» θα ήταν τελικά εκεί γύρω στο 20-25% για την Τουρκία και το υπόλοιπο για την Ελλάδα.
Η διαφορά ήταν κολοσσιαία!
Στο μεταξύ όμως, συζητήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια όλες οι πιθανές «ενδιάμεσες τεχνικές φόρμουλες» που θα επέτρεπαν να υπάρξει διαιτησία του διεθνούς Δικαστηρίου που θα έδινε στην Τουρκία παραπάνω απ’ όσο της αντιστοιχούσε, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο η ίδια ζητούσε: κάπου ανάμεσα στο 15-25% του Αιγαίου.
Οι «φόρμουλες» αυτές που είχαν πέσει στο τραπέζι πριν το 2003, αφορούσαν να υπάρξουν «γραμμές βάσης», να γίνει αποδεκτή «μειωμένη επήρεια», για κάποια μικρά ελληνικά νησιά του Αιγαίου, και «μηδενική» για τις βραχονησίδες, «αποφυγή εγκλωβισμού» κατοικημένων ελληνικών νησιών σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, μερική εφαρμογή της «ευθυδικίας» με βάση τα εκατέρωθεν παράλια, άλλες φορές συνυπολογίζοντας τις ακτές των μεγάλων ελληνικών νησιών κι άλλοτε όχι, κλπ.
Το συμπέρασμα όλων αυτών των «ασκήσεων» ήταν ότι μπορούσε να υπάρξει μια «μικτή» φόρμουλα προσφυγής (εν μέρει αποδοχής ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως θεμελιώνει το Δίκαιο της Θάλασσας, εν μέρει ότι η υφαλοκρηπίδα τους είναι μερικώς η καθολικώς μειωμένη, λόγω καθεστώτος ημίκλειστης θάλασσας κλπ. κλπ.).
Οπότε ο τελικός «διακανονισμός» θα ήταν τελικά εκεί γύρω στο 20-25% για την Τουρκία και το υπόλοιπο για την Ελλάδα.
- Έκτον, αυτή η ενδιάμεση – «υβριδική» - βάση συζήτησης είχε αρχίσει να κατασταλάζει στις αρχές του 2003. Και τότε κάποιοι πίστεψαν ή νόμισαν ότι «είχε βρεθεί συμφωνία για συνυποσχετικό» μεταξύ των δύο χωρών, για προσφυγή στη Χάγη.
Αλλά αυτό δεν υπήρξε ποτέ!
Διότι στο μεταξύ άλλαξαν τα πάντα:
--Η Συμφωνία του Ελσίνκι υπογράφηκε το 1999, επί Πρωθυπουργίας Ετσεβίτ του τελευταίου Κεμαλιστή πρωθυπουργού.
--Το 2002 κέρδισε τις εκλογές ο Ερντογάν, για πρώτη φορά και ανέλαβε μεταβατικός Πρωθυπουργός ο Γκιούλ, ως το Μάρτιο του 2003.
--Το Μάρτιο του 2003 ανέλαβε για πρώτη φορά ο Ερντογάν (με τη χώρα να βρίσκεται τότε σε αυστηρό πρόγραμμα του ΔΝΤ).
Αυτό ήταν ήδη καθεστωτική αλλαγή για την Τουρκία. Ο Ερντογάν άρχισε να ξηλώνει συστηματικά την κυριαρχία των Κεμαλιστών, οι οποίοι αρχικά του είχαν απαγορεύσει να γίνει Πρωθυπουργός (και πριν κάποια χρόνια τον είχαν φυλακίσει).
Ο Ερντογάν είχε για αρκετό καιρό προτεραιότητά του να διαλύσει όλα τα ερείσματα εξουσίας των «κοσμικών» Κεμαλιστών - ιδιαίτερα στο στρατό.
Δεν ήθελε ιδιαίτερες κόντρες με την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω και από πάγιες αξιώσεις της Τουρκίας!
Οι Κεμαλιστές θα τον κατηγορούσαν ότι έκανε «υποχωρήσεις» και πήρε «λιγότερα» απ’ όσα διεκδικούσαν οι ίδιοι. Κι ας επρόκειτο για «υποχωρήσεις» που είχαν δρομολογηθεί από το Κεμαλικό καθεστώς.
