GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α′ - Ένας μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης

Να περάσουμε σε πιο "δύσκολα" θέματα;;; Να περάσουμε.  Αλλά με στοιχεία και αποδείξεις. Όχι με ιδεοληψίες και ...




Να περάσουμε σε πιο "δύσκολα" θέματα;;;
Να περάσουμε. 
Αλλά με στοιχεία και αποδείξεις.
Όχι με ιδεοληψίες και συνθήματα.

Κωνσταντίνος - Ένας μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης

Θα είναι τεράστια ιστορική αδικία, οφειλόμενη σε ιδεοληψίες και μόνο, αν δεν αναγνωριστεί επί τέλους, ανοικτά και με σαφήνεια, αυτό που γνώριζαν όλοι οι Έλληνες Στρατιώτες που συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους:

Ότι «Αρχηγός» τους ήταν ένας μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης, ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, Διάδοχος στον πρώτο πόλεμο, Βασιλέας στον δεύτερο.
Γεννημένος στις 21 Ιουλίου 1868, ο πρωτότοκος γιος του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας, ήταν 43 ετών όταν ανέλαβε την Αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού το 1911. 

Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού και, θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι, δάσκαλός του στην Ιστορία, αυτός που του μεταλαμπάδευσε την «Μεγάλη Ιδέα», ήταν ο Κ. Παπαρρηγόπουλος. 

Το 1886 πήγε στο Βερολίνο, όπου φοίτησε για δύο χρόνια στη στρατιωτική σχολή της «Πρωσικής Ακαδημίας Πολέμου». 
Κατά τον «ατυχή πόλεμο» του 1897, σε ηλικία μόλις 29 ετών, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την αρχιστρατηγία παρά τη θέλησή του, έπειτα από πίεση του Πρωθυπουργού Δηλιγιάννη.
Θεωρήθηκε από πολλούς ως υπαίτιος της ήττας, αφ’ ενός διότι είχε πράγματι μέρος της ευθύνης και αφ’ ετέρου για να καλύψουν όσοι τον κατηγορούσαν τη δική τους ευθύνη. 
Μετά τον πόλεμο, η κυβέρνηση Θεοτόκη του ανέθεσε την αναδιοργάνωση του Στρατού.
Το έργο του ήταν αξιόλογο, αλλά ταυτόχρονα σχηματίστηκε γύρω του ένας κύκλος ικανότατων αλλά και αλαζόνων Αξιωματικών, που προκαλούσαν, όπως ήταν φυσικό, ζήλιες και εχθρότητες. 
Όταν έγινε η Επανάσταση του 1909, ένα από τα στοιχεία της κριτικής αποτέλεσε η μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του. 
Και για να μην αναγκαστεί ο Βασιλιάς Γεώργιος να τους αποπέμψει από το Στρατό, ο Κωνσταντίνος και οι Πρίγκηπες παραιτήθηκαν.
Τους επανέφερε το 1911 ο διορατικός και ρεαλιστής Βενιζέλος, στις παραμονές την «μεγάλης εξόρμησης».


Τα βιβλία του Συγγραφέα Φώτη Σαραντόπουλου  «Εμπρός δια της Λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση »(1912-1913) 

Για τις ικανότητες του Κωνσταντίνου ως Αρχιστρατήγου, μιλούν κατ’ αρχήν τα αποτελέσματα: 

Η θυελλώδης και επική προέλαση στο Μακεδονικό Μέτωπο, που κορυφώθηκε με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μέσα σε λιγότερο από 3 εβδομάδες, η μεγάλη νίκη στο Μπιζάνι, που επιτεύχθηκε όταν ανέλαβε ο Κωνσταντίνος την αρχηγία, οι συντριπτικές νίκες που σημείωσε ο Στρατός μας κατά των Βουλγάρων, των θεωρουμένων ως «Πρώσσων της Βαλκανικής».
Οι απλοί Στρατιώτες που τον λάτρευαν, περιλαμβανομένων και των μετέπειτα αντιπάλων του Βενιζελικών, είχαν απόλυτη αίσθηση των ικανοτήτων του.
Σκοπός μου δεν είναι να εκθειάσω τον Κωνσταντίνο, ούτε να τον αξιολογήσω.
Στα πλαίσια της ιστορικής έρευνας, θα ήθελα μόνο να προσθέσω μερικές «πινελιές» σε όσα έχουν ως τώρα γραφεί, με βάση πηγές, όσο γίνεται πιο αξιόπιστες. 
Είναι γεγονός ότι όλη η Ευρώπη θαύμασε τότε τα κατορθώματα του Στρατού μας, «εντυπωσιάστηκε» είναι η πιο σωστή λέξη.
Και η απονομή του τίτλου του «επίτιμου Στρατάρχη» από τον Κάιζερ (που προκάλεσε και ζήλεια στους Βουλγάρους), είναι μία μόνο από τις εκδηλώσεις του θαυμασμού αυτού. 
Θα επιχειρήσω μία σύντομη παράθεση των στοιχείων που συνετέλεσαν σε αυτό, δίνοντας έμφαση σε ότι θεωρώ ως το κυριώτερο:
Το άκρατο επιθετικό πνεύμα του Ελληνικού Στρατού, προϊόν όχι μόνο του ήθους και των αρετών του Έλληνα στρατιώτη και Αξιωματικού, αλλά και της «τέχνης» της ηγεσίας του.


Ο Κωνσταντίνος με Αξιωματικούς του Επιτελείου και τους Πρίγκηπες στην Ήπειρο

Σε μία εποχή που προηγήθηκε κατά 2 μόνο έτη της μεγάλης σφαγής του Α’ Π.Π. και του πολέμου των χαρακωμάτων, ο Ελληνικός Στρατός επέδειξε ένα εξαίρετο επιθετικό πνεύμα, με τακτικές που βασίζονταν:

1. Σε επιθέσεις από τα πλάγια, τόσο σε μικρές (π.χ. Ελασσώνα) όσο και σε μεγάλες μάχες (Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Μπιζάνι, Κιλκίς, Κρέσνα).

2. Στην συγκέντρωση δυνάμεων και δημιουργία τοπικής υπεροπλίας πριν από κάθε μάχη, στη στόχευση του πιο αδύνατου σημείου της εχθρικής διάταξης, επιτυγχάνοντας το βέλτιστο αποτέλεσμα, με ελαχιστοποίηση των απωλειών.

3. Στην εξαπάτηση του εχθρού: Την στρατηγική εξαπάτηση στον πρώτο πόλεμο, όταν οι Τούρκοι ανέμεναν την κύρια επίθεση στην Ήπειρο, ενώ ο όγκος του Στρατού είχε συγκεντρωθεί στη Θεσσαλία, αλλά και στον δεύτερο πόλεμο, όταν οι Βούλγαροι ανέμεναν απόβαση στο Τσάγεζι ή την Καβάλα.
Το αποτέλεσμα ήταν η επίτευξη «τοπικής υπεροχής», που συχνά έφθανε το 5:1. 
Αλλά και την τακτική εξαπάτηση, που έκανε τους Τούρκους να περιμένουν την επίθεση στο Μπιζάνι από ανατολικά, ενώ αυτή έγινε από δυτικά.

4. Στην βέλτιστη αξιοποίηση του Πυροβολικού, όπως στο Σαραντάπορο, όπου οι Πεδινές Πυροβολαρχίες όλων των Μεραρχιών τέθηκαν υπό ενιαία Διοίκηση για μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός στο κέντρο, ενώ οι Ορειβατικές Πυροβολαρχίες των «Μεραρχιών του κέντρου» διατέθηκαν στις «Μεραρχίες ελιγμού».
Αλλά και όπως στο Μπιζάνι όπου εκτός από την διάθεση Πεδινών και Ορειβατικών Πυροβολαρχιών με τον ίδιο τρόπο, είχαμε μία πρωτοφανή για την εποχή συγκέντρωση πυροβόλων και πυρομαχικών, με σκοπό τη συντριβή του εχθρικού Πυροβολικού και Πεζικού, με ένα ολέθριο μπαράζ 50.000 οβίδων, που προανήγγειλε την παρόμοια χρήση του Πυροβολικού στον Α’ ΠΠ που ακολούθησε.

5. Στην παρουσία της ηγεσίας στην πρώτη γραμμή, στην καθοδήγηση της μάχης από την γραμμή του μετώπου και όχι από τα μετόπισθεν, που ίσχυε τόσο για τον Αρχιστράτηγο, το Επιτελείο και τους Μεράρχους, όσο και για τους απλούς Ανθυπολοχαγούς, που στην επίθεση βάδιζαν μπροστά από τους άνδρες τους, ξιφήρεις, σε πλήρη αντίθεση με τους Τούρκους ή τους Βούλγαρους, που έβαζαν μπροστά τους άντρες τους και αυτοί ακολουθούσαν απειλώντας τους με το μαστίγιο ή το πιστόλι.

6. Τέλος, «last but not least» όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, η «θυελλώδης προέλαση», που δεν άφηνε τον αντίπαλο να ανασυνταχθεί μετά την πρώτη διάρρηξη του μετώπου και αποτελούσε τη βάση της τακτικής του Κωνσταντίνου. 
Μία τακτική που στον 20ό αιώνα εφαρμόστηκε πολύ πριν τις μεγάλες νίκες του Ρόμμελ ή του Πάττον, πολύ πριν την επινόηση του όρου «κεραυνοβόλος πόλεμος», σε μία εποχή που οι στρατιωτικοί ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν κατά νου μόνο τις μετωπικές επιθέσεις και τον πόλεμο των χαρακωμάτων. 
Σε αντίθεση μάλιστα με την Γαλλική Αποστολή, που είχε κληθεί το 1910 για την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού, η οποία είχε ως δόγμα την «ισχυρή κατά μέτωπον κρούση με συντριπτικές δυνάμεις».
Οι Διαταγές Επιχειρήσεων του Επιτελείου του Κωνσταντίνου ήταν χαρακτηριστικές για τον σαφή και λακωνικό χαρακτήρα τους, συνοψίζοντας την γενική διεύθυνση και αφήνοντας στον τοπικό Διοικητή τον ορισμό των λεπτομερειών και μεταδίδοντας την πεποίθηση για τη νίκη [1]. 
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τιμολέων Αμπελάς [2]: «Αι πλείσται των διαταγών του ήταν συνάμα θούρια και βεβαιώσεις εκ των προτέρων της νίκης.» 
Για παράδειγμα, η περίφημη Διαταγή της 19-2-1913 για την επίθεση κατά των Ιωαννίνων είχε ως εξής:
«Αύριον 20ήν Φεβρουαρίου διατάσσω γενικήν επίθεσιν κατά του φρουρίου Ιωαννίνων. 
Ανακοινώσατε Αξιωματικοίς και Στρατιώταις, ότι αξιώ από όλους μαζή και από κάθε ένα χωριστά όπως δώσωσι την τελικήν νίκην εις την Ελλάδαν μας! 
Το γενικόν σύνθημα έστω: Εξολόθρευσις του εχθρού!»
Άλλη Διαταγή άρχιζε με τη φράση «Αξιώ όπως δια παντός μέσου ταχθή τμήμα στρατιάς επί της αριστερής όχθης του Στρυμόνος», ενώ σε άλλη διέταζε «ίνα τμήμα στρατού ανέλθη καθ’ οιονδήποτε τρόπον τα υψώματα Τρέσκοβο», αφήνοντας την εκλογή του καταλληλότερου τρόπου στους τοπικούς Διοικητές. 
Κάποιοι θα έλεγαν «δείγμα Πρωσικής Σχολής» και ίσως έχουν δίκιο.
Αλλά και ο Ταχσίν Πασάς και ο Εσάτ Πασάς, οι αντίπαλοί του στο Μακεδονικό και το Ηπειρωτικό Μέτωπο, ήταν επίσης απόφοιτοι της ίδιας Σχολής, οπότε μάλλον δεν αρκεί αυτό.
Πολλές διαταγές όριζαν και την διάρκεια ή τον χρόνο εκτελέσεως. 
Όπως η διαταγή της 14ης Ιουλίου που όριζε με μία μόνο φράση την «ταυτόχρονη ενέργεια όλων των Μεραρχιών» ή η διαταγή προς τον Μανουσογιαννάκη που όριζε «ευθύς την νύκτα να διαβιβάση τας δυνάμεις της Α’ και Ε’ Μεραρχίας επί της όχθης, και λίαν πρωί να επιτεθή προς τα υψώματα». 
Άλλη πάλι φορά, ο Κωνσταντίνος είχε συμπληρώσει ιδιόχειρα σε διαταγή για σύντονη καταδίωξη των ηττηθέντων μετά τη μάχη, τη λέξη «αγρίως».
Σύνθημά του ή μάλλον αγαπημένες του λέξεις ήταν «εμπρός» και «βιάζομαι».
Πίστευε στις «ακατάσχετες προελάσεις» και στη σημασία του να μη δίνεις στον εχθρό την ευκαιρία να ανασυντάσσεται, καθώς και, στην καταρράκωση του ηθικού του, που προκαλείται από τις συνεχείς υποχωρήσεις. 
Κάποτε, ένας ξένος ανταποκριτής του είχε πει ότι ήταν επικίνδυνη η διαμονή του στο Σταθμό Διοίκησης του Χατζή Μπεϊλίκ, λόγω των προηγηθέντων εκεί κρουσμάτων χολέρας. 
Και αυτός απάντησε χαμογελώντας ότι:
«Κάθε νέος σταθμός του Στρατηγείου είναι καλύτερος από τον προηγούμενο.
Το σπουδαίο είναι να πηγαίνουμε πάντοτε εμπρός!»
Πολλές διαταγές άρχιζαν με την λέξη «εμπρός» ή κατέληγαν με τις φράσεις «Πάντοτε εμπρός!» και «Θάρρος, όπως πάντοτε. Και Εμπρός!»


Πολυάριθμοι «διαγγελείς» και «σηματογράφοι» αλλά και το τηλέφωνο και ο οπτικός και ασύρματος τηλέγραφος χρησιμοποιούνταν για την χωρίς χάσιμο χρόνου ενημέρωση του Στρατηγείου για την πορεία των επιχειρήσεων και την άμεση διαβίβαση των Διαταγών.
Ο Αρχιστράτηγος κατανοούσε απόλυτα την σημασία των Διαβιβάσεων και την αξιοποίηση κάθε παλαιάς μεθόδου ή νέας τεχνολογίας, με σκοπό τον περιορισμό της λεγόμενης «ομίχλης του πολέμου».
Ανάλογης λακωνικότητας με τις διαταγές ήταν και οι έπαινοι αλλά και οι κριτικές που ακολουθούσαν κάθε μάχη. 
Για κάθε βραδεία κίνηση που άφηνε τον εχθρό να διαφύγει υπήρχε η χαρακτηριστική κρίση «οκνηρία σκέψεως», ενώ η συνηθισμένη φράση του μετά από κάθε είδηση για καταδίωξη ήταν «δεν θα τους αφήσωμε ούτε να αναπνεύσουν».
Η λιτή φράση «ο εχθρός εσαρώθη» προκαλούσε αμέτρητο ενθουσιασμό στο στράτευμα, παρ’ όλο που μέσα της έκρυβε μεγάλες θυσίες και απώλειες.
Όταν κάποιο τμήμα αναγκαζόταν να υποχωρήσει για οποιοδήποτε λόγο, τα διπλανά τμήματα διατάσσονταν πάντα να επιτεθούν ώστε να μην επιτρέψουν στον εχθρό να εκμεταλλευθεί την προσωρινή επιτυχία. 
Γενική υποχώρηση δεν νοείτο ως διαταγή.
Και δεν σήκωνε αντιρρήσεις από υφισταμένους, ακόμη και πολύ αγαπητούς. Χαρακτηριστική της απαίτησης για «πρωσσική» πειθαρχία, είναι η Διαταγή της 16-1-1913 προς τον Υπτγο Μοσχόπουλο:
«Αριθμ. 1154α’/Β’ - Υποστράτηγον Μοσχόπουλον
Εκδώσας προς την IV Μεραρχίαν διαταγήν επιχειρήσεων, ανέμενα επί δύο ημέρας να πληροφορηθώ την εκτέλεσιν αυτής και ουχί να ακούσω παρά του Διοικητού της δισταγμούς και δικαιολογίας και γνώμας περί της γενικής καταστάσεως, ήτις δεν ανάγεται εις τα καθήκοντα αυτού. 
Το εάν η εκτέλεσις της Διαταγής μου θα απήτει ή όχι θυσίας, τούτο δεν είχε να εξετάση ο Διοικητής της Μεραρχίας, όστις έδει πάντως να υπακούση, ως έπραττεν εν Μακεδονία. 
Η εκ των δισταγμών του αυτών απώλεια χρόνου και η εν τω μεταξύ πρόοδος της αμυντικής οργανώσεως του εχθρού εν τη τοποθεσία ταύτη, καθιστούν περιττήν πλέον την εκτέλεσιν της εντολής, την οποίαν έδωκα άρχικώς …
Απαιτώ παρ’ υμών να συγκεντρώνετε άπασαν την προσοχήν και την θέλησίν σας εις την εκτέλεσιν των Διαταγών μου μόνον … Παρατηρώ δε υμάς δια το συζητικόν ύφος της τελευταίας αναφοράς σας και ιδίως δια την εν αυτή φράσιν “ερωτώ δε”.
Φιλιππιάς 16.1.1913 Κωνταντίνος»

Τέτοια ήταν η στρατιωτική φιλοσοφία του Κωνσταντίνου. 
Και την μετέδωσε και σε όλους τους υφισταμένους του, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη παράδοση και τρόπο σκέψης σε όλο το στράτευμα. 
Μπορεί αυτό να ονομασθεί πρωσσική ή γαλλική ή αγγλική στρατιωτική σκέψη; Μάλλον όχι [3]. 
Μάλλον πρόκειται για καθαρά «ελληνική πολεμική τέχνη», και την είδαμε να θριαμβεύει όχι μόνο στους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και στους επόμενους, με αποκορύφωμα το έπος του 1940-41. 
Βασισμένη στο ίδιο επιθετικό πνεύμα και τις ίδιες αρχές που μπορεί να βρει κανείς μελετώντας τη μάχη του Μαραθώνα, τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τις μάχες που έδωσε ο Αλέξανδρος.

Αρκετές αρνητικές κριτικές έχουν γραφεί (και γράφονται ακόμη στις μέρες μας) για τον τρόπο διεξαγωγής της μάχης Κιλκίς - Λαχανά. 
Οι κριτικές αυτές τελικά παραγνωρίζουν, μία απλή και θεμελειώδη αλήθεια.
Ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13 είναι ουσιαστικά οι πρώτοι πόλεμοι της σύγχρονης εποχής.
Οι πρώτοι πόλεμοι στους οποίους στρατοί εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά τόσα νέα και ισχυρά όπλα, όπως πολυβόλα, επαναληπτικά τυφέκια, ταχυβόλα πυροβόλα, ορειβατικά πυροβόλα, αεροπλάνα, θωρηκτά, υποβρύχια και ασύρματες επικοινωνίες. 
Αυτοί που κάνουν κριτική, με βάση δεδομένα του Β’ Παγοσμίου Πολέμου, παραγνωρίζουν ότι στο Μπιζάνι είχαμε το πρώτο «μπαράζ πυροβολικού» στην Ιστορία (και ότι πάνω από 50.000 οβίδες έπρεπε να μεταφερθούν από την Πρέβεζα στην πρώτη γραμμή με κάρα ή από βαρυφορτωμένους πεζούς).
Ότι για πρώτη φορά Ελληνικός Στρατός πολέμησε έναν εχθρό που είχε οχυρωθεί σε οργανωμένα χαρακώματα.
Ότι οι Στρατιώτες βάδιζαν με τα πόδια.
Ότι οι μεταφορές γίνονταν με κάρα και βοϊδάμαξες σε χωμάτινους δρόμους. 
Ότι οι διαθέσιμοι χάρτες ήταν εντελώς ανακριβείς.
Ότι για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και σε τόσο μεγάλη έκταση τα «Χειρουργεία Εκστρατείας» που έσωσαν χιλιάδες ζωές.
Ότι για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε εναέρια παρατήρηση, με αεροπλάνα φτιαγμένα από ξύλο και ύφασμα.
Ότι ο «ΑΒΕΡΩΦ» ήταν το πρώτο πλοίο τύπου Dreadnaught που έλαβε μέρος σε ναυμαχία.
Ότι ο «ΔΕΛΦΙΝ» ήταν το πρώτο υποβρύχιο που εξαπέλυσε τορπίλη, κλπ κλπ. 
Είναι εύκολο να κάνεις κριτική εκ των υστέρων, όταν γνωρίζεις τα διδάγματα του Β’ Παγοσμίου Πολέμου, και όταν η «Διοίκηση», στο μυαλό σου, βασίζεται σε σύγρονες διαβιβάσεις και συστήματα C4I (Command, Control, Communications, Computers, Intelligence).
Ο Κρώφορντ Πράις, που ως ανταποκριτής των Times (αλλά και απεσταλμένος του Foreign Office) παρακολούθησε από κοντά και τους δύο πολέμους, γράφει στο βιβλίο του «Οι Βαλκανικοί αγώνες» [4]:
«Η γενεσιουργός αιτία των επιτυχιών του Ελληνικού Στρατού ήτο η στρατηγική ικανότης, την οποίαν επέδειξεν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος και το Επιτελείον του και το παράδειγμα, το οποίον εδόθη εις αυτόν υπό του Βασιλικού Αρχιστρατήγου του. 
Πάντα τα δεδομένα μαρτυρούν, ότι η από της Γευγελής μέχρι της Νιγρίτης επίθεσις εσχεδιάσθη επισταμένως μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας, πάσαι δε αι κινήσεις του Στρατού εξετελέσθησαν μετ’ ακριβείας συνήθων γυμνασίων. 
Έφθασα εις Δοϊράνην μίαν ώραν περίπου, αφ’ ότου ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εγκατέστησεν αυτόθι το Αρχηγείον του.
Διήλθον προ των αυστηρών σκοπών και παρουσιάσθην προ της Βασιλικής Μεγαλειότητος. 
Εδώ ήτο το Ελληνικόν Αρχηγείον. 
Η Βασιλική Αυλή ήτο υπαίθριος.
Αντί τάπητος, κάλυκες σφαιρών έστρωνον το δάπεδον.
Αντί επίπλων, δύο κιβώτια μαυροχρωματισμένα, εκ ξύλου ελάτης, μαγειρικά τραπέζια και ημισεία δωδεκάς καθισμάτων, εγχωρίου κατασκευής, των οποίων αι θραυσμέναι αρθρώσεις έφερον προχείρους επιδέσμους εκ χαλυβδίνου σύρματος. 
Ο θρόνος ή κάλλιον η μόνη καρέκλα επί της οποίας η Α. Μ. εθεώρει ασφαλές να κάθηται, ήτο μία παλαιά, τετριμμένη πολυθρόνα, η οποία έτριζεν απαύστως υπό την ασυνήθη δι’ αυτήν δοκιμασίαν της αντοχής της. 
Πρόχειροι σκηναί εσκίαζον τους σοβαρώς πληγωμένους, οι οποίοι έκειντο παρά τους πόδας του Στρατηγού των. 
Πέραν της ζώνης των σκοπών, οι οποίοι εκράτουν εις απόστασιν από του Βασιλέως τους αδιακρίτους επισκέπτας, πολεμικοί ανταποκριταί, καθήμενοι επί κιβωτίων κενών πυρομαχικών, έγραφον αυτοσχεδίους αιμοβαφείς [5] περιγραφάς των αγρίων δια της λόγχης εφόδων τας οποίας είχον φθάσει πολύ αργά, ώστε να μη προλάβουν να τας παρακολουθήσουν. 
Έβλεπέ τις επίσης Τούρκους, οι οποίοι, εξ ιδίας πρωτοβουλίας των, έφερον ύδωρ προς τους διψώντας άνδρας. 
Ο Κωνσταντίνος φαίνεται Βασιλεύς από κορυφής μέχρι ποδών και μέχρι των παραμικροτέρων εκφάνσεων της υποστάσεώς του.
Υψηλός και εύπλαστος, υπερέχει παντός συνήθους αναστήματος, προσερχομένου εvώπιόν του.
Αι τετραγωνικαί, πυκνώς συγκροτημέναι σιαγόνες του, προδίδουν αποφασιστικότητα, οι οφθαλμοί του διαλαλούν ανοικτόκαρδον φαιδρότητα και η όλη έμφάνισίς του καταδεικνύει ισχυρόν, απερίστροφον και ευθύν χαρακτήρα.»

Όταν αναγγέλθηκε από το Βουκουρέστι στο ΓΣ, η σύναψη της προκαταρκτικής ειρήνης και η υπογραφή του εδαφικού πρωτοκόλλου, ο Κωνσταντίνος έστειλε στον Βενιζέλο το παρακάτω συγχαρητήριο και ευχαριστήριο τηλεγράφημα:
«Εκ Λιβουνόβου 26 Ιουλίου, Βενιζέλον Πρωθυπουργόν, Βουκουρέστιον
Εν ονόματι του Έθνους εκφράζω υμίν τας βασιλικάς Μου ευχαριστίας επί τη συνομολογήσει της ειρήνης. Εις πίστωσιν δε της ευγνωμοσύνης και της προς υμάς υπολήψεώς Μου, απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του Βασιλικού Μου Τάγματος του Σωτήρος.
Κωνσταντίνος Β΄»
Σε απάντηση ο Βενιζέλος απέστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα:
«Ευχαριστώ την Υμετέραν Μεγαλειότητα δια την υψίστην τιμήν.
Ο Θεός ηυλόγησε πλουσιοπαρόχως τας προσδοκίας του Έθνους.
Νέα και ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών.»

