Έφεδροι εθνοφρουροί από τον Κάμπο, υπερασπιστές της τοποθεσίας «Μακριά», στον Λιμνίτη. Μαζί τους ήταν και ένας εκ των πεσόντων ε...
Έφεδροι εθνοφρουροί από τον Κάμπο, υπερασπιστές της τοποθεσίας «Μακριά», στον Λιμνίτη. Μαζί τους ήταν και ένας εκ των πεσόντων εκεί, ο συγχωριανός τους Άρης Μαυροσκούφης. Αιώνια ας είναι η μνήμη του.
Η αδικαιολόγητη εγκατάλειψη της περιοχής Λιμνίτη, στις 16/8/1974
Γ΄
Η ΘΛΙΒΕΡΗ είδηση της κατάληψης της Μόρφου από τους Αττίλες, με σόκαρε.
Όπως με σόκαρε και η απάντηση που πήρα από τον έφεδρο εκείνο Μορφίτη, που πέταξε και το όπλο του και έτρεχε να φύγει σαν λαγός!
Επειδή, κατά τη «λογική» του, οι Τούρκοι κατάλαβαν τη γη που κατοικούσε, έπρεπε κι αυτός να εγκαταλείψει – χωρίς καμιά πίεση, μάλιστα – μιαν άλλη ελληνικότατη περιοχή, για να την πάρουν κι αυτήν οι Αττίλες! Ντροπή! Αίσχος!..
Μια «προδομένη» μπαζούκα
ΌΜΩΣ, έπρεπε να προχωρήσουμε. Ν’ ανεβούμε πιο πάνω, για να δούμε τη θάλασσα του Ξερού και να πάρουμε τις αποφάσεις μας.
Αλλά, η ώρα εκείνη μας επιφύλασσε ακόμα μια μεγάλη έκπληξη.
Ενώ κάτω από μια χαρουπιά υπήρχε πολυβόλο των 50 χιλιοστών, που άρχισε να βάζει εναντίον των τουρκικών θέσεων με απανωτές ριπές, τρυπώντας με το θόρυβό του τ’ αφτιά μας, λίγο πιο πάνω το θέαμα που αντικρύσαμε, μας έκοψε την όρεξη να συνεχίσουμε την πορεία μας…
ΤΙ ΗΤΑΝ ακριβώς;
Ήταν κάτι που το είχα γνωρίσει από την πρώτη μέρα που φτάσαμε στον Κόρακα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα είχε και τη χειρότερη κατάληξη.
Γύρω από την κορμό μιας ελιάς, υπήρχαν δεκάδες κιβώτια με βλήματα, σε ένα δε χοντρό κλαδί κρεμασμένη μια μπαζούκα!
Είχα βοηθήσω κι εγώ, τη
Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974, να ξεφορτώσουμε από επιταγμένο φορτηγό της Εθνικής Φρουράς 40 κάσες βλήματα μπαζούκας και να τα βάλουμε γύρω από τον κορμό της ελιάς, με τον μπαζουκιστή να κρεμά το όπλο σ’ ένα χοντρό κλαδί.
Για να χρησιμοποιήσει τη μπαζούκα την ώρα που το εθνικό καθήκον επέβαλλε.
Όμως…όμως;
Μπαζούκα και βλήματα είχαν μείνει εκεί – ούτε πρόχειρης συντήρησης δεν έτυχε το αντιαρματικό για τρεις και πλέον εβδομάδες από τον «χειριστή» του – την ώρα δε της αδικαιολόγητης και εσπευσμένης φυγής, «έβγαζε μάτια» το θέαμα που παρουσίαζε η ελιά με τον «εξοπλισμό» της.
Ο «χειριστής» της μπαζούκας τα άφησε όλα εκεί κι έφυγε, λάφυρα στους Αττίλες!
Ούτε τον μοχλό πυροδότησης του όπλου δεν αφαίρεσε, για να αποκλειστεί η χρήση της μπαζούκας.
Είχα κυριολεκτικά παγώσει περνώντας δίπλα από τις κάσες με τα βλήματα, ενώ η μπαζούκα «έχασκε» κρεμασμένη στο δέντρο.
Αν είχαν φωνή, σίγουρα θα γρύλλιζαν στον υπεύθυνο γι’ αυτό το ελεεινό θέαμα:
– Πού μας αφήνεις ρε ελεεινέ και φεύγεις;
Εμείς θα σε στηρίζαμε και θα σε κάναμε περήφανο την κρίσιμη ώρα, κι εσύ μας εγκαταλείπεις άδοξα στο έλεος το εχθρού;
Ντροπή σου παλιοτόμαρο!..
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, βέβαια, ν’ ακούσει ο ενδιαφερόμενος, δεν υπήρχε.
Είχε φύγει ώρες πριν και, ίσως μέχρι την ώρα εκείνη, θα είχε αφήσει πίσω του τα βουνά της Τηλλυριάς και βάδιζε προς την περιοχή του Κύκκου!..
ΓΙΑΤΙ, όμως, βάλαμε τη λέξη χειριστής σε εισαγωγικά;
Διότι ακριβώς, δεν ήταν χειριστής ο λεγάμενος.
Ήταν οτιδήποτε άλλο.
Θυμούμαι, συγκεκριμένα, όταν ξεφορτώναμε τον οπλισμό και έφεδρος αξιωματικός ρώτησε «ποιος είναι μπαζουκιστής», αυτός – ένα ξερακιανό ανθρωπάκι γύρω στα 45, απάντησε πρόθυμα «εγώ», οπότε ο αξιωματικός προχώρησε και του χρέωσε το όπλο και τα βλήματα.
Ήταν όμως μπαζουκιστής;
Κι αν ήταν στη θητεία του στο στρατό, στην εφεδρεία, και ειδικά κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο του πολέμου, αποδείχθηκε άσχετος και ανίδεος.
Αυτό το είχα διαπιστώσει από την επομένη της χρέωσης, όταν καθήμενος δίπλα με τον άνθρωπο αυτό στη σκιά ενός δέντρου, με είχε ρωτήσει κάποια στιγμή:
– Πε μου ρε δημοσιογράφε, καταλάβεις που παζούκκες;
– Όχι, του απάντησα κοφτά.
Εγώ μπαζούκες είδα μόνο στις παρελάσεις!..
ΉΤΑΝ ολοφάνερο, ότι είχε αμφιβολίες αν ήξερε κάτι από μπαζούκες, ή και αν ήξερε κάποια πράγματα, στα σίγουρα δεν μπορούσε να χειριστεί το αντιαρματικό.
Απλά, είχε γνώσεις μπαζούκας, όσες έχω για…σεληνακάτους!
Ίσως έπρεπε να καταγγείλω την περίπτωση, αλλά πού;
Η λέξη διάλυση δεν μπορούσε να αποδώσει εκείνο που συνέβαινε στρατιωτικά με το τάγμα μας!
Αξιωματικοί, βορά στα πυρά των Τούρκων!
ΑΡΚΕΙ να λεχθεί, ως παράδειγμα, ότι επανερχόμενοι από την περιοχή Λεύκας το πρωινό της 22ας Ιουλίου 1974 στον Κόρακα, βρήκαμε καταταλαιπωρημένους και έξω φρενών, να βρίζουν ράτσες και γενιές, κάποιους έφεδρους αξιωματικούς, οι οποίοι και ζητούσαν το κεφάλι του διοικητή του τάγματος, ταγματάρχη Γεώργιου Ρουκουνάκη επί πίνακι, για τα όσα έγιναν τη νύχτα της προηγουμένης.
Τι έγινε;
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ είχε πάρει μαζί του μερικούς αξιωματικούς και κατέβηκαν στον Λιμνίτη, βοηθούμενοι από το σκοτάδι.
Αντί να προβούν σε κάποια καταδρομική επιχείρηση και ν’ αποχωρήσουν, ο διοικητής – όπως μας διηγήθηκαν οι ίδιοι – τους είπε να ταμπουρωθούν πρόχειρα σε γεφύρι στην είσοδο του χωριού.
Εκεί τος βρήκε το φως της ημέρας, το οποίο, όμως, τους έκαμε ορατούς και από τους Τούρκους, οι οποίοι επάνδρωναν τα φυλάκια στο «Λίμπι», από πάνω τους.
Με το που τους είδαν οι Τούρκοι άρχισαν να τους βάλλουν με καταιγιστικά πυρά.
Τους καθήλωσαν και, ουσιαστικά, παρέμειναν βορά στα τουρκικά πυρά.
Μόνη τους σωτηρία η φυγή, αφού περίπτωση να δώσουν μάχη, αποτελούσε τρέλα υπό τις περιστάσεις.
Στην προσπάθειά τους ν’ απαγκιστρωθούν και ν’ απομακρυνθούν στη χαράδρα που οδηγούσε στον Κόρακα, έχασε τη ζωή του ο υπολοχαγός της Εθνικής Φρουράς Ανδρέας Αρέστη.
Οι υπόλοιποι μπόρεσαν, μετά από ώρες και μέσα από μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους, να φτάσουν στην περιοχή που ελεγχόταν από την Ε.Φ., ζητώντας εκδίκηση!
Όσο για το διοικητή, τον έφεραν μετά από ώρα με αυτοκίνητο άντρες της Ειρηνευτικής Δύναμης!
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, λοιπόν της «εγκαταλειφθείσας μπαζούκας», μόνο ψυχικό τράνταγμα πρόσφερε σε μένα και τον συμμαχητή μου Γιάγκο Μελιφρονίδη.
Δεν μπορούσαμε, όμως, να διορθώσουμε κάτι.
Έτσι προχωρήσαμε προς τα πάνω, ενώ οι πυκνοί πυροβολισμοί που ανταλλάζονταν μεταξύ της Εθνικής Φρουράς και των Τούρκων συνεχίζονταν.
Θέλαμε να βρεθούμε ψηλά για να δούμε τι γινόταν στη θάλασσα του Ξερού, όμως το βήμα μας ήταν δύσκολο ένεκα της κακής ψυχολογίας μας.
Η σκέψη της Μόρφου, που είχε καταληφθεί από τους Αττίλες, και η θέα της μπαζούκας, μας είχε κόψει τα πόδια.
Στην κυριολεξία.
Όμως, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Ή, καλύτερα, τίποτε σε λόγια.
Ούτε μια μικρούλα βάρκα!
ΔΕΝ αργήσαμε να βρεθούμε σε λίγο αρκετά ψηλά, ώστε να βλέπουμε καθαρά τη θάλασσα προς τα κάτω. Και τι είδαμε;
Ότι στο πέλαγος δεν υπήρχε ούτε μια μικρούλα βάρκα!
Όχι «γεμάτη η θάλασσα με τουρκικά πλοία», όπως μας είχε πει πριν ο έφεδρος πωλητής της Κόκα Κόλα.
Επρόκειτο για μια απόλυτα ήσυχη θάλασσα, σε αντίθεση προς το ταραγμένο δικό μας νευρικό σύστημα.
Η αλήθεια, βέβαια είναι, ότι ήταν από την αρχή που δεν είχαμε καμιά αμφιβολία για το μεγάλο ψέμα για δήθεν…στόλο τουρκικών πλοίων.
Άλλωστε, μέχρι τότε είχαμε ακούσει πολλά ψέματα, από απλά μέχρι τερατώδη.
Ένα από αυτά, ήταν ότι «οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Ρόδο, οι δε Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ελλάδα!»
Ανήκουστα ψέματα, που οργανωμένα «παρήγαγαν» κάποιοι και άλλοι – εν τη αφελεία τους οι περισσότεροι, ή και παρακινούμενοι από τις ιδεολογικοπολιτικές τους τοποθετήσεις – φρόντιζαν να πλασάρουν όπου δει.
Με τον τρόπο αυτό τα ψέματα έφταναν ολοένα και σε περισσότερο κόσμο, προκαλώντας φόβο και αναστάτωση.
Επιδίωξη των εμπνευστών τους, να «θάψουν» όσο πιο βαθιά μπορούσαν στη συνείδηση των πολιτών εκείνους που αποκαλούσαν «χουντικούς» και, ταυτόχρονα να ανεβάζουν σε αχυρένια βάθρα τους «δημοκρατικούς» και «αντιστασιακούς» κάθε μορφής και…μοντέλου!
Η τραγική περίπτωση της «Μακριάς»
ΜΕΙΝΑΜΕ εκεί αρκετή ώρα, ξεκουραστήκαμε, αφού, άλλωστε, δεν είχαμε και λόγο να τρέξουμε κι εμείς για να φύγουμε.
Γιατί κανένας απολύτως κίνδυνος δεν υπήρχε στην περιοχή μας.
Κόψαμε ,μάλιστα, σπάσαμε και φάγαμε αρκετά αμύγδαλα, από τα πολλά που υπήρχαν γύρω.
Την ώρα που είμαστε εκεί – ήταν ήδη αργά το απόγευμα – ακούστηκαν πολλές ριπές δυτικά του Κόρακα και νότια του Λιμνίτη.
Μας λέχθηκε από κάποιον περαστικό έφεδρο, ότι ήταν ο υπολοχαγός Μπριασούλης, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή της «Μακριάς».
Η ένταση των πυρών παρέπεμπε σε πολύ αποφασιστική αντίσταση στις επιθέσεις των Τούρκων που, όπως προαναφέραμε, είχαν αρχίσει να βάλλουν εναντίον των θέσεων της Ε.Φ., μετά που οι πολλοί από μας αποφάσισαν να φύγουν, συμπαρασύροντας μαζί τους, τελικά, και τους λίγους.
Η «ΜΑΚΡΙΑ» ήταν μια λοφοσειρά που κατέληγε στον Λιμνίτη από νότια, στην κορυφογραμμή της οποίας υπήρχαν σειρά τουρκικών φυλακίων, τα οποία είχαν καταληφθεί από δικές μας δυνάμεις με την έναρξη της εισβολής.
Τα φυλάκια αυτά είχαν επανδρωθεί από έφεδρους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τον Κάμπο.
Δυστυχώς, λόγω της ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς που επικρατούσε στο τάγμα και την μανία φυγής που ακολούθησε τους βομβαρδισμούς του Δεκαπενταύγουστου και της διακήρυξης Καραμανλή ότι «η Κύπρος κείται μακράν», κανένας δεν φρόντισε να ειδοποιήσει τους υπερασπιστές της «Μακριάς», ώστε να εγκαταλείψουν έγκαιρα την περιοχή.
Αυτό μπορούσε να γίνει κάλλιστα τη νύχτα της 15ης, οπότε κανένας κίνδυνος γι’ αυτούς δεν θα υπήρχε.
Αντίθετα, όταν η περιοχή κατέστη ο κύριος στόχος των τουρκικών πυρών και δεχόταν τα δολοφονικά τους βόλια και οι υπερασπιστές προσπάθησαν ν’ αποχωρήσουν, κατέστησαν πολύ εύκολος στόχος των Τούρκων, που κατείχαν ευνοϊκότερες θέσεις.
Το χειρότερο, όμως, για τους υπερασπιστές, ήταν το ότι οι Τούρκοι δεν έβαλλαν εναντίον τους τόσο με πυρά ευθύβολης τροχιάς, αλλά με όλμους, οι οποίοι ήταν από πριν στοχευμένοι.
Κι εκεί ακριβώς είχαμε νεκρούς, με πρώτο τον λεβέντη Άρη Μαυροσκούφη, από τον Κάμπο.
Οι ηρωικοί μας νεκροί παρέμειναν εκεί, στο έλεος της θερμοκρασίας και των κοράκων μέχρι την επομένη, όταν παραλήφθηκαν από την Ειρηνευτική Δύναμη και μεταφέρθηκαν στον Κάτω Πύργο και από εκεί στον Κάμπο, για την κηδεία.
Έφεδροι εθνοφρουροί από τον Κάμπο, υπερασπιστές της τοποθεσίας «Μακριά», στον Λιμνίτη.
Μαζί τους ήταν και ένας εκ των πεσόντων εκεί, ο συγχωριανός τους Άρης Μαυροσκούφης.
Αιώνια ας είναι η μνήμη του.
Ο ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗΣ, λοιπόν, προσπάθησε να βοηθήσει στην απαγκίστρωση των υπερασπιστών της «Μακριάς» και έκαμε ό,τι μπορούσε γι’ αυτό.
Ήταν μια πατριωτική προσωπική πρωτοβουλία της στιγμής, η οποία τον τιμά. Επρόκειτο για λαμπρό αδελφό αξιωματικό από την Ελλάδα, ο οποίος τίμησε τον όρκο και την αποστολή του, να υπερασπιστεί τα άγια χώματα της πατρίδας, έναντι παντός κινδύνου.
Ο Μπριασούλης επέστρεψε στην Κύπρο αργότερα ως διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ενώ, στη συνέχεια, έφτασε σε θέση ανώτατου αξιωματικού του Ελληνικού στρατού προτού συνταξιοδοτηθεί.
«Αποκεφάλισαν» και τη βρύση του νερού!
ΠΛΗΣΙΑΖΕ η ώρα να πέσει το σκοτάδι, όταν, καταϊδρωμένοι και κατάκοποι, φτάσαμε με τον Μελιφρονίδη, στο κέντρο διασκέδασης που βρισκόταν πάνω από τη Γαληνή, στον κύριο δρόμο προς Βαρίσια-Λουτρό.
Η κούρασή μας ήταν εκτός ορίων αφού, κατά τη διαδρομή, είχαμε πάρει μαζί μας και πρόσθετα όπλα και τελαμώνες σφαίρες, που είχαν πετάξει άλλοι έφεδροι πριν και τα βάρη μας αυξήθηκαν.
Πήραμε μαζί μας ακόμα κι έναν τρίποδα πολυβόλου, όπως τον βρήκαμε κι’ αυτόν εγκαταλειμμένο στο βουνό, ενώ ο γράφων φρόντισε να ζωστεί και με οκτώ ρωσικές χειροβομβίδες που πήρα από τον χωματόδρομο καθ’ οδόν.
Άποψη της κατεχόμενης Γαληνής, όπως ήταν πριν την εισβολή.
ΠΡΩΤΗ μας έγνοια, να μπούμε στο κέντρο, για να πιούμε νερό.
Οποία, όμως, απογοήτευση!
Με το που βρεθήκαμε μέσα, σοκαριστήκαμε:
Το κέντρο ήταν άδειο απ’ όλο του τον εξοπλισμό.
Κομμένη από τη ρίζα ήταν ακόμα και η βρύση του νερού!
Η μόνη εξήγηση που δώσουμε γι’ αυτό, ήταν πως κάποιοι δικοί μας καννίβαλοι, αφάνισαν τα πάντα! Γιατί δεν υπήρχε την ώρα εκείνη θέμα Τούρκων, αφού οι εισβολείς κατέλαβαν τη Γαληνή και τη Βαρίσια μόλις στις…4 Σεπτεμβρίου, τρεις σχεδόν εβδομάδες μετά τη λήξη του δεύτερου γύρου της εισβολής!
Πρόκειται για μια ακόμα τραγική πτυχή των τραγικών γεγονότων του 1974, για την οποία θ’ αναφερθούμε σε μια άλλη περίπτωση.
Αν, κάποιος, βέβαια, διερωτηθεί αν έγινε μια έστω απλή ανάκριση για το έγκλημα αυτό, να μην έχει αμφιβολία:
Τίποτε απολύτως δεν έγινε.
Κι ας πέρασαν από τότε 45 ολόκληρα χρόνια!..
ΔΕΝ βρήκαμε, λοιπόν, νερό να πιούμε.
Έτσι, βγήκαμε απογοητευμένοι από το κέντρο, ίσως βρούμε κάποιαν άλλη λύση.
Αυτό που είδαμε όμως, και μας ανησυχούσε περισσότερο όσο περνούσε η ώρα, ήταν πως άλλοι στρατιώτες-έφεδροι δεν υπήρχαν στην περιοχή.
Ούτε ένας!
Την ώρα εκείνη, όμως, δεν καταλάβαμε αυτό που συνέβαινε, δηλαδή ότι όλοι έφευγαν προς τα βουνά και πολλοί, μάλιστα, δεν σταματούσαν ούτε στον Κάμπο και τη γειτονική Τσακίστρα η και στο μοναστήρι του Κύκκου, αλλά κατέληγαν…στην Πάφο!
Τέτοιοι…αγωνιστές της ελευθερίας και προασπιστές του πατρίου εδάφους ήσαν!
Δοξάστε τους!..
Ο διοικητής και…«η γραμμή εδώ»!
ΕΙΜΑΣΤΕ μέσα στον κύριο δρόμο μπροστά από το κέντρο σκεπτόμενοι τι να κάνουμε, όταν είδαμε να έρχεται πεζός με ταχύ βήμα ο ασυρματιστής του διοικητή.
Ήταν γνωστός μου, καθηγητής μέσης εκπαίδευσης.
Είχε τον ασύρματο, με τη μεγάλη αντένα, στη ράχη.
Χαιρετιστήκαμε και προτού προλάβουμε ν’ ανταλλάξουμε λέξη μαζί του, μας είπε «έρχεται πίσω ο διοικητής».
Χαρήκαμε.
Και, όντως, πρόβαλε αμέσως στη στροφή το Λαντ Ρόβερ του διοικητή με τον οδηγό του.
Το αυτοκίνητο θα πήγαινε φαίνεται προς Γαληνή, όμως εμείς μπήκαμε στη μέση σχεδόν του δρόμου, οπότε υποχρεωτικά σταμάτησε.
Ο Ρουκουνάκης κατέβηκε, οπότε και τον ρώτησα ευθέως:
– Κύριε διοικητά, τι θα κάνουμε;
– Παιδιά, απάντησε, θα μείνετε απόψε εδώ (έδειξε το χωριό), και αύριο το πρωί θα’ ρθουν τα Ηνωμένα Έθνη και θα βάλουν τη γραμμή.
Εδώ!
(Στο δεύτερο αυτό«εδώ», ο Ρουκουνάκης είχε δείξει ακριβώς μπροστά μας, κάτω από το κέντρο, εκεί που βρισκόταν το μνημείο του απαγχονισθέντα ήρωα της ΕΟΚΑ Χαρίλαου Μιχαήλ, όπου και η προτομή του.
(Έχει καταστραφεί από τους «αδελφούς» Τούρκους).
Σοκαρίστηκα, κοίταξα τον διοικητή, με πρόθεση να ζητήσω εξηγήσεις, αυτός όμως μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγαν.
– Ρε Γιάγκο, είχα πει την ώρα εκείνη στον συμμαχητή μου, μα για ποιαν γραμμή μιλά τούτος;
Οι Τούρκοι πού είναι και μιλούν για γραμμή εδώ;
Ποτέ δεν μάθαμε τι εννοούσε ο διοικητής, είμαστε όμως γνώστες του τι έγινε σε λίγες μέρες:
Οι Τούρκοι, όπως προαναφέραμε, κατέλαβαν αμαχητί σχεδόν, όχι μόνο τη Γαληνή, αλλά και τη Βαρίσια, που βρίσκεται πιο πάνω, και τον Λουτρό, δυτικότρα.
Αλήθεια, ποιος θα δώσει μιαν εξήγηση για την προδοσία αυτή;
Αντιαεροπορικό πολυβόλο σε…καλαμιώνα!
ΠΟΛΥ ενδιαφέρουσες, βέβαια, είναι και οι λεπτομέρειες της συνέχειας – με προδοτικές ενέργειες επίσης – μέχρι και το τέλος Αυγούστου 1974, όταν το τάγμα μας διαλύθηκε και ο γράφων πήρε μετάθεση για το 256 Τάγμα Πεζικού. Ή μόνιμη έδρα της μονάδας αυτής ήταν στην Μύρτου, αλλά μετακινήθηκε στην Ευρύχου μετά τη δεύτερη εισβολή. Επέστεψα στο γραφείο μου στην εφημερίδα «Εθνική» την 1η Οκτωβρίου, όταν το Υπουργικό αποφάσισε την απόλυση της σειράς μου.
ΝΑ αναφέρω μόνο ότι, μεγάλο μέρος του οπλισμού του τάγματος επιστράτευσης στο οποίο ανήκα και έδρευε στη Γαληνή, είχε εγκαταλειφθεί και παραληφθεί από τους εισβολείς, οι οποίοι, αντιστάσεως μη ούσης, προχώρησαν…με λεωφορεία μέχρι και τον Λιμνίτη!
Πολλά επίσης όπλα τα πήραν μαζί τους οι υποχωρούντες αγεληδόν έφεδροι – προσκείμενοι στον Μακάριο στην πλειοψηφία τους – «για να κάμουν αντίσταση στον Κάμπο», όπως έλεγαν!
- ΕΝΑ βαρύ πολυβόλο 0,50 χιλιοστών, που ήταν εγκατεστημένο στο ντεπόζιτο νερού που ύδρευε τη Γαλήνη και δούλεψε και κατά τις δύο φάσεις της τουρκική εισβολής, είχε μεταφερθεί από «αντιστασιακούς» στον Κάμπο, παρέμεινε κρυμμένο σε καλαμιώνα (!) και παραδόθηκε άχρηστο στην Εθνική Φρουρά πολλά χρόνια μετά, αφού οι κλέφτες κατάλαβαν, επιτέλους, ότι η αντίσταση που έπρεπε να γίνει αφορούσε στους Τούρκους και όχι τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
ΠΟΛΛΑ όπλα του τάγματος είχαν παραδοθεί και σε αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς στον Κύκκο, χωρίς, όμως, να είναι και γνωστό που τελικά κατέληξαν.
Αυτό που είναι γεγονός, είναι ότι το μοναστήρι αποτέλεσε, το τραγικό εκείνο καλοκαίρι του 1974, «φωλιά» εκατοντάδων μελών του «Εφεδρικού Σώματος» και άλλων μελών και στελεχών της Αστυνομίας και της προεδρικής φρουράς, οι οποίοι ήσαν πάνοπλοι και συμπεριφέρονταν σαν «κράτος εν κράτει», με ό,τι αυτό σύμαινε.
(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)