Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ᾿παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρ...
Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ᾿παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων -και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μάς κυβερνούν και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος τό᾿ ᾿φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ᾿ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ᾿χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του.
Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει.
Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ᾿διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη-Σεπτεβρίου -οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα -και τό᾿ ᾿χομεν εις το χαρτί και αντίς-να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα.
Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ-αρχής, είναι άγιοι ομπρός-᾿σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ᾿-όλον-οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.
Δια όλα αυτά γράφω εδώ.
Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για-να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ᾿ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε-ενού και τ᾿ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια-να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ᾿σ αυτήν την πατρίδα και μ᾿ αυτήν την θρησκείαν.
Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν.
Και προσοχή να μην τους απατάγη η ᾿διοτέλεια.
Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς.
-Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ᾿μέρα.
Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.
[…] Όταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι᾿ άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κ᾿ εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και καταξοχή το παρτίδο του Κωλέτη και τουτουνών οπού μας κυβερνούν, οι άνθρωποι της διαθήκης του Κωλέτη.
Αυτό το σύστημα της δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι, ότι το γευτήκαμεν κι᾿ αυτό.
Πήραν μπούγιον οι άνθρωποι εδώ, γύρευαν αυτό το σύστημα ᾿νεργούσαν απάνου-εις αυτό και να κινηθούνε να πάνε να πάρουν και την Κωσταντινόπολη.
Έρχονταν πολλοί τοιούτοι εις το σπίτι μου και με ζητούγαν κ᾿ εμένα σύντροφόν τους να συνπράξωμεν. Τους έλεγα «Αυτό το σύστημα, οπού το ᾿χαμεν και πρώτα, τι καρπόν μας ήφερε και που καταντήσαμεν φαίνεται.
Πρέπει να περιμένωμεν, να ιδούμεν αυτείνη η φωτιά της Ευρώπης που θα καταντήση, και τότε να τηράξωμεν και δια τα έξω να κάμη η Κυβέρνηση αμνηστείαν, να μπούνε μέσα οι αγωνισταί οπού ᾿ναι εις την Τουρκιά και να βγάλωμεν και τους άλλους αγωνιστάς από τις φυλακές, οπού ᾿ναι γιομάτα από αυτούς όλα τα μπουντρούμια του Κράτους, και τότε γένονται αυτά με τον καιρόν τους -να μην χάσουμεν κι᾿ αυτά οπού ᾿χομεν».
᾿Σ αυτά οπού τους έλεγα αυτείνοι μο᾿ ᾿λεγαν «Έχασες κ᾿ εσύ τον εθνισμό σου, έγινες ένα με τους άλλους και είσαι αντιπατριώτης.»
Τους λέγω, σαν μου λέτε αυτό, κοπιάστε βάλτε τα μέσα όλα, οπού χρειάζεται το κίνημα αυτείνο, να κινηθούμεν.
Έχετε τα μέσα; -Βάνουμεν, μου λένε, ένα σπίτι, οπού ᾿χει ένας οπού ᾿ναι ᾿σ την εταιρίαν το πουλούμεν και κάνομεν τα μέσα.
-Πόσο αξίζει αυτό το σπίτι;
-Δεκαπέντε-χιλιάδες δραχμές.
- Γένεται κίνημα με δεκαπέντε-χιλιάδες;»
Και τι άνθρωποι μο᾿ ᾿λεγαν αυτά;
Άνθρωποι προκομμένοι.
Τότε απολπίστηκα και είπα είναι οργή Θεού να χαθούμεν.