GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Περικλής Γιαννόπουλος – Σοφία Λασκαρίδου: Μια τραγική ιστορία αγάπης

Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Κ...





Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ” ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του.
Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. 
«Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.
Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού..

Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. 
Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα.
Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ.
Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά.
Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία.
Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία.
Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε:

«…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ” αυτού μύρα.
Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν.
Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)

Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες;
Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους;
Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα.
Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής.
Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα.
Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας.
Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.

Πρότυπο «Στέλλας Βιολάντη»

Η γυναίκα εκείνη ήταν η Σοφία Λασκαρίδου.
Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου.


Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα.
Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της.
Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ.
Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. 
Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχροινό κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου.

Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι.
Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες.
Το πάθος της ήταν η ζωγραφική.
Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα.

Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο:

«Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι».
Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της.
Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου.

Νιάτα και ομορφιά..


Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της.
Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά.

«Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου.

«Λίγα βήματα μας χώριζαν.
Στάθηκε.
Στάθηκα κι εγώ.
Τα μάτια μας συναντήθηκαν.
Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου.
Είδα τον ουρανό στα μάτια του».

Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε».
«Και εμένα η δική σας» του απάντησα.
«Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε».

Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! 
Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο.

«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο.
Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος.
Η καρδιά μου σταμάτησε.
Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε¨.

– Περικλής Γιαννόπουλος.

– Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν;

– Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω.

Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο.
Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί.
Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε.

– Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται.

Η ηδονή του θανάτου

Νιάτα, ομορφιά, έρωτας.
Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν.
Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα.
Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.

«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της.
Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια.
Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. 
Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε».

– Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής.

«Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες.
Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα.
Κανείς δεν μιλούσε.
Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» Η μέρα τελείωνε.
Ο Περικλής είπε:

– Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται.

– Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις.

Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του.

-Όχι, είπε.
Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή.
Η γαλήνη.

Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο.
Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του.

Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της.
«Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο, της είπε γελώντας».
«Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου».

Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο.
Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου.
Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας.
Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη.
Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη.
Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα.

-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε.
Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή.

Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου.

– Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο.
Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη.
Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη.
Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία.
Ένας άνθρωπος.


Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου

Ζηλεύω τα μάρμαρα.

Το καλοκαίρι χώρισαν.
Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη.
Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου.

«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της.
Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα.
Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του.
Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό.
Ύστερα πάλι ησυχία.
Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους.
Πέρασε η νύχτα.
Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη.
Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος.
Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς.
Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω.
Πάντα δική σου, Σοφία».

Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει.
Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο.
Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της.

– Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος.

Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της.

– Θα κάνεις μια τρέλα του είπε.

Αλλά εκείνος δεν την άκουσε.
Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση.

– Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο.
Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη.

Ζωγραφική: Ένας αντίζηλος

Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό.
Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει.

Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο;
Για τον ξανθο συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της.
Η Σοφία δεν βιαζόταν.
Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια.
Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη.
Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο.

– Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής.

Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά.
Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει.

– Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ” αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου», του αποκρίθηκε.

Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της.
Ένοιωθε πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη.
Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. 
Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική.
Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. 
Το μόνο που την στενοχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο.
Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών.

– Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα;
Της είπε μια μέρα η μητέρα της.

Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε.

Πήγε στο παλάτι.
Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας.

– Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια;
Της είπε.

– Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου.
Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης.


Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου

Στον Σκαραμαγκά..

Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό.

– Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής.
Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα.

Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη.
Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα.
Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά.

– Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε.
Έξω απ” την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας.
Θα είμαστε πιο ελεύθεροι.

Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί.
Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του.

– Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. 
Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη.

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο.
Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά.
Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό.

– Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό.
Θα φύγω μυστικά κι ωραία.
Θα εξαφανιστώ.
Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος.
Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου.
Γέλασε νευρικά.
Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου.

«Αν δεν σε κερδίσω..»

ΜΟΝΑΧΟ. Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του.

«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός.
Η γη πένθος.
Τα φώτα λύπη.
Τα ζώα μελαγχολία.
Ο αέρας πηκτή μαυρίλα.
Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο.
Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή.
Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»

Και κάπου αλλού:

«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους.
Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο.
Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.»

Τι τραγική ειρωνία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο!
Και εκείνη:

«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου.
Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου.
Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας.
Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ.
Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας».

Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα.
Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της.

«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε.
Αλλά θα σε κερδίσω».


Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου

Η προετοιμασία

H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα.

Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του.
Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση.
Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε.

Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος.
Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή.
Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του.

«Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; 
Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος.
Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα.
Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο.
Για το άλογο μην ανησυχείς.
Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά.
Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».

Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του.
Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο.

«Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του.

Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε.
Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή.
Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί.
Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα.

Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο.

– Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε.
Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις;

Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν.

– Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα.
Δεν πρέπει να παντρευτεί.
Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. 
Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον.

Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε:

– Έχετε δίκιο.
Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη.


Η Σοφία Λασκαρίδου, όπως την είδε ο ζωγράφος Παρθένης

«Ένα ύστατο χαίρε»

Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα.
Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά.

Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο.
Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία.
Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του.
Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία.
Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα.

Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε:

– Έχω κάτι να σας διαβάσω.
Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι.

Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού.
Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος.

– Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του.

Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου.

– Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα.

Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση.
Ήξεραν τον χαρακτήρα του.
Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο.
Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης.
Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος.

Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο:

«Σοφία μου.
Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα.
Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου».

Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση.
Του τηλεγράφησε αμέσως.

«Έρχομαι».

Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι.
Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά.
Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά.

Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια.
Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του.
Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα.

«Με περιμένει»

Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη.
Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό.
Παραληρούσε.
Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε.
Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.

– Που πας; Τη ρώτησε.

Η Σοφία απάντησε:

– Τον είδα απόψε στον ύπνο μου.
Πως άσπρισαν τα μαλλιά του.
Με θέλει.

Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς.
Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά.

Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου.
Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου.
Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο.

«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα.
Αλλά ήταν πάντα ωραίος.
Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα.
Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του.
Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου.
Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ.
Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του».

Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε.
Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε.
Νιάτα, ομορφιά, έρωτας.
Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα!

Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας.
Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη.

«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμιού του.
Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη.
Καταλάβαινα πως “ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία».

Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της.
Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε.

«Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν.
«Περίμενέ με».

Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη.
Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή.
Είναι η μητέρα της.

– Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου».

Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω.
Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά:

«Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος».

Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:

– Άφησέ με μητέρα Γιατί γύρισες;
Με περιμένει.

Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα.
Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό.
Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν.
Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. 
Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της.

– Ζω, ψιθυρίζει. Ζω.

Ύστερα από μισό αιώνα

Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει;

Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού.

Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε.
Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη.
Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της.
Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο.


Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. 
Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει.

Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.

– Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε.

Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου.
Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια!

Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου.

– Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά.
Πόσο ψήλωσε.
Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε.

Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της. 
Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της.
Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι.


– Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω.
Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ” ότι νομίζουμε.
Τον θυμάμαι πάντα όμορφο.
Δεν πρόλαβε να γεράσει.
Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε;

Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι. 


[Φρέντυ Γερμανός 1961, ithaque.gr, 8apeiro.blogspot.gr]