Την είδηση του θανάτου του εκδότη και δημοσιογράφου που έφυγε από τη ζωή σε ηλικίας 83 ετών δημοσιοποίησε, το πρωί της Παρασκ...
Την είδηση του θανάτου του εκδότη και δημοσιογράφου που έφυγε από τη ζωή σε ηλικίας 83 ετών δημοσιοποίησε, το πρωί της Παρασκευής ο αδελφός του.
Νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία
Νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία
Έφυγε σε ηλικία 83 ετών από τη ζωή σήμερα το πρωί ο γνωστός εκδότης, Δημήτρης Ρίζος.
Ο γνωστός εκδότης που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια προβλήματα υγείας, νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία.
Ο Δημήτρης Ρίζος
Σε ηλικία 14 ετών ο Δημήτρης Ρίζος είχε υπογράψει το πρώτο του ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος της Δράμας», όντας μαθητής Γυμνασίου ακόμη.
Ηθελε να το πει στον πατέρα του Χρήστο, αυτόν που τον αγκάλιαζε όταν ήταν πολύ μικρός στο πατρικό τους σπίτι, στην Πρώτη Σερρών, τα κρύα βράδια του χειμώνα.
Τότε που το χιόνι σκέπαζε το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο Δημήτρης Ρίζος, το μακρινό 1936, λίγο προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφτασε τέσσερα χρόνια μετά στην Ελλάδα.
Η μετακόμιση της οικογένειας στη Δράμα έδωσε την ευκαιρία στον μικρό να δείξει από πολύ νωρίς την κλίση του στη δημοσιογραφία, το λειτούργημα στο οποίο έμελλε να μεγαλουργήσει αργότερα.
Πιθανότατα να μη φανταζόταν ούτε ο ίδιος ότι κάποιες δεκαετίες μετά από εκείνο το κρύο απόγευμα θα έγραφε μια ξεχωριστή ιστορία με τις παραπολιτικές του στήλες στον ελληνικό Τύπο, τις διευθυντικές θέσεις σε κορυφαίες εφημερίδες, αλλά και τις εκδοτικές του προσπάθειες.
Μια ιστορία που έκλεισε απότομα με το κλείσιμο του «Αδέσμευτου Τύπου» τον Δεκέμβριο του 2012 και τη σύντομη επιστροφή του ως δημοσιογράφου στον «Ελεύθερο Τύπο» όπου είχε μεγαλουργήσει για μια δεκαπενταετία.
Ο Καραμανλής τού άνοιξε τον δρόμο
Αν ο Δημήτρης Ρίζος είχε ταλέντο και πάθος για τη δημοσιογραφία, ο αριστερών φρονημάτων πατέρας του είχε κάτι άλλο, που αποδείχθηκε πολύ σημαντικό.
Μια πολύ ξεχωριστή γνωριμία και στενότατη φιλία με έναν συγχωριανό του, τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε απεριόριστα και τον είχε στενό συνεργάτη του.
Αυτή η γνωριμία έμελλε να αποδειχθεί καθοριστική για τον νεαρό τότε Ρίζο, που εκτός από το ταλέντο του στο γράψιμο ήταν και ένας εξαιρετικός αθλητής μεγάλων αποστάσεων.
«Είχα εκπληκτικές επιδόσεις στα 5.000 μέτρα και αυτό με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία», έλεγε πριν από λίγα χρόνια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Μόνο που η αγάπη του για τον στίβο -το κοντό και αδύνατο κορμί του τον βοηθούσε πολύ- δεν ήταν παντοτινή, αφού η εισαγωγή του στο Πάντειο έδωσε τέλος στο τρέξιμο.
Οταν κατέβηκε στην Αθήνα το 1953, ο πατέρας του είχε φροντίσει να πάρει τηλέφωνο τον Καραμανλή λέγοντάς του μόνο τέσσερις λέξεις:
«Σου στέλνω τον μικρό».
Ο Σερραίος πολιτικός είναι υπουργός Δημοσίων Εργων και ο νεαρός Δημήτρης γίνεται αρχικά το παιδί για όλες τις δουλειές στο ιδιαίτερο γραφείο του.
Είναι έξυπνος και γρήγορος, γεγονός που εκτιμάται σύντομα, και μετά από έξι μήνες αναλαμβάνει να χειρίζεται τα ρουσφέτια που ζητούσαν φίλοι και ψηφοφόροι του Καραμανλή.
Οταν ο τελευταίος θα γίνει πρωθυπουργός, ο νεαρός φοιτητής θα εξακολουθήσει να δουλεύει στο ιδιαίτερο γραφείο του, υπό την εποπτεία του Αχιλλέα Καραμανλή.
Δεν θα χάσει την επαφή μαζί του ούτε κατά τη διάρκεια της Χούντας, όπου, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τη γυναίκα του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, Δέσποινα.
Τότε είναι που θα κάνει και τηλεόραση -το 1968- αρχικά με τη χιουμοριστική εκπομπή «Τα παραλειπόμενα» και μετά με την εκπομπή «Οι Ρίζοι», όπου εκτός από αυτόν και τον αδελφό του συμμετέχει λόγω επιθέτου και ο ηθοποιός Νίκος Ρίζος.
Με τον Νίκο Μαστοράκη θα γίνουν φίλοι στο τέλος της δεκαετίας, όταν θα αγοράσει από τον γνωστό σκηνοθέτη διάφορα μηχανήματα τηλεοπτικών παραγωγών για μια εταιρεία που έστησε και η οποία ανέλαβε τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ.
Το βράδυ που επιστρέφει ο Καραμανλής από το Παρίσι, ο Ρίζος είναι στον Εβρο ως επιστρατευμένος, αλλά την επομένη καλείται να επιστρέψει στην Αθήνα για να είναι δίπλα στον πρώτο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης.
Λίγο αργότερα θα ξεκινήσει να δουλεύει ως δημοσιογράφος στην ιστορική «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη, χωρίς να εγκαταλείψει μέχρι το 1980 το πρωθυπουργικό γραφείο.
Η πρώτη κόντρα
Στην ουσία, είναι εκείνος που ανέπτυξε αυτά που σήμερα αποκαλούμε «παραπολιτικά σχόλια», μέσα από μια στήλη την οποία ονομάζει «Κεντρί» και η οποία γίνεται πολύ δημοφιλής.
Μικρά κείμενα γραμμένα με καυστικό τρόπο, κουίζ και πιπεράτες ειδήσεις από τον χώρο της πολιτικής απλώνονται σε μια ολόκληρη σελίδα της εφημερίδας.
Ο ίδιος έλεγε τότε ότι χάρη σε αυτόν η «Βραδυνή» έφτασε να πουλάει 150.000 φύλλα την ημέρα και κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό στάθηκε η αιτία για τις αρχηγικές του τάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο αείμνηστος Τζώρτζης Αθανασιάδης τον εμπιστευόταν ξέροντας ότι ήταν το πρώτο βιολί της εφημερίδας, αφού πολλές φορές τού έφερνε αποκλειστικά θέματα για το πρωτοσέλιδο.
Μιλούσε σχεδόν καθημερινά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος τον εκτιμούσε επειδή ήξερε ότι τίποτε από τα off the record θέματα που συζητούσαν δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Μαζί του ο Ρίζος γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, όταν εργαζόταν στο γραφείο του, ενώ ήταν παρών σε δεκάδες πολιτικές αλλά και προσωπικές του στιγμές.
Μία από αυτές ήταν στην πρώτη μεγάλη δεξίωση για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας που έλαβε χώρα στο κτίριο της ΕΡΤ με πάνω από 3.000 καλεσμένους.
Ο Ρίζος ήταν δίπλα στον Καραμανλή, που κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι συζητούσε με τον κόσμο που τον χαιρετούσε, όταν ξαφνικά εντοπίζει μια πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα.
