GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Μάζης: Ελληνογαλλική Φιλία και Ελληνικοί Εξοπλισμοί - Ξαναέρχεται το «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία»;

Στον κρίσιμο ρόλο των γαλλικών οπλικών συστημάτων στη διατήρηση του πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας, καθώς και στις σημερινές...




Στον κρίσιμο ρόλο των γαλλικών οπλικών συστημάτων στη διατήρηση του πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας, καθώς και στις σημερινές στρατηγικές δυνατότητες στρατηγικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Γαλλία στον τομέα της άμυνας, εστιάζει ο καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ιώαννη Μάζης.

Ο κ. Μάζης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «αποτελεί αναντίρρητο γεγονός ότι μεγάλο κομμάτι των ελληνικών αποτρεπτικών ικανοτήτων έναντι της Τουρκίας βασίστηκε σε γαλλικά οπλικά συστήματα και τις μοναδικές τους επιχειρησιακές δυνατότητες.
Ήδη από το 1974 οι πυραυλάκατοι Combattante, εφοδιασμένοι με πυραύλους επιφανείας – επιφανείας Exocet καθιστούσαν τον τουρκικό στόλο έναν μεγάλο στόχο για το Πολεμικό Ναυτικό.
Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα υπήρξε ο πρώτος εξαγωγικός πελάτης των Exocet, ο οποίος κατέστη μετά διεθνές best seller.
Επίσης, από το 1975 και για μία δεκαετία περίπου, τα μαχητικά αεροσκάφη Mirage F1 προσέφεραν αναντίρρητη αεροπορική κυριαρχία στην Ελληνική Αεροπορία πάνω από το Αιγαίο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπογραφή της συμφωνίας για την προμήθεια των Mirage F1 έγινε στις αρχές του Καλοκαιριού του 1974.
Οι παραδόσεις για την Ελληνική Αεροπορία προβλεπόταν για το Καλοκαίρι του 1978.
Όμως, χάρη σε προσωπική παρέμβαση του Γάλλου Προέδρου Ζισκάρ Ντε Εσταίν κατόπιν αιτήματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι παραδόσεις στην Ελλάδα απέκτησαν προτεραιότητα και έτσι στα τέλη της Άνοιξης του 1975 η Ελληνική Αεροπορία ξεκίνησε να παραλαμβάνει μαχητικά τα οποία προορίζονταν για τη Γαλλική Αεροπορία.
Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε εκείνη την εποχή με ένα από τα πιο προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη παγκοσμίως με μοναδικές ικανότητες εναέριας μάχης».

Συμπληρώνει δε ότι «στη δεκαετία του 80, στο πλαίσιο της περιβόητης Αγοράς του Αιώνα, η ΠΑ απέκτησε 40 μαχητικά αεροσκάφη Mirage 2000EG. Εξαιτίας της ελληνικής εμμονής σε ένα ραντάρ «πολλαπλών ρόλων» για το αεροσκάφος, επιλέχθηκε το προβληματικό ραντάρ RDM – 3, αντί για το εξειδικευμένο σε ρόλους αέρος – αέρος RDI που είχε επιλέξει η Γαλλική Αεροπορία για τα δικά της Mirage 2000C.
Το RDI ήταν ένα από τα αξιόλογα ραντάρ για εναέρια μάχη εκείνον τον καιρό, περίπου ισάξιο του αμερικανικού APG – 63 που χρησιμοποιούσαν τα μαχητικά F – 15A/B και C και ανώτερο από το APG – 68 των F – 16.
Ακόμη όμως και με το RDM – 3 τα Mirage 2000 είχαν σαφές πλεονέκτημα στην εναέρια μάχη έναντι των τουρκικών F – 16, όντας καλύτερες πλατφόρμες για μεσαία και μεγάλα ύψη και με μικρότερο στιγμιαίο ρυθμό στροφής αλλά και οπλισμένα με τον πύραυλο αέρος – αέρος για κλειστές αερομαχίες (WVR) R550 Magic – 2, ο οποίος ήταν ανώτερος από τις εκδόσεις L και M των αμερικανικών AIM – 9 Sidewinder, έχοντας μεταξύ των άλλων και πολύ μεγαλύτερες ικανότητες εγκλωβισμού του στόχου εκτός του διαμήκους άξονα του αεροσκάφους (HOB). Επίσης, το σύστημα αυτοπροστασίας ICMS 2000 Mk1 ήταν κατά πολύ ανώτερο του ASPIS Ι που εξόπλισε στα F – 16».

Ακολούθως ο κ. Μάζης αναφέρεται στην αγορά των βελτιωμένων Mirage 2000 – 5 Mk 2 στα τέλη της δεκαετίας του 90 που «προσέφερε στην Ελλάδα ένα μοναδικό πακέτο προβολής ισχύος στον αέρα, τη στεριά και τη θάλασσα που δεν είχε υπάρξει ξανά». 
«Κατ’ αρχάς, η αντικατάσταση του προβληματικού RDM με το RDY – 2, που ήταν ένα από τα καλύτερα ραντάρ αεροσκαφών στην εποχή του, προσέφερε νέες δυνατότητες στο αεροσκάφος, ενώ το σύστημα αυτοπροστασίας ICMS2000 Mk 5 ήταν ότι πιο επιτυχημένο έχει τοποθετηθεί σε ελληνικό μαχητικό», τονίζει.

«Όσον αφορά τις ικανότητες εναέριας μάχης, οι πύραυλοι MICA προσέφεραν πολύ μεγάλες δυνατότητες τόσο σε κοντινές όσο και αποστάσεις πέραν του οπτικού ορίζοντος (BVR).
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι πύραυλοι MICA έχουν ένα χαρακτηριστικό που δεν υπάρχει σε κάποιο άλλο ελληνικό όπλο αέρος – αέρος.
Συγκεκριμένα, διατίθενται σε έκδοση μεγάλου βεληνεκούς, που φθάνει τα 70 χλμ, χρησιμοποιώντας όμως κεφαλή θερμικής απεικόνισης για τον εγκλωβισμό του στόχου και όχι μέσω καθοδήγησης ραντάρ.
Αυτό σημαίνει δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι ότι η παθητική μέθοδος εντοπισμού δεν προσφέρει κανένα περιθώριο προειδοποίησης, σε αντίθεση με την καθοδήγηση με ραντάρ που θα ενεργοποιούσε το δέκτη προειδοποίησης εγκλωβισμού από ραντάρ (RWR) του συστήματος αυτοπροστασίας του αεροσκάφους – στόχου.
Το δεύτερο είναι πως ένας παρόμοιος πύραυλος μπορεί να αντιμετωπίσει τα αεροσκάφη stealth, όπως είναι το F – 35 ή το ρωσικό Sukhoi Su – 57.
Ειδικά το F – 35 παρουσιάζει πολύ μεγάλο θερμικό ίχνος, μεγαλύτερο από αυτό των «κανονικών» αεροσκαφών, εξαιτίας του πολύ ισχυρού κινητήρα του και πιθανώς και λόγω της αεροδυναμικής τριβής (aerodynamic heating).
Έτσι, στοχοποιείται πιο εύκολα από παρόμοια όπλα σε σχέση με τα «κανονικά» αεροσκάφη.
Παρόμοιοι πύραυλοι, σε συνδυασμό με συστήματα υπέρυθρης έρευνας και ιχνηλάτησης (IRST), που μπορούν να τοποθετούνται και σε ατρακτίδια (pods) και να μεταφέρονται ως εξωτερικό φορτίο για τα μαχητικά, αποτελούν μεγάλη απειλή για τα μαχητικά stealth», εξηγεί.

Όσον αφορά στην αγορά των νέων Mirage 2000 – 5 ο κ. Μάζης εκτιμά ότι «επέτρεψε σε κάποια από τα παλαιότερα Mirage 2000 EG να εφοδιαστούν με πυραύλους αέρος – επιφανείας Exocet, μετατρεπόμενα σε στρατηγική απειλή για τον τουρκικό στόλο επιφανείας».

«Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η αγορά των Mirage 2000 – 5 συνδυάστηκε με την απόκτηση περίπου εκατό αεροεκτοξευόμενων πυραύλων cruise Scalp EG. 
Το επίσημο βεληνεκές των πυραύλων αυτών είναι 250 χλμ.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως αναφέρει ο έγκυρος οίκος αμυντικών αξιολογήσεων Jane’s αλλά και άλλες πηγές, φθάνει ή και ξεπερνά τα 500 χλμ. 
Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να προσβάλουν σχεδόν οποιοδήποτε σημείο της τουρκικής επικράτειας με σημειακή ακρίβεια που φθάνει το ένα μέτρο, ενώ εφοδιασμένα με τη διατρητική κεφαλή BROACH μπορούν να καταστρέψουν στόχους υψηλής προστασίας.
Ο συνδυασμός μεγάλου βεληνεκούς, υψηλής ακρίβειας και μεγάλης καταστρεπτικής ικανότητας, καθιστούν τους Scalp EG όπλα στρατηγικών εφαρμογών.
Επισημαίνεται ότι μόνο η Γαλλία προσέφερε όπλα τέτοιων δυνατοτήτων στην Ελλάδα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρνηθεί επανειλημμένως να το πράξουν», σημειώνει.

«Εν κατακλείδι λοιπόν, σε αντίθεση με τα αμερικανικά ή άλλα δυτικοευρωπαϊκά ή ρωσικά οπλικά συστήματα, τα γαλλικά όπλα δεν προσέφεραν στην Ελλάδα κάποια ισορροπία έναντι της Τουρκίας αλλά σαφή υπεροπλία», επεσήμανε.

Ο κ. Μάζης υπογραμμίζει ότι «σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας φάσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις πιθανώς πιο επικίνδυνης σε σχέση με το παρελθόν και χρειαζόμαστε άμεσα και επιτακτικά ενίσχυση των ελληνικών αποτρεπτικών ικανοτήτων, με τρόπο ώστε να εξασφαλίσουμε πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας ώστε να αδρανοποιήσουμε τον τουρκικό επεκτατισμό.
Και η Γαλλία προσφέρει ξανά λύσεις στην Ελλάδα.
Για παράδειγμα, γαλλικές φρεγάτες εφοδιασμένες με πυραύλους αεράμυνας Aster 30 και με πυραύλους cruise Scalp Naval με βεληνεκές μεγαλύτερο των 1000 χλμ θα προσφέρουν στο Πολεμικό Ναυτικό δυνατότητες στρατηγικής κρούσης εις βάθος.
Επίσης, η Ελλάδα μπορεί να συμμετάσχει στην προσπάθεια για το ευρωπαϊκό μαχητικό αεροσκάφος του μέλλοντος, της οποίας ηγείται η Γαλλία.

Συγκεκριμένα, στις 17 Ιουνίου 2019 κατά τη διάρκεια της αεροδιαστημικής έκθεσης Paris Air Show 2019 η γαλλική εταιρεία Dassault παρουσίασε το μαχητικό αεροσκάφος νέας γενεάς (NGF), το οποίο αναπτύσσει σε συνεργασία με την Airbus ως μέρος του ευρύτερου προγράμματος για το «μελλοντικό αεροπορικό σύστημα μάχης» (Future Combat Air System / FCAS). Το αεροσκάφος θα επιχειρεί από κοινού με ένα μη επανδρωμένο μαχητικό (UCAV)».
Και καταλήγει:

«Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη με το ένα πόδι στο πολυπρόγραμμα αυτό ως συμπαραγωγός του μη επανδρωμένου μαχητικού (UCAV) Neuron, πάνω στο οποίο φαίνεται πως θα βασιστεί το ρομποτικό απάρτιο του νέου ευρωπαϊκού συστήματος εναέριας μάχης. 
Μένει λοιπόν να αποφασίσει αν θα ενταχθεί πλήρως, μετατρεπόμενη για πρώτη φορά στην ιστορία της από πελάτη σε παραγωγό και αποκτώντας πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες και ικανότητες οι οποίες θα προσφέρουν στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας στα χρόνια που έρχονται».