Οι στρατηγικές ικανότητες του Κωνσταντίνου αναγνωρίζονταν πλήρως και από τον Βενιζέλο, που εισηγήθηκε να του δοθεί ο βαθμός του Στρατάρχη. 
Και στις 6 Απριλίου του 1914, σε μία μεγαλόπρεπη τελετή στα Ανάκτορα, ο Βενιζέλος, ως Υπουργός Στρατιωτικών, απένειμε στον Κωνσταντίνο την στραταρχική ράβδο. 
Η προσφώνηση του Βενιζέλου κατά την απονομή είχε ως εξής:
«Εις ανάμνησιν των υπερλάμπρων νικών, εις ας οδήγησες κατά τους δύο νικηφόρους πολέμους τον Στρατόν Σου, υποβάλλει ούτος την παράκλησιν όπως ευδοκούσα δεχθή η Ση Μεγαλειότης την στραταρχικήν ταύτην ράβδον, ην ευλαβώς Σοι προσφέρει δι’ εμού. 
Η ράβδος αύτη θα είναι επί πλέον εις χείρας της Σης Μεγαλειότητος, βεβαίωσις της πίστεως, μεθ’ ης ο Στρατός Σου είναι έτοιμος να ορμήση και πάλιν υπό την ένδοξον ηγεσίαν Σου εις προάσπισιν των κτηθέντων, εάν ποτέ τούτα ήθελον απειληθή. 
Μετά της ευλαβούς ταύτης προσφοράς ο Στρατός ενώνει, θερμάς τας προς τον Ύψιστον δεήσεις του όπως σκέπη και κρατύνη την Σην Μεγαλειότητα, διαφυλάττη δε Αυτήν υγιά επι μήκιστον, εις στερέωσιν και κραταίωσιν του συντελεσθέντος υπ’ Αυτής μεγάλου έργου.»
[6]
Ο δε Βασιλέας, που δέχθηκε την στραταρχική ράβδο, αλλά όχι και τον βαθμό του Στρατάρχη, απάντησε ως εξής:
«Την παράκλησιν όπως δεχθώ την στραταρχικήν ράβδον, την οποίαν ο κ. Υπουργός των Στρατιωτικών, αντιπρωσοπεύων τον όλον Στρατόν Μου, Μοι υπέβαλεν εξ ονόματός του, ευχαριστών αποδέχομαι. 
Είναι βαθύ το αίσθημα το υπαγορεύσαν εις Σε, Στρατέ μου, το διάβημα τούτο και αι περιστάσεις έκτακτοι και ασυνήθεις. 
Μόλις εξήλθες εκ μακρών δεινοτάτων αγώνων, θριαμβεύσας κατά πολλών πολεμίων, περιάγων νικηφόρως τας ενδόξους σημαίας Σου εις τας χώρας εκείνας, αι οποίαι κληρονομία των πατέρων μας, απολεσθείσαι εν δεινή μακραίωνι θυέλλη, ηυτύχησαν τέλος, χάρις εις Σε και τους κατά θάλλασαν συμπολεμιστάς Σου, ν’ αποδοθούν εις την Ελληνικήν ελευθερίαν και τον Ελληνικόν πολιτισμόν.
Τα όρη τα οποία υπερέβης, αι πεδιάδες τας οποίας διέσχισες, οι ποταμοί τους οποίους διέβης, δεν ήσαν ασυνήθιστοι από μεγάλα κατορθώματα. 
Εκεί εστήθησαν μεγάλα τρόπαια υπερηφάνων Ελληνικών Στρατών των Ελληνικών Πολιτειών των Μακεδόνων Βασιλέων, των Ελλήνων Αυτοκρατόρων, Στρατών τους οποίους Συ τώρα διαδέχεσαι, ισάξιος προς τους ενδοξότερους εξ αυτών. 
Διότι ακάθεκτος διήλθες υπό βροχάς και καταιγίδας τας χαραδρωμένας οδούς και τας δυσβάτους ατραπούς της Μακεδονίας, αγωνιζόμενος διαρκώς εν μέσω τελμάτων και επί υπερυψήλων ορέων κατά ανδρείου εχθρού, διότι καρτερικώς εν μέσω δεινού χειμώνος, παγετού και χιόνων απεδίωξας βήμα προς βήμα από τους απορρώγας βράχους της Ηπείρου πείσμονα αντίπαλον, διότι υπό τον φλέγοντα ήλιον του θέρους ηγωνίσθης και κατέβαλες εχθρόν επίσης ανδρείον και ορμητικώς κατεδιώξας δια των δρυμών και των βράχων τής Βελασίτσας, της Μαλεσίας, του Πιρίμ, διωκόμενος και Συ κατά πόδας υπό του φάσματος απηνούς επιδημίας, αλλ’ ουδ’ επί στιγμήν, ένεκα τούτου, αθυμήσας.
Στρατός ως Συ, έχει το δικαίωμα υπερήφανος να παρακαλέση τον Βασιλέα και Αρχιστράτηγόν του να δεχθή την τιμήν την οποίαν Μοι προσφέρεις σήμερον.
Αλλά έχεις και ένα επιτακτικόν καθήκον: Να μη κατέλθης ποτέ, ουδέποτε, ούτε κατά μίαν σπιθαμήν απο το ύψος της δόξης εις το οποίον ανήλθες.
Και το σημερινόν Σου διάβημα σημαίνει ότι έχεις και εκφράζεις δι’ αυτού την αμετάτρεπτόν Σου ταύτην απόφασιν.
Γνωρίζεις τι χρειάζεται δια την εκπλήρωσιν αυτής. 
Μακρά, διαρκής, σταθερά, επίμονος εργατικότης και αφοσίωσις εις το καθήκον.
Η ράβδος την οποίαν καιταθέτεις εις τάς χείρας Μου, είναι ο αρραβών της υποσχέσεως ταύτης, την οποίαν ούτω Μοι δίδεις, και ήτις θα μας καταστήση ανταξίους του επί της ράβδου ταύτης Εμβλήματος.
Ως τοιούτον αρραβώνα, υπερήφανος δια Σε, την αποδέχομαι.»
Ακόμη και το 1931, δηλαδή χρόνια μετά τον Διχασμό και τις καταστροφές που έφερε, ο Βενιζέλος δεν δίστασε να δηλώσει:
«Ο Κωνσταντίνος είχε αναμφισβήτητα προσόντα Αρχηγού Στρατού. 
Ήτο θεληματικός και επεβάλλετο, παρουσίαζε δε καταφανή υπεροχήν από όλους τους τότε Στρατηγούς. 
Εάν σήμερον παρουσιάζοντο αι ίδιαι περιστάσεις του 1911, τον Κωνσταντίνον θα έθετα επί κεφαλής του Στρατού.» [7]