Ο Καραμανλής πηγαίνει κατευθείαν προς το μέρος της, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και αρχίζουν να συζητάνε, ενώ όποτε περνάει σερβιτόρος που κρατάει δίσκο με κεφτεδάκια τσιμπάει ένα από αυτά με οδοντογλυφίδα και την ταΐζει στο στόμα.
Οι φωτογράφοι απαθανατίζουν τη στιγμή και την επομένη η νεαρή που ακούει στο όνομα Μιμή Ντενίση βλέπει τη φωτογραφία σε όλες τις εφημερίδες.
Οκτώ χρόνια μετά τη βραδιά εκείνη, ο Δημήτρης Ρίζος είναι πανίσχυρο στέλεχος στη «Βραδυνή» μέχρι τη μοιραία νύχτα της 19ης Μαρτίου του 1983.
Ηταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, όταν ο εκδότης της ιστορικής εφημερίδας Τζώρτζης Αθανασιάδης δολοφονήθηκε από άγνωστο άνδρα μέσα στο γραφείο του.
Στην κηδεία του ο κόσμος αποθέωσε τον Ρίζο, αλλά οι κόρες του ήταν αρκετά αποστασιοποιημένες απέναντί του και τους επόμενους μήνες η κόντρα μαζί τους θα τον οδηγήσει στην έξοδο.
Κατά την προσωπική του άποψη, η Ειρήνη Αθανασιάδη και οι αδελφές της δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι εμφανιζόταν στην εφημερίδα σαν να του ανήκε ενώ ήταν απλώς ένας δημοσιογράφος.
Μόλις έγινε γνωστό ότι είναι ελεύθερος, υπέγραψε σχεδόν εν μια νυκτί στην «Ακρόπολη», όπου η σελίδα του ονομάζεται «Ξυπνητήρι».
Ωστόσο σε αυτή δεν θα μείνει παρά μόνο έξι μήνες.
Το τηλεφώνημα για ραντεβού με τον Αρη και τη Λίλιαν Βουδούρη θα αποδειχθεί καταλυτικό για τη μετέπειτα πορεία του σε μια εφημερίδα που θα σημαδέψει ποικιλοτρόπως τη διαδρομή του.
Ο διπλός «Αδέσμευτος» και η Πέγκυ
Αν σιχαινόταν ένα πράγμα ο Δημήτρης Ρίζος, αυτό ήταν τα οικονομικά και η διαχείριση, στα οποία, όπως έχει παραδεχθεί δημόσια, ήταν πάντα κάκιστος.
Η μόνη φορά, όπως τόνισε σε συνέντευξή του, που έβγαλε λεφτά ήταν όταν μαζί με τον επιχειρηματία και στενότατο φίλο του Δημήτρη Κοπελούζο αποφάσισαν να αγοράσουν από τον όμιλο Κουλουκουντή τον τηλεοπτικό σταθμό Seven-X αντί 160 εκατ. δραχμών.
Τον πούλησαν σε έναν χρόνο στον αλήστου μνήμης Γιώργο Μπατατούδη αντί 1,5 δισ. δραχμών, σύμφωνα με τα όσα είπε χρόνια μετά ο Ρίζος.
Ο «Αδέσμευτος Τύπος» κυκλοφόρησε το 1994 με σχετικά ικανοποιητική κυκλοφορία, χωρίς όμως να φέρει κάτι καινούριο σε έναν χώρο όπου η καινοτομία και οι νέες ιδέες είναι απαραίτητες για τη μακροημέρευση ενός Μέσου.
Μέχρι τις αρχές του 1998 Ρίζος και Μήτσης πορεύονταν μαζί αλλά κάποια στιγμή υπήρξε κόντρα, με αποτέλεσμα η συμμαχία να σπάσει με πολύ άσχημο τρόπο, αφού ο επιχειρηματίας ήθελε να διώξει τον Ρίζο.
