Τον Απρίλιο του 2008, ο τότε υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Manouchehr Mottaki, μετέβη στο Ριάντ για μια συνάντηση με τον βασιλ...
Τον Απρίλιο του 2008, ο τότε υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Manouchehr Mottaki, μετέβη στο Ριάντ για μια συνάντηση με τον βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας Abdullah.
Δεν πήγε καλά.
Ο Mottaki επιδίωκε να οικοδομήσει καλύτερες σχέσεις με τη χώρα.
Αντ’ αυτού, ο βασιλιάς τού εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την παρέμβαση της Τεχεράνης στις παλαιστινιακές υποθέσεις.
Μα, "αυτοί είναι μουσουλμάνοι", απάντησε ο Mottaki.
"Όχι, Άραβες", απάντησε ο βασιλιάς.
"Εσείς, οι Πέρσες, δεν έχετε καμία δουλειά να μπλέκεστε στις αραβικές υποθέσεις".
Λίγο αργότερα, ο Abdullah είπε σε μια αντιπροσωπία Αμερικανών αξιωματούχων ότι δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ιρανούς και τους ζήτησε να επιτεθούν στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν και να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις.
Ο πρόεδρος Ομπάμα δεν προέβη σε κάποια τέτοια ενέργεια.
Και οι Σαουδάραβες θα έπρεπε να περιμένουν σχεδόν μία δεκαετία μέχρι να αποκτήσουν έναν πιο πρόθυμο Αμερικανό πρόεδρο.
Πράγματι, ο Abdullah δεν θα ζούσε αρκετά για να δει αυτή την αλλαγή.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ διεκδικούσε την προεδρία το 2016, κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει ότι θα ήταν αυτός.
Εναντιωνόταν στις δαπανηρές παρεμβάσεις στις υποθέσεις άλλων εθνών και στους "ατελείωτους πολέμους" της Αμερικής, που την εποχή εκείνη μετρούσαν 13 χρόνια στο Ιράκ και 15 στο Αφγανιστάν.
Ο Tραμπ ο πρόεδρος, ωστόσο, ενέπλεξε τις ΗΠΑ σε μια αντιπαράθεση που διαμορφώνει τη Μέση Ανατολή.
Η σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από ζητήματα φυλής, θρησκείας, ιστορίας και, φυσικά, πετρελαίου: από τη μια πλευρά είναι η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ και, από την άλλη, το Ιράν και οι σύμμαχοί του: η Συρία, το Ιράκ, η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και οι αντάρτες Χούτι στην Υεμένη.
Οι Σαουδάραβες και οι Ισραηλινοί αποδίδουν την κατάσταση στις φιλοδοξίες του Ιράν να κυριαρχήσει στην περιοχή, όπως ακριβώς έκανε πριν από αιώνες η περσική αυτοκρατορία.
Η Τεχεράνη κατηγορεί την "ομάδα-Β": τον σύμβουλο της εθνικής ασφάλειας του Tραμπ, John Bolton, τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Mohammed bin Salman και τον Sheikh Mohammed Bin Zayed των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Επανάσταση στον αραβικό κόσμο
Καμία χώρα δεν ανησύχησε περισσότερο από το Ισραήλ, όταν ο Tραμπ ανακάλεσε πέρυσι όλα τα στρατεύματα των ΗΠΑ από τη Συρία.
Οι Ισραηλινοί ήθελαν τις ΗΠΑ να παρακολουθούν τις δραστηριότητες του Ιράν εκεί και να διατηρούν μια αποτρεπτική δύναμη στη χώρα.
Ενώ ο Tραμπ δεν έχει ανακαλέσει τη διαταγή του, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επιχειρούν στο Al-Tanf, τη στρατιωτική βάση στη Συρία.
Η κυβέρνηση του Τραμπ υποστήριξε τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Mohammed.
Η εμμονή της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν υπό το καθεστώς του έχει γίνει τόσο έντονη, που οι αναλυτές αναρωτιούνται τώρα εάν οι Σαουδάραβες θα "σπάσουν" το απόλυτο ταμπού στον ισλαμικό κόσμο: να αναπτύξουν σχέσεις με το Ισραήλ.
Η ιρανική απειλή είχε μια θετική εξέλιξη για το Ισραήλ με τη μορφή της ενίσχυσης των δεσμών με τις χώρες του Αραβικού Κόλπου.
Ενώ η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα είναι απίθανο να καθιερώσουν επίσημες διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ έως ότου υπάρξει μια ειρηνευτική συμφωνία με τους Παλαιστινίους, οι πρώην εχθροί συνεργάζονται όσον αφορά την ασφάλεια και τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών για να αντιμετωπίσουν τις προσπάθειες του Ιράν να επεκτείνει την επιρροή του.
Οι αραβικές χώρες βλέπουν το Ισραήλ ως "απαραίτητο σύμμαχο" στις προσπάθειές τους να πολεμήσουν το Ιράν και την τρομοκρατική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος, είπε ο Νετανιάχου τον Ιανουάριο, κάνοντας λόγο για μια "επανάσταση στις σχέσεις με τον αραβικό κόσμο".
Ενώ το Ισραήλ θεωρεί το Ιράν υπαρξιακή απειλή, η αντιπαλότητα Σαουδαράβων-Ιρανών είναι πιο παραδοσιακή: ένα χάσμα παρεξηγήσεων και δυσπιστίας μεταξύ των δύο κοινωνιών, οι οποίες, παρά τη γεωγραφική εγγύτητα, διαχωρίζονται από τη γλώσσα, τη θρησκεία και την εθνικότητα.
Το Ιράν, ως μη αραβικό μουσουλμανικό έθνος, παραδοσιακά αντιμετωπίζεται με ένα μείγμα περιέργειας και καχυποψίας από τους Σαουδάραβες.
Οι Ιρανοί της μεσαίας τάξης χλευάζουν τη Σαουδική Αραβία για τους πρίγκιπές της, την έλλειψη οποιασδήποτε αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και τη μεταχείριση των γυναικών.
Οικονομική επίθεση
Η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ έχουν άλλους, κυρίως οικονομικούς, λόγους να φοβούνται το Ιράν.
Σε αντίθεση με τα άλλα κράτη του Κόλπου, τα οποία εξαρτώνται σχεδόν εξολοκλήρου από την ενέργεια, το Ιράν διαθέτει μια μεγάλη και σχετικά ανεπτυγμένη οικονομία – παρά τις αμερικανικές κυρώσεις που αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση του.
Το Ιράν παράγει τα δικά του αυτοκίνητα, φαρμακευτικά προϊόντα και αμυντικό εξοπλισμό.
Οι κυρώσεις του Tραμπ, ωστόσο, έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία του Ιράν.
Το νόμισμα συνετρίβη, με αποτέλεσμα οι τιμές των εισαγωγών και ο πληθωρισμός να φτάσουν στα ύψη.
Περίπου το 70% των μικρών εργοστασίων άρχισαν να κλείνουν στα τέλη του περασμένου έτους, εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και του σκληρού νομίσματος.
Ο Τραμπ πιστεύει ότι η "μέγιστη πίεση" θα αναγκάσει τελικά το Ιράν να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και έχει πει επανειλημμένα ότι το Ιράν θα τον "καλέσει" όταν είναι έτοιμο να μιλήσει.
Αλλά οι Ιρανοί πιστεύουν ότι μπορούν να αντέξουν μέχρι να αλλάξει η αμερικανική ηγεσία.
Εν τω μεταξύ, η ικανότητα του Ιράν να καταστρέψει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμαχικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ούτε και η πιθανότητα κλιμάκωσης των στρατιωτικών συγκρούσεων.
Στα μέσα Μαΐου ο υπουργός εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, Adel al-Jubeir, κάλεσε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε μια συνέντευξη Τύπου στη μέση της νύχτας.
"Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας δεν θέλει πόλεμο", είπε.
"Αλλά δεν θα περιμένει με τα χέρια σταυρωμένα υπό τον κλοιό των συνεχόμενων ιρανικών επιθέσεων, και το Ιράν πρέπει να το συνειδητοποιήσει αυτό.
Η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο του Ιράν".
Πηγή: Κάπιταλ