Ἕνα πρωῒ σηκώθηκε ὁ Άλέξης μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ διαβάση Πλάτωνα. Πῆρε τὴν παλιὰ μεγάλη στερεότυπη ἔκδοση ποῦ εἶχε καὶ τὴν ἄνοι...
Ἕνα πρωῒ σηκώθηκε ὁ Άλέξης μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ διαβάση Πλάτωνα.
Πῆρε τὴν παλιὰ μεγάλη στερεότυπη ἔκδοση ποῦ εἶχε καὶ τὴν ἄνοιξε στὸ «Συμπόσιο».
Μόλις ὅμως ἄρχιζε νὰ διαβάζη, τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ πῶς σ’ ἕνα χωριὸ τοῦ κάμπου εἶχαν σφάξει δυὸ μέρες πρὶν οἱ Βούλγαροι ἕναν ἀντρειωμένο προεστό, κ’ ἔπρεπε νὰ μπῆ στὴ θέση του κάποιος καλός, ποῦ ν’ ἀντιστέκεται καὶ αὐτὸς στοὺς Βουλγάρους.
Χωρὶς δισταγμὸ ἄφησε τὸν Πλάτωνα καὶ βγῆκε νὰ τελειώση αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τοῦ Προφήτη Ἠλία ἦταν ἡ μέρα ποῦ εἶχε ὁρίσει τὸ κομιτάτο γιὰ τὸ σηκωμό.
Οἱ Βουλγάρες δασκάλισσες τοῦ Περλεπὲ ἔρραψαν μιὰ σημαία καὶ κέντησαν ἐπάνω μὲ χρυσὰ γράμματα τὰ ὀνόματα ἕνδεκα πολιτειῶν τῆς Μακεδονίας ποῦ σκόπευαν νά τὶς πάρουν οἱ Βούλγαροι.
Τὴ νύχτα ἔφεγγαν μεγάλες φωτιὲς γύρω στὸ Μοναστῆρι καὶ σ’ ὅλο τὸν κάμπο, καὶ ἀχολογοῦσαν βρόντοι τουφεκιῶν καὶ ἄλλες ταραχές.
Τὸ ἄλλο πρωῒ βρέθηκαν στὴν περιφέρεια ἐκείνη πολλὰ τηλεγραφικὰ σύρματα κομένα, παλούκια γκρεμισμένα, γεφύρια τοῦ σιδηροδρόμου καὶ σίδερα βλαμένα ἀπὸ δυναμίτη, καὶ σπίτια, πύργοι, μύλοι καὶ χάνια Τούρκων καὶ Ἑλλήνων καμένα καὶ πεσμένα.
Θημωνιὲς ἀκόμη κάπνιζαν τὸ πρωῒ κάτω στὸν κάμπο.
Ἀγωγιάτες ποῦ ἔρχουνταν ἀπὸ τὸν Περλεπὲ ἔλεγαν πῶς οἱ Βούλγαροι μπῆκαν στὸ Κρούσοβο καὶ οἱ στρατιῶτες ποῦ ἦταν μέσα ἔφυγαν.
Ἄλλοι Βούλγαροι πέρασαν νύχτα ἀπὸ τὴ Ῥέσνα, καὶ μὲ τὶς ἄγριες φωνές τους, ῥίχνοντας καὶ δυναμίτες, τρόμαξαν τὸ στρατὸ καὶ τοὺς κατοίκους.
Σὲ χωριὰ μπῆκαν ἄλλοι καὶ ἀνάγκασαν τοὺς χωριανοὺς νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν μὲ τὰ γυναικόπαιδα.
Σ’ ἄλλα χωριὰ ἔσφαξαν ἀνθρώπους γιατὶ τοὺς ἦταν ἐμπόδιο στὰ σχέδιά τους.
Ἔτρεχαν ἄνω καὶ κάτω συμμορίες καὶ παραζάλιζαν τοὺς Τούρκους.
Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ἔθνη τοῦ Αἵμου, καὶ οἱ Εὐρωπαῖοι χώνονται στὴ Μακεδονία.
Σὲ ξένη ἀχυρώνα τί θέλουν πάλε τοῦτοι;
Πειράζει κάθε Μακεδόνα μορφωμένον ἡ ἰδέα πῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες φαντάζονται τὴ Μακεδονία οἱ ξένοι.
Ζηλεύουν οἱ Μακεδόνες τὴν πατρίδα τους καὶ δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ πέφτουν ξένων ματιὲς ἐπάνω της.
Περηφανεύονται γιὰ τὴν πατρίδα τους καί, ἐπειδὴ φοβοῦνται μὴν τὴν κακολογήση κανείς, δὲν παραδέχονται νὰ ἀκουσθῆ γι’ αὐτὴν ὁμιλία ἀπὸ ξένου στόμα βγαλμένη.
Οἱ ξένοι ὡς τόσο ἔχουν βαλμένους προξένους στὴ Μακεδονία· οἱ Ίταλοί, γιὰ νὰ χωθοῦν εὐκολώτερα στὴν Ἤπειρο καὶ στὴν Άλβανία, οἱ Γάλλοι, γιὰ νὰ φυλάξουν τὰ ἀπομεινάρια μιᾶς παλιᾶς ἐπιρροῆς καὶ γιὰ νὰ προστατεύουν τὴν παπικὴ προπαγάντα ποῦ τὴν κυνηγοῦν μεσ’ στὴ Γαλλία, οἱ Ἄγγλοι, γιὰ νὰ ἐπιβλέπουν Ῥώσσους καὶ Αὐστριακοὺς καὶ νὰ προστατεύουν προτεσταντικὲς ἀμερικανο−ἀγγλικὲς βιβλικὲς ἑταιρίες, οἱ Αὐστριακοί, γιὰ τὰ γερμανο− ἑβραϊκὰ συμφέροντα, γιὰ τὴν Άλβανία, γιὰ τὸ φέλιασμα τῶν λαῶν μὲ κοσμοπολίτικο βοτάνι ὡς ποῦ νὰ ἰσοπεδωθοῦν ὁλότελα, καὶ τέλος γιὰ τὸ δικό τους τὸ ξάπλωμα σὲ τόπους ποῦ δὲν εἶνε δικοί τους, καὶ οἱ Ῥώσσοι, γιὰ νὰ καταφέρουν τὴν Μίαν Ἁγίαν καὶ Πανσλαυϊκὴν Ὀρθοδοξίαν.
Γιὰ σκοποὺς ἀντίθετους οἱ Αὐστριακοὶ μὲ τοὺς Ῥώσσους ἔχουν τρυφερώτατη λυκοφιλία καὶ κεῖνον τὸν καιρὸ ποῦ νύχτα μέρα προσπαθοῦσαν τάχα νὰ μεταρρυθμίσουν τὴ Μακεδονία − γιὰ τo καλὸ βέβαια τῆς Τουρκίας − ἔβαζαν ξεχωριστὰ καὶ οἱ δυὸ φυτίλια στοὺς Βουλγάρους.
Οἱ Τούρκοι ἦταν καταγαναχτισμένοι μὲ τοὺς δυὸ καλούς των φίλους, ποῦ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοὺς μπαλόνουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς σκάβουν τὸ λάκκο.
Ποιὸς σπρώχνει ἀδιάκοπα ἢ ἀφίνει τοὺς Βουλγάρους, ἔλεγαν, νὰ ῥίχνουν δυναμίτες στὴ Θεσσαλονίκη, νὰ σφάζουν κόσμο, καὶ νὰ ἀναστατόνουν τὸν τόπο;
Ποιὸς γυρεύει ἀπὸ τὸ Σουλτάνο ἀμνηστίες γιὰ τοὺς Βουλγάρους;
Ὅμως παντοῦ, μπροστὰ στὸν κάθε ξένο, σ’ ὅλους ἀντίκρυ, ξεμυτίζουν Ἕλληνες.
Ἕλληνες στοὺς Γερμανο − Ἑβραίους, Ἕλληνες στοὺς Ῥώσσους καὶ Αὐστριακούς, Ἕλληνες στοὺς Παπιστάνους καὶ στοὺς Προτεστάντες, Ἕλληνες στοὺς Ίταλούς, Ἕλληνες καὶ στοὺς Βουλγάρους.
Ἕλληνες στὴ μυτη ὅλων, πῶς νὰ μὴν τοὺς σιχαθοῦν;
Πόσοι Μακεδόνες παρηγορήθηκαν γιὰ τὸν κατατρεγμό ποῦ ἀπ’ ὅλους παθαίνουν, μὲ τὴν ἰδέα τούτη, πῶς· «Πρέπει νὰ εἶνε μεγάλο τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ τὸ κατατρέχουν ὅλοι».
Φτωχὴ παρηγοριά, μὰ διώχνει, τὴν παγωμένη τὴν ἀπελπισία!
Εὐλογημένη παρηγοριὰ ποῦ δυναμόνει ὅσους εἶνε ἀδύνατοι!
Οἱ Τούρκοι ἦταν θυμωμένοι μὲ τὸ Ῥῶσσο πρόξενο ποῦ φανερὰ παραστέκουνταν στοὺς Βουλγάρους καὶ τοὺς συμβούλευε· ἦταν καὶ πειραγμένοι ποῦ δὲν τοὺς φέρνουνταν καλά, αὐτούς.
Δυὸ μῆνες πρὶν εἶχε χτυπήσει ἕναν Ἀρβανίτη χωροφύλακα ποῦ δὲν τὸν ἐχαιρέτησε ὅταν περνοῦσε. Οἱ Άρβανίτες ἀπὸ τότε γύρευαν ἐκδίκηση.
Μετὰ τοῦ Προφήτη Ήλία οἱ Άρβανίτες ἐρεθίσθηκαν ἄκομα περισσότερο.
Κατεβαίνοντας μιὰ μέρα μὲ τ’ ἁμάξι ἀπὸ τὸ Μπούκοβο στὸ Μοναστῆρι, πέρασε ἀπὸ ἕνα φυλακεῖο, καὶ οἱ Ἀρβανίτες δὲν τὸν ἐχαιρέτησαν· κατέβηκε ὁρμητικὰ καὶ πῆγε νὰ ἁρπάξη ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἕναν ἀπ’ αὐτούς, ἀλλὰ κείνη τὴ στιγμὴ δυὸ βόλια τὸν πῆραν κ’ ἔπεσε κατὰ γῆς νεκρός.
Τὰ ἄλογα τρόμαξαν, πῆραν δρόμο καὶ χύμιξαν τρελλὰ μεσ’ στὸ Μοναστῆρι.
Οἱ χριστιανοὶ ἀναστατώθηκαν· τρομάρα τοὺς πῆρε· ἔτρεξαν, κλείσθηκαν στὰ σπίτια τους φοβούμενοι καμμιὰ σφαγή.
Ἀλλὰ οἱ Τούρκοι προφυλάχθηκαν.
Τὴν ἡμερα ἐκείνη ἦταν ζεστὴ πύρινη καὶ βαρὺ συννεφόκαμα ποῦ δὲν ξέσπασε σὲ καμμιὰ βροχὴ δυνατὴ νὰ μυρίση ἡ διψασμένη γῆς.
Ὁ Ἀλέξης ἔκαιε ὅλος ἀπὸ ζωὴ· ὅσα ἐνοιωθε ὅλη τὴν ἡμέρα ποῦ εἶχε περάσει, ἦτανε σὰν ὅλο τὸν πόνο τοῦ κόσμου βαθειά, σκληρὰ καὶ ἄδροσα− ὅμως ἦταν ἥσυχος, σὰ νὰ μὴν πονοῦσε, γιατὶ ἔβλεπε πῶς ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ ζωή.
Σχεδὸν ντρέπουνταν ποῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπελπισθῆ καὶ νὰ νοιώση περισσότερα, κείνη τὴν ἡμέρα ποῦ σκότωναν, ἔκαιαν καὶ ῥήμαζαν γύρω του, καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἄλλων ἔτριζε βαρειὰ σὰν τὰ τριξίματα τῶν φορτωμένων ἀραμπάδων.
Μὰ δὲν μποροῦσε περισότερα νὰ νοιώση καὶ ἡ γνώση αὐτὴ τῆς ἀδυναμίας του−ἐπειδὴ ἦταν γνώση−τὸν εὐχαριστοῦσε, καὶ σὰ νὰ χαίρουνταν ποῦ ἔβλεπε πῶς ἡ ζωὴ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὅπως εἶνε, καί πῶς δὲν ἄξιζε γιὰ περισπότερον πόνο, ἀφοῦ εἶνε ζωὴ δική μας.
Ἔνοιωθε τὴ ζωὴ τῶν ζωντανῶν πραγμάτων καὶ ὅλων τῶν καιρῶν, καὶ τοῦ φαίνουνταν σὰν κάτι ποῦ θὰ περνοῦσε, ὅλο· συνταράζουνταν μόνο τὸ κορμί του ἀπὸ τὴν αἴσθηση αὐτή, καὶ κάποτε ἔτρεμε καὶ ἀνατρίχιαζε ἀπὸ ἡδονή.
Περνοῦσε ζεστὴ μέσα του, ὅλη, μεγάλη, πυρωμένη σὰν τὴ θέρμη ποῦ τὸν ἔκαιε, ἡ ζωὴ τῶν ὄντων.
Ὡς τὴ νύχτα ἔκαιε τὸ κορμί του, καὶ τότε βγῆκε ἔξω ναὔρη δροσιά· ἦταν φεγγάρι πολὺ χυμένο στὸν οὐρανό· στοὺς δρόμους οὔτε ψυχὴ· οὔτε φῶς στὰ σπίτια· ἀδειανὴ πολιτεία· μόνο τὰ σκυλιὰ ἀνασηκόνουνταν κάποτε λίγο ἀπὸ τὸν ἐλαφρὺ τὸν ὕπνο, καὶ γαύγιζαν ὡς ποῦ νὰ περάση ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἀνατρίχιασε μόνος του μέσα στὴν πεθαμένη πολιτεία.
Ὁ Άλέξης λυπήθηκε ποῦ δὲν τοῦ ἄφησαν καιρὸ οἱ Βούλγαροι νὰ ἑτοιμάση τὰ ἑλληνικὰ χωριὰ, εἶχε ὅμως καὶ κάποια κρυφὴ χαρά ποῦ δὲν ἦταν πιὰ ὑποχρεωμένος νὰ τυραννιέται γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν χωριῶν, ἀφοῦ ὅλα πιὰ βρίσκουνταν στὰ χέρια τῶν Βουλγάρων, καὶ τέλος πάντων αὐτὸς δὲν ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴ φριχτὴ αὐτή κατάσταση.
Ἕνα μόνο πρᾶγμα ἦταν στὸ χέρι του καὶ τὸ ἔκαμε· ἐπειδὴ οἱ Βούλγαροι διαλάλησαν ἀμέσως στὴν Εὐρώπη πῶς ἡ ἀνακατωσιές τους αὐτὲς ἦταν σηκωμὸς τῶν Μακεδόνων ἐναντίον τῆς Τουρκιᾶς, συνεννοήθηκε μὲ τὶς κοινότητες ὅπου εἶχαν ἐμπιστεμένους ἀνθρώπους καὶ ἔστειλαν διαμαρτυρίες σὲ ξένες καὶ σ’ ἑλληνικὲς ἐφημερίδες· καὶ πολλὲς δημοσιεύθηκαν τότε, καὶ τοὺς δυὸ μῆνες ὕστερα.
Ἅμα ὅμως οἱ Βούλγαροι μπῆκαν στὸ Κρούσοβο, ὁ Άλέξης ἀγανάχτησε καὶ ἀναθεμάτισε κείνους ποῦ διευθύνουν τάχα τὸ ἔθνος· δὲν εἶχε πιὰ τίποτε νὰ κάμη· ἔστειλε μόνο ἕνα ἀπελπισμένο καὶ λυσσασμένο ἄρθρο σὲ μιὰν ἑλληνικὴ ἐφημερίδα ποῦ δὲν τὸ δημοσίεψε ἐπειδὴ ἦταν ὑπερβολικό, ὅπως πολὺ φιλικὰ τοῦ ἔγραψε ὁ διευθυντὴς τοῦ φύλλου.
Λίγες μέρες ἔπειτα τὸ Κρούσοβο ἔγινε στάχτη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ πῆγαν πολλοὶ μάρτυρες.
Τότε ξύπνησαν οἱ Ἕλληνες καὶ συνταράχθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς ὅλος, ἔγιναν γιὰ τοὺς σφαγμένους μνημόσυνα στὴν Ἑλλάδα, καὶ βγῆκαν ἐπιτροπὲς γιὰ νὰ μαζέψουν συνδρομὲς γιὰ κείνους ποῦ καταστράφηκαν.
Γιὰ νὰ ἐγκαρδιωθοῦν ἢ νὰ φωτισθοῦν τὰ χωριὰ ἔνοιωσε ὁ Άλέξης πῶς ἔπρεπε νὰ τὰ γυρίση κάποιος, ἕνα ἕνα, ἢ τοὐλάχιστο τὰ μεγαλήτερα, καὶ νὰ μιλήση στοὺς χωριάτες.
Κανενὸς παπᾶ ἢ δεσπότη δὲν τοῦ ἦλθε στὸ νοῦ νὰ τὸ κάμη καὶ τὸ ἀποφάσισε αὐτὸς ἂν καὶ ἄγνωστος στὰ περισσότερα μέρη. Πῆρε τὸ σιδηρόδρομο γιὰ τὸ Σοροβίτσοβο.
Στὸ δρόμο ἔβλεπε λιγωστοὺς χωριάτες στὸν κατάξερο τὸν κάμπο· οἱ θημωνιὲς ἦταν σκόρπιες· πίσω ἀπὸ ἕνα χωριουδάκι ἔβγαινε καπνὸς χωραφιῶν ποῦ καίουνταν· κάποιος ταξιδιώτης μὲ τρόμο εἶπε πῶς οἱ Τοῦρκοι ἔκαψαν τὸ Μπούφι, τὴ Μπίτουσα καὶ τὸ Ῥάακοβο καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς χωριάτες. Γύρισε καὶ κύτταξε κατὰ τὸ Ῥάκοβο ὁ Ἀλέξης καὶ εἶδε καπνό· σαρκαστικὰ καὶ ψυχρά, χωρὶς χαμόγελο, εἶπε·
− Ξέρουν ποῦ πρέπει νὰ χτυπήσουν οἱ Τοῦρκοι!
