Μπουγᾶς Ἰωάννης Το κανιβαλικό λυντσάρισμα ενός πατέρα με 3 αγόρια του στο Αγιονόρι, έξω από την εκκλησία, μέρος της τελε...
Μπουγᾶς Ἰωάννης
Το κανιβαλικό λυντσάρισμα ενός πατέρα με 3 αγόρια του στο Αγιονόρι, έξω από την εκκλησία, μέρος της τελευταίας μαζικής δολοφονίας 24 Λιμνιωτών από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ/ΚΚΕ.
Όλα αυτά έγιναν στις 20 Αυγούστου στο Αγιονόρι.
Σέ μιά ἐπίσκεψή μου εκεί τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2015, ρώτησα μιά γερόντισσα πού βρῆκα μπροστά ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν ἦταν παροῦσα στό λυντσάρισμα καί τί θυμᾶται: «...ναί, ἐδῶ στεκόμουνα, μέ τή μάνα μου.
Ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν, δίψαγε καί φώναζε.
Παρακαλοῦσε: - «Χριστιανοί, λίγο νερό».
Ἡ μάνα μου μέ ἔστειλε καί ἔφερα μ᾽ ἕνα κατσαρολάκι, ἀλλά ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς μοῦ τό πέταξε.
- «Φύγε ἀπό κεῖ μωρή, πού θά τούς δώσεις νερό!», μοῦ εἶπε...». [...]
Ἕνας κοντούλης τούς ἔσφαξε...» (σ.σ. Αἰσθάνθηκα ἄβολα καί ἀπέφυγα νά ζητήσω τό ὄνομα τῆς ἡλικιωμένης γυναίκας, ἀλλά ἡ μαρτυρία της δόθηκε παρουσία καί ἄλλης γυναίκας τοῦ χωριοῦ, σχετικά νεώτερης καί δέν εἶχα λόγο νά ἀμφιβάλω γιά τήν εἰλικρίνειά της).
Η Κόιμηση της Θεοτόκου στο Αγιονόρι
Αυτό είναι κτυπητό παράδειγμα της «ηθικής ανωτερότητας» της Αριστεράς σε όλο της το μεγαλείο!
Στις έρευνές μου για τα γεγονότα της Κόκκινης Τρομοκρατίας του 1943-44 στην Πελοπόννησο, και του Παιδομαζώματος στην Μακεδονία και την Ήπειρο, έχω ακούσει δεκάδες ψυχοφθόρες μαρτυρίες, στις οποίες οι αφηγητές είχαν δυσκολία να μιλήσουν λόγω συγκίνησης, αλλά και εγώ να τις ακούσω με στεγνά μάτια.
Ξεχωρίζω 4 ως τις πιό δύσκολες.
Η οικογένεια Νώτη που αφανίστηκε, εκτός του Ηλία (επάνω αριστερά).
Μία μεταξύ αυτών είναι και του γέροντα Ηλία (Λιάκου) Νότη από τις Λίμνες, στον οποίον χάρισαν τη ζωή οι κομμουνιστές συμπατριώτες του πριν πάρουν τους γονείς του και τα 4 μεγαλύτερα αδέλφια του.
Την μάνα και έναν αδελφό τους έσφαξαν, ενώ τα άλλα 3 αδέλφια του με τον πατέρα τους λύντσαραν πρώτα και μετά τους έσφαξαν!
Ακολουθούν αποσπάσματα από το έργο μου «ΑΘΘΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς 1943-44», Τόμος Β΄.
Λόγω πολλών ειδικών συνθηκών γύρω από τη συγκεκριμένη μαζική σφαγή, η περιγραφή της, μαζί με τη δίκη των ενόχων το 1945, καταλαμβάνει 35 σελίδες στο βιβλίο.
«Μιά ἑβδομάδα μετά τή σφαγή τῶν 23 Μιδεατῶν, στούς ὁποίους περιλαμβάνονταν παιδιά, γυναῖκες καί μιά ἀνάπηρη κοπέλα, τό μένος τῆς Ἀριστερᾶς ἐναντίον αὐτῶν πού θεωροῦσε «ἀντίδραση» ἐκδηλώθηκε στίς γειτονικές Λίμνες.
Ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων στίς Λίμνες ἦταν 24, σχεδόν ὁ ἴδιος μέ αὐτόν στή Μιδέα.
Δέν γνωρίζω ἄν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς γνωστῆς ποσόστωσης τοῦ Θεόδωρου Ζέγκου ἤ ἀπό σύμπτωση ἡ «ἀντίδραση» στά δυό χωριά εἶχε ἴδιο μέγεθος.
Ὅπως συνέβη καί στή Μιδέα, συγχωριανοί τῶν θυμάτων ὄχι μόνον ἀπεφάσισαν ποιοί νά σφαγοῦν, ἀλλά συμμετεῖχαν σέ ὅλη τή διαδικασία τῆς τελετουργικῆς σφαγῆς.
Ἔλαβαν μέρος στίς συλλήψεις, στή φρούρηση, στόν ξυλοδαρμό τῶν θυμάτων, στή ληστεία τῶν προσωπικῶν εἰδῶν τους (τῶν ρούχων τους, χρυσαφικῶν, δαχτυλιδιῶν, ρολογιῶν, κ.λπ.), στόν ὄχλο πού ἔβριζε τά θύματα, στή συνοδεία ὥς τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, στή σφαγή καί τέλος στό πλιάτσικο τῶν σπιτιῶν καί τῶν κοπαδιῶν τους. [...]
Τό δράμα ἄρχισε νά ἐκτυλίσσεται ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς 19ης Αὐγούστου.
Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ ΕΑΜ κάλεσαν ὅσα ἀπό τά θύματα βρῆκαν στά σπίτια τους, νά παρουσιαστοῦν στό γραφεῖο τοῦ τοπικοῦ ΕΑΜ γιά νά ἀκούσουν ὁμιλία διαφώτισης.
Ὅσους παρουσιάστηκαν στό κάλεσμα -περίπου 15 ἄτομα- τούς συνέλαβαν, τούς ἔδεσαν καί τούς φυλάκισαν στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ.
Μερικοί δέχτηκαν καί τό πρῶτο τους ξυλοκόπημα, ἐνῶ ἄλλοι μαστιγώθηκαν!» [...]
Μεταξύ αὐτῶν πού συνελήφθησαν τή δεύτερη ἡμέρα, εἶναι καί ἡ τραγική περίπτωση τῆς Μαρίνας Μπάρμπα, τό γένος Πίτσιου με το ενός έτους μωρό της.
Ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα της ἡ ΟΠΛΑ εἶχε συλλάβει τούς γονεῖς της καί τόν ἀδελφό της Κωνσταντῖνο, πατέρα 6 παιδιῶν. [...]
Τό μωρό τό παρέδωσε σέ μιά θεία της καί ἐπέζησε. Εἶναι ὁ Βασίλης Ἀναστασίου Μπάρμπας, κάτοικος Λιμνῶν.
Σέ μιά ὑπερβολική ἔκφραση βαρβαρότητας, ὁ Γεώργιος Οἰκονόμου ζητοῦσε μέ ἐπιμονή νά ἐκτελεσθεῖ καί τό μωρό.
Στή διάρκεια τῆς διαμάχης του μέ τόν Παπαψωμᾶ, γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ μωροῦ, τοῦ εἶπε καί τό ἑξῆς: «ὅπου πάει ἡ γίδα, πάει καί τό κατσίκι της!».
«Μιά ἄλλη τραγική περίπτωση μεταξύ τῶν κρατουμένων, ἦταν αὐτή τοῦ νεαροῦ γιατροῦ Νικόλαου Λαδῆ, κατοίκου Λιμνῶν καί μέ καταγωγή ἀπό τή νῆσο Κάρπαθο.
Ὁ γιατρός ἐξυπηρετοῦσε τά χωριά Ἁγιονόρι, Μιδέα, Λίμνες καί Ἀραχναῖο. Νωρίτερα, ἕνα τμῆμα ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ εἶχαν φάει κεφαλοτύρι στό χωριό Στεφάνι καί στήν ἑπόμενη στάση τους στό Ἁγιονόρι, εἶχαν παρουσιάσει ὅλοι ὀξεία δηλητηρίαση.
Ὁ Λαδῆς τούς ἔδωσε νά κατάπιοῦν τριμμένα ξυλοκάρβουνα, τά ὁποῖα ἀπορρόφησαν τό δηλητήριο καί οἱ ἀντάρτες ἔγιναν ὅλοι τους καλά.
Ὅταν τόν ὁδήγησαν στό κρατητήριο στίς Λίμνες, ὁ γιατρός εἰς μάτην ὑπενθύμησε στά στελέχη αὐτήν τή σημαντική προσφορά του στόν ΕΛΑΣ.
Ἡ ἀπάντηση πού ἔλαβε, ἦταν νά τοῦ δώσουν ἕνα γερό μαστίγωμα, ὅπως ἦταν δεμένος χειροπόδαρα!». [...]
«Ἡ τελευταία πράξη βίας πρός τούς κρατούμενους, λίγο πρίν δεθοῦν μέ χοντρή τριχιά γιά τήν τελική πορεία πρός τόν Γολγοθᾶ τους, ἦταν τό πλιάτσικο ἀπό ὅ,τι πολύτιμο ἤ χρήσιμο εἶχαν μαζί τους.
Οἱ συντοπίτες τους Λιμνιάτες τούς πῆραν δαχτυλίδια, ρολόγια, ἄλλα χρυσαφικά, χρήματα, ἀναπτῆρες καί τά ροῦχα πού φοροῦσαν!» [...]
«Λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό, ἕνα νεαρό παιδί, ὁ Χρῆστος Νότης, ἀδυνατισμένος ἀπό κάποια ἀσθένεια πού ὑπέφερε καί τήν εἰκοσιτετράωρη ταλαιπωρία, ἔπεσε καί ἀδυνατοῦσε νά περπατήσει.
Ἕνας ἀπό τούς σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ, ὁ χασάπης Κοῦρος, τοῦ ἔκοψε τόν λαιμό ἐμπρός στά μάτια ὅλων καί εἰδικότερα τῶν γονέων του καί τῶν ἄλλων τριῶν ἀδελφῶν του.
Ἡ σορός του ἐγκατελείφθη ἐκεῖ, στό μέσον τοῦ δρόμου, στό ἔλεος τῶν ἀγριμιῶν καί τῶν σκύλων.
Σέ λίγη ἀπόσταση, ἔσφαξαν καί τή μάνα του γιά νά ἀπαλλαγούν ἀπό τόν θρήνο της...» [...]
«Πρῶτα ξεχώρισαν 4 Νοταίους, τόν πατέρα μέ τά 3 ἀγόρια του, καί τούς ὁδήγησαν λίγο μακρύτερα.
Τούς 13 πού ἀπέμειναν, πρῶτα τούς ἔγδυσαν ἀπ᾽ ὅτι ροῦχα δέν τούς εἶχαν πάρει στό κρατητήριο, στίς Λίμνες.
Στή συνέχεια, τούς ἔπαιρναν δυό-δυό λίγο ἀπόμερα, κοντά σ΄ ἕνα χαντάκι, γιά τήν «ἀνάκριση».
Εκεί, οἱ χασάπηδες τούς ἔσφαζαν καί τούς ἔριχναν στό χαντάκι.» [...]
«..Ὁδήγησαν τούς 4 Νοταίους στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγιονορίου.
Ἦταν πλέον πρωΐ, γύρω στίς 7 μέ 8 ἡ ὥρα.
Κτύπησαν τήν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας γιά νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, ἀπό παιδιά μέχρι τούς γέροντες.
Ὁ «υπεύθυνος» τοῦ ΕΑΜ Ἁγιονορίου ἔβγαλε λόγο γιά τή «δικαιοσύνη τοῦ ΕΑΜ» καί γιά τό «πώς τό ΕΑΜ τιμωρεῖ τούς προδότες».
Κατηγόρησε τούς 4 δεμένους καί ἡμίγυμνους Νοταίους ὅτι κατέδωσαν στούς Γερμανούς ὡς ἀντάρτες τούς γείτονές τους στά βοσκοτόπια Σκουρταίους ἀπό τό Ἁγιονόρι.
Φυσικά, δέν παρουσίασε καμία ἀπόδειξη γι᾽ αὐτήν τή βαριά κατηγορία.
Τό μόνο στοιχεῖο πού τούς καταμαρτυροῦσαν ἦταν τό γεγονός ὅτι οἱ Γερμανοί δέν πείραξαν τούς Λιμνιάτες Νοταίους, ἐνῶ ἐκτέλεσαν τούς γείτονές τους Ἁγιονορίτες Σκουρταίους.
Μετά τά λόγια, ἦρθαν τά ἔργα.
Δόθηκε τό σύνθημα νά λυντσαρισθοῦν οἱ 4 κρατούμενοι.
Τούς ἔβγαλαν στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καί ὁ ὄχλος πού εἶχε δημιουργηθεῖ καί κραύγαζε ἤδη «Θάνατος»,
«Θάνατος», «Θέλουμε αἷμα», ἔπεσε ἐπάνω τους.
Μέ ξύλα, μέ πέτρες, μέ μαχαίρια, μέ γροθιές καί κλωτσιές κτυποῦσαν τά θύματα μέχρι πού ὅσοι συμμετεῖχαν κόρεσαν τό πάθος τους.
Στήν ἐπίθεση καί τό λυντσάρισμα τῶν κρατουμένων, πού συνέχιζαν νά εἶναι δεμένοι, πρωτοστάτησαν μερικές Ἁγιονορίτισσες.
Ἡ μάνα δυό νεκρῶν καί 2-3 χῆρες θυμάτων τῶν Γερμανῶν».
Ἐνῶ συνεχιζόταν ἀπό μερικούς ἡ δημόσια κακοποίηση τῶν Νοταίων, κάποιος ἀπό τούς ἡγέτες τῶν Λιμνῶν κάλεσε τόν Γεώργιο Νότη νά σφάξει τόν πατέρα του καί τά δυό του ἀδέλφια.
Ἄν δεχόταν, τοῦ εἶπαν, ὅτι θά τοῦ χάριζαν τή ζωή.
Ὁ νέος ἀρνήθηκε, κλαίγοντας.
Προτίμησε τόν θάνατο, παρά νά γίνει πατροκτόνος καί ἀδελφοκτόνος...» [...]
«..Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Γεώργιου Νότη, ἡ σφαγή ἀνατέθηκε σέ ἐπαγγελματία χασάπη.
Τό κεφαλόσκαλο τῆς ἐκκλησίας ἔγινε ὁ βωμός τῆς θυσίας, σέ μορφή γκράν γκινιόλ.
Ἕναν-ἕναν τούς 4 Νοταίους τούς πήγαιναν στόν χασάπη Δημήτρη Κοῦρο, πού στεκόταν στό κεφαλόσκαλο τῆς ἐκκλησίας καί ἐκεῖνος τούς ἔκοβε τήν καρωτίδα.
Ἀπό τό αἷμα πού ἀνάβλυζε, μερικοί ἄλειψαν τά πρόσωπά τους.
Κάποιες ἀπό τίς χῆρες τῶν θυμάτων τῶν Γερμανῶν καί λίγες ἀκόμη γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, ἤπιαν μέ τίς χοῦφτες τους αἷμα!
«..Ὅταν τούς ἔσφαξαν ὅλους, ἕνας τῆς ΟΠΛΑ -μᾶλλον ὁ καπετάν Κοσμᾶς- τούς ἔριξε τή «χαριστική βολή».
Οἱ τρεῖς ἀπό τούς τέσσερις Νοταίους ξεψύχησαν καί ἔμειναν ἀκίνητοι.
Ὁ τέταρτος, ὁ Θεοδόσης Νότης, δέν ἔλεγε νά πεθάνει. Τοῦ ἔριξαν καί δεύτερη «χαριστική βολή», ἀλλά πάλι τίποτε.
Οἱ σοροί τῶν 3 νεκρῶν καί ὁ ἡμιθανής Θεοδόσης μεταφέρθηκαν ἐπάνω σέ σκάλες, πού πῆραν τή θέση φορείων καί ρίχτηκαν σ᾽ ἕνα ξεροπήγαδο λίγο πιό κάτω ἀπό τό χωριό, στά δυτικά του.
Ὅλες οἱ μαρτυρίες συμφωνοῦν ὅτι τόν Θεοδόση τόν ἔριξαν μέσα ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός.
«Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θοδόσης, ἦταν παλληκάρι...», μοῦ εἶπε μέ μεγάλη συγκίνηση, ὁ ἀδελφός του Ἠλίας Νότης 68 χρόνια ἀργότερα!».
Το ιστορικό Αγιονόρι που βεβηλώθηκε.
«..Μαρτυρία τοῦ Ἠλία (Λιάκου) Νότη, ἀπό τίς Λίμνες, ὁ ὁποῖος ἀπολύθηκε τήν τελευταία στιγμή:
«...Ἦρθαν στό σπίτι μας κάποιοι ἀπό ἐδῶ τό χωριό καί ζήτησαν τόν πατέρα μου καί τ᾽ ἀδέρφια μου.
Ἡ μάνα μου, μέ ἔστειλε ἐκεῖ πού εἴχαμε τά πρόβατα νά πῶ στόν πατέρα μου νά ἔρθει στό χωριό.
Ὅταν μέ εἶδε αὐτός πού πῆγα, θυμᾶμαι πού μοῦ εἶπε:
- «Τί νέα ρέ Λιάκο ἀπό τό χωριό;».
- «Μοῦ εἶπε ἡ μάνα νά πᾶτε στό χωριό, γιατί ἤρθανε στό σπίτι καί σᾶς ζητᾶνε».
- «Στό σπίτι, στό χωριό πάει ὁ κόσμος, ἤ στά βουνά;», λέει ὁ πατέρας μου.
Ἦταν ἐκεῖ καί ὁ ἀδερφός μου ὁ Γιάννης, δύο μέτρα ἄντρας, εἶχε πολεμήσει στήν Ἀλβανία.
- «Μαζέψτε τα», λέει τότε ὁ πατέρας μου, «τά πράματα, νά ἀνέβουμε πάνω κατά τό βουνό τοῦ Ἅϊ Γιωργιοῦ, κατά τ᾽ Ἁγιονόρι, νά μήν εἴμαστε μέσ᾽ τό δρόμο καί νά βλέπουμε ἀπό μακριά».
Ἐκεῖ πού μαζεύαμε τά πράμματα νά φύγουμε -αὐτά τά θυμᾶμαι σάν νά ἦταν χθές, δέν μοῦ ἔχουνε φύγει - πάπ δυό ἀντάρτες, ἔρχονται.
Δυό ἀντάρτες ξένοι κι ἕνας Λιμνιάτης.
- Ποιοί ἦταν;
- Ἔ, τώρα, ποιοί ἦταν!
Ἔχουν πεθάνει πιά!
Ἄστους...
Αὐτούς τούς στείλανε ἄλλοι ἀπό ἐδῶ, ἀπό τό χωριό.
Ὁ Μαλλιάτας, ὁ Πάτος (σ.σ. ὁ Γεώργιος Οἰκονόμου), αὐτοί.
Τούς λέγανε, «πηγαίνετε φέρτε αὐτούς».
Αὐτοί πού ἤρθανε δέν διατάζανε.
- Τήν Ὀργάνωση ποῦ τήν εἶχαν;
Σέ τίνος τό σπίτι;
- Σέ ποιό σπίτι;
Σέ ὅποιο ἤθελαν!
Ἔμπαιναν μέσα καί σοῦ λέγανε:
«Ἐσύ τώρα στό ὑπόγειο!».
Κάνανε ὅτι θέλανε.
Ποιός τολμοῦσε νά μιλήσει;
Σκοτώνανε κάθε μέρα.
Εἴχανε γεμίσει τά ρέμματα ἐδῶ οἱ Μιδεάτες (Γκερμπεσιῶτες)!
Πῆραν τόν πατέρα μου.
- «Νότη, ἔλα στό χωριό γιά μιά ἀνάκριση.
Δέν εἶναι τίποτα», τοῦ εἶπαν.
Τά ἄλλα ἀδέρφια μου ἦταν ἐδῶ στό χωριό, τά εἶχαν πιάσει.
Τά εἶχαν βάλει μέσα.
Ἔμεινα ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου τόν Γιάννη μέ τά πρόβατα.
Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς ἀργότερα ἐδῶ στό χωριό.
Βρίσκουμε ὅτι εἶχαν πιάσει τόν πατέρα μου μέ τά ἄλλα μου ἀδέρφια καί τή μάνα μου.
Μᾶς καλοῦνε κι ἐμᾶς νά ρθοῦμε ἐδῶ, στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ.
Τόν δένουν (σ.σ. τόν ἀδελφό του Γιάννη) καί μέ μιά κλωτσιά τόν ρίχνουν μέσα μέ τούς ἄλλους.
(Στό σχολεῖο τό παλιό τοῦ χωριοῦ, ὄχι τό καινούργιο). Ἐκεῖ εἴχανε κι ἄλλους, καμιά εἰκοσαριά νοματαίους.
Ἦταν ἐκεῖ πιά ἡ μάνα μου, τό γένος Γεώργα, ὁ πατέρας μου καί τά 4 ἀδέρφια μου.
Ὁ Γιάννης, ὁ Θεοδόσης, ὁ Γιώργης καί ὁ Χρῆστος.
Ὁ Γιώργης ἤτανε στήν Ὀργάνωση τοῦ ΕΑΜ, τοῦ ΕΛΑΣ πρίν. Τόν εἶχαν πάρει νά τόν σφάξουν, ἀλλά δέν τόν σφάξανε, τόν κάνανε νοσοκόμο.
Σκεφτήκανε «Ἅμα σκοτώσουμε αὐτόν, οἱ ἄλλοι θά φύγουν, θά πᾶνε στά Τάγματα καί θά μᾶς σκοτώσουν».
Γι᾽ αὐτό τόν ἀμολήσανε.
Πρῶτα, τόν πήρανε κοντά, τοῦ ἔδωσαν ὅπλο.
- Ἐσύ ποῦ ἤσουν τότε;
Πῶς δέν σέ πήρανε;
- Μέ πῆγαν καί μένα ἐκεῖ στό σχολεῖο.
Ἐκεῖ καθόνταν οἱ καπεταναῖοι ἀπό ἐδῶ.
Ὁ Ψωμᾶς (ὁ Μαλλιάτας), ὁ Μπάτος (ὁ Οἰκονόμου) μέ κοιτάζει ἔτσι...
- «Ποῦ πήγαινε ἡ μάνα σου, ρέ;» μοῦ λέει.
Ἐκεῖ πάνου, στό Λακοβίτσι πού εἴχαμε τά πρόβατα, μᾶς κατηγορούσανε ὅτι προδώσαμε τούς Σκουρταίους, τάχαμου τούς μαρτυρήσαμε στούς Γερμανούς, ἤσανε Ἁϊνορίτες αὐτοί πιό πέρα μέ πρόβατα.
Ἐγώ ἤμουνα ἐκεῖ.
Ἦταν ψέμα, δέν ἔγινε αὐτό ἀπό μας.
Εἴχαμε καλές σχέσεις, γειτόνοι μέ τίς στάνες.
Φίλοι μέ τόν πατέρα, μέ τά ἀδέρφια μου, ἐτρώγαμε μαζί.
Αὐτοί ἤτανε ἐκεῖ, τούς πιάσανε.
Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖ στό πηγάδι, μᾶς πιάσανε.
Νάσου κι ἕνας τσολιάς ἀπό κάτου (σ.σ. τήν πεδιάδα τῆς Ἀργολίδος) πού ἤτανε μέ τόν ἀδερφό μου τόν Γιάννη μαζί στρατιῶτες.
Τούλεγε ὁ συχωρεμένος, αὐτά μοῦ ἔχουνε μείνει:
- «Ρέ πές καμιά καλή κουβέντα», τοῦ λέει ὁ ἀδερφός μου. «Ἀφοῦ ξέρεις ποιός εἶμαι...».
- «Ρέ Νότη ἐγώ εἶμαι, ἀλλά εἶναι πολύ ἄσχημα τά πράγματα...!»
Δέν τούς ... πέρναγε αὐτουνῶν, γιατί μίλησε τό παιδί αὐτό...[...]
Στό σχολεῖο ἐμένα μοῦ λέει ἐκεῖ ὁ καπετάνιος, «κάτσε μέσα».
Στό τέλος πού δένανε καλά τούς ἄλλους νά τούς πάρουν γιά νά τούς σκοτώσουν.
Γιατί μέχρι τότε δέν μέ εἴχανε δέσει ἐμένα.
Ἔμπαινα καί ἔβγαινα.
Πετάγεται τότε ἕνας ἄλλος ἐκεῖ καί τοῦ λέει:
- «Δέν τό ἀφήνουμε τοῦτο;
Μικρό παιδί, νά πάρει ὁ διάολος, μήν τό σκοτώσουμε καί τοῦτο».
- «Ἄϊντε στό σπίτι σου», μοῦ λένε.
«Καί νά μήν βγεῖς ἔξω, νά κάτσεις μέσα».
Ἦρθα ἐδῶ καί λέω στούς παπποῦδες, «τούς ἄλλους τούς πήρανε γιά σκοτωμό!».
Ὅταν βγήκανε πιό πάνω ἀπό τό χωριό, ὁ τέταρτος ἀδερφός μου, ὁ Χρῆστος, ἦταν ἄρρωστος τότε καί δέν εἶχε δύναμη νά περπατήσει.
Τόν πιέζανε, ἀλλά δέν μποροῦσε...
Τάκ, μιά μαχαιριά, βάζει μιά φωνή, «Ἄχ, μάνα!».
Καί αὐτό ἤτανε.
Τάκουσε ἡ μάνα μου, βάζει τίς φωνές ἡ καψερή!
Μᾶς τό λέγανε μετά κάτι Λιμνιάτες πού πήγαιναν ἀπό κοντά.
Αὐτοί δέν ἔπαιρναν δεύτερη κουβέντα.
Τό σφάξανε, τό παιδί καί τό πετάξανε χάμου στό δρόμο.
Μετά πού πῆρε ἡ μέρα, οἱ τσοπαναραῖοι τό πήρανε ἀπό τό δρόμο καί τό βάλανε ἀπό μέσα λίγο, τό σκεπάσανε μέ πέτρες νά μήν τό φάνε τά ὄρνια.
Ἤρθανε μετά στό χωριό καί τό εἴπανε:
- «Σκοτώσανε ἔτσι καί ἔτσι τόν Χρῆστο τόν Νότη»!
Τούς ἄλλους τούς πήγανε πέρα στό Ἁγιονόρι καί τούς σκοτώσανε, τούς σφάξανε δηλαδή.
Ὄχι ὅλους ὅμως μαζί.
Τούς δικούς μας τούς πήγανε στ᾽ Ἁγιονόρι.
Στ᾽ Ἁγιονόρι, τούς εἴχανε στήν ἐκκλησία, τούς βγάλανε ἀπ᾽ ὄξω στό προαύλιο... τούς μαζέψανε, οἱ καπεταναραῖοι, ἡ Ὀργάνωση ἄς ποῦμε... ὅλο τό χωριό καί τίς χῆρες (σ.σ. αὐτές, πού τούς εἶχαν σκοτώσει τούς ἄνδρες οἱ Γερμανοί).
Οἱ χῆρες φωνάζανε γιατί τάχαμου τούς προδώσαμε ἐμεῖς στό Λακοβίτσι!
Μιά καπετάνισσα, σόϊ μας, ἀπ᾽ τίς Λίμνες ἤτανε.
Μιά Νότη τό σόϊ, κάποια συγγένεια εἴχαμε... τά ᾽χαμε πολύ καλά.
Αὐτή πρωτοστάτησε...
Φώναζε:
«Θάνατος»!
Καταριότανε!
Τῆς εἴχανε σκοτώσει οἱ Γερμανοί δυό παιδιά.
Τούς βγάλανε ἔξω ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία λοιπόν τούς δικούς μας, στό προαύλιο καί τούς ἀρχίσανε στό ξύλο καί μετά τούς ἐκτελέσανε.
Τούς σφάξανε!
Ἔχει ἀκουστεῖ αὐτό ἄς ποῦμε... (σ.σ. ὅτι ἔπιναν αἷμα ἀπό τούς 4 σφαγμένους οἱ χῆρες).
Τούς πήρανε μετά καί πήγανε πιό κάτω καί τούς ρίξανε σέ ἕνα ξεροπήγαδο.
Μετά, δέν θυμᾶμαι ἀκριβῶς ἀπό πόσες ἡμέρες, πήγανε ἄνθρωποι ἀπό ἐδῶ, τούς βγάλανε ἀπό τό ξεροπήγαδο καί τούς σκεπάσανε μέ χῶμα ἀπό δίπλα.
Πῆραν ἄδεια ἀπό την Ὀργάνωση γιά νά πᾶνε.
Χωρίς ἄδεια, δέν ἐπιτρεπόταν.
Μετά πού ἦρθε τό Χίτικο, πῆγε ὅλο τό χωριό ἐκεῖ πάνου καί βγάλανε τά κόκκαλα καί τά θάψανε στό χωριό.
- Γιά πέστε μου κ. Νότη, αὐτοί πού τούς σκότωσαν ἀπό ἐδῶ, τιμωρήθηκαν;
Ἀπό τό κράτος, ἀπό τούς Χίτες;
- Νά σοῦ πῶ, τούς ἀρχηγούς τούς πῆγαν στό δικαστήριο, στ᾽ Ἀνάπλι καί τούς καταδικάσαν σέ θάνατο.
- Αὐτοί ποῦ ἔσφαζαν, τί γίνανε;
Τούς ξέρεις, ποιοί ἦταν;
- Λέγανε ὅτι ἦταν 2 χασάπηδες ἀπό τό Ἄργος (σ.σ. ἐννοεῖ τόν Δημήτριο Κοῦρο καί τόν Κώστα Χαύτα), κάποιος Τσέκας (σ.σ. πρόκειται γιά τόν σφαγέα τῆς ΟΠΛΑ ἀπό τίς Λίμνες Γεώργιο Μελέτη), ὁ Μπάτος (ὁ Γ. Οικονόμου).
Δέν ξέρω. Τόν ἕναν τόν σκότωσαν (σ.σ. τόν Κοῦρο).
Ὁ ἄλλος, ἔριξε φαίνεται λεφτά καί γλύτωσε (σ.σ. ἐννοεῖ τόν Χαύτα).
Ἄνοιξε καί χασάπικο στό Ἄργος!».
Μπουγᾶς Ἰωάννης
1944. Το καλοκαίρι της φωτιάς στην Αργολιδοκορινθία! https://t.co/LgZs0sKPjL— epilekta.com (@epilekta) August 19, 2020
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"