Άρθρο του Claudio Mutti Μετάφραση: Ιωάννης Αυξεντίου O όρος ‘γεωπολιτική’ είναι ένας από εκείνους τους όρους του οποίου ...
Άρθρο του Claudio Mutti
Μετάφραση: Ιωάννης Αυξεντίου
O όρος ‘γεωπολιτική’ είναι ένας από εκείνους τους όρους του οποίου η έννοια πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί, διότι για αρκετά χρόνια έχει γίνει πραγματική κατάχρηση, αποδίδοντας σε αυτόν περιεχόμενο που δεν έχει και χρησιμοποιείται κυρίως ως συνώνυμο της ‘πολιτικής γεωγραφίας’, των ‘διεθνών σχέσεων’, της ‘εξωτερικής πολιτικής’, ‘γεωστρατηγικής’ κλπ.
Στην πραγματικότητα, η γεωπολιτική είναι κάτι άλλο.
Φαίνεται ότι όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα ανέκδοτο χειρόγραφο του Gottfried Wilhelm Leibniz του 1679, την εποχή που ο φιλόσοφος ήταν σύμβουλος στην αυλή των Hannover και ενθαρρυμένος από τον πρίγκιπα Giovanni Federico στις πολιτιστικές και διπλωματικές του πρωτοβουλίες, εργαζόταν για να ευνοήσει τη θρησκευτική ειρήνη.
Όμως, ως θεμελιωτές της γεωπολιτικής, υποδεικνύονται δύο μελετητές:
Όμως, ως θεμελιωτές της γεωπολιτικής, υποδεικνύονται δύο μελετητές:
ο Γερμανός γεωγράφος και εθνολόγος Friedrich Ratzel, ιδρυτής της ανθρωπογεωγραφίας και ο Σουηδός κοινωνιολόγος και γεωγράφος Rudolf Kjellén.
Όσον αφορά τον Ratzel, η γεωγραφία του θεωρείται μία δαρβινική φιλοσοφία του χώρου, επειδή εμψυχώνεται από τις εξελικτικές θεωρίες των ειδών και του αγώνα για την επιβίωση, φιλτραρισμένες μέσω της κοινωνικής οπτικής του Herbert Spencer. ο Ratzel αναθέτει μία κεντρική λειτουργία στο κράτος, το οποίο και αντιλαμβάνεται ως βιολογικό οργανισμό.
Όμως, θεωρεί θεμελιώδες οι πολιτικοί άνδρες, για να κατανοήσουν τη χωρική σημασία των αποφάσεων τους, να κατέχουν τις απαραίτητες γεωγραφικές γνώσεις.
Η γεωγραφική-πολιτική του Ratzel ενσωματώνεται σε ένα τύπο μελέτης που το 1899 έλαβε από αυτόν για πρώτη φορά την ονομασία γεωπολιτική.
Ο Kjellén ορίζει την γεωπολιτική ως την «επιστήμη του κράτους ως γεωγραφικού οργανισμού ή οντότητας στο χώρο: δηλαδή το κράτος ως χώρα, έδαφος, κυριαρχία ή ειδικότερα, ως βασίλειο.»
Είναι η γεωπολιτική μια εκκοσμικευμένη ‘ιερή γεωγραφία’ ;
Όσο μεγάλο και εάν είναι το βάρος που αποδίδεται από τη γεωπολιτική στους γεωγραφικούς παράγοντες, είναι τόσο ουσιαστική η σχέση της με τη θεωρία του κράτους, ώστε αυθόρμητα να τεθεί ένα ζήτημα που μέχρι τώρα δεν δείχνει να είχε απασχολήσει τη σκέψη των μελετητών.
Το ζήτημα, που τοποθετείται μεταξύ ιερού και κοσμικού, είναι το ακόλουθο: είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και στη γεωπολιτική η φημισμένη φράση του Carl Schmitt, σύμφωνα με την οποία «όλες οι πιο μεστές έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του κράτους είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες»;
Η δήλωση του Schmitt θυμίζει μία σκέψη του Proudhon, που το 1849 έγραφε επί λέξει:
«Είναι εκπληκτικό ότι στο βάθος της πολιτικής μας βρίσκουμε πάντα τη θεολογία».
