Από το αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη Ο Νίκος Σαμψών ήκουσε την καταδίκην του με ψυχραιμίαν, ενώ ελαφρόν μειδίαμα διέστειλε ...
Από το αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη
Ο Νίκος Σαμψών ήκουσε την καταδίκην του με ψυχραιμίαν, ενώ ελαφρόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του.
Οι γονείς αυτού, ο θείος του δρ Αντώνης Γεωργιάδης και άλλοι συγγενείς κατελήφθησαν υπό μεγάλης συγκινήσεως".
Πιο περιγραφική ήταν η άλλη ημερήσια εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ":
"Ευθυτενής και εντελώς ατάραχος ο 22έτης δημοσιογράφος Νίκος Σαμψών Γεωργιάδης ήκουσε χθες τον Ειδικόν Δικαστήν κ. Σάμουελ Τζων εκδίδοντα απόφασιν επί της υποθέσεως του, εις την οποίαν κατηγορείτο ότι απεπειράθη να χρησιμοποιήσει εναντίον τεσσάρων αστυνομικών αξιωματούχων έν οπλοπολυβόλον τύπου στεν, το οποίον μετέφερεν.
Ευρεθείς ένοχος αμφοτέρων των κατηγοριών ο Σαμψών κατεδικάσθη εις την εσχάτην των ποινών.
Ευρεθείς ένοχος αμφοτέρων των κατηγοριών ο Σαμψών κατεδικάσθη εις την εσχάτην των ποινών.
"Με ανάλογον ψυχραιμίαν ήκουσαν την καταδικαστικήν απόφασιν η μήτηρ του νεαρού δημοσιογράφου, κυρία Θεανώ Σαμψών Γεωργιάδου, και ο πατήρ αυτού.
Ο τελευταίος απερχόμενος της αιθούσης του Δικαστηρίου, όπου δεν του επετράπη να πλησιάσει καν τον μειδιώντα υιόν του, ηκούσθη να λέγει εις ένα γνωστόν του με σταθεράν φωνήν:
Κατεδίκασαν το παιδί μου, μα δεν λυπούμαι καθόλου ".
Και η αγγλόφωνη εφημερίδα TIMES OF CYPRUS, στην οποία εργαζόταν ο Νίκος Σαμψών, ως ρεπόρτερ, πρόσθετε:
"Ο Νίκος Σαμψών στάθηκε ήρεμος μέσα στο εδώλιο χθες και άκουσε το δικαστή Τζων να του επιβάλλει τη θανατική ποινή σε δυο κατηγορίες.
Ετσι ακόμα ένα κεφάλαιο στην ιστορία του Σαμψών, που άρχισε, όπως αναφέρθηκε στο δικαστήριο, με τους πυροβολισμούς στις 28 περασμένου Σεπτεμβρίου, στην οδό Λήδρας και προχώρησε στη δραματική σύλληψη του στις 30 Ιανουαρίου στο Δάλι και στη συνέχεια πέρασε από τη διαδικασία του δικαστηρίου, στην οποία είχε αθωωθεί, σε κατηγορία για εκτέλεση στις 23 Μαϊου.
Το επομενο κεφάλαιο θα ανοίξει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όταν θα υποβάλει έφεση εναντίον της καταδίκης του και της ποινής.
Ο Στέλιος Παυλίδης, που ηγήθηκε της υπεράσπισης του, δήλωσε μετά τη λήξη της διαδικασίας στο Δικαστήριο ότι θα υποβάλει έφεση.
Χθες ο νεαρός δημοσιογράφος που γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 16 Δεκεμβρίου 1935, βρέθηκε ένοχος σε δυο κατηγορίες ότι έβαλε με το όπλο του στο Δάλι στις 30 Ιανουαρίου εναντίον του Επιθεωρητή Μπερτς και των Λοχιών Γουίλλαρντ και Μάνσυ όταν πήγαν για να τον συλλάβουν και ότι την ίδια στιγμή μετέφερε όπλο.
Ενώ ο Δικαστής εξέδιδε την απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία κράτησε 45 λεπτά, ο Σαμψών έκανε νόημα στη μητέρα του η οποία καθόταν στο πίσω μέρος του δικαστηρίου να παραμείνει ήρεμη.
Ωστόσο, η μητέρα του κατέρρευσε έξω από το δικαστήριο, αλλά επανεύρε τον εαυτό της όταν ο κ. Παυλίδης την καθησύχασε ότι θα υποβάλει έφεση".
Οι βρετανοί τοποθετούν σε διάφορα σημεία της Λευκωσίας συρματοπλέγματα χωρίζοντας την πόλη στα δύο.
Ο ίδιος ο Νίκος Σαμψών έγραψε αργότερα στο αφήγημά του "τρεις μήνες και δέκα μέρες μελλοθάνατος":
"Στις 11 το πρωϊ (1η Ιουνιου 1957) ο ειδικός Δικαστής Σάμουελ Τζων πήρε τη θέση του.
Οι έγκριτοι δικηγόροι μου κ.κ. Στέλιος Παυλίδης και Λεύκος Κληρίδης, με βουρκωμένα μάτια μου ανεκοίνωσαν ότι, σύμφωνα με τες καταθέσεις, θα καταδικαζόμουν σε θάνατο.
