Το πρόσωπο της Ελλάδας είναι ένα παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη, του Εικοσιένα, της Τουρκοκρατίας, τη...
Το πρόσωπο της Ελλάδας είναι ένα παλίμψηστο από δώδεκα κύριες απανωτές γραφές: Σύγχρονη, του Εικοσιένα, της Τουρκοκρατίας, της Φραγκοκρατίας, του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Ελληνιστικής εποχής, της Κλασικής, του Δωρικού μεσαίωνα, της Μυκηναϊκής, της Αιγαιϊκής, της Λίθινης.
Στέκεσαι σε μια σπιθαμή ελληνικής γης και σε κυριεύει αγωνία.
Μνήμα βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι ανεβαίνουν φωνές και σε κράζουν.
Μνήμα βαθύ, δώδεκα πατωσιές, κι ανεβαίνουν φωνές και σε κράζουν.
Ποια να διαλέξεις;
Κάθε φωνή και ψυχή, κάθε ψυχή λαχταρίζει το σώμα της, κι η καρδιά σου ταράζεται και δεν αποφασίζει.
Για έναν Έλληνα, το ταξίδι στην Ελλάδα είναι γοητευτικό, εξαντλητικό μαρτύριο.
Οι φωνές που περισσότερο γοητεύουν δεν είναι εκείνες που ξυπνούν μέσα στα φρένα του τις πιο υψηλές και ακατάδεχτες έγνοιες· και πάλι ντρέπεται να κάμει χατίρι και να ξυπνήσει τους πιο ασήμαντους και πιο αγαπημένους νεκρούς.
Όταν σταθείς δίπλα σε μιαν ανθισμένη ροδοδάφνη του Ευρώτα, ανάμεσα Σπάρτης και Μυστρά, αρχίζει η φοβερή προαιώνια πάλη ανάμεσα καρδιάς και νου.
Όλη η καρδιά σου ορμάει ν’ αναστήσει ένα χλομό θανατογραμμένο κορμί και θέλει να ξαναγυρίσει πίσω τον τροχό του καιρού, στις 6 του Γενάρη 1449, που εδώ πάνω στο Μυστρά δέχτηκε το κορμί τούτο τη μαρτυρική λιγόζωη κορόνα.
Πλήθος πατρικοί στεναγμοί και μουρμουρίσματα από δημοτικά τραγούδια και λαχτάρες του Γένους σε σπρώχνουν να κάμεις χατίρι· μα ο νους αντιστέκεται, γυρίζει κατά τη Σπάρτη, αγριεύει, μάχεται να νικήσει την αισθηματική τούτη νοσταλγία και να σμίξει με τους αιώνιους εφήβους.
Για έναν ξένο, το προσκύνημα στην Ελλάδα είναι εύκολο, γίνεται χωρίς μεγάλο σπαραγμό· ο νους του, λυτρωμένος από αισθηματικές περιπλοκές, ορμάει και βρίσκει την ουσία της Ελλάδας.
Μα για τον Έλληνα, το προσκύνημα τούτο περιπλέκεται μ’ ελπίδες και φόβους, με στενοχώριες και με οδυνηρή σύγκριση.
Ποτέ δε βγαίνει καθαρή, χωρίς υστεροβουλία, η σκέψη, ποτέ αναίμαχτη η εντύπωση.
Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σε μας – αν ξέρουμε ν’ ακούμε και ν’ αγαπούμε – μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας.
Έχει ένα όνομα το τοπίο, συνδέεται με μιαν ανάμνηση – εδώ ντροπιαστήκαμε, εδώ δοξαστήκαμε, αίματα ανεβαίνουν ή θεία αγάλματα από τα χώματα, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πλούσια, πολυπλάνητη Ιστορία, κι όλη η ψυχή του Έλληνα προσκυνητή αναστατώνεται.
Ανήλεα ρωτήματα ανεβαίνουν και μαστιγώνουν το μυαλό μας.
Πώς δημιουργήθηκαν τόσα θάματα και τι κάνουμε εμείς;
Γιατί η ράτσα ξεθύμανε;
Πώς θα συνεχίσουμε πάλι;
Ρωτάς ξαναρωτάς, σκύβεις και κοιτάζεις τις ζωντανές φυσιογνωμίες που συναντάς στο δρόμο, τεντώνεις το αυτί ν’ ακούσεις τι λεν, κρατάς την αναπνοή σου προσδοκώντας να συλλάβεις μιαν κίνηση, μια σκέψη, μιαν κραυγή που να δίνει κουράγιο.
Το ταξίδι στην Ελλάδα μετατρέπεται σε επίπονη, επίμονη αναζήτηση της ελπίδας.
Περπατάς στην Κόρινθο, στο Άργος, στην Ολυμπία, στη Μεγαλόπολη, στη Σπάρτη, και μια απροσδόκητη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων γύρω σου.
Τα ονόματα έχουν μυστική ακαταμάχητη δύναμη, όποιος γεννηθεί στην Ελλάδα, θέλει δε θέλει, αναλαμβάνει μεγάλη ευθύνη.
Το ταξίδι μου στην Πελοπόννησο, τρικυμισμένο με τέτοιες έγνοιες, μου έδωκε κάμποσες χαρές και πίκρες.
Από την πρώτη στιγμή, την ώρα που πήγαινα στο σταθμό, ένας πολυαγαπημένος ίσκιος τινάχτηκε συντροφιά μου.
Όσες φορές γυρίζω την Ελλάδα, σχεδόν πάντα, λιγνός και σβέλτος ο ίσκιος αυτός απλώνεται δίπλα στον ίσκιο μου στα χώματα και στις πέτρες: ο Ίων Δραγούμης.
Κανένας δεν μπορούσε πιο στεγνά και λιγόλογα και με περισσότερο συγκρατημένο πάθος να χαρεί τη στιγμή τούτη που αφήνουμε την Αττική και αρχίζουμε το ταξίδι.
Γιατί, η Αττική είχε βαθύτατην ανταπόκριση με την ύπαρξή του, τη στεγνή, τη γεμάτη γυμνές λαμπερές πέτρες και κρυφές χαριτομένες πρασινάδες.
Μερικά λόγια του ανεβαίνουν στο νου μου και μου δίνουν τη στιγμή του μισεμού χαρά και ταραχή μεγάλη: «Σαν ποταμός μεγάλος και ζεστός τρέχει ο Ελληνισμός με τους άρχοντές του».
Σα βασιλόφλεβα νιώθεις μέσα σου τη φράση τούτη να διακλαδίζεται και να τρέχει, και σε βοηθάει, κατά τρόπο μυστηριώδη, να δεις και να νιώσεις την Ελλάδα.
[…]
Σιγά σιγά πολιτιζόμαστε…
Μα εγώ δεν του αποκρίθηκα.
Τι να του πω;
Πως προτιμούσα μιαν επίθεση από τη ζητιανιά, ένα ξέσπασμα βάρβαρο από ένα βίτσιο μοντέρνο;
Αν πολιτισμός θα πει: πειθαρχία του αρχέγονου ενστίκτου, τότε μονάχα έχει αξία ο πολιτισμός, όταν το πειθαρχημένο ένστικτο δουλεύει κάποιον πλατύτερο από το άτομο, δυσκολότερο σκοπό.
Αλλιώς είναι ξεθύμασμα, τεμπελιά και αναντρία.
Ταξιδεύοντας – Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος, ο Μοριάς