Ας επανδιατυπώσουμε λοιπόν το ζήτημα με τους ακόλουθους όρους: είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι η γεωπολιτική αντιπροσωπεύει την εκκοσμικευμένη κατάληξη ιδεών συνδεμένων με εκείνη που ονομάστηκε ‘ιερή γεωγραφία’;
Εάν είναι έτσι, η γεωπολιτική θα βρισκόταν σε μία κατάσταση, κατά κάποιο τρόπο, ανάλογη όχι μόνο στη σύγχρονη θεωρία του κράτους αλλά και σε άλλες σύγχρονες επιστήμες.
Χωρίζοντας τις επιστήμες από κάθε ανώτερη Αρχή, με τη δικαιολογία να εξασφαλιστεί σε αυτές η ανεξαρτησία, η μοντέρνα αντίληψη τις στέρησε από κάθε βαθύτερη σημασία και ακόμη από κάθε αληθινό ενδιαφέρον από την άποψη της γνώσης.
Έτσι, αυτές είναι καταδικασμένες να καταλήγουν σε ένα αδιέξοδο, επειδή αυτή η αντίληψη τις περιορίζει σε ένα ανεπανόρθωτα περιορισμένο πεδίο.
Υπάρχει λοιπόν μία ιερή ή παραδοσιακή γεωγραφία που οι μοντέρνοι αγνοούν εντελώς, έτσι όπως όλες τις άλλες γνώσεις του ίδιου είδους, υπάρχει ένας γεωγραφικός συμβολισμός, όπως υπάρχει κι ένας ιστορικός συμβολισμός και είναι η συμβολική αξία που δίνει στα πράγματα τη βαθιά σημασία τους, διότι αυτή είναι το μέσο που καθορίζει την αντιστοιχία τους με τις πραγματικότητες μιας ανώτερης τάξης.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν τόποι ιδιαίτερα κατάλληλοι να λειτουργούν υποστηρικτικά στη δράση των πνευματικών επιρροών, όπως για παράδειγμα είναι οι τόποι προσκυνήματος.
Αντίθετα, υπάρχουν άλλοι τόποι που είναι ευνοϊκοί στην εμφάνιση επιρροών εντελώς αντίθετου χαρακτήρα, που ανήκουν στις πιο χαμηλές περιοχές της ύπαρξης. (Σ.τ.Μ. η ακόλουθη διήγηση είναι διαφωτιστική:
«Το έτος 1977, κατόπιν προσκλήσεως από την τοπική Εκκλησία, ο Γέροντας Παΐσιος επισκέφθηκε την Αυστραλία (...) Διηγήθηκε τα εξής:
«Πετώντας με το αεροπλάνο για μια στιγμή ένιωσα κάτι μέσα μου.
Ρώτησα να μάθω ποια είναι η χώρα που φαίνεται από κάτω.
Ήταν η Συρία.
Έχει πολλή χάρι εξαιτίας των ασκητών που έζησαν στις ερήμους της.
Το ίδιο αισθάνθηκα και για τους Αγίους Τόπους.
Αργότερα αισθάνθηκα μια ψυχρότητα, μια δαιμονική ακτινοβολία και άκουσα τα μεγάφωνα του αεροπλάνου να ανακοινώνουν ότι πετάμε πάνω από το Πακιστάν.»
[μερικές ενδείξεις εδώ και εδώ]) Σήμερα, αυτές τις καταστάσεις τις περιγράφουμε απλά ως το πνεύμα ή την ‘ατμόσφαιρα’ που επικρατεί σε έναν ορισμένο τόπο.
Ίχνη της ιερής γεωγραφίας στην γεωπολιτική.
Ο θεός Terminus
Μπορεί λοιπόν να εντοπιστεί ένα ίχνος της ιερής γεωγραφίας σε ