Έφυγαν από τη ζωή οι δικοί μας άνθρωποι. Τ ερμάτισαν την επίγεια πορεία τους. Τους συνοδεύσαμε στην τελευταία επί γης κατο...
Έφυγαν από τη ζωή οι δικοί μας άνθρωποι.
Τερμάτισαν την επίγεια πορεία τους.
Τους συνοδεύσαμε στην τελευταία επί γης κατοικία τους.
Αλλοι σε ώριμη ηλικία, άλλοι νεότεροι, αλλοι με αιφνίδιο θάνατο και άλλοι μετά απο χρόνια δοκιμασία, όπως έκρινε ο Θεος για τον καθένα.
Αναμένουν τώρα τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, την τελική Κρίση.
Η Εκκλησία μας πάντοτε τους
θυμάται, τους μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία και τελεί τις ειδικές Ακολουθίες – τα Μνημόσυνα, τα Τρισάγια – «υπέρ αναπαύσεως» των ψυχών τους, και η ωφέλεια είναι μεγάλη για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας.
Πολλοί από τους συγγενείς και φίλους των κεκοιμημένων επιθυμούν να τελέσουν τα ιερά Μνημόσυνα, για να τιμήσουν τους προσφιλείς νεκρούς τους.
Ξοδεύουν χρήματα πολλά για διακόσμηση με άνθη, για χορωδίες, για κεράσματα και φθάνουν σε υπερβολή.
Θέλουν να κάνουν το καλύτερο Μνημόσυνο και πιστεύουν πως έτσι αναπαύεται η ψυχή του νεκρού, και ηρεμούν τη συνείδησή τους.
Είναι όμως αυτό το καλύτερο Μνημόσυνο;
Αναπαύουν έτσι την ψυχή του κεκοιμημένου;
Τιμούν τη μνήμη του;
Ο όσιος Παίσιος, εκτός από όλα τ᾿ άλλα που ωφελούν την ψυχή του νεκρού – ελεημοσύνες, προσευχές, μνημόνευση ονομάτων κατά τη θεία Λειτουργία – ζητούσε και κάτι περισσότερο και συμβούλευε σχετικά:
«Το καλύτερο από όλα τα Μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας.
Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτος από την δική μας ανακούφιση, εχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας.
Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές.
“Δες τι απογόνους κάναμε!”, λένε και στενοχωριούνται.
Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε, και ο Θεός κατά κάποιον τροπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση.
Αυτό δηλαδή που θα δώση χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με τη ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας ανθρωπο, για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πιά ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθά και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι».
Να λοιπόν ποιο είναι το καλύτερο Μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους μας: η μνημόνευσή τους κατά τη θεία Λειτουργία, που συνοδεύεται από τη δική μας αγωνιστική ζωή, τη σύμφωνη με το θέλημα του Θεού.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο.
Εύκολα προετοιμάζει κανείς ένα Μνημόσυνο, μάλιστα με τη βοήθεια των ειδικών Γραφείων Τελετών που υπάρχουν σήμερα.
Οφείλουμε όμως να σκεφθούμε τι πραγματικά θ’ ανέπαυε τον άνθρωπό μας, τι θα ήθελε να κάνουμε εμείς μετά τον θάνατό του, κατά την τέλεση του Μνημοσύνου του;
Στην Παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου, που δίδαξε ο Κύριός μας, φαίνεται η διάθεση του πλουσίου να βοηθήσει τα υπόλοιπα πέντε αδέλφια του, και παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να τους συστήσει να μη ζούν τη ζωή που είχε και αυτός επί της γης, αλλά τη ζωή τη σύμφωνη με το νόμο του Θεού: «είπε δε· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου» (Λουκ. ιστ΄ [16] 27, 28).
Αυτό θέλουν οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας από μας: Να ζούμε όπως θέλει ο Θεός.
Αυτό και εμάς θα ωφελεί και τις ψυχές τους θα αναπαύει.