Ξαφνικά όμως έγινε κάτι το πρωτοφανές.
Κυκλοφόρησαν δύο εφημερίδες με τίτλο «Αδέσμευτος Τύπος», η μια με εκδότη τον Δημήτρη Ρίζο και η άλλη με εκδότη τον Κώστα Μήτση.
Οι αναγνώστες μπερδεύονταν για μεγάλο διάστημα, οι μηνύσεις και τα ασφαλιστικά μέτρα έπεφταν βροχή και όλο αυτό μόνο καλό δεν έκανε στην εφημερίδα τα επόμενα χρόνια.
Το 2003 μια ομάδα συνεργατών αποχώρησε από την εφημερίδα του Ρίζου θεωρώντας άστοχες τις επιλογές αλλά και τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων.
Την ίδια στιγμή ακούγονταν διάφορα για την επιρροή που ασκούσε στον εκδότη η τρίτη κατά σειρά σύζυγός του Πέγκυ Ρίζου, μια εντυπωσιακή γυναίκα που είχε μπει στη ζωή του το 1995.
Πάθη, γάμοι, διαζύγια και business
Μέχρι εκείνη τη χρονιά ο 65χρονος δημοσιογράφος-εκδότης μετρούσε ήδη δύο γάμους, ισάριθμα διαζύγια και δύο παιδιά.
Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1956 σε ηλικία μόλις 20 ετών τη Βίλμα, η οποία του χάρισε έναν γιο, τον Χρήστο.
Ακολούθησε ο έρωτας με τη Γωγώ Δεμέναγα, που κατέληξε στα σκαλιά της εκκλησίας και σε ένα δεύτερο παιδί, τον Απόστολο, ο οποίος σπούδασε Οικονομικά στο Λονδίνο.
Ακολούθως άρχισε να εργάζεται δίπλα στον πατέρα του, ο οποίος τον λατρεύει και ήταν πάντα δίπλα του ενθαρρύνοντάς τον να παίρνει πρωτοβουλίες.
Η γνωριμία του με την Πέγκυ έμελλε να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του.
Είναι μαζί 23 ολόκληρα χρόνια και έχουν αποκτήσει μια κόρη τη Δήμητρα, η οποία σπουδάζει Μουσική στο Λονδίνο.
Η μουσική μπήκε στη ζωή του Δημήτρη Ρίζου όταν αποφάσισε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 να αγοράσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό για να διαφημίζει τον «Αδέσμευτο Τύπο».
Ενα μεσημέρι που συνέτρωγε με τους Γιάννη και Θέμη Αλαφούζο, εκείνοι του παραχώρησαν δωρεάν τον παλιό Top FM του Λαμπράκη, που τον είχαν μετονομάσει σε Pop FM.
Μόνο που για να τον μετονομάσει και να τον μεταφέρει χρειαζόταν γύρω στα 100 εκατ. δραχμές, τα οποία δεν είχε, γι’ αυτό άρχισε να τσιγκλάει τον Γιάννη Αλαφούζο να μπει μέτοχος και να βάλει λεφτά.
Ο τελευταίος το έκανε, αλλά του είπε να μην τον ενοχλήσει για το παραμικρό σχετικά με τον σταθμό και ενώ όλοι περίμεναν ότι ο Ρίζος θα έστηνε μια ενημερωτική συχνότητα έκανε το εντελώς αντίθετο.
Δημιούργησε τον ραδιοφωνικό σταθμό Λάμψη, που παίζει μόνο ελληνική μουσική, μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 30% ακροαματικότητα και έκλεισε τον πρώτο χρόνο με κέρδη 2 δισ. δραχμές!
Εκεί ασχολούνταν ενεργά και η σύζυγός του, η οποία εμφανιζόταν επίσημα ως ιδιοκτήτρια και έδειχνε να παθιάζεται με τη νέα της ενασχόληση, ενώ το ζευγάρι έδινε το «παρών» σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις.