Σταύρος Μπιτσάκης, ο μεγάλος ήρωας Καραβά και Λαπήθου Ο Χανιώτης ανθυπολοχαγός, που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την κυπριακή γη ...
Σταύρος Μπιτσάκης, ο μεγάλος ήρωας Καραβά και Λαπήθου
Ο Χανιώτης ανθυπολοχαγός, που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την κυπριακή γη και άφησε τα κόκαλά του σ’ αυτήν, ως αιώνιο δεσμό Κύπρου και Ελλάδας.
«Το ξημέρωμα της 6ης Αυγούστου 1974, μαζί με 5-6 ακόμα στρατιώτες, ήμουν στην ταράτσα του «Φοντάνα Αμορόζα», ανατολικά του Καραβά και δεξιά του κύριου δρόμου που οδηγούσε προς την Κερύνια.
Βρισκόμασταν εκεί για να ελέγχουμε την περιοχή και τις κινήσεις των Τούρκων, αλλά και για να δείχνουμε στους αξιωματικούς Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι πετούσαν με ελικόπτερο πάνω από την περιοχή για να σχεδιάσουν σε χάρτη τις περιοχές που κατείχε η κάθε πλευρά των εμπολέμων, ότι τα χωριά Λάπηθου και Καραβάς ήσαν υπό ελληνική και όχι τουρκική κατοχή – όπως ισχυριζόταν ο Τούρκος συνταγματάρχης Νιαζί Τσακάρ, ο οποίος μετείχε στο έργο της χάραξης των γραμμών.
Τουρκικές πονηρίες
Για το έργο των χαρτογραφήσεων κατά την διάσκεψη της Γενεύης – μετά την «εκεχειρία» της 22ας Ιουλίου 1974 – δίνονται ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σε έγγραφο του Ντίμη Δημητρίου, με ημερομηνία 4.8.74 και το οποίο γράφτηκε μετά από ενημέρωσή του από το συνταγματάρχη Τσολάκη.
Αναφέρεται συγκεκριμένα:
«Σχετικώς με Καραβά, Λάπηθο και Σύσκληπον γίνεται μεγάλη συζήτηση.
Οι Τούρκοι διατείνονται ότι κατείχαν αυτά τα χωριά την 30ήν Ιουλίου και ώρα 22.00, ενώ εμείς παρουσιάσαμεν αποδείξεις ότι αυτά τα χωριά δεν κατείχοντο υπό των Τούρκων.
Μερικές από τας αποδείξεις ήσαν συνομιλίαι ημών μετά των Ειρηνευτών, σχετικώς με τα ως άνω χωρία.
Οι Τούρκοι λέγουν ότι ίσως μερικάς φοράς να υποχωρούσαν από τα θέσεις των, όμως αυτάς τας κινήσεις τας θεωρούν εκκαθαριστικάς.
Εις την πραγματικότητα, όμως, ως διατείνονται, κατείχαν τας ως άνω περιοχάς και δεν είναι διατεθειμένοι ποσώς να υποχωρήσουν εξ αυτών».
Στην πραγματικότητα – όπως την έζησα ο ίδιος προσωπικά – τα χωριά αυτά ήσαν στα χέρια των Τούρκων μέχρι τις 28-29 Ιουλίου, όταν ο 2ος λόχος του 258 Τάγματος Πεζικού με επικεφαλής τον ήρωα ανθυπολοχαγό Σταύρο Μπιτσάκη, πέρασε από τη Λάπηθο και μπήκε στον Καραβά.
Σε κάποιο σπίτι ήσαν κρυμμένοι 4-6 άνδρες, που όταν σιγουρεύτηκαν πως είμαστε Έλληνες στρατιώτες, βγήκαν από τις κρυψώνες τους και – θυμάμαι πολύ καθαρά – κλαίοντας με αναφιλητά έπεσαν στα γόνατα και φιλούσαν τα πόδια μας!
Το τι ακριβώς τους είχε συμβεί και το πώς ένιωθαν, θα πρέπει, νομίζω, να το εξιστορήσουν κάποτε οι ίδιοι.
