Μικρασιατική εκστρατεία ονομάζεται η εκστρατεία την οποία επιχείρησε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία από το Μαϊο του 1919 μ...
Μικρασιατική εκστρατεία ονομάζεται η εκστρατεία την οποία επιχείρησε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία από το Μαϊο του 1919 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1922.
Η εκστρατεία αυτή διήρκεσε τρία χρόνια και τέσσερες μήνες, αποδείχθηκε για τη χώρα εξαιρετικά καταστροφική, καθόσον χάθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές και πρσφυγοποιήθηκαν 1.500.000 άτομα.
Έκλεισε με μία παρωδία δίκης, με μια θεατρική παράσταση που σκοπό είχε τη μονόπλευρη απόδοση ευθυνών και όχι το δίκαιο επιμερισμό τους και την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Με την ψυχραιμία που μας δίνει η χρονική απόσταση των ενενήντα τεσσάρων ετών από την έναρξή της, αλλά και με την ευχέρεια που διαθέτουμε λόγω της δημοσίευσης των έγγραφων στοιχείων της υπόψη περιόδου θα προσπαθήσουμε όσο γίνεται αντικειμενικά να κάνουμε μία ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος και να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα, ήταν λάθος η απόφαση για την εκστρατεία αυτή;
Υπήρχε τρόπος να διορθωθεί με τις λιγότερες απώλειες και αν ναι;
Μέχρι πότε;
Πριν δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία της εποχής εκείνης σχετικά με τη λήξη του Α΄ΠΠ, την πολιτικοοικονομική κατάσταση της Ελλάδας, τη στρατιωτική της κατάσταση, τη στάση των κρατών της ΕΝΤΕΝΤΕ( Aντάντ), τη γεωμορφολογία της Ασιατικής Τουρκίας και τέλος για τις πιθανότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Αμέσως μετά τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου την 28η Σεπτεμβρίου 1918, από τα συμμαχικά στρατεύματα υπό το Γάλλο στρατηγό Franchet d’ Esperey( Φρανσέ ντε Εσπερέ) φάνηκε ότι ο πόλεμος βαίνει προς το τέλος.
Πράγματι την επομένη η Βουλγαρία υπογράφει στη Θεσσαλονίκη ανακωχή άνευ όρων, την 30η Οκτωβρίου η Τουρκία υπό την πίεση του συμμαχικού αποσπάσματος των επτά μεραρχιών ( 3 Αγγλικές,3 Ελληνικές και 1 Γαλλική) υπό τον Άγγλο στρατηγό Milne(Μιλν), εξαναγκάζεται να υπογράψει την ανακωχή του Μούδρου, την 3η Νοεμβρίου ο κόμης Adrassy (Αμπράσυ) της Αυστρίας ύστερα από επιστολή του προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Wilson (Ουίλσων) υπογράφει ανακωχή και την 11η Νοεμβρίου η Γερμανία υπό την πίεση του Γάλλου στρατηγού Foch (Φος) υπογράφει ανακωχή στην Κομπιένη της Γαλλίας με την οποία έληξε ο Α΄ΠΠ, ο οποίος διήρκεσε τέσσερα χρόνια και τρεισήμισι μήνες και προκάλεσε βαρύτατες απώλειες και πολλές καταστροφές.
Οκτώμισι εκατομμύρια έχασαν τη ζωή τους, τις περισσότερες απώλειες υπέστησαν η Ρωσία , η Γερμανία και η Γαλλία.
Αναλογικά με τον πληθυσμό το υψηλότερο ποσοστό το είχε η Γαλλία, όπως και τις περισσότερες καταστροφές διότι ο πόλεμος διεξήχθη ως επί το πλείστον στο έδαφός της.
Εδώ αξίζει να επισημάνουνε τρία θέματα πρώτον οι Σύμμαχοι δεν μερίμνησαν για την τήρηση των όρων της ανακωχής του Μούδρου με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να κρύψουν πυροβόλα, πολυβόλα, ατομικό οπλισμό και πυρομαχικά, οι πέντε Μεραρχίες του Τουρκοκαυκασιανού Μετώπου να μείνουν ενεργές και ο Kemal τη 19η Μαϊου 1919 να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη στη Σαμψούντα, δεύτερον αθέτησαν την υπόσχεσή τους να αναθέσουν σε ελληνική διοίκηση το συμμαχικό στρατό της ανατολικής Θράκης και τρίτον η Ελλάδα με προτροπή των Γάλλων προέβη σε μια άκρως απερίσκεπτη ενέργεια, την 02 Ιανουαρίου έστειλε στην Ουκρανία για να καταστείλουν το κίνημα των Μπολσεβίκων δύο Μεραρχίες ( τη 2α και τη 13η ) συνολικής δύναμης 23.500 ανδρών, οι δυνάμεις αυτές με την άφιξή τους τέθηκαν υπό το Γάλλο στρατηγό Philippe d’ Enselme(Φιλίπ ντε Ανσέλμ).
H επιχείρηση συνοδεύτηκε από πλήρη αποτυχία με αποτέλεσμα αρκετοί Έλληνες της νότιας Ρωσίας να καταφύγουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες και η Ρωσία στο εξής να θεωρεί ως σύμμαχό της την Τουρκία.
H πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα των 4.500.000 περίπου κατοίκων ήταν δραματική.
Από τον Ιούνιο του 1917 η χώρα ήταν προτεκτοράτο της Γαλλίας και ο πρωθυπουργός της δικτάτορας που είχε καταλάβει την εξουσία με τα κανόνια του Γάλλου στρατηγού Sarrail (Σαράιγ) και του Ύπατου Αρμοστή Jonnart(Ζόναρ) και παρά τις διαβεβαιώσεις του τελευταίου, με το απευθείας διάγγελμά του προς τον Ελληνικό Λαό, ότι δεν θα επιτρέψει στο Βενιζέλο να προβεί σε αντίποινα κατά των αντιπάλων του, έγινε ακριβώς το αντίθετο.
Μόλις ο Βενιζέλος ανέλαβε την εξουσία εξαπολύθηκαν πρωτοφανή αντίποινα κατά των Βασιλικών, διώξεις από το δημόσιο, εξορίες , εκτελέσεις, φυλακίσεις κ.λπ. με αποτέλεσμα η κομμένη στα δύο χώρα από το Νοέμβριο του 1916, αντί να ενωθεί διαιρέθηκε σε δύο εχθρικά «στρατόπεδα»,όπου το καθένα είχε το «θούριο» του, του «αητού ο γιός» οι Βασιλικοί και το «παιδί του Ψηλορείτη» οι Βενιζελικοί, πιθανώς αγνοώντας ότι και τα δύο αυτά άσματα ήταν δημιούργημα του ίδιου καλλιτέχνη ,του Κερκυραίου στρατιωτικού μουσικού Σπυρίδωνα Καίσαρη.
Ο ελληνικός λαός, λοιπόν, ήταν βαθιά διχασμένος σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς και το μίσος της μιας πλευράς έναντι της άλλης στα ύψη με συνέπεια να διαπράττονται φρικαλεότητες εις βάρος αθώων πολιτών.
Οι δύο κομματικοί σχηματισμοί από αντίπαλοι είναι πλέον εχθροί.
Το βασικό σημείο της διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών ήταν ότι ο Βενιζέλος επιθυμούσε άμεση προσχώρηση στην ΕΝΤΕΝΤΕ χωρίς εγγυήσεις, ενώ ο Κωνσταντίνος ήθελε συμμετοχή στον πόλεμο άλλα με εγγυήσεις και εφόσον αυτές δεν δίνονταν, έλεγε ότι η χώρα πρέπει να τηρήσει ουδέτερη στάση.
Δεν γνωρίζουμε ποία πλευρά έβλαψε περισσότερο την άλλη και δεν μας ενδιαφέρει, εκείνο που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι τούτο, ότι και οι δύο έβλαψαν ανεπανόρθωτα τη χώρα.
Παρενθετικά αναφέρουμε ότι ενδεχομένως τα διαλαμβανόμενα στην παρούσα ανάλυση να παραξενέψουν αυτούς που δεν έχουν ή έχουν περιορισμένη γνώση των γεγονότων της υπόψη περιόδου ή ακόμη και να προκαλέσουν αυτούς που είναι κομματικά φανατισμένοι στη μια από τις δύο παρατάξεις και προσεγγίζουν τα θέματα στη βάση «ο καλός ο Βενιζέλος και ο κακός ο Κωνσταντίνος ή αντιστρόφως», όμως αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας, παρά την απίστευτη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που είχε πάρει από τους συμμάχους και το δάνειο των 800.000.000 φράγκων από τη Γαλλία, είχε το μαύρο της το χάλι που ήταν πρωτίστως αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης, της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης και δευτερευόντως της διατήρησης υπό τα όπλα μεγάλου αριθμού ανδρών.
Το 1919 ο προϋπολογισμός ήταν για πρώτη φορά ελλειμματικός, η παραγωγή μειωμένη ,η στρόφιγγα της οικονομικής βοήθειας έκλεινε και οι απαιτήσεις για τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων ανέρχονταν στα 8.000.000 δραχμές ημερησίως.
Συνεπώς οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας δεν μπορούσαν να καλύψουν τις πολεμικές δαπάνες μιας τέτοιας εκστρατείας και επομένως πριν την έναρξή της έπρεπε να αναζητηθούν δημοσιονομικές και νομισματικές μέθοδοι προκειμένου να εξευρεθούν και να εξασφαλισθούν οι πόροι που απαιτούντο για την ενέργεια αυτή, όμως αντί αυτού αγνοήθηκε παντελώς η πολεμική οικονομία.
Ο στρατός της Ελλάδας ήταν 300.000 περίπου , ήταν κουρασμένος διότι ήταν υπό τα όπλα από το 1912, βέβαια από το 1913 μέχρι τη μάχη του Σκρα ντι Λέγγεν 17 Μαϊου 1918, υπό τη διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Guillaumat (Γκυγιωμά), δεν είχε λάβει μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Το ΓΕΣ από εντάξεως της χώρας στην ΕΝΤΕΝΤΕ (18 Ιουνίου 1917) ήταν σχεδόν σε «αχρησία»,καθόσον ο ελληνικός στρατός είχε υπαχθεί σε συμμαχική διοίκηση.
Οι αξιωματικοί μπορεί να ήταν φανατικοί οπαδοί του Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου δεν ήταν όμως, όπως φαίνεται από τα πεπραγμένα τους, «έλληνες» αξιωματικοί.
Ανεξαρτήτως αυτού υπήρχαν και στις δύο παρατάξεις ικανοί αξιωματικοί οι οποίοι μπορούσαν να σχεδιάζουν, να κοστολογούν και να προβλέπουν εάν μία επιχείρηση έχει πιθανότητες επιτυχίας ή όχι και να επιλύουν τεχνικά προβλήματα ευρέων επιχειρήσεων.
Όμως από τη λήξη του πολέμου μέχρι την απόβαση στη Σμύρνη η ηγεσία του ΓΕΣ έδειξε ανεξήγητη αδράνεια και δεν είχε μελετήσει εναλλακτικά σενάρια ώστε να είχε εφοδιάσει τον πρωθυπουργό της χώρας με ανάλογες εισηγήσεις.
Δεν γνωρίζουμε πως θα αντιδρούσε ο Βενιζέλος αν είχε μπροστά του μια αρνητική πρόταση για απόβαση στη Σμύρνη.
Πιστεύουμε, όμως, ότι θα βρισκόταν σε δίλημμα και δεν θα έδινε χωρίς δεύτερη σκέψη την απάντησή του.
Μετά τη λήξη του πολέμου οι εικοσιεπτά νικήτριες δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι τη 18η Ιανουαρίου 1919 για τη σύνταξη και την υπογραφή των σχετικών συνθηκών.
Τα κράτη χωρίσθηκαν σε δύο κατηγορίες στις συμμάχους και συνασπισμένες προέχουσες Δυνάμεις (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) και στις συμμάχους και συνασπισμένες Δυνάμεις που ήταν τα υπόλοιπα 22 κράτη μέσα σε αυτά ήταν και η Ελλάδα.
Τα κράτη εκπροσωπούντο από τους προέδρους ή πρωθυπουργούς και τους υπουργούς εξωτερικών τους .
Την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο Ελ. Βενιζέλος και ο Ν. Πολίτης.
Είχαν συγκροτηθεί πενήντα νομοπαρασκευαστικές επιτροπές οι οποίες υπέβαλαν τις προτάσεις στο συμβούλιο των πέντε και μετά την αποχώρηση της Ιαπωνίας (Ιούλιος του1919) στο συμβούλιο των τεσσάρων (Wilson, LΙoyd George, Klemenceau και Orlando. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία ,Γαλλία και Ιταλία αντίστοιχα).
Οι εργασίες προχωρούσαν χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια μέχρι τη στιγμή όπου η Ιταλία αποβίβασε αιφνιδιαστικά στρατεύματα στην Αττάλεια (Μάρτιος του 1919), χωρίς να έχει ενημερώσει τους συμμάχους και ταυτόχρονα ζητούσε τη βοήθειά τους για να προσαρτήσει το Φιούμε (σήμερα ανήκει στην Κροατία).
Επειδή δεν βρήκε θετική ανταπόκριση χολώθηκε και έφυγε από το Συμβούλιο.
Επειδή δεν βρήκε θετική ανταπόκριση χολώθηκε και έφυγε από το Συμβούλιο.
Η ενέργεια αυτή εξόργισε τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία οι οποίες συναντώνται ερήμην των Ιταλών την 06 Μαϊου 1919 και αποφασίζουν να τους «τιμωρήσουν» όπως προκύπτει από τη συνομιλία:
Wilson: O καλλίτερος τρόπος να σταματήσουμε τις ιταλικές παρασπονδίες είναι να τους επιβάλλουμε οικονομικές κυρώσεις.
LIoydGeorge: Κύριε πρόεδρε, ερωτώ.
Ενθυμείστε να καταφέραμε στο παρελθόν να εμποδίσουμε χώρες όπως η Τουρκία ή άλλες Βαλκανικές χώρες να εμπλακούν στον πόλεμο επειδή είχαν έλλειψη χρημάτων;
Κατά τη γνώμη πρέπει να πούμε στον κύριο Βενιζέλο να στείλει στρατό στη Σμύρνη.
Να ενημερώσουμε τους Ναυάρχους μας να του επιτρέψουν να αποβιβασθεί σε περιοχές που σημειώθηκαν ταραχές ή κινδυνεύουν .
Wilson: Τότε να του πούμε να πάει αμέσως.
Υπάρχει αντίρρηση;
LΙoydGeorge: Ουδεμία.
Clemenceau: Ούτε εγώ έχω αντίρρηση.
Αλλά να ενημερώσουμε τους Ιταλούς.
LloydGeorge: Κατά τη γνώμη μου όχι.
Στη συνέχεια ο Lloyd αναζήτησε τον Βενιζέλο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
Lloyd George: Έχετε έτοιμον στρατόν
Βενιζέλος: Έχομεν. Περί τίνος πρόκειται;
LloydGeorge: Απεφασίσαμεν σήμερον μετά των κυρίων wilson και Clemenceau ότι δέον να καταλάβετε την Σμύρνη.
Βενιζέλος: Είμεθα έτοιμοι.
LloydGeorge: Πόσο στρατό διαθέτετε;
Με μία απλή διερευνητική ματιά στο περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών διαπιστώνουμε τα εξής:
Πρώτον ότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν ξεκαθαρίσει ούτε οι ίδιοι ποία θα ήταν η αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (επίσημα προστασία πληθυσμού της Σμύρνης, ουσιαστικά τιμωρία των Ιταλών, κ.λπ.) , δεύτερον η απόφασή τους αυτή, όπως λήφθηκε, δηλαδή να σταλεί ελληνικός στρατός και όχι συμμαχικός, είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα «ξαναφούντωνε» τον πόλεμο, τρίτον η στάση των τεσσάρων έναντι της Ελλάδας δεν ήταν ενιαία , αλλά ήταν διαβαθμισμένη από φιλική έως εχθρική, φιλική (Αγγλία), επιφυλακτική (Γαλλία), αδιάφορη (ΗΠΑ) και εχθρική (Ιταλία),τέταρτον ο Άγγλος πρωθυπουργός θεωρούσε το Βενιζέλο δεδομένο και υπάκουο καθόσον αποφάσισε γιαυτόν χωρίς καν να τον ρωτήσει, πέμπτον ο Βενιζέλος σε χρόνο dt απεδέχθη την πρόταση του Lloyd χωρίς εγγυήσεις για βοήθεια (στρατιωτική και οικονομική) και χωρίς να ζητήσει την άποψη του ΓΕΣ και έκτον ότι οι Αγγλογάλλοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα, προκειμένου να αθετήσουν την υπόσχεσή τους προς τους Ιταλούς για παραχώρηση σε αυτούς της Σμύρνης, υπόσχεση που τους είχαν δώσει τη 18η Απριλίου 1917 στη διάσκεψη του Αγίου Ιωάννη της Μωριένης προκειμένου να συναινέσουν στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου.
Για το θέμα αυτό ο Boselli, o τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, είχε δηλώσει ότι «τους δώσαμε ένα Βασιλιά και αυτοί μας παραχώρησαν τη Σμύρνη».
Επισημαίνεται ότι στη διάσκεψη αυτή ο Βενιζέλος μέσω του Granville ( Άγγλος πληρεξούσιος υπουργός στην κυβέρνησή του στη Θεσσαλονίκη) διαμήνυσε στον Lloyd, τον Ribot ( Γάλλος πρωθυπουργός) και τον Boselli ότι « ανατρέψτε τον Βασιλέα, κάντε με πρωθυπουργό και θα σας δώσω εγώ τα στρατεύματα που ζητάτε».
Οφείλουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο Βενιζέλος ουδέποτε μίλησε απρεπώς για το Βασιλιά ,αντίθετα με τους παρατρεχάμενούς του, μάλιστα δε σε επιστολή του προς τον Λουκά Ρούφο (9/3/1936) αναγνώριζε ότι η βασιλεία προσέφερε στον τόπο και έκλεινε αυτήν αναφωνώντας από τα βάθη της ψυχής του «Ζήτω ο Βασιλεύς».
Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Αγγλίας στρατηγός Bliss, ναύαρχος Hoope και στρατηγός Wilson αντίστοιχα στο διάστημα από 06 έως 12 Μαϊου προσπαθούσαν να πείσουν τους προϊσταμένους τους να μην υλοποιήσουν την απόφασή τους, καθόσον με γεωστρατηγικούς όρους το εγχείρημα αυτό δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Παρόλα αυτά οι Αγγλογάλλοι επέμειναν στη θέση τους, καθόσον φαίνεται ότι είχαν αποφασίσει με άλλα κριτήρια για να χρησιμοποιήσουν το Βενιζέλο ως μέσο για την επίλυση του ανατολικού ζητήματος (παραφράζοντας ελαφρώς τον Carl von Clausewitz).
Κατά την άποψή μας, ο λόγος που ο Βενιζέλος αποδέχθηκε αμέσως την πρόταση των Συμμάχων οφειλόταν στο διχασμό και τούτο διότι βλέποντας ότι οι εργασίες των Παρισίων να βαίνουν προς το τέλος τους ( έτσι έδειχναν τότε τα πράγματα) χωρίς να παίρνει κάτι η Ελλάδα, παρά τα υπομνήματα και τις επιστολές που έστελνε προς πάσα κατεύθυνση με τους Έλληνες της διασποράς, βρισκόταν σε δυσχερή θέση διότι φοβόταν ότι αν γυρνούσε στην Ελλάδα με άδεια χέρια θα δεχόταν έντονη κριτική από την αντιπολίτευση καθόσον τάχθηκε στο πλευρό της ΕΝΤΕΝΤΕ χωρίς εγγυήσεις.
Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ενήργησε συναισθηματικά διότι πίστεψε ότι έτσι δινόταν στην Ελλάδα η ευκαιρία να υλοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα.
Όμως, ο συναισθηματισμός στα εθνικά θέματα είναι πολύ κακός σύμβουλος διότι μετατρέπει τις αρετές, που προφανώς είχε πολλές ο Βενιζέλος, σε ελαττώματα.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι η βεβιασμένη απάντηση οφείλεται στην άκριτη δουλική εξυπηρέτηση που έδειχνε ο Βενιζέλος προς τους Συμμάχους, καθόσον τον θεωρούσαν εξάρτημά τους, εξ αιτίας του γεγονότος ότι αυτοί με τα όπλα τους τον είχαν διορίσει Πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Όπως και να έχουν τα πράγματα ένα είναι βέβαιον, ότι ενήργησε με απίστευτη προχειρότητα με αποτέλεσμα η χώρα να εισέλθει σε περιπέτειες .
Η Ασιατική Τουρκία κείται στο δυτικό άκρον της Ασίας και ονομάζεται Μικρά ή Ελάσσων Ασία.
Έχει έκταση 755.688 τ.χλμ.
Το 1919 ο πληθυσμός ανερχόταν στα 12.000.000 περίπου από τα οποία το 1.694.000 ήταν ελληνικής καταγωγής.
Ειδικότερα η Σμύρνη είχε 270.000 εκ των οποίων οι 140.000 ήταν Έλληνες.
Κατέχει γεωγραφικά κεντρική θέση μεταξύ των τριών Ηπείρων, της Ασίας, της Ευρώπης και της Αφρικής με την οποία συνάπτεται δια της ανατολικής Μεσογείου.
Εκ του λόγου τούτου αποκτά μεγάλη στρατηγική αξία, η οποία επαυξάνεται από τις θάλασσες που την περιβάλλουν.
Άρα ο κατέχων τη Μ. Ασία, προφανώς, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για να αναλάβει επιχειρήσεις προς πάσα επιθυμητή και τακτικώς συμφέρουσα κατεύθυνση ή να αντιταχθεί ταχέως κατά παντός επιδρομέα.
Απομονώνεται από την ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα από δύο μεγάλες οροσειρές.
Νότια την οροσειρά του Ταύρου και Βόρεια την οροσειρά του Πόντου και συνδέονται μεταξύ τους με την οροσειρά του Αντίταυρου που έχει κατεύθυνση από ΝΑ προς ΒΔ.
Με βάση τις οροσειρές αυτές χωρίζεται σε πέντε εδαφικά διαμερίσματα το Βόρειο, το Νότιο, το Δυτικό ,το Κεντρικό και την Ανατολία.
Το Δυτικό διαμέρισμα, που έχει σημασία για την ελληνική ιστορία, είναι ο χώρος όπου συναντώνται οι δυτικές προεκτάσεις των δύο οροσειρών, οι οποίες έχουν μέτριο ύψος και αφήνουν ανάμεσά τους κοιλάδες (Καϊκου, Έρμου, Καϋστρου και Μαιάνδρου).
Εδώ υπήρχαν από Β προς Ν οι παλιές ελληνικές περιοχές της Αιολίδας, της Μυσίας, της Λυδίας, της Ιωνίας και της Καρίας.
Επικοινωνεί ευχερώς με το Κεντρικό διαμέρισμα καθόσον οι οροσειρές είναι επιμήκεις και αφήνουν μεγάλους πεδινούς διαδρόμους, που αποτελούν ευρείας λεωφόρους (Ζώνες Ενεργείας) προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας.
Τούτο σημαίνει ότι τα δύο διαμερίσματα αποτελούν ένα συμπαγή χώρο που δύσκολα κατακερματίζεται και κατά συνέπεια η απόσπαση μικρού ή μεγάλου τμήματος είναι αδύνατη.
Γεωστρατηγικά για να γίνει αυτό πρέπει ο επιτιθέμενος από δυτικά να φθάσει εκείθεν της Άγκυρας, δηλαδή να καταλάβει και το κεντρικό διαμέρισμα.
Με τα δεδομένα της εποχής εκείνης για να επιτύγχανε κάτι τέτοιο η Ελλάδα έπρεπε να είχε διπλάσιο στρατό, καθόσον απαιτούντο τουλάχιστον 20 Μεραρχίες για κατάληψη και παγίωση της τάξης και της ασφάλειας στην περιοχή αυτή, κατά συνέπεια διατήρηση της Σμύρνης με δημιουργία προγεφυρώματος στη γραμμή Μilne ( 8χλμ. ΒΔ των Κυδωνιών- 20χλμ.Β της Περγάμου-15χλμ. ΒΑ της Μαγνησίας-20χλμ.ΒΑ του Κασαμπά-Α. του Οδεμησίου- Α.Αϊδινίου- Βόρεια όχθη Μαιάνδρου - Εκβολές Καϋστρου) ή σε όποια άλλη γραμμή υψωμάτων του δυτικού διαμερίσματος ήταν αδύνατη, καθόσον οι Τούρκοι είχαν την ευχέρεια (γεωγραφικά και πληθυσμιακά) να το αγνοήσουν και να το εξαλείψουν όποτε αυτοί ήσαν έτοιμοι προς τούτο.
Ιστορικά προσάρτηση μικρού ή μεγάλου τμήματος από άλλο κράτος με παρεμβολή θάλασσας παγκοσμίως δεν υπάρχει, εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση Αγγλίας-Ιρλανδίας αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως και μεγέθους θέμα.
Αν λοιπόν, με βάση τα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα αλλά και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την εντολή για την κατάληψη της Σμύρνης, δηλαδή, κατάληψη, διατήρηση και εξασφάλισή της και με δεδομένο ότι οι στρατιωτικές ενέργειες πρέπει να είναι λογικές , μετρημένες και αυστηρώς κοστολογημένες, προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σαφή και κατηγορηματική απάντηση στα τέσσερα Π (ποιος, που, πότε, πως), στο Τ (τι) και στο Γ (γιατί), δηλαδή, να έχουμε μία πρώτη εικόνα σχηματίζοντας το σκελετό του σχεδίου.
---Ποίος είμαι, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά, εδώ εμπεριέχονται και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα σχέδιο εκστρατείας.
Που θα επιχειρήσω μορφολογία εδάφους και αντιδράσεις αντιπάλου (στρατού και λαού),ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε αυτούς τους παράγοντες διότι όποιος τους αγνοεί τότε αναπόφευκτα καθίσταται όμηρός τους .
Πότε θα ενεργήσω έναρξη και πέρας ενεργειών.
Πως θα ενεργήσω, δηλαδή, με ποίο τρόπο θα χρησιμοποιήσω τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου.
Τι ενέργειες θα κάνω για να καταστρέψω τον αντίπαλο, να καταλάβω το έδαφός του και να παγιώσω την ειρήνη.
Γιατί θα κάνω όλες αυτές τις ενέργειες ,δηλαδή ,το γιατί καθορίζει και το σκοπό της επιχείρησης,--- θα διαπιστώσουμε ότι όλες οι απαντήσεις είναι κάθετα αντίθετες για την ανάληψη μιας τέτοιας ενέργειας, διότι οι επιθυμίες δεν είναι εναρμονισμένες με τις δυνατότητες της χώρας, ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας και του οραματισμού και κατά συνέπεια ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Η γεωστρατηγική γενικά, με μαθηματικούς όρους , είναι υποσύνολο του συνόλου που λέγεται γεωπολιτική, όμως, στην προκειμένη περίπτωση ταυτίζεται με αυτήν, διότι η έκβαση των επιχειρήσεων εξαρτιόταν, κυρίως, από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής και τις δυνατότητες του αντιπάλου, στοιχεία τα οποία αγνόησε παντελώς ο Βενιζέλος όπως ο ίδιος είπε στην Πηνελόπη Δέλτα «Εγώ δεν υπολόγισα ποτέ στις δυνάμεις του στρατού για να κρατήσουμε τα σύνορά μας, αλλά στις συμμαχίες και στα γενικά Ευρωπαϊκά συμφέροντα».
Όμως οι συμμαχίες διαλύθηκαν, η διπλωματία εμφανίσθηκε ανίσχυρη και τη λύση την έδωσε η γεωγραφία και ο στρατιώτης.
Τέλος ο παρορμητικός χαρακτήρας του Βενιζέλου στην προκειμένη περίπτωση δεν του επέτρεψε να αντιληφθεί την πολιτικοστρατιωτική πραγματικότητα με αποτέλεσμα η Ελλάδα να οδηγηθεί από τη Μεγάλη Ιδέα στη Μεγάλη Καταστροφή.
Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα, ήταν λάθος η απόφαση του Βενιζέλου για απόβαση στη Σμύρνη;
Μετά από όσα αναφέρθηκαν, η άποψή μας είναι ξεκάθαρη, βγάλτε το ερωτηματικό και έχετε την απάντηση.
Τώρα ας δούμε αν μπορούσε να διορθωθεί αυτή η λάθος απόφαση με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Η ζημιά είχε γίνει και επομένως απώλειες θα υπήρχαν, διότι στη ζημία κέρδος δεν υπάρχει, νόμος της φύσεως.
Η άποψή μας, λοιπόν, είναι ναι.
Αυτό μπορούσε να γίνει το αργότερο μέχρι τον Αυγούστου 1920, όπου τότε οι πάντες είχαν πεισθεί πλέον ότι η Ελλάδα είχε περιέλθει σε αδιέξοδο, είχε μείνει μόνη της και ο κάθε σύμμαχος κοιτούσε να συμμαζέψει τη χώρα του και δεν ήταν διατεθειμένος να ξαναμπεί σε περιπέτειες.
Συνοπτικά οι ενέργειες που έλαβαν χώρα από την 6η Μαϊου 1919 μέχρι και τα μέσα Αυγούστου 1920, κυρίως, σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο έχουν όπως παρακάτω.
Στο χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσει η εκστρατεία 13 Μαϊου (30 Απριλίου με το π.η) το ΓΕΣ όχι μόνο δεν προσπάθησε να πείσει την πολιτική ηγεσία για τροποποίηση αυτής της ουτοπικής αποστολής, αλλά δεν έπραξε ούτε και το έλασσον, δηλαδή, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει κατά υποδειγματικό τρόπο την απόβαση και την επιβολή του νόμου και της τάξης στη Σμύρνη, καθόσον υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις προς τούτο και επιπλέον αυτό το επισήμανε και ο Βενιζέλος με την Ημερήσια Διαταγή του.
Φαίνεται ότι και οι στρατιωτικοί είχαν παρασυρθεί και αυτοί από το γενικό προπαγανδιστικό κλίμα που επικρατούσε τις ημέρες εκείνες, όπου είχε αναγάγει την προσωπολατρία σε επιστήμη και δεν τους επέτρεπε να σκεφτούν τις επιπτώσεις από μια τέτοιου τύπου υπερφίαλη απόφαση.
Επιπλέον δε την αποστολή για προσωρινή κατάληψη της Σμύρνης και προστασία των χριστιανικών πληθυσμών την είχαν ταυτίσει, για προπαγανδιστικούς λόγους, με προσάρτηση της περιοχής αυτής των 17.000 τ. χλμ περίπου στην Ελλάδα.
Τη 12η Μαϊου ο Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, αναφέρει « Τη στιγμή αυτή το Ανώτατο Συμβούλιο με πληροφορεί ότι στη σημερινή συνεδρίαση αποφάσισε το εκστρατευτικό σώμα να αναχωρήσει για Σμύρνη.
Η απόφαση ελήφθη παμψηφεί.
Ζήτω το Έθνος» Και με την Ημερήσια Διαταγή του της 13ης Μαϊου, ως Υπουργός Στρατιωτικών, λέει ότι «Αποφασίσθηκε υπό των Μεγάλων Δυνάμεων η δια του ελληνικού στρατού κατάληψη της Σμύρνης και η επιβολή της τάξης εκεί.
Στη συνέχεια τους έδινε οδηγίες για τη συμπεριφορά τους έναντι όλων των κατοίκων, να αποδείξουν ότι δεν υστερούν έναντι των Συμμάχων σε αυταπάρνηση και σε ευγένεια ψυχής και ότι πρέπει να βρίσκονται στη πρώτη γραμμή του πολιτισμού.
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε τη λέξη «παμψηφεί», πράγματι την απόφαση την υπέγραψε το κουαρτέτο,( ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία) , αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Ιταλία δεν γνώριζε τη συνομιλία της 6ης Μαϊου και πίστευε ότι η όλη ενέργεια γινόταν για την προστασία των χριστιανών, ενώ αυτό ήταν το πρόσχημα όπως ήδη έχουμε εξηγήσει.
Ο τρόπος με τον οποίον έγινε η απόβαση στη Σμύρνη τις πρωινές ώρες της 15ης Μαϊου είχε μάλλον χαρακτήρα σχολικής εκδρομής ( χοροί, παρελάσεις, κ.λπ.) παρά στρατιωτικής επιχείρησης με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έκτροπα τα οποία είχαν δύο, κυρίως, αρνητικές επιπτώσεις, πρώτον να διεγερθεί το εθνικό αίσθημα των Τούρκων και να αρχίσουν την αντίστασή τους έναντι των εισβολέων ( διότι η αντίσταση στους εισβολείς δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων) και δεύτερον και σπουδαιότερον έδωσε το δικαίωμα στους Συμμάχους να θεωρήσουν ότι ο ελληνικός στρατός όταν ενεργεί μόνος του δεν είναι ικανός ούτε για καθήκοντα «χωροφύλακα» και ότι δικαιώθηκε η επιλογή τους, για την ανάθεση της στρατιωτικής διοίκησης στην ανατολική Θράκη στον άγγλο στρατηγό Milne και όχι σε έλληνα.
Αυτή είναι και η στιγμή όπου ο Βενιζέλος παραδέχεται στον Αμερικανό πρέσβη ότι «ήταν λάθος η απόφασή μου , αλλά τώρα νομίζω ότι θα είναι μεγαλύτερο λάθος να αποσύρω το στρατό».
Επίσης ορισμένοι αξιωματούχοι, με την απόβαση στη Σμύρνη, προκειμένου να τονίσουν την ελληνικότητα των Νήσων του ανατολικού Αιγαίου πρόβαλαν ένα άστοχο επιχείρημα ότι « τα Νησιά αυτά αποτελούν φυσική προέκταση της μικρασιατικής ηπείρου» ( ΠΑΠΥΡΟΣ, ΕΛΛΑΣ, ΤΟΜΟΣ Β΄, σελ.159).
Αυτό το ατόπημα το πληρώνουμε μέχρι σήμερα καθόσον το χρησιμοποιούν οι Τούρκοι ως επιχείρημα για τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Το Σεπτέμβριο η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή κοινοποίησε το πόρισμά της για τα επεισόδια που έγιναν στη Σμύρνη και καταλόγιζε ευθύνες μόνο στα ελληνικά στρατεύματα, μάλιστα ο καταλογισμός αυτός μαζί με τις μετέπειτα καταστροφές και έκτροπα που διαπράχθηκαν θα αποτυπωθούν και στο άρθρο 59 της συνθήκης της Λωζάννης, όπου υποχρέωνε την Ελλάδα σε επανόρθωση των ζημιών που προκάλεσε.
Το πόρισμα αυτό αποτέλεσε την αφορμή ώστε ο Clemenceau να « τραβήξει το αυτί» του Βενιζέλου και να του υπενθυμίσει ότι η παρουσία του στη Μ. Ασία είναι προσωρινή και τη 14η Φεβρουαρίου 1920 ο νέος πρωθυπουργός της Γαλλίας Millerand (Μιλεράν) καθώς και ο πρόεδρός της Poincare( Πουανκαρέ) δήλωσαν ότι «δεν μπορεί να υπογραφεί συνθήκη με την Τουρκία αν δεν αποχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα από τη Μ.Ασία».
Tη 19η Μαρτίου 1920 στη διάσκεψη του Σαν Ρέμο οι Άγγλοι αξιωματούχοι Churchill( Τσώρτσιλ) υπουργός πολέμου, Curzon (Κώρζον) υπουργός εξωτερικών και ο στρατηγός Wilson είπαν ξεκάθαρα στο Βενιζέλο ότι η Αγγλία δεν πρόκειται να δώσει στην Ελλάδα ούτε χρήματα ούτε στρατιώτες.
Ο Κemal τον Απρίλιο του 1920 όρκισε εθνική κυβέρνηση στην Άγκυρα και διεκήρυξε ότι «το έθνος θα συνεχίσει να πολεμά μέχρις ότου τα ελληνικά στρατεύματα συμπτυχθούν δυτικά του Έβρου ποταμού» και ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει καμία συνθήκη.
Την 05 Μαϊου 1920 η Γαλλία υπογράφει τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Κιλικία και εμμέσως αναγνωρίζει την κυβέρνηση της Άγκυρας.
Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν κατά χρονολογική σειρά ήσαν .
Συνθήκη των Βερσαλλιών την 28 Ιουνίου 1919 με την Γερμανία, του Αγίου Γερμανού τη 10η Σεπτεμβρίου 1919 με την Αυστρία, του Νεϊγύ την 27η Νοεμβρίου 1919 με την Βουλγαρία και των Σεβρών τη 10 Αυγούστου 1920 με την Τουρκία ( η οποία δεν ίσχυσε και τη θέση της πήρε η συνθήκη της Λωζάννης 24 Ιουλίου 1923).
Πλέον των συνθηκών αυτών την 29η Ιουλίου 1919 υπεγράφη η διμερής συμφωνία Βενιζέλου – Τittoni ( Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας) με την οποία οριοθετούνταν οι ζώνες ελληνικής και ιταλικής κατοχής στη Μ. Ασία, αποδεχόταν η Ιταλία εν μέρει τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Β. Ήπειρο και την απόδοση των Δωδεκανήσων, πλην της Ν. Ρόδου, στην Ελλάδα.
Ενώ η Ελλάδα αναγνώριζε το ιταλικό προτεκτοράτο στην Αλβανία και την ουδετερότητα των στενών της Κέρκυρας.
Όμως η συμφωνία αυτή δεν θα ισχύσει ποτέ, καθόσον ο Κόμης Sforza ( Σφόρτσα) υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας την 22 Ιουλίου 1920 θα την καταγγείλει.
Η συνθήκη των Σεβρών, ως συνθήκη ειρήνης, παρουσίαζε παγκόσμια πρωτοτυπία, διότι μία συνθήκη υπογράφεται για να επισφραγίσει το τέλος ενός πολέμου στην προκειμένη περίπτωση υπεγράφη για να αρχίσει εκ νέου ο πόλεμος, καθόσον για να ίσχυε ως προς το μέρος της που αφορούσε την Ελλάδα έπρεπε να επιβληθεί δια των όπλων ,δηλαδή, να γίνει πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και τούτο εκ του γεγονότος ότι οι Σύμμαχοι υπέγραψαν αυτήν με τον «πεθαμένο» Σουλτάνο, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο, έστω και εμμέσως, τον Kemal .
Επιπλέον οι ταπεινωτικοί όροι για την Τουρκία είχαν ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των κατοίκων της περί τον Kemal , ο οποίος δεν την αναγνώριζε και μάλιστα τη χαρακτήρισε ως «κουρελόχαρτο».
Ο Poincare και ο Nitti πρόεδρος της Γαλλίας και πρωθυπουργός της Ιταλίας αντίστοιχα δέχθηκαν να υπογράψουν την συνθήκη με κρύα καρδιά, μάλιστα η γαλλική διπλωματία από την επομένη, κιόλας, άρχισε τις διαδικασίες για την τροποποίηση της , ο δε πρόεδρός της είπε ότι είναι πιο εύθραυστη και από τις πορσελάνες των Σεβρών.
Συνεπώς η συνθήκη των Σεβρών ήταν μία «φούσκα» διότι είχε μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, καθόσον τίποτα δεν είχε κριθεί και ότι όλα θα εξαρτιόνταν από την έκβαση του πολέμου Ελλάδας – Τουρκίας.
Τέλος διάχυτη ήταν η δυσπιστία μεταξύ των Συμμάχων για την αποτελεσματικότητα του ελληνικού στρατού να επιβάλει δια των όπλων την εφαρμογή των όρων της.
Δύο ημέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών έλαβαν χώρα τρία γεγονότα τα οποία έκανα το χάσμα του διχασμού αγεφύρωτο.
Πρώτον η απαράδεκτη απόπειρα κατά της ζωής του Βενιζέλου στο σταθμό της Λυών της Γαλλίας από δύο απότακτους αξιωματικούς, οι οποίοι συνελήφθησαν αμέσως και καταδικάσθηκαν.
Δεύτερον οι γενικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που εξαπέλυσαν οι Βενιζελικοί με επικεφαλής πρωτοκλασάτα στελέχη τους εναντίον της Αντιπολίτευσης, καθόσον θεώρησαν αυτήν υπεύθυνη για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου .
Δεν έμεινε τίποτε όρθιο .
Δεν αρκέστηκαν, όμως, στις βιαιοπραγίες και στις καταστροφές αλλά προέβηκαν και στη στυγερή δολοφονία του ΄Ιωνα Δραγούμη.
Σύμφωνα με κατάθεση του αδιάλλακτου Βενιζελικού, Π. Γύπαρη (29 /5/1935) ηθικός αυτουργός ήταν ο Εμ.Μπενάκης, ο οποίος είπε στους Στρατιώτες να τον σκοτώσουν και στη συνέχεια αφού τους έδωσε 20.000 δραχμές τους φυγάδευσε στην Κρήτη.
Και τρίτον ο κακός χειρισμός της υπόθεσης εκ μέρους του Βενιζέλου τόσο στο θέμα των επεισοδίων που δεν έκανε τίποτα όσον και στο θέμα της δολοφονίας, καθόσον αναζήτησε τους φυσικούς αυτουργούς και τους παρέπεμψε σε δίκη όχι όμως και τους ηθικούς (μέγα λάθος) γεγονός που εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο την Αντιπολίτευση.
Ο Γύπαρης ισχυρίζεται ότι ο Βενιζέλος για την εμπλοκή του Μπενάκη του είπε «άστο δεν πειράζει».
Τα γεγονότα αυτά έμειναν στην ιστορία ως «Ιουλιανά» διότι συνέβησαν 30 και 31 Ιουλίου 1920 (παλιό ημερολόγιο).
Μετά από τα γεγονότα αυτά δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει συναίνεση μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να συμφωνήσουν από κοινού να αποσυρθεί ο στρατός από την Ασιατική Τουρκία και να στρέψουν την αλυτρωτική πολιτική σε άλλη κατεύθυνση.
Εμείς πιστεύουμε ότι μετά τον Αύγουστο του 1920 ακόμη και ο μεγάλος Βismark να ηγείτο της Ελλάδας και ο μέγας Napoleon να ήταν αρχιστράτηγος το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, διότι απόσυρση του στρατού από τη Μ. Ασία σήμαινε αμέσως ότι ο εθνικός διχασμός μετατρέπεται σε εμφύλιο πόλεμο.
Εάν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα η εκστρατεία αυτή να πετύχει, ο κατά τη δήλωση ( 2/9/35) του Ελ. Βενιζέλου « πανέξυπνος, θετικός, ο έχων πραγματική αξία Μεταξάς» δεν θα άφηνε την ευκαιρία που του δόθηκε να πάει χαμένη και θα αναλάμβανε την αρχιστρατηγία της εκστρατείας αυτής, θα έδινε θετική απάντηση στα παρακάλια του Θεοτόκη « Δέξου καημένε Μεταξά, να αναλάβεις, κάμε αυτό το beau geste» (Εγκυκλοπαίδεια Π.Λ Μπριτάννικα, τόμος 42,σελ.15).
Βέβαια ο Μεταξάς από το 1914 ήταν αντίθετος με ενέργεια στη Μ. Ασία και είχε εκφράσει την άποψη εγγράφως λέγοντας ότι μια τέτοια επιχείρηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία διότι «η Ελλάδα δεν έχει τη δύναμη να καταλύσει το τουρκικό κράτος».
Από τη 10η Αυγούστου 1920 μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου έγινα πολλά λάθη σε πολιτικό αλλά και σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.
Το στρατηγικό λάθος, όμως, είχε συντελεσθεί την 6η Μαϊου 1919 που ελήφθη μια απόφαση χωρίς να πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, επομένως το μοιραίον θα επερχόταν απλώς ήταν θέμα χρόνου, εκείνο που δεν ήταν γνωστό ήταν το μέγεθος της καταστροφής.
Δεν έγινε καμία αναφορά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, εσκεμμένως, διότι οι όποιες επιτυχίες τους ήσαν εφήμερες και βραχυπρόθεσμες καθόσον μεσομακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο.
Εδώ έχει απόλυτη εφαρμογή η ρήση «κερδίσαμε όλες τις μάχες(πλην μιας για να ακριβολογούμε) αλλά χάσαμε τον πόλεμο».
Επομένως όποιος αναζητά στρατηγικά λάθη στις στρατιωτικές ενέργειες μάλλον βλέπει τα πράγματα με μυωπικά γυαλιά και μπερδεύει το στρατηγικό με το επιχειρησιακό και το τακτικό επίπεδο.
Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν ευθύνες για τα λάθη και τις παραλείψεις κατά τη σχεδίαση και τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Τελειώνοντας θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι τόσο η απόφαση για απόβαση στη Μ. Ασία όσο και η εμμονή για συνέχιση των επιχειρήσεων οφείλονται στον εθνικό διχασμό.
Κύριος υπεύθυνος του διχασμού ήταν ο Βενιζέλος και επειδή δεν θέλουμε να αφήσουμε τον ισχυρισμό μας αναπόδεικτο και αθεμελίωτο αναφέρουμε τα έξης.
Ο Βενιζέλος για το θέμα του διχασμού έχει πει ότι « Εγώ είμαι ο κύριος υπαίτιος του διχασμού κατά τον μεγάλο πόλεμο.
Εγώ καλώς ή κακώς εδίχασα τον λαόν .
Και για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα αναλαμβάνω την ευθύνη του διχασμού» ( Συνεδρίαση Βουλής 17 Δεκεμβρίου 1929 Πρακτικά Βουλής 1929-1930 σελίδα 140).
Τα παραπάνω αποτελούν πλέον ιστορία του τόπου και για τον καθένα μας έχει τη σημασία και την αξίας της, όμως και από τα γεγονότα αυτά προκύπτει το σκληρό δίδαγμα, ότι ο διχασμός του λαού οδηγεί πάντοτε και με μαθηματική ακρίβεια στην εθνική καταστροφή.
Ιωάννης Δημητρόπουλος
Αντιστράτηγος ε.α - Μαθηματικός
http://saith.gr
http://saith.gr