GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Φώτης Κόντογλου: «Όταν βρούμε τα μυστικά της ράτσας μας τότε μπορούμε να δημιουργήσουμε τέχνη»

Η συνέντευξη, ή καλύτερα τα λόγια του Κόντογλου που ακολουθούν, ειπώθηκαν στον Α. Φραγκιά και δημοσιεύτηκαν σε άγνωστο έντυπο μ...




Η συνέντευξη, ή καλύτερα τα λόγια του Κόντογλου που ακολουθούν, ειπώθηκαν στον Α. Φραγκιά και δημοσιεύτηκαν σε άγνωστο έντυπο με τον τίτλο «Ο Φώτης Κόντογλου ομιλεί για τα καλλιτεχνικά ζητήματα» – αν και δεν ομιλεί μόνο γι αυτά – και υπότιτλο «Μια συνομιλία του με τον συνεργάτη μας Α. Φραγκιά».

Η χρονολογία είναι επίσης άγνωστη, από τον πρόλογο όμως κι από αυτά που λέει ο Κόντογλου προκύπτει ξεκάθαρα, ότι είναι την εποχή που ζωγράφιζε τις αίθουσες του Δημαρχείου της Αθήνας.
Αντί να προσθέσουμε κάτι άλλο, εμείς παραθέτουμε κάτι που έχει γράψει ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Κάποτε μαζεύτηκαν όλοι οι σοφοί του κόσμου και πήγαν να σπουδάσουνε τι είναι η μπανανιά.
Κι ο ένας περιεργαζόταν τον κορμό της, ο άλλος τα φύλλα της, ο άλλος τα κλαδιά της και τα λοιπά.
Κι ένας μόνο έκοψε μια μπανάνα και την έφαγε.
Κι αναρωτιέται ο Καζαντζάκης …
Ποιος άραγε κατάλαβε καλύτερα τι είναι η μπανανιά;»

Διαβάζοντας τα λόγια του Κόντογλου, ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί το αναφέρουμε.


Μια συνομιλία με τον Φώτη Κόντογλου

Λιγοστοί είναι κείνοι, που ‘χουνε μια γενική ολοκλήρωση μέσα στην τέχνη.
Να σμίξουνε τέχνη και σκέψη μαζί σε αρμονισμένο δρόμο και ν’ αρμενίσουνε μ’ ολάνοιχτα πανιά για όλες τις εκδηλώσεις της.
Κι αυτοί οι λίγοι μιλάνε δασκαλίστικα, σκεπασμένα.
Από ύψος που ζαλίζεσαι να τους ακούς και να τους βλέπεις.
Ολότελα διαφορετικός κείνος που βρίσκεται στ’ αλήθεια μέσα στο νόημα της τέχνης, ο Φώτης Κόντογλου.
Θα τον βρεις ανεβασμένον σε μια σκαλωσιά ψηλά στο ταβάνι. Με μια βαθυκόκκινη φορεσιά.

Μπόρεσε σε τέσσαρες τοίχους μιας κάμαρας να φτιάσει όλη την Ελληνική Ιστορία. Από το Ιαπετό και τον Αρκάδα ίσαμε το Σολωμό και τον Παπαφλέσσα. 
Στην επάνω μεριά του τοίχου είναι τα απρόσωπα κι από κάτω οι ανάλογες ιστορικές παραστάσεις.
Δε μίλησε βαρειά, μήτε πήρε ύφος …

ΦΚ: – Ίσως να μην είμαι κείνος που γυρεύεις.
Η γνώμη, όποια κι αν είναι, δε νομίζω να έχει πολύ ενδιαφέρον.
Κι ακόμη δεν ξέρω εγώ πολλά για να στ’ αραδιάσω. Είμαι κλεισμένος περισσότερο στον εαυτό μου.
Να .. Ερημίτης περισσότερο.
Αυτό που θέλω, είναι να κάνω τη φιλολογία να μην είναι φιλολογία.
Κι όλα όσα λέω είναι απλά πραγματάκια, μα δε με πολυκαταλαβαίνουνε.
Αυτό δε με πειράζει διόλου.
Θέλω μόνο ο καλλιτέχνης να βγει λίγο πιο όξω, ν’ αφήσει τις ματαιοδοξίες και να παρατήσει τις μεγαλόστομες ρητορικότητες.
Οι εξυπνάκηδες δεν έχουνε πέραση στην τέχνη,

Μ’ όλο που η ράτσα μας είναι από τις πιο γερές, που ‘χε κάποτε δικό της προσωπικό δυναμισμό, σήμερα πάει να τόνε χάσει.
Γυρίζουμε κατακούτελα και γουρλώνουμε τα μάτια μας στο τι θα δούμε απ’ όξω.
Ενώ μια ανεξάρτητη μονάδα πρέπει να έχει ύφος, προσωπικότητα, αλλιώς δεν υπάρχει.
Είναι τότες ένα παρακλάδι μιας ξένης φόρμας που πασχίζει να αντιγράψει.
Σα θέλει ένας να δείξει την αξία του θα χει για στολίδια δικά του χαρίσματα, θα ‘χει έτσι χαρακτήρα. 
Αν μπορούμε να δούμε και να μετρήσουμε κάτι, είναι η προσωπικότητα.
Αυτή η προσωπικότητα μας λείπει, γυρνάμε ψαχουλεύοντας να βρούμε μια, κι ας είναι ό,τι να ναι.
Έτσι παίρνουμε τον κατήφορο του χαμού.
Καταντάμε στο χάλι της μοδιστρούλας.
Βάζουνε μπρος μας ένα συμβατικό πρότυπο, τη φωτογραφία της Γκάρμπο και ό,τι έχει απάνω της τα ζωγραφίζουμε στα δικά μας μούτρα.
Έτσι γινόμαστε πρώτης τάξης μαϊμουδάκια.
Λέμε:
«Δε μας αρέσει ο Παπαδιαμάντης γιατί είναι ταπεινός!
Ενώ ο Προύστ»;
Ό,τι δεν έχει μέσα του λίγο Προύστ, Ζολά, Γκυ ντε Μωπασάν, Βαλερύ δε μας αρέσει Όμως αυτοί όλοι γεννηθήκανε και γράψανε άλλα πράγματα, ξένα για εμάς.
Αν τους έφερνες εδώ ίσως να μην φτιάνανε τίποτα, ή να φτιάχνανε πολύ διαφορετικά.
Ήρθανε οι Βαβαρέζοι τότες, μας φέρανε και τη ζωγραφική τους.
Στήνουνε ξένες αξίες και τις ακολουθάμε.
Ψάχνουμε παντού να βρούμε το τραγί να μας τραβήξει κι εμείς θα ‘μαστε άβουλα προβατάκια.
Μ’ αυτόν τον τρόπο φορτωθήκαμε του Σολωμού να κουβαλήσει το φορτίο του Έλληνα Γκαίτε.

Αρχίζουμε να βγάζουμε μεγαλόστομες κραυγές, χαλάμε τους λαιμούς μας, γράφουμε ψεύτικα, ενώ περνάμε στραβοί πλάι από πράγματα ζωντανά, γιομάτα νόημα και ποίηση ανθρώπινη.
Να πούμε πως βρισκόμαστε πάνω σ΄ ένα ξερονήσι – τι θα κάνουμε;
Θα δοθούμε στους εαυτούς μας τρέφοντάς τους με τροφές που μπορούνε να μας κάνουνε καλό.
Να κοιταχτούμε βαθιά γυρεύοντας το τι ζητάει ο εαυτός μας.
Να δώσουμε δηλαδή την αληθινή μας όψη.
Όσο για την πρωτοτυπία, δεν πρωτοτυπούμε κάνοντας παράλογα και παλαβά σκέρτσα.
Αυτά δείχνουνε περισσότερο μετριότητα.
Δεν είναι πράματα να τα φτιάξουμε εμείς.
Δεν είναι εφεύρεση οι μοντέρνες τάσεις.
Ο Μαρκόνι εδώ δεν έχει πέραση.

Εμείς θα τα δούμε όλα αλλιώτικα, θα ζητήσουμε να ξεφύγουμε, γιατί αυτό μας ευχαριστεί.
Κι όμως όλα τριγύρω μας είναι πάντα τα ίδια.
Ανθρώπους πάντα φτιάνουμε με όλα του τα κομμάτια.
Δεν πιστεύω να τους φτιάξουμε μονόποδους ή ακέφαλους.
Όλο κι όλο είναι να φύγει λίγο ο καλλιτέχνης από το πρότυπο που ζωγραφίζει, να του δώσει άλλη πνοή. 
Μια δημιουργία ανάλογη με της φύσης.
Μπροστά στη δική του έκφραση να παραμερίζει όλα τα εμπόδια, να φτιάχνει κάτι  που να ταιριάζει με αυτό που νιώθει.
Κι ας θυσιάζει εκεί τις πραγματικές προοπτικές αναλογίες κι άλλα που σου δίνει η άμεση παρατήρηση του μοντέλου.
Στη ζωγραφιά πρέπει να ‘ναι το συμπύκνωμα όλου του εαυτού του.


Τοιχογραφία του Κόντογλου στο δημαρχείο της Αθήνας.

Πιστεύω πως κανείς δεν αμφιβάλλει πως ο ουρανός είναι γαλάζιος.
Οι βυζαντινοί τον βάφουνε χρυσό, γκρι, πράσινο, κόκκινο.
Γιατί;
Γιατί έτσι συμβολίζει το Βυζάντιο.
Μπορούσαμε ευκολότατα να φτιάχνουμε ζωγραφιές, όπως γίνονται, που νομίζεις πως βλέπεις το ίδιο το πράγμα.
Αυτό είναι φωτογραφία και τίποτα παραπάνω.
Αν πέφτει λίγο περισσότερο φως ή λιγότερο, αν η γραμμή του ποδιού είναι στραβή ή ίσια, αν η μύτη είναι χοντρή, δε με ενδιαφέρουν καθόλου.
Φτάνει να εξυπηρετεί την ιδέα μου κι ας έχει στραβά κανιά ή χοντρή μύτη, Αν θέλω να δω αληθινά λουλούδια πάω και τα βλέπω στο βουνό – γιατί να τα φτιάξω στο μουσαμά;
Λουλούδια όμως που θα ‘χουνε κάτι από τον εαυτό μου, να μου λένε κάτι, δε θα βρω πουθενά.
Στη φύση τα πράγματα έχουνε ένα δικό τους ρυθμό, μυστικό, εσύ όμως μπορείς να τα βάλεις έτσι που να χουνε μιαν άλλη αρμονία.
Αυτό γίνεται αυθόρμητα.
Η βυζαντινή φόρμα είναι η πιο πλεονεκτική αν το δεις από τις παραπάνω πλευρές.
Έχει καταργήσει πολλά σχολαστικά εμπόδια, κανονίζει το φως την προοπτική, το σχέδιο, το χρώμα, ανάλογα με την ανάγκη της.

Επιφανειακά θα μπορούσα να περάσω για συντηρητικός ζωγράφος της ασκητικής παράδοσης. 
Όχι όμως.
Νεωτερίζω, μα όσο παίρνει, πάντα μέσα στο νόημα της τέχνης.
Ίσως γιατί την εκτιμώ και τη σέβομαι πάρα πολύ.
Να ντύσεις τον Μεγαλέξαντρο με ρούχα σταυροφόρου δεν είναι νεωτερισμός, μήτε τους Αποστόλους με βλάχικα.
Αν όμως στην εποχή του τον καθένα τον δείξεις αλλιώς, με τη δική σου επέμβαση, τότες νεωτερίζεις.
Ο Γκρέκο είναι ένας μεγάλος νεωτεριστής.
Μοντέρνος μέσα στο πνεύμα των πραγμάτων που ζωγράφιζε.
Ενώ οι άλλοι, Ραφαήλος και Τισιάνος κάνανε τους αγίους και την Παναγία φραγκοφορεμένους.
Ο Γκρέκο μ’ όλες του τις επιδράσεις έμεινε Ρωμιός πάντα.
Πολλοί για να ξιπάσουνε σοφίζονται για χρόνια τι θα είναι εντυπωσιακό.
Τους τρομάζει η μετριότητα.
Χάνονται μη και δεν τους προσέξουνε.
Αυτοί κάνουνε λογής λογής τρέλες άτεχνες που δείχνουν πιο τρανά τη μετριότητά τους.
Αυτοί όμως έχουνε πέραση.
Ξεπέσανε έτσι οι παλιές καλές αξίες. Χάσαμε και τη ειλικρίνειά μας.
Πασχίζουμε να δειχτούμε με χίλιες δυο ικανότητες, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, καλλιτέχνες.
Φοβάσαι να πεις αυτό που νιώθεις μη σε πάρουνε για μέτριο, για κενότυπο.
Ενώ σαν εκφραστείς ίσια το τι νιώθεις και αν έχεις μέσα σου λίγη συγκίνηση, τα πιο χιλιοειπωμένα πράγματα θα τα πεις αλλιώς.
Κι η αντιγραφή όταν γίνεται καλά – όταν έχεις εσωτερικό τόνο – ποτέ δεν είναι ολόμοια με το πρωτότυπο.
Κάτι θα χει αλλάξει.
Έτσι με τις πολλές φορές μπορείς να βγείς από την επίδραση του πρωτότυπου και να φτιάξεις πράμα ολότελα δικό σου.
Το ίδιο και στη γλώσσα.
Μ αυτές τις αλλαγές φτάσαμε από τον «πατήρ» στον «πατέρα», δεν το κάναμε όμως «περ» ή κάτι άλλο. 
Αυτά τα λέω για να δείξω πως όλα ατά τα πράγματα είναι ζητήματα ψυχικά, που τα ζήσαμε, που αναπτυχθήκαμε μέσα από αυτά.