Οι Τούρκοι, που ήσαν εκεί διατηρώντας υπό την κατοχή τους τα χωριά αυτά, έφυγαν τόσο βιαστικά, που παράτησαν πυρομαχικά, κονσέρβες και άλλα προσωπικά τους αντικείμενα.
Οι ίδιοι κωλυσιεργούσαν σκόπιμα, για να μην δεσμευτούν με τη χάραξη γραμμών εκεχειρίας.
Έτσι, τη μια μέρα ισχυρίζονταν ότι τα Ηνωμένα Έθνη είναι αναρμόδια να υποδείξουν τις θέσεις των αντιπάλων, την άλλη αρνιόντουσαν, χωρίς επιχειρήματα, να συζητήσουν γι’ αυτή ή εκείνη την περιοχή και την επομένη δεν ήθελαν να πετάξουν με το ελικόπτερο για την από αέρος παρατήρηση και καταγραφή των θέσεων της κάθε παράταξης, όπως προέβλεπε η συμφωνία της Γενεύης!..
Συγχρόνως, το τουρκικό στρατιωτικό επιτελείο με διαταγή του υποστράτηγου Φαζί Πολάτ (30.7.74) προς τις διοικήσεις του 61ου συντάγματος πεζικού, του τάγματος αρμάτων, της ταξιαρχίας κομάντος, του αμφίβιου συντάγματος, των μονάδων πυροβολικού και αυτοκινούμενων πυροβόλων και προς τη ναυτική διοίκηση, ετοιμαζόταν για άλλη μια φορά να αιφνιδιάσει παραβιάζοντας την «εκεχειρία» και να διώξει τις ελληνικές δυνάμεις από τις «αμφισβητούμενες» περιοχές.
Οι Τούρκοι πάνοπλοι, οι Έλληνες με λιανοτούφεκα!..
Το πρωί, λοιπόν, της 6ης Αυγούστου, από το βουνό που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ελιά και Καραβάς ρίφθηκαν συνθηματικές φωτοβολίδες και αμέσως άλλες φωτοβολίδες με τα ίδια χρώματα από τον Άγιο Γεώργιο και τη θάλασσα και στη συνέχεια…άνοιξαν οι πύλες της κόλασης.
Οι Τούρκοι ξετύλιγαν ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο που με 14 περίπου χιλιάδες στρατό, καταδρομείς, 60 άρματα μάχης, πυροβολικό και τη βοήθεια σκαφών του ναυτικού ξεκινούσαν από τις τρεις πλευρές επίθεση ενάντια σε 50-60 άνδρες του 256 τάγματος πεζικού που με λιανοτούφεκα και λίγες χειροβομβίδες, 2-3 οπλοπολυβόλα Μπρεν και τη ψυχή τους, βρέθηκαν εκεί για να…σχηματίσουν μέτωπο και να κρατήσουν ελληνικά τα χωριά Λάπηθος και Καραβάς.
Και το τραγικότερο, είναι που το ΡΙΚ (Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου) όλες αυτές τις μέρες – μέχρι και την 5η Αυγούστου που το άκουα – έλεγε ότι «τα χωριά Λάπηθος και Καραβάς είναι υπό τουρκική κατοχή» και καλούσε τους κατοίκους της περιοχής ν’ αποφύγουν να προσεγγίσουν την περιοχή και τα σπίτια τους!
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα από την επίθεση, προσπαθήσαμε να οργανωθούμε και αρχίσαμε να ανταποδίδουμε τα πυρά.
Κύρια έγνοια μας, ήταν να έρθουμε σε επαφή με το διοικητή του λόχου Σταύρο Μπιτσάκη, για να πάρουμε οδηγίες και να συντονιστούμε.
Οι Τούρκοι, όμως, που ήξεραν επακριβώς τις θέσεις μας, άρχισαν – ενώ έπεφταν ακόμα βλήματα από το πυροβολικό τους – να κινούνται προς τις οικίες, στις στέγες των οποίων είχαμε τα παρατηρητήρια – φυλάκιά μας.
Ήταν μια καλή ευκαιρία για μας να τους προκαλέσουμε εύκολα απώλειες.
Και αυτό κάναμε.
Όμως, τα βλήματα από το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα έπεφταν τώρα δίπλα και πάνω στις στέγες των σπιτιών, στα οποία βρισκόμαστε.
Ο ανθυπολοχαγός Σταύρος Μπιτσάκης έτρεχε, πυροβολώντας με το αυτόματο «Τόμσον» που είχε, από φυλάκιο σε φυλάκιο.
Αγριεμένος, όρθιος και ακάλυπτος εντελώς φώναζε τους στρατιώτες με τα ονόματά τους και προσπαθούσε να μας εμψυχώσει και να μας φέρει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο κοντά του, και κοντά στο «Φοντάνα Αμορόζα», στη στέγη του οποίου έτυχε να βρίσκομαι.
Και ξαφνικά, σαν να είχα τυφλωθεί και συγχρόνως κουφάθηκα, ενώ από τη σκόνη και το καπνό πνιγόμουνα.
Εχθρικό βλήμα είχε πέσει ανάμεσά μας, πάνω στη στέγη του «Φοντάνα Αμορόζα» και όσοι δεν κτυπηθήκαμε κατρακυλήσαμε, κυριολεκτικά από τις σκάλες και βρεθήκαμε σ’ ένα χωράφι παρά δίπλα.
Είμαστε 3-4 στρατιώτες , οπότε, ξαφνικά, στην άκρη του χωραφιού βλέπουμε 30-40 άλλους να μας πλησιάζουν!
Προσπάθησα να τους μιλήσω και να τους πω να καλυφθούν, γιατί οι Τούρκοι πλησιάζουν από τη νοτιοανατολική πλευρά.
Αυτοί όμως δεν απαντούσαν και ξαφνικά άρχισαν να ουρλιάζουν και να μας πυροβολούν, τρέχοντας κατά πάνω μας.
Ήσαν Τούρκοι!
Εκείνη τη στιγμή δε νομίζω να καταλάβαινα καλά – καλά τι έκανα.
Ούρλιαζα κι εγώ, βλαστημούσα τους Τούρκους κι όλη την Τουρκία, γύριζα γύρω – γύρω και πυροβολούσα και… σε μια στιγμή βλέπω δίπλα μου το Σταύρο Μπιτσάκη, καταϊδρωμένο, μπαρουτοκαπνισμένο, να γελά, να βλαστημά και να βρίζει…
Οι Τούρκοι εξαφανίστηκαν για μια στιγμή και κοντά μας βρέθηκαν καμιά δεκαριά παιδιά του λόχου.
Ο Μπιτσάκης μας είπε να προσπαθήσουμε να κρατηθούμε σ’ εκείνο το χωράφι και να τον περιμένομε κι αυτός θα έκανε άλλη μια προσπάθεια να μαζέψει δικούς του στρατιώτες που, ίσως, είχαν μείνει σε κάποιες στέγες σπιτιών ή κοντά σ’ αυτά, περιμένοντας βοήθεια ή άλλες διαταγές.
Δεύτερη λυσσώδης τουρκική επίθεση
Η επόμενη επίθεση των Τούρκων ήταν πιο βίαιη, πιο μαζική και από το βάθος του δρόμου (από τον Αγ. Γεώργιο) φάνηκαν τα πρώτα άρματα μάχης.
Δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο εκεί.
Ενώ συζητούσαμε για το που ακριβώς θα μπορούσαμε να καλυφθούμε καλύτερα και να περιμένουμε τον ανθυπολοχαγό, οι Τούρκοι βρέθηκαν και πάλι ανάμεσά μας και ήσαν στιγμές, πραγματικά, που στα 5-10 μέτρα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν οι σιλουέτες που έβλεπα, μέσα στους καπνούς και στη σκόνη, ήσαν σύντροφοι Έλληνες, ή μήπως επρόκειτο για Τούρκους…
Για άλλη μια φορά, λοιπόν, χάθηκα, βρέθηκα μόνος στη μέση ενός χωραφιού, και πάλι σε μια στιγμή, ακούω θόρυβο πίσω από τις λεμονιές, γυρίζω με το όπλο προτεταμένο και βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μπιτσάκη.
Σε κείνο το σημείο, από την κάτω πλευρά του κύριου δρόμου – προς τη θάλασσα – και στα πρώτα σπίτια του Καραβά, συναντήσαμε μια μαυροφορεμένη γυναίκα, ηλικιωμένη, φοβισμένη και ανήσυχη, η οποία φαινόταν να είναι η τελευταία κάτοικος του χωριού που είχε απομείνει.
Μας ζήτησε να την πάρουμε μαζί μας και της εξήγησα πως αυτό ήταν αδύνατο. Της είπα που ακριβώς ήταν οι Τούρκοι και μιας και δεν ξέραμε αν ήταν απλά μια παραβίαση εκεχειρίας, ή αν ο πόλεμος θα κρατούσε για πολύ, της είπαμε να μπει σε μια αποθήκη – γκαράζ που ήταν εκεί κοντά, να κρυφτεί ώσπου να σταματήσουν οι πυροβολισμοί κι όταν – αν γλιτώναμε – θα δίναμε αναφορά στον Ερυθρό Σταυρό ή στα Ην. Έθνη να την αναζητήσουν.
Μας έδωσε την ευχή της η γιαγιά και προχώρησε για να κρυφθεί…
Κάπου εκεί βρέθηκαν άλλοι 6-8 από τους στρατιώτες του λόχου μας, μαζί κι ο ασυρματιστής κι όλοι μαζί αποφασίσαμε να κινηθούμε συντονισμένα, όπου συναντήσουμε Τούρκους να τους κτυπήσουμε και να επιχειρήσουμε να μαζέψουμε όλο το λόχο.
Πολύ γρήγορα, όμως διαπιστώσαμε ότι αυτό ήταν πιο αδύνατο.
Σ’ ένα σημείο, δυτικά του χωριού Καραβάς, έδωσε διαταγή ο ανθυπολοχαγός Μπιτσάκης να οχυρωθούμε πίσω από ένα τοίχο και με μέτωπο προς τον Καραβά – Άγιο Γεώργιο, να κρατήσουμε άμυνα για όσο αντέξουμε (μέχρι να μας σωθούν τα πυρομαχικά ή να σκοτωθούμε)…
Πορεία προς τα πίσω
Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα, και οι Τούρκοι άρχισαν να μας κτυπούν με βλήματα πυροβολικού – όλμων και αμέσως μετά πυροβολισμοί από Τούρκους που βρέθηκαν να έχουν προχωρήσει πίσω από μας προς τη Λάπηθο.
Καταλάβαμε τότε, βλέποντας και τα σκάφη του τουρκικού στόλου να προχωρούν στη θάλασσα ακόμα και δυτικότερα της Λαπήθου, ότι η περιοχή είχε γεμίσει από εχθρικές δυνάμεις, ότι δεν υπήρχε πια «μέτωπο» για να κρατήσουμε κι ότι αυτό που μας απέμενε ήταν να μείνουμε κρυμμένοι κάνοντας αντάρτικο ή να οπισθοχωρήσουμε αναζητώντας την έδρα του τάγματος, για ανασυγκρότηση και νέες διαταγές.
Εν τω μεταξύ, ο ασυρματιστής, νομίζω τραυματίστηκε ή κάτι άλλο συνέβη στον ασύρματο, Έτσι κι αλλιώς μας ήταν άχρηστος, γιατί ούτε κάλυψη είχαμε όταν τη ζητήσαμε, ούτε ενισχύσεις μας στείλανε, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να καταστρέψουμε και να θάψουμε τον ασύρματο.
Στο δρόμο προς την έδρα του τάγματος, που υπολογίζαμε να βρούμε δυτικά της Λαπήθου, κοντά στον κύριο δρόμο, εμπλακήκαμε ξανά σε μάχη και, στη σύγχυση που επακολούθησε, «χάσαμε» τον ανθυπολοχαγό.
Οι ελάχιστοι πια στρατιώτες που ήσαν μαζί μας, 4-5, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς τη Λάπηθο, προχωρώντας, ανάμεσα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και τη θάλασσα, προς τα δυτικά.
Εγώ δεν τους ακολούθησα επιμένοντας να ψάχνω για τον ανθυπολοχαγό.