Οἱ Βούλγαροι, καταβασανίζουν τὰ χωριά, καὶ αὐτοὶ τὰ καίουν· συμπληρόνουν περίφημα τὴ δουλειὰ τῶν Βουλγάρων!
Ἡ διαβολεμένες οἱ συμμορίες εἶνε ἄπιαστες, δὲν ἔχουν μιὰ θέση· ἐνῶ τὰ χωριὰ εὔκολα τὰ βρίσκεις, πάντα στὴ θέση τους μένουν, λὲς καὶ σὲ προσμένουν.
Γιατὶ νὰ βουρλίζεσαι νὰ τρέχης στὰ βουνά, ἐνῶ εἶνε μπροστά σου τόσα νὰ ῥημάξης;
Στὸ Σοροβίτσοβο εἶπαν τοῦ Άλέξη πῶς ὁ δρόμος τῆς Καστοριᾶς εἶνε κλειστός, οἱ Βούλγαροι ἔχουν πιασμένα τὰ βουνὰ καὶ τὰ στενὰ τῆς Κλεισούρας, οἱ στρατιῶτες ποῦ φύλαγαν ἐκεῖ φοβήθηκαν καὶ πῆραν δρόμο, μόνος ὁ Βαγγέλης μὲ τὰ λιγωστὰ παιδιά του ἀντιστάθηκε καὶ βάσταξε, μὰ ὅταν σώθηκαν τὰ φυσέκια του, ἔφυγε καὶ αὐτὸς κατὰ τὸ βουνό· καὶ τώρα μπαινοβγαίνουν ἐλεύθερα οἱ Βούλγαροι.
Δυὸ φορὲς φοβέρισαν τὸ Μπλάτσι ἀλλὰ οἱ Μπλατσιώτες ἀποκρίθηκαν πῶς τοὺς καρτεροῦν καὶ ἂς κοπιάσουν.
Ἄλλα χωριὰ ζήτησαν βοήθεια ἀπὸ τὸ στρατό, γιατὶ ὅπλα δὲν τοὺς ἄφιναν νὰ ἔχουν.
Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἤξευραν τί νὰ πρωτοκάμουν, ποῦ νὰ πρωτοπροφθάσουν, καὶ τὰ εἶχαν χάσει.
Σ’ ἕνα χωριὸ ποῦ ζητοῦσε στρατὸ γιὰ προφύλαξη, ἀποκρίθηκαν πῶς ἂν οἱ χωριανοὶ εἶνε πιστοὶ ὑπήκοοι τοῦ Σουλτάνου δὲ θὰ ὑπακούσουν στοὺς Βουλγάρους, ἂν ὅμως ὑπακούσουν στοὺς Βουλγάρους θὰ πῆ πῶς δὲν εἶνε πιστοὶ ὑπήκοοι τοῦ Σουλτάνου.
Καὶ τὸ χωριὸ αὐτό, ἐπειδὴ δὲ θέλησε νὰ ὑπακούση στοὺς Βουλγάρους, ἔκαψαν πολλὰ σπίτια του οἱ Βούλγαροι καὶ σκότωσαν χωριανούς.
Γυναῖκες χωριάτισες, ποῦ κατατρομαγμένες ἔφευγαν στὴν Καστοριά, ἔλεγαν πῶς στὸ χωριό τους οἱ Βούλγαροι μπῆκαν κ’ ἔσφαξαν πέντε ἀπὸ τοὺς πρώτους, κ’ ἔπειτα πρόσταξαν τοὺς ἄλλους χωριανούς, ὅσοι ἦταν αὐτοῦ, να τοὺς ἀκολουθήσουν στὸ βουνό.
Οἱ χωριανοὶ ἀποκρίθηκαν πῶς ἂν βγοῦν στὸ βουνό, οἱ Τοῦρκοι θὰ κάψουν τὸ χωριό τους, καὶ θὰ σφάξουν τὰ γυναικόπαιδα· οἱ Βούλγροι εἶπαν πῶς αὐτὸ ἴσα ἴσα θέλουν καὶ αὐτοί, νὰ καοῦν τὰ χωριὰ καὶ νὰ σφαχθοῦν Ἕλληνες· τὸ θέλουν νὰ ἐκθέτουν τὰ χωριὰ στοὺς Τούρκους· ἔτσι καὶ καταστρέφεται μιὰ δύναμη ἑλληνικὴ καὶ βγαίνουν οἱ Βούλγαροι ἀθῶοι σὰν τὰ περιστέρια.
Καὶ εἶπε κυνικὰ ὁ ἀρχηγός τους.
«Μ’ ἕνα σμπάρο δυὸ τρυγόνια· καὶ χωριὰ χάνονται ἑλληνικὰ καὶ τὰ φορτόνουμε στοὺς Τούρκους ὅλα.
Μεῖς μὲ τὸ δικό σας αἷμα θὰ πάρουμε τὴ Μακεδονία».
Ὁ Ἀλέξης εἶπε·
−Καὶ βέβαια θὰ μᾶς τὴν πάρουν, ἀφοῦ τὸ μόνο ἑλληνικὸ αἷμα ποῦ χύνεται στὴ Μακεδονία εἶνε μαρτύρων αἷμα.
Στὴν Καστοριά, μὲ τὴν παρουσία του, ὁ Δεσπότης ἔσωσε τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ σφαγή.
Οἱ Τοῦρκοι δὲν ξέρουν νὰ ξεχωρίζουν χριστιανὸ ἀπὸ χριστιανό, ἀφοῦ ὅλοι, ἔξω ἀπ’ αὐτούς, εἶνε ἄπιστοι. «Ἄσπροι σκύλοι, μαῦροι σκύλοι, ὅλοι μιὰ γενιὰ εἶνε». Καὶ τὴν περίσταση ἐκείνη πολλοὶ πῆγαν Ἕλληνες καὶ πολλὲς κάηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἑλληνικὲς ἐκκλησίες, ἐνῶ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα τὰ ἔκαιαν οἱ Βούλγαροι· ἀλλὰ καὶ πολλὰ σπίτια, καὶ χωριὰ ὁλάκαιρα ἔγιναν στάχτη.
Ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀρματωμένους λαούς, στοὺς Τούρκους καὶ στοὺς Βουλγάρους, οἱ Ἕλληνες, οἱ μόνοι ἄοπλοι, οἱ μόνοι ἀκέφαλοι, οἱ μόνοι ἀβοήθητοι, χάνουνταν κάθε μέρα καί, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, δὲν ἤξευραν πιὰ σὲ ποιὸν προστάτη νὰ γυρίσουν γιὰ νὰ προσκλαυθοῦν.
Ὁ Ἀλέξης ὅπου πήγαινε τοὺς ἔλεγε, γιὰ νὰ τοὺς ἡσυχάση λίγο, πῶς ὁ Βασιλιᾶς γι’ αὐτὸ γυρίζει στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ βρῆ προστάτες γιὰ τοὺς Μακεδόνες, καί πῶς ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ὀργανόνεται γιὰ νὰ ἔλθη ἀργότερα νὰ τοὺς ἐλευθερώση ἀπὸ τὰ φοβερά τους βάσανα.
Στὰ μεγάλα κέντρα ἔκανε, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιό του, ἐπιτροπὲς γιὰ τὴν ὑπεράσπιση.
Ἀπάντησε ὅμως καὶ ἀνθρώπους μὲ ἀντιλογίες· ἕνας τοῦ εἶπε· «Τὰ πράματα εἶνε στὰ χέρια τῆς Εὐρώπης τώρα» ἄλλος τοῦ εἶπε «Δὲν εἶνε καιρὸς τώρα γιὰ δουλεία, εἶνε παρὰ πολὺ ἀργά».
Καὶ τρίτος ὁ καλλίτερος εἶπε· «ΙΙερίμενε ἀκόμη ὡς ποῦ νὰ ἠσυχάσουν τὰ πράματα, καὶ τότε συλλογιζόμαστε».
Ὁ Ἀλέξης σὲ τοῦτον ἀποκρίθηκε «Σωστὰ εἶνε τὰ λόγια σου, ἀλλὰ καλλίτερα ἔχω ν’ ἀρχίσω τώρα καὶ νὰ κάμω τὰ μέτρια ἐκεῖνα ποῦ μπορῶ».
Πολλοὶ ὅμως ῥωτοῦσαν·
− Τί νὰ κάμουμε; Μᾶς σφάζουν.
Καὶ ὁ Άλέξης ἀποκρίνουνταν πάντα·
− Μᾶς φτάνουν πιὰ οἱ μάρτυρες· χρειάζονται τώρα ἥρωες.
Γενῆτε ἥρωες!