Έτσι στα τέλη του 2003 η τουρκική διπλωματία διεμήνυσε ότι δεν ήταν έτοιμη να υπογράψει συνυποσχετικό γιατί ήταν αβέβαιο ακόμα τι θα γίνει και στην Ελλάδα (επρόκειτο να διεξαχθούν εκλογές την άνοιξη του 2004), αλλά και με της Κύπρο (επρόκειτο να δοθεί η λύση του περιβόητου Σχεδίου Ανάν).
Έτσι το συνυποσχετικό πάγωσε αρχικά στα τέλη του 2003 (ένα χρόνο νωρίτερα πριν λήξει η προθεσμία που είχε θέσει το Ελσίνκι), με πρωτοβουλία και ευθύνη της Άγκυρας…
Διότι στο μεταξύ άλλαξαν τα πάντα:
--Η Συμφωνία του Ελσίνκι υπογράφηκε το 1999, επί Πρωθυπουργίας Ετσεβίτ του τελευταίου Κεμαλιστή πρωθυπουργού.
--Το 2002 κέρδισε τις εκλογές ο Ερντογάν, για πρώτη φορά και ανέλαβε μεταβατικός Πρωθυπουργός ο Γκιούλ, ως το Μάρτιο του 2003.
--Το Μάρτιο του 2003 ανέλαβε για πρώτη φορά ο Ερντογάν (με τη χώρα να βρίσκεται τότε σε αυστηρό πρόγραμμα του ΔΝΤ).
Αυτό ήταν ήδη καθεστωτική αλλαγή για την Τουρκία. Ο Ερντογάν άρχισε να ξηλώνει συστηματικά την κυριαρχία των Κεμαλιστών, οι οποίοι αρχικά του είχαν απαγορεύσει να γίνει Πρωθυπουργός (και πριν κάποια χρόνια τον είχαν φυλακίσει).
Ο Ερντογάν είχε για αρκετό καιρό προτεραιότητά του να διαλύσει όλα τα ερείσματα εξουσίας των «κοσμικών» Κεμαλιστών - ιδιαίτερα στο στρατό.
Δεν ήθελε ιδιαίτερες κόντρες με την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω και από πάγιες αξιώσεις της Τουρκίας!
Οι Κεμαλιστές θα τον κατηγορούσαν ότι έκανε «υποχωρήσεις» και πήρε «λιγότερα» απ’ όσα διεκδικούσαν οι ίδιοι. Κι ας επρόκειτο για «υποχωρήσεις» που είχαν δρομολογηθεί από το Κεμαλικό καθεστώς.
Έτσι στα τέλη του 2003 η τουρκική διπλωματία διεμήνυσε ότι δεν ήταν έτοιμη να υπογράψει συνυποσχετικό γιατί ήταν αβέβαιο ακόμα τι θα γίνει και στην Ελλάδα (επρόκειτο να διεξαχθούν εκλογές την άνοιξη του 2004), αλλά και με της Κύπρο (επρόκειτο να δοθεί η λύση του περιβόητου Σχεδίου Ανάν).
Έτσι το συνυποσχετικό πάγωσε αρχικά στα τέλη του 2003 (ένα χρόνο νωρίτερα πριν λήξει η προθεσμία που είχε θέσει το Ελσίνκι), με πρωτοβουλία και ευθύνη της Άγκυρας…
- Έβδομο: στο μεταξύ την άνοιξη του 2014 έγιναν εκλογές στην Ελλάδα, η νέα κυβέρνηση Καραμανλή δεν στήριξε τη λύση του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο, ο Πρόεδρος της Κύπρου το απέρριψε και ο Κυπριακός Ελληνισμός το κατεψήφισε πανηγυρικά (με ποσοστό 76%)! Ευτυχώς…
Αλλά το Σχέδιο Ανάν – που καθιστούσε την Κύπρο οιωνεί προτεκτοράτο της Τουρκίας και διέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία – ήταν τμήμα του συνολικού πακέτου για τα ελληνοτουρκικά:
Ολόκληρο το πακέτο ήταν προσφυγή στη Χάγη ΚΑΙ επιβολή του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο!