Αν στα παραπάνω, δηλαδή στην εξαίρετη ηγεσία που είχε ο Ελληνικός Στρατός προστεθεί και η μεγαλοφυής ηγεσία του Κουντουριώτη στον ναυτικό πόλεμο, το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα είναι ότι η Ελλάδα ήταν ευτυχής για την στρατιωτική ηγεσία που είχε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Και αν σε αυτά προστεθεί η ικανότατη πολιτική (Βενιζέλος), πολιτειακή (Γεώργιος Α’ κατά τον πρώτο Πόλεμο) και θρησκευτική ηγεσία (Πατριάρχης Ιωακείμ ως τον πρόωρο θάνατό του), ο ελληνικός θρίαμβος στους Βαλκανικούς Πολέμους θα έπρεπε να θεωρείται λογικός και αναμενόμενος.

ΥΓ. Κράτησα για το τέλος, ένα περιστατικό που δείχνει την αμεσότητα της σχέσης του με τους απλούς Στρατιώτες. 
Συνάντησε μια φορά έναν Στρατιώτη που λαγοκοιμόταν στον ίσκιο ενός δέντρου. 
Όταν αυτός τον αντιλήφθηκε, πετάχτηκε όρθιος να σταθεί προσοχή και να χαιρετίσει.
«Και τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Αναπαύομαι Μεγαλειότατε …»
«Α, ωραία, πώς πάνε τα πράγματα;»
«Ωραία Μεγαλοιότατε, ωραία …»
«Ναι, αλλά δεν είσε καθόλου ευγενής» του λέει με ύφος σοβαρό. 
Ο δυστυχής έμεινε εμβρόντητος. 
Για τι πράγμα δεν ήταν ευγενής; 
Και τόλμησε να ρωτήσει:
«Εις τι έφταιξα Μεγαλοιότατε;»
«Δεν με ρώτησες ακόμη, τι κάνει η βαφτισιμιά σου» απάντησε χαμογελώντας. 
Ο Στρατιώτης ηρέμησε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. 
Παρόμοια περιστατικά ήταν πολλά.


Ο Κωνσταντίνος γνώριζε την ψυχολογία του Στρατιώτη.
Ήξερε να τον εμπνέει, να τον επαινεί και να τον πονάει.
Ήξερε και να κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του για να ανέβουν σε αυτό τραυματίες. 
Και εννοούσε την «τέχνη του πολέμου».
Γι’ αυτό τον λάτρευαν οι Στρατιώτες τον «κουμπάρο» [8].

Σημείωση του συγγραφέα:

Σήμερα, είναι πανεύκολο, κρίνοντας εκ των υστέρων, να στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε οτιδήποτε. 
Όμως, πόσοι από εμάς σήμερα, συνειδητοποιούμε ότι η προώθηση του Στρατού μας στον 1ο και 2ο πόλεμο στηριζόταν σε αυστριακούς χάρτες, γεμάτους λάθη και με κλίμακα 1:200.000; 
Πόσοι από εμάς συνειδητοποιούμε ότι στο ξεκίνημα του 1ου πολέμου, πολλοί Μέραρχοι δεν ήταν τόσο αισιόδοξοι ώστε να πάρουν μαζί τους και χάρτες περιοχών που δεν υπολόγιζαν ποτέ ότι θα καταλάβουν σε τόσο μικρό διάστημα, όπως συνέβη με την 5η Μεραρχία, που έφτασε ως την Βόρεια Ήπειρο, ζητώντας να της αποσταλούν επειγόντως χάρτες της περιοχής;
Δεν θα προσθέσω κάτι άλλο, το παράδειγμα των χαρτών είναι απόλυτα επαρκές, κατά τη γνώμη μου, για να δείξει το πόσες παραμέτρους παραλείπουμε σήμερα, κάνοντας κριτική, μελετώντας συχνά το τι θα μπορούσε να συμβεί, πώς θα μπορούσε να κινηθεί ο Στρατός, με βάση σύγχρονους λεπτομερείς χάρτες ή με τη βοήθεια των google maps.

Σχόλια - παραπομπές 

[1] Στο εντελώς αντίθετο πνεύμα κινούνταν οι διαταγές πολλών Στρατηγών, όπως πχ του Μανουσογιαννάκη, που σαν Διοικητής Τμήματος Στρατιάς στη μάχη του Δεμίρ Ισσάρ, στη Διαταγή του όριζε λεπτομέρειες όπως «η 6η ΜΠ θα αποστείλη ένα Τάγμα μεθ’ ενός πυροβόλου υπό Αξιωματικόν», ή ότι «την Διοίκηση της Επιλαρχίας που θα σχηματιζόταν από τις Ημιλαρχίες Ιππικού και την Ίλη της Ταξιαρχίας Ιππικού θα είχε ο αρχαιότερος Ίλαρχος».
Στον τρόπο ηγεσίας του Μανουσογιαννάκη μπορεί κανείς να διακρίνει τις επιρροές του Γαλλικού δόγματος (βλέπε και παρακάτω σχετικά).
[2] Αμπελάς Τιμολέων, «Ιστορία Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου 1913», Ν. Υόρκη 1914
[3] Θεωρητικά, ο ΕΣ, έχοντας οργανωθεί από Γάλλους συμβούλους, θα έπρεπε να είχε «μπολιαστεί» με το δόγμα της «μεθοδικής μάχης» (bataille conduite), σύμφωνα με το οποίο, το επίκεντρο της λήψης αποφάσεων πρέπει να παραμένει στα ανώτερα κλιμάκια διοικήσεως, επειδή ο συγκεντρωτικός έλεγχος είναι απαραίτητος για να συντονιστούν οι ενέργειες των πολυάριθμων μονάδων. 
Οι Γάλλοι προτιμούσαν μία μάχη «βήμα προς βήμα», με όλες τις μονάδες να κινούνται υπάκουα και σύμφωνα με ένα αυστηρά προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα, θεωρώντας ότι μία μάχη βιαστικά προετοιμασμένη και παρορμητική είναι καταδικασμένη. 
Όμως, ο Κωνσταντίνος (και ο Μεταξάς), μαθητές της Πρωσσικής Σχολής, ήταν οπαδοί της «αποκεντρωμένης μάχης», στην οποία όλοι οι Αξιωματικοί, σε όλα τα επίπεδα, αναμένονταν να επιδείξουν πρωτοβουλία και ευελιξία. 
Θεωρώ όμως ότι η φλόγα του «πρωσσικού» δόγματος, το «πνεύμα του Μόλτκε» αν προτιμάτε, είναι αυτό που έφερε μεγάλες νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, με πρωτοβουλίες που έκριναν μεγάλες μάχες, όπως ο ελιγμός του Μοσχόπουλου στο Σαραντάπορο, η πλαγιοκόπηση στα Γιαννιτσά, η διείσδυση του Βελισσαρίου στα Γιάννινα, η περίτεχνη άλωση του 605 στο Λαχανά κλπ. 
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, ο ΕΣ προσπαθεί να αφομοιώσει και πάλι το δόγμα αυτό (με την εισαγωγή του ΕΕ 101-1), που βασίζεται στην «Τακτική του Ελιγμού» (Maneuverist Approach) η οποία μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο όταν ο Στρατός εφαρμόζει τη φιλοσοφία του «Mission Command» (Διοίκηση δια της Αποστολής), που προάγει την ελευθερία ενεργείας και την πρωτοβουλία, δίνοντας έμφαση στα αποτελέσματα τα οποία πρέπει να επιτύχουν οι υφιστάμενοι και όχι στο πώς θα τα επιτύχουν, παρέχοντας ελευθερία ενέργειας και εστιάζοντας στο «τι πρέπει να γίνει», όχι στο «πώς θα γίνει».
[4] Πράις Κρώφορντ, «Οι Βαλκανικοί αγώνες: Απομνημονεύματα - Ανταποκρίσεις - Ρεπορτάζ», Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα 1915
[5] «…αυτοσχεδίους αιμοβαφείς περιγραφάς» 
Δεν κρύβει ο Πράις την περιφρόνησή του για τους ανταποκριτές που έγραφαν «ανταποκρίσεις» από τη φαντασία τους, με μπόλικο αίμα για να είναι πιο ελκυστικές (θυμίζοντας σύγχρονους τηλεοπτικούς μας «δημοσιογράφους» θα προσέθετα εγώ).
[6] Στο όριο του σχεδίου γράφει ο ζωγράφος Georges Bertin Scott, που υπήρξε επίσης πολεμικός ανταποκριτής της Illustration και του Graphic, γράφει: «King Constantine of Greece has seen more actual service in war than any other monarch in the world ...»
[7] Βεντήρης Γεώργιος, «Η Ελλάς του 1910-1920», σελ. 84
[8] Η «κουμπαριά» οφειλόταν στο ότι ο Βασιλιάς είχε καλέσει τον Στρατό και τον Στόλο ως αναδόχους της νεογέννητης κόρης του, με την από 31.5.1913 πρόσκληση:

«Προς τον Στρατόν και τον Στόλον

Τελουμένης αύριον της βαπτίσεως της νεογεννήτου θυγατρός μου, προσκαλώ ως αναδόχους αυτής τον τροπαιούχον Στρατόν και τον τροπαιούχον Στόλον μου, εν αισθήματι βαθείας προς αυτούς αγάπης ...»

Πηγη : Βαλκανικοί Πόλεμοι - 100 χρόνια


Τα βιβλία του Συγγραφέα Φώτη Σαραντόπουλου  «Εμπρός δια της Λόγχης - Η μεγάλη εξόρμηση »(1912-1913) 




ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"