Στὴ σημαία ἐκείνη τὴ βουλγάρικη, ποῦ τὴν εἶχαν κεντήσει ἡ Βουλγάρες καὶ τὴ σήκωσαν στὸ Περιστέρι οἱ Βούλγαροι, μεταξὺ στὰ ὀνόματα τῶν ἕνδεκα πολιτειῶν ἦταν καὶ τὸ ὄνομα τῆς Καστοριᾶς.
Ἀπὸ τὸ Μπλάτσι λοιπὸν ὁ Άλέξης βιάστηκε νὰ πάγη ἐκεῖ μὲ τὸ σκοπὸ νὰ σήκωση, ἂν φανερωθοῦν οἱ Βούλγαροι, ὅλη τὴν Καστοριὰ στὸ πόδι καί, μὲ τὰ ὅπλα ὅσα θὰ βρίσκουνταν ἐκεῖ καὶ μὲ τὰ ξύλα καὶ μὲ τὶς πέτρες, νὰ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν καλλίτερα παρὰ ν’ ἀφήσουν τοὺς Βουλγάρους νὰ μποῦν μέσα. Στὸ δρόμο συλλογίζουνταν αὐτὰ ὁ Άλέξης καὶ ἐνθουσιάζουνταν.
Περνοῦσε ἀπὸ μέρη ποῦ τοῦ ἄρεζαν κατέβαινε ὤμορφες κακοτοπιὲς καὶ ὁ ἥλιος ἔκαιε.
−Μέσ’ στὴν πατρίδα δὲν εἶμαι ἁπλὸς ταξιδευτής, γιατὶ ἡ στιγμὲς εἶνε πολύτιμες· μέσ’ στὴν πατρίδα ταξιδεύω δουλευτής· μέσ’ στὴν πατρίδα θυμοῦμαι περασμένα, τωρινὰ κ’ ἐρχόμενα καὶ πρέπει νὰ εἶμαι δεσμὸς τῶν παλιῶν μὲ τὰ μελλούμενα.
Ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ μερικὰ χωριά, ἔφθασε στὴν Καστοριά. Ἔμαθε πῶς καὶ ὁ στρατὸς ἐκεῖ συνάχθηκε γιὰ νὰ βγῆ ὅλως μαζωμένος νὰ χτυπήση τοὺς Βουλγάρους στὴν Κλεισούρα.
Ὁ πασᾶς περίμενε καὶ ἄλλα τάγματα πολλά· εἶχε πάρει τοὺς Βουλγάρους γιὰ πολὺ τρομεροὺς πολεμιστές.
Οἱ στρατιώτες, Ἀρβανιτάδες οἱ περισσότεροι καὶ Βαχαλλάδες, παραπονιοῦνταν γιὰ τὴν ἄργητα καί, περιπαίζοντας τοὺς ἀξιωματικούς, λαγοὺς τοὺς εἶχαν βγάλει.
Ὁ πασᾶς ὡς τόσο μάζευε τάγματα καὶ ἄλλα τάγματα καὶ κάθε τόσο σήκονε τὸ τηλεσκόπιο καὶ κύτταζε τοὺς Βουλγάρους στὸ βουνὸ τῆς Κλεισούρας.
Μιὰ μέρα εἶπε τὸν Δεσπότη πῶς εἶνε μιὰ εὐχὴ στὸ Κοράνι ποῦ, ἅμα τήν πῆ κανείς, ξορκίζει τὰ δαιμόνια καὶ τοὺς μεγαλήτερους ἐχθροὺς τοὺς συντρίβει.
Ἔτσι κ’ ἕνας γέρος Καστοριανός, τὴν ἡμέρα ποῦ μπῆκαν οἱ Βούλγαροι στὴν Κλεισούρα καὶ οἱ Τοῦρκοι ἄρχιζαν νὰ σφάζουν Ἕλληνες μέσ’ στὴν Καστοριά, σταυροκοπήθηκε καὶ εἶπε· «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν σταυρὸν ἡμῖν δέδωκας».
Μὰ τὰ ξόρκια καὶ οἱ σταυροὶ δὲν ἔδιωχναν τοὺς διαβολισμένους ἀπὸ τὴν Κλεισούρα, ὡς ποῦ ἕνα πρωῒ βγῆκε ὅλος ὁ στρατὸς μὲ κανόνια καὶ ἰππικὸ στὸ Μαύροβο καὶ ἀπὸ κεῖ πῆρε τὸν ἀνήφορο.
Μόλις ἄρχισαν τὶς κανονιὲς οἱ Τοῦρκοι, οἱ Βούλγαροι ῥίχνοντας μερικὲς τουφεκιὲς σκόρπισαν στὸ βουνό, καὶ ὁ στρατὸς μπῆκε ἐλεύθερα στὴν Κλεισούρα.
Σφαγὴ δὲν ἔκαμαν οὐδὲ ῥήμαγμα, γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχαν τούτη τὴ φορά.
Τοῦ Κρουσόβου ἡ καταστροφὴ συντάραξε τὴν Εὐρώπη ἐναντίο τους, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ξανακάμουν τὸ ἴδιο φταίξιμο τώρα γρήγορα.
Ὁ Άλέξης εἶδε πῶς ἦταν ἀνάγκη νὰ κατέβη μόνος του στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ τοὺς παραστήση τὰ πράγματα καὶ προφορικά, μήπως τοὺς συγκίνηση.
Στὰ χωριὰ οὔτε χρησίμευε πιά, οὔτε μποροῦσε νὰ γυρίση, ἀπὸ τὶς συμμορίες καὶ ἀπὸ τὸ στρατό.
Καὶ ἀποφάσισε νὰ πάγη ἀπὸ τὴν Κοζάνη καὶ τὴ Βέρροια στὴ Θεσσαλονίκη.
ΙΙέρασε ἀντίκρυ στοὺς Δουπιάκους μὲ τὸ μονόξυλο, καὶ ἀπὸ κεῖ μὲ τ’ ἄλογο πῆγε στὴ Χρούπιστα· δὲ σταμάτησε, μόνο πῆρε τὸ δρόμο τῆς Σιάτιστας εἶδε τὸν Ἁλιάκμονα καὶ τὸ περήφανο καμαρωτὸ γεφύρι τῆς Σμίξης, φτενὸ καὶ ψηλὸ τοῦ βυζαντινοῦ καιροῦ, σὲ μέρος καταπράσινο, φραγμένο ἀπὸ ψηλοὺς ὄχθους ντυμένους δέντρα καὶ χαμόκλαδα.
Πάρα πέρα, ἅμα ἀνέβηκε τὸν ὄχθο, εἶδε ἀριστερά, πίσω ἀπὸ τ’ ἀμπέλια, τὸ Βογατσικὸ τριγυρισμένο ἀπὸ ξεροβούνια ποῦ στὶς ῥάχες εἶνε βαλμένες ἕνδεκα ἐκκλησίες σὰ γιὰ νὰ φυλάγουν τὸ χωριό.
Ἡ Μπογατσιώτισες ἀνεβαίνουν κάθε μέρα στὰ ξωκκλήσια αὐτὰ καὶ πηγαίνουν λάδι στὶς καντήλες, νὰ μὴ σβύσουν.
Ὁ Άλέξης δὲν εἶχε καιρὸ νὰ ἀνέβη στὸ χωριὸ γιατὶ ἔπεφτε παράμερα, μόνο ξακολούθησε τὸ δρόμο του κατὰ τὴ Σιάτιστα.
Μιὰ στιγμὴ στὸ βασίλευμα γύρισε καὶ κύτταξε· ἦταν σύννεφα στὸν οὐρανὸ λιγωστὰ καὶ φῶς μεταλλικό, καθάριο, πίσω.
Ἡ χώρα ἀνοίγουνταν ὡς πέρα στὴν Ἤπειρο· τὰ Γρεβενὰ θὰ ἦταν κάπου ἐκεῖ κάτω, καὶ πίσω τὰ βουνὰ τῶν συνόρων.
Ἀργὰ ἔφθασε στὴν ψηλὴ τὴ Σιάτιστα καὶ ξεπέζεψε στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου του ποῦ τὸν ἐγνώρισε στὸ Μοναστῆρι.
Ἀφοῦ ἔφαγαν, βγῆκαν ἔξω νὰ πάρουν ἀέρα.
Ἤταν χτισμένο σὲ ψήλωμα τὸ σπίτι καὶ εἶχε περιβόλι ἀπεριποίητο, μὲ δέντρα ἀριά.
Κουρασμένος κάθησε κατάχαμα ὁ Άλέξης, καὶ πλάγιασε ἔπειτα καὶ ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὸ κατάξερο τὸ χῶμα.
Ὁ φίλος του, καθισμένος κοντὰ του, μιλοῦσε γιὰ τὸν τόπο καὶ γιὰ τὰ πράγματα, καὶ ὁ Ἀλέξης εἶχε μιὰ λαχτάρα, νὰ πέθαινε ἐκεῖ, πλαγιασμένος ἔτσι στὸ ἀγαπημένο χῶμα.
Ί. Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Αθήνα, χ.έ., 1914 (β΄ έκδοση), σσ. 83−93