Οι Κεμαλιστές είχαν συμβιβαστεί υποτίθεται να πάρουν κάτι λιγότερα (απ’ όσα διεκδικούσαν στο Αιγαίο) για να κερδίσουν τον πλήρη έλεγχο της «ενωμένης» (και «υποταγμένης» πλέον συνολικά) Κύπρου.
Δεν βγήκε το δεύτερο, οπότε δεν υπήρχε καμία συζήτηση για το πρώτο.
Τελικά το Δεκέμβριο του 2004 καμία από τις δύο χώρες δεν ήταν έτοιμη να υπογράψει συνυποσχετικό: Η Τουρκία ούτε το συζητούσε πια, γιατί είχε ήδη υποστεί ένα κόλαφο: την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη, χωρίς να έχει «λυθεί» το πρόβλημα, δηλαδή χωρίς να έχουν νομιμοποιηθεί τα τετελεσμένα της εισβολής της το 1973.
Και η Ελλάδα, γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπογράψει συνυποσχετικό, όταν η Τουρκία το αρνιόταν πλήρως.
--Η πρώτη πραγματική αιτία που δεν έγινε τότε προσφυγή στη Χάγη, είναι γιατί ματαιώθηκε στο μεταξύ το Σχέδιο Ανάν που έθετε την Κύπρο υπό μόνιμη (και νόμιμη) ομηρεία της Τουρκίας!
--Η δεύτερη αιτία ήταν, διότι η τουρκική ένταξη στην ΕΕ δεν επρόκειτο να είναι μέσο για την «εξημέρωση της Τουρκίας», όπως πίστευε τότε ο κ. Σημίτης και πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής ελίτ.
--Η Τουρκία δεν είχε καμία διάθεση να «εξημερωθεί».
--Και η Ευρώπη δεν είχε καμία δυνατότητα να την «εξημερώσει»!
Πολύ περισσότερο που, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, η Ευρώπη ΔΕΝ ήθελε την Τουρκία ως πλήρες μέλος πλέον…
Ήδη το 2004 κυριάρχησαν στο Ευρωκοινοβούλιο (και τα επόμενα χρόνια στις περισσότερες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) Χριστανοδημοκρατικές κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς που ΔΕΝ επιθυμούσαν πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Επομένως, χώρια που δεν υπήρχε το «μαστίγιο» της Ευρώπης, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα ούτε το «καρότο» (για την «εξημέρωση» της Τουρκίας).
Ο κ. Σημίτης που συνέβαλε (μαζί με τον Γιάννο Κρανιδιώτη) στην Κυπριακή ένταξη (κι αυτό το πιστώνεται, ασφαλώς), είχε ωστόσο στο μυαλό του ταυτόχρονα την επιβολή του Σχεδίου Ανάν (το οποίο, βεβαίως το χρεώνεται).
Δεν συνέβη το δεύτερο, πέρασε το πρώτο, αλλά όλα τα υπόλοιπα ανακόπηκαν και εκτροχιάστηκαν.
Όχι γιατί οι επόμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας τα «εγκατέλειψαν» ή έχασαν κάποια «ευκαιρία».
Αλλά απλούστατα γιατί δεν υπήρξε καμία ευκαιρία!
Η Ευρώπη ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να «εξημερώσει» την Τουρκία…
Ήταν μια στρατηγική περισσότερο «ευχολόγιο» και «ευσεβής πόθος», παρά «ρεαλιστική».
Και στο μεταξύ δεν υπήρξε άλλη στρατηγική για μας.
Ενώ η Τουρκία επανήλθε στην επιθετική στρατηγική της «αναθεωρητικής χώρας».
Κι αυτό πληρώνουμε σήμερα: Ότι δεν έχουμε στρατηγική για να εξουδετερώσουμε την τουρκική επιθετικότητα!
Όχι ότι πριν 15 χρόνια χάσαμε δήθεν, μιαν ευκαιρία» που υπήρχε μόνο στην φαντασία κάποιων (και διαψεύστηκε πανηγυρικά στη συνέχεια).
Ολόκληρο το πακέτο ήταν προσφυγή στη Χάγη ΚΑΙ επιβολή του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο!
Οι Κεμαλιστές είχαν συμβιβαστεί υποτίθεται να πάρουν κάτι λιγότερα (απ’ όσα διεκδικούσαν στο Αιγαίο) για να κερδίσουν τον πλήρη έλεγχο της «ενωμένης» (και «υποταγμένης» πλέον συνολικά) Κύπρου.
Δεν βγήκε το δεύτερο, οπότε δεν υπήρχε καμία συζήτηση για το πρώτο.
Τελικά το Δεκέμβριο του 2004 καμία από τις δύο χώρες δεν ήταν έτοιμη να υπογράψει συνυποσχετικό: Η Τουρκία ούτε το συζητούσε πια, γιατί είχε ήδη υποστεί ένα κόλαφο: την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη, χωρίς να έχει «λυθεί» το πρόβλημα, δηλαδή χωρίς να έχουν νομιμοποιηθεί τα τετελεσμένα της εισβολής της το 1973.
Και η Ελλάδα, γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπογράψει συνυποσχετικό, όταν η Τουρκία το αρνιόταν πλήρως.
--Η πρώτη πραγματική αιτία που δεν έγινε τότε προσφυγή στη Χάγη, είναι γιατί ματαιώθηκε στο μεταξύ το Σχέδιο Ανάν που έθετε την Κύπρο υπό μόνιμη (και νόμιμη) ομηρεία της Τουρκίας!
--Η δεύτερη αιτία ήταν, διότι η τουρκική ένταξη στην ΕΕ δεν επρόκειτο να είναι μέσο για την «εξημέρωση της Τουρκίας», όπως πίστευε τότε ο κ. Σημίτης και πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής ελίτ.
--Η Τουρκία δεν είχε καμία διάθεση να «εξημερωθεί».
--Και η Ευρώπη δεν είχε καμία δυνατότητα να την «εξημερώσει»!
Πολύ περισσότερο που, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, η Ευρώπη ΔΕΝ ήθελε την Τουρκία ως πλήρες μέλος πλέον…
Ήδη το 2004 κυριάρχησαν στο Ευρωκοινοβούλιο (και τα επόμενα χρόνια στις περισσότερες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) Χριστανοδημοκρατικές κυβερνήσεις της κεντροδεξιάς που ΔΕΝ επιθυμούσαν πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Επομένως, χώρια που δεν υπήρχε το «μαστίγιο» της Ευρώπης, δεν υπήρχε στην πραγματικότητα ούτε το «καρότο» (για την «εξημέρωση» της Τουρκίας).
Ο κ. Σημίτης που συνέβαλε (μαζί με τον Γιάννο Κρανιδιώτη) στην Κυπριακή ένταξη (κι αυτό το πιστώνεται, ασφαλώς), είχε ωστόσο στο μυαλό του ταυτόχρονα την επιβολή του Σχεδίου Ανάν (το οποίο, βεβαίως το χρεώνεται).
Δεν συνέβη το δεύτερο, πέρασε το πρώτο, αλλά όλα τα υπόλοιπα ανακόπηκαν και εκτροχιάστηκαν.
Όχι γιατί οι επόμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας τα «εγκατέλειψαν» ή έχασαν κάποια «ευκαιρία».
Αλλά απλούστατα γιατί δεν υπήρξε καμία ευκαιρία!
Η Ευρώπη ούτε ήθελε ούτε μπορούσε να «εξημερώσει» την Τουρκία…
Ήταν μια στρατηγική περισσότερο «ευχολόγιο» και «ευσεβής πόθος», παρά «ρεαλιστική».
Και στο μεταξύ δεν υπήρξε άλλη στρατηγική για μας.
Ενώ η Τουρκία επανήλθε στην επιθετική στρατηγική της «αναθεωρητικής χώρας».
Κι αυτό πληρώνουμε σήμερα: Ότι δεν έχουμε στρατηγική για να εξουδετερώσουμε την τουρκική επιθετικότητα!
Όχι ότι πριν 15 χρόνια χάσαμε δήθεν, μιαν ευκαιρία» που υπήρχε μόνο στην φαντασία κάποιων (και διαψεύστηκε πανηγυρικά στη συνέχεια).