Η φυλή μας είναι από τις πιο γερές.
Είχε κάποτε μεγάλη αφομοιωτική δύναμη. 
Ερχόντουσαν ξένοι ρυθμοί κι αμέσως τους έφτιαχνε ελληνικούς, να, το ελληνικό μπαρόκο.
Σήμερα έχασε αυτή τη δύναμη.

Κάθε τόπος μαρκάρεται πάνω στη σφαίρα μας ασάλευτα με πλάτος και μήκος (σσ : Εννοεί το γεωγραφικό πλάτος και μήκος).
Ό,τι κι αν γίνει στο φλούδι της γής, οι όροι της ζήσης μένουνε απείραχτοι στο κάθε μέρος.
Γι’ αυτό από τόπο σε τόπο αλλάζει το αίμα δίχως να πάψουνε να είναι όλοι άνθρωποι.
Η διαφορά της ράτσας τους δίνει την έκφραση.
Γι’ αυτό πρέπει να κοιτάξουμε βαθιά ένα κομμάτι ανθρώπων, τη ράτσα μας, να συρθούμε στα βαθιά της.
Κι όταν μπορέσουμε να βρούμε τα μυστικά της, την αντικρίσουμε δηλαδή κατάφατσα, τότες κάνουμε τέχνη.
Όπως κάνανε κι οι αρχαίοι που όλοι βλέπουνε την ομορφιά τους.
Κι εμείς μ’ αυτή τη ζωντανή παράδοση, με θέματα πλούσια, με πολλές ιστορίες, μπορούμε να κάνουμε τέχνη δική μας.
Να εκφράσουμε εκείνο που λέμε Ρωμιοσύνη. 
Παίρνουμε το θέμα για τέχνη. Ζωγραφίζουμε όμορφα λουλούδια, ώρες ρεμβασμών.
Φτιάχνουμε φουστανελάδες μα με τέχνη Τυρολέζικη. 
Μπορεί πολύ καλά ένας Ρωμιός να μιλάει για Εσκιμώους.
Κι όμως να ‘ναι Ρωμιός.
Το θέμα δεν είναι τέχνη, μήτε δείχνει χαρακτήρα. Ξέρουμε πως οι άνθρωποι της Δύσης έχουνε πιο επιστημονικό πνεύμα ενώ αντίθετα οι Ανατολίτες είναι περισσότερο αισθηματικοί..
Όταν ο Ευρωπαίος βοτανολόγος θέλει να σου πει για το τριαντάφυλλο, το περισσότερο που ‘χει να κάνει είναι να σου γράψει το τι θα δει κάτω από το μικροσκόπιο, όλες του τις λεπτομέρειες.
Κι όμως εσύ τίποτα  δεν ένιωσες από τη βαθύτερη έννοια του τριαντάφυλλου.
Ο Ανατολίτης όμως θα κάνει έναν ύμνο στο ρόδο και δε θα σου πει για κύτταρα.
Εμείς είμαστε περισσότερο με τους δεύτερους.
Ρωμιοί μπορέσανε με λιγότερες λέξεις να πούνε περισσότερα.
Να το δημοτικό τραγούδι … Τέσσερις στίχοι.

«Τα αντρειωμένου τα ρήματα δε πρέπει να πουλιώντε
μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά κει εκεί να λειτουργιώντε
πρέπει να κρέμωντ΄ αψηλά σε πύργο αραχνιασμένο
η σκουργιά να τρώει τ’ άρματα κι η γής τον αντρειωμένο»

Ούτε περιγραφή, ούτε τίποτα. Μια εσωτερική ποίηση που έδιωξε όλα τα παραπανίσια φορτώματα.
Πολλοί θα γράφανε βιβλία ολάκερο.
Για καλύτερα αναποδογυρίζουνε τη σειρά της μιλιάς και χίλια άλλα.
Για τους νέους δρόμους στη Ευρώπη και στη τέχνη δεν έχω να πω πολλά.
Όλα αυτά είναι μια φυσική εξέλιξη, κι ο Πικάσο πάει να κάνει κάτι κι άλλοι πολλοί.
Μα για δω αυτά δεν στέκονται.