του Γιάννη Κουριαννίδη Συνηθίζεται πάντοτε αυτές τις μετεκλογικές ημέρες να διατυπώνονται ανησυχίες και ερωτήματα για το μέ...
του Γιάννη Κουριαννίδη
Συνηθίζεται πάντοτε αυτές τις μετεκλογικές ημέρες να διατυπώνονται ανησυχίες και ερωτήματα για το μέλλον της Θράκης μας, με αφορμή τα αποτελέσματα που αποτυπώνουν εύγλωττα τις επιδιώξεις και τις μεθοδεύσεις της Αγκυρας στην περιοχή.
Eτσι και αυτή τη φορά, με το «γκριζάρισμα» του χρώματος στον χάρτη των νομών Ροδόπης και Ξάνθης, αντί του «οικείου» γαλάζιου ή ροζ, οι πάσης φύσεως «φλιτζανούδες» βρήκαν την ευκαιρία να προβάλουν τις προβλέψεις τους για το ζοφερό μέλλον της περιοχής.
Η αλήθεια είναι ότι η πρωτιά του DEΒ, του κόμματος δηλαδή που αποτελεί τον εκφραστή των απόψεων της Τουρκίας στην περιοχή, ενοχλεί και ανησυχεί τόσο τον χριστιανό κάτοικο της Θράκης μας όσο και κάθε άλλον φιλήσυχο πολίτη, που βλέπει να ενισχύεται ένα κόμμα που τα στελέχη του προτάσσουν την υπεράσπιση θρησκευτικών και εθνικών δικαιωμάτων Ελλήνων, τη στιγμή μάλιστα που τα θρησκευτικά δικαιώματα διασφαλίζονται απόλυτα από τους υφιστάμενους νόμους, τα δε εθνικά δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά σε καμιά περίπτωση, αφού μειονότητα που χαρακτηρίζεται «τουρκική» δεν αναγνωρίζεται (και ορθώς) στη χώρα μας.
Αναφορικά με τα ποσοστά που κατέγραψε το DEB παρατηρεί κανείς ότι αυτά παραμένουν υψηλά στους δύο παραπάνω νομούς, αλλά είναι σαφώς μειωμένα.
Συγκεκριμένα, στον νομό Ξάνθης το ποσοστό μείωσης είναι 1%, ενώ στη Ροδόπη 4%, ενώ και οι ψήφοι του σε επίπεδο Επικράτειας θα είναι λιγότερες κατά περίπου 3.000.
Αυτό δείχνει ότι, παρά τις ψυχολογικές και άλλες πιέσεις που ασκούνται από τους πράκτορες του τουρκικού προξενείου στην πλειονότητα των φιλήσυχων μουσουλμάνων συμπατριωτών μας, η επιρροή τους επί αυτών φθίνει, αφού καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν να αποκομίσουν κάποιο ουσιαστικό όφελος ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας στην οποία ζουν και που είναι η πατρίδα τους.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η μείωση της επιρροής του DEB δεν ήταν αυτή που αρμόζει σε ένα σοβαρό κράτος, που όχι μόνο δεν πρέπει να επιτρέπει τη δραστηριότητα πολιτικών φορέων με εθνικοθρησκευτικό προφίλ, αλλά θα πρέπει παράλληλα να εμπεδώνει ένα αίσθημα ασφάλειας για όλους τους πολίτες του.
Ο λόγος είναι προφανής: Οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης όχι μόνο αποδείχθηκαν απρόθυμες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την προπαγάνδα και την τρομοκρατία της Αγκυρας επί των Ελλήνων μουσουλμάνων, αλλά έχουν αποδεχθεί στην πράξη την επιχειρηματολογία της.
Το αποτέλεσμα είναι τα διάφορα πολιτικά κόμματα να υπερθεματίζουν προεκλογικά σε υποσχέσεις και παροχολογία, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αυτά ενδιαφέρονται περισσότερο από την Τουρκία για τα θρησκευτικά και «εθνικά» δικαιώματα των μουσουλμάνων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εκστρατείες τους γίνονται αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα, την οποία αποδέχονται και τη νομιμοποιούν και σε πληθυσμούς που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτήν (λ.χ. Πομάκοι), ενώ ενσωματώνουν στα ψηφοδέλτιά τους ό,τι πιο ακραίο και φανατικό υπάρχει στον χώρο της μειονότητας.
Ηταν λογικό, λοιπόν, από κάποιο σημείο και μετά, και αφού άλειψαν επί χρόνια το βούτυρο στο ψωμί της Αγκυρας, να έρθουν οι εγκάθετοι του προξενείου και να πουν στους Ελληνες μουσουλμάνους:
«Είδατε πόσο απέδωσαν οι πιέσεις μας και πόσα κερδίσατε από την πίεση που ασκήσαμε τόσα χρόνια στα κόμματα και στις κυβερνήσεις της Ελλάδας προς όφελός σας;
Ηρθε η στιγμή τώρα πια να έχουμε το δικό μας κόμμα, για να προωθήσουμε και να επιβάλουμε τις θέσεις των Τούρκων στην ελληνική διοίκηση, με έναν καθαρά δικό μας πολιτικό φορέα».
Φυσικά, δεν υπάρχει προοπτική εκπροσώπησης ούτε στο Ευρωκοινοβούλιο ούτε στην ελληνική Βουλή (στη δεύτερη εξάλλου εκπροσωπούνται μια χαρά μέσα από τα ελλαδίτικα κόμματα!).
Ενα παιχνίδι εντυπώσεων παίζεται προς το παρόν και μια προσπάθεια δημιουργίας μιας ψευδαίσθησης στους μουσουλμάνους ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να υπερασπιστεί καλύτερα τα συμφέροντά τους.
Οσο η ελληνική Πολιτεία κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της και αρνείται να αντιμετωπίσει τη διεισδυτικότητα της Τουρκίας στη Θράκη τόσο πιο επικίνδυνη θα είναι αυτή για την ασφάλειά μας.
Σ’ αυτό εστιάζεται κυρίως το πρόβλημα και όχι στα όποια εκλογικά ποσοστά…
*Ο Γιάννης Κουριαννίδης είναι διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»