Πέρασα πάνω από τον κύριο δρόμο, προς την πλευρά του Πενταδάκτυλου και στράφηκα προς τον Καραβά, ξανά.
Σε αναζήτηση του Μπιτσάκη
Σε κάποια στιγμή είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου και μέχρι τώρα δεν ξέρω αν ήταν πρωί ή μεσημέρι ή μετά το μεσημέρι, άκουσα θόρυβο μηχανής αυτοκινήτου και πλησιάζοντας στο δρόμο είδα ένα φορτηγό της Ε.Φ. συνοδευόμενο από ένα λαντρόβερ με ένα αντιαρματικό ΠΑΟ-105, να προχωρεί προς… το στόμα του λύκου.
Οι Τούρκοι ήσαν παντού και τα τουρκικά άρματα μάχης προχωρούσαν ήδη προς τη Λάπηθο, έχοντας περάσει τον Καραβά.
Με κάποιες προφυλάξεις τους πλησίασα και, αφού σιγουρευτήκαμε ο ένας για τον άλλο, μιλήσαμε κι έμαθα πως ήσαν στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που ήρθαν εκεί για να βρουν τον Μπιτσάκη «ζωντανό ή νεκρό», όπως είπαν και να τον συνοδεύσουν προς την έδρα του τάγματος.
Αφού τους εξήγησα κι εγώ τι είχε συμβεί, σκορπίσαμε και συνεχίσαμε μαζί την αναζήτηση κι από τις δύο πλευρές του δρόμου, προχωρώντας πάντα προς τον Καραβά.
Και, πράγματι, μετά από αρκετή ώρα ξεπετάχτηκε μπροστά μας ο Σταύρος, γερός, από μουντζουρωμένο το πρόσωπο από τους καπνούς και το μπαρούτι, γεμάτος νεύρο κι αποφασιστικότητα, έντονα, όμως τώρα πια προβληματισμένος με τη στάση της Διοίκησης και τα όσα συνέβαιναν…
Μετά από κάποιες συνεννοήσεις μεταξύ μας, πήρε την απόφαση να μας οδηγήσει όλους μαζί στην έδρα του τάγματος.
Αποφασίσαμε να αραιώσουμε να διώξουμε τα οχήματα (φορτηγό και λαντρόβερ με ΠΑΟ-105) και να προχωρήσουμε, μέσα από περιβόλια και κοντά στον αυτοκινητόδρομο προς τη Λάπηθο.
«Οι πύλες της κόλασης άνοιξαν ξανά!»
Η διαδρομή αυτή, εκτός από τα βλήματα πυροβολικού, όλμων και πολεμικών όπλων που έπεφταν κοντά μας καθ’ όλη την πορεία προς τη Λάπηθο, ήταν σχετικά ομαλή που… σε μια στιγμή, ενώ προχωρούσαμε με το Σταύρο Μπιτσάκη μπροστά, είδα πίσω στρατιώτες σε απόσταση περίπου 200 μέτρων και από την πάνω πλευρά του δρόμου προς τον Πενταδάκτυλο.
Ήμασταν σίγουροι πως βρήκαμε επιτέλους την έδρα του τάγματος και, ξαλαφρωμένοι κάπως, ανεβήκαμε κοντά στον αυτοκινητόδρομο και αρχίσαμε φωνάζουμε προς τους στρατιώτες, λέγοντας τους ποιοί είμαστε.
Είχαμε πλησιάσει περίπου στα 50-60 μέτρα, όταν για μια στιγμή άρχισα να υποψιάζομαι…
Άκουα τις φωνές τους αλλά δεν ξεχώριζα, ή μάλλον δεν καταλάβαινα τι έλεγαν κι εξακολουθούσαν να έχουν μάλιστα προτεταμένα τα όπλα τους ξαφνικά κατάλαβα.
Δεν ήσαν δικοί μας, αλλά Τούρκοι. Δεν πρόλαβα να το πω στο Σταύρο και οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν με καταιγιστικά πυρά εναντίον μας.
Οι πύλες της κόλασης άνοιξαν ξανά!
Ακούω, ακόμα στ’ αυτιά μου τα λόγια του Σταύρου:
«Απάνω τους λεβέντες.
Απάνω τους και τους φάγαμε!..».
Ο Σταύρος, εγώ κι ένας από τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ περνάμε τρέχοντας τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, προχωρούμε προς το μέρος των Τούρκων, και πέφτουμε με τα μούτρα κάτω, στο πρώτο ανάχωμα που συναντούμε.
Ανταποδίδουμε τα πυρά και προσπαθούμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση.
Και η κατάσταση, για άλλη μια φορά είναι τραγική για μας.
Οι υπόλοιποι στρατιώτες, μένοντας κάτω από τον κύριο δρόμο, δεν είχαν που να καλυφθούν και οπισθοχώρησαν προς τα βράχια της θάλασσας.
Μείναμε εμείς οι τρεις απέναντι σε 300-500 δεν ξέρω, στρατιώτες.
Αργότερα διαπιστώσαμε ότι αυτοί θα πρέπει να ήσαν οι αμφίβιες δυνάμεις καταδρομών που βγήκαν από τη θάλασσα για να μας αποκόψουν το δρόμο προς την έδρα του τάγματος.
Μπιτσάκης: «Εδώ θα μείνουμε!..»
Ο Σταύρος Μπιτσάκης δεν ήθελε να το πιστέψει.
Μ’ αγριεμένο βλέμμα κοιτούσε ολόγυρα, φώναζε τον αρχιλοχία της ΕΛΔΥΚ ζητώντας ανταπόκριση και κάλυψη…
Μάταια, όμως, δεν υπήρχε σωτηρία…
Και ξαφνικά, το πήρε απόφαση.
«Εδώ θα μείνουμε», βροντοφώναξε.
Εγώ, είχα πάψει, εδώ και πολλή ώρα, να σκέφτομαι τον εαυτό μου, τους δικούς μου την όλη κατάσταση.
Καθόμουνα και θαύμαζα αυτό το παλικάρι.
Ήξερε πως, σχεδόν όλοι τον ταύτιζαν με τη Χούντα και τους φασίστες – προδότες που συνειδητά δούλευαν κάτω από τις εντολές των Αμερικανών και Εγγλέζων.
Ένιωθε πικραμένος και προδομένος κι όμως πάντα περήφανος, Έλληνας και Κρητικός ένιωθε το ΧΡΕΟΣ.
Ήξερε πως οι αγώνες και η θυσία του θα πήγαιναν χαμένα αλλά ήταν φιλότιμος, ήταν γενναίος, ήταν ο απόγονος των Κρητών και Ελλήνων που για χιλιάδες τόσα χρόνια πολεμούσαν για να κρατήσουν ελεύθερα κι ελληνικά τούτα τα χώματα. Ένιωθε την Κύπρο, όπως την Κρήτη, όπως την Ελλάδα.
Ένας ξερός, μεταλλικός ήχος ακούστηκε τότε και το κεφάλι του, που μόλις ανασήκωσε για να δει τον οχτρό και να τ’ αδειάσει άλλη μια γεμιστήρα σφαίρες, έγειρε κι ακούμπησε στο χώμα!
Το άλικο, ελληνικό Χανιώτικο αίμα του ζυμώθηκε με το ελληνικό χώμα της Λαπήθου, της Κύπρου.
Το γενναίο του πνεύμα, η ψυχή του, θα περιπλανιέται για πάντα εκεί, ανάμεσα στις λεμονιές, τις πορτοκαλιές και τις ελιές του Καραβά και της Λαπήθου και θα μας περιμένει να τον αναζητήσουμε, να βρούμε και να θάψουμε το λείψανο, τα κόκαλά του, που έμειναν για πάντα εκεί.
Την 6η Αυγούστου 1974 οι Τούρκοι υπερδιπλασίασαν το προγεφύρωμά τους και από κει – με τη δική μας ανοχή – προχώρησαν, μετά μια βδομάδα.
Και πήραν τη μισή Κύπρο.
Την 6η Αυγούστου 1974 χάθηκε ο πόλεμος, χάθηκε η Κύπρος!..»
Καταδρομέας Νίκος Μαρκίδης
nikospa.woedpress.com