Μη στενοχωρείστε ήταν η απάντηση μου, το γνωρίζω.
Κοίταξα προς τους γονείς μου και τους χαμογέλασα και ακολούθως χαιρέτισα το πλήθος των συγγενών και φίλων μου που γέμιζαν ασφυκτικά την αίθουσα του δικαστηρίου.
Τη στιγμή εκείνη κλήθηκα από τον ειδικό δικαστή Σάμουελ Τζων να σηκωθώ από το εδώλιο.
- Εχεις τίποτε να πεις για να μην σου επιβάλω ποινή; με ρώτησε.
Σαν να ήταν δυνατό να άλλασσε τη ρητή εντολή που πήρε για την καταδίκη μου, οποιαδήποτε και αν ήταν η απάντηση μου.
Με την ερώτηση του εκείνη ήθελε να δείξει ότι η δίκη διεξήχθη μέσα στα πλαίσια των κανονισμών της Δικαιοσύνης.
Στην πραγματικότητα κοροϊδευε την έννοια της Δικαιοσύνης και ταυτόχρονα τον ίδιο τον εαυτό του.
Στο μυαλό μου πέρασε σαν αστραπή η ιδέα να μην απαντήσω.
Εν τούτοις όμως, λόγω σοβαρότερου συλλογισμού απάντησα:
- Είμαι αθώος.
Ο συλλογισμός μου που ανέτρεψε την ιδέα να μην απαντήσω ήταν ο εξής:
Ο κύριος αυτός μας κοροϊδεύει, γιατί κι εγώ να μην τον κοροϊδέψω;
Μόλις απάντησα στην ερώτηση του, ο ειδικός δικαστής εξέδωσε την απόφαση του ως εξής:
"Κατηγορούμενε σε βρίσκω ένοχο και στις δυο κατηγορίες και ως εκ τούτου σε καταδικάζω "δις εις θάνατον" (δύο φορές σε θάνατο).
Δέχθηκα την καταδίκη μου σε θάνατο με χαμόγελο.
Γύρισα αμέσως προς τους γονείς μου φωνάζοντας τους να μην λυπούνται.
Γύρισα αμέσως προς τους γονείς μου φωνάζοντας τους να μην λυπούνται.
Πραγματικά έκπληκτος είδα τους πονεμένους μου γονείς και το μικρό μου αδελφό να διατηρούν όλη την αυτοκυριαρχία τους με το χαμόγελο στα χείλη.
Ηταν χαμόγελα όμως προσποιητά.
Ο πόνος διακρινόταν στα πρόσωπα τους.
Η θαρραλέα όμως στάση τους με ικανοποίησε πολύ.
Την στιγμή εκείνη ένοιωθα περηφάνεια για τους γέρους μου.
Στο μεταξύ δεκάδες άγγλοι στρατιώτες έσπρωχναν βάναυσα τον κόσμο που με χειροκροτούσε έξω.
Οι προσφιλείς δικηγόροι μου με κόπο συγκρατούσαν τα δάκρυά τους.
Εσκυψα και φίλησα τα χέρια τους.
Ηταν αυθόρμητη και δίκαιη εκδήλωση ευγνωμοσύνης για όσα έκαμαν για μένα.
Μόλις διώχθηκε το πλήθος από την αίθουσα του δικαστηρίου μου έθεσαν τες χειροπέδες και βιαστικά υπό αυστηρή ένοπλη φρουρά με μετέφεραν στο αυτοκίνητο για να με οδηγήσουν στα κελλιά του θανάτου των Κεντρικών Φυλακών.
Ενώ με οδηγούσαν στο αυτοκίνητο τέσσερις πολιτικοί κρατούμενοι από την Πύλα, οι οποίοι βρίσκονταν σε απομόνωση στην αυλή του δικαστηρίου ήρχιζαν να με χειροκροτούν.
Απήντησα στα χειροκροτήματά τους με τις κραυγές "ζήτω η ΕΟΚΑ", "ζήτω ο θρυλικός Διγενής", "η ΕΟΚΑ δεν πέθανε".
Οι άγγλοι αστυνομικοί συνοδοί άρχισαν τότε να με κτυπούν με τα περίστροφα και τα πιστόλια βρίζοντας με.
Οταν τελικά εισήλθαμε στο υπό ισχυράν συνοδεία αυτοκίνητο οι άγγλοι αστυνομικοί δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να με κτυπούν με τα όπλα τους.
"Αιματωμένε τρομοκράτη θα σε κρεμμάσουμε", μου έλεγαν και γελούσαν ενώ ταυτόχρονα με κτυπούσαν με τα περίστροφά τους.
Υπέμενα τη σαδιστική μανία τους χωρίς να πω έστω και μια κουβέντα ή να διαμαρτυρηθώ για τη στάση τους.
Σκεφτόμουνα, ενώ με κτυπούσαν, ότι οι ίδιοι άνθρωποι, πριν από λίγους μήνες πενικοβάλλονταν στο άκουσμα του ονόματος μου.
Τώρα όμως που ήμουν δεμένος με σίδερα, ανυπεράσπιστος στα χέρια τους, μετατράπηκαν σε γενναίους και με κτυπούσαν χωρίς κανένα δικαίωμα, εφ' όσον είχα καταδικασθεί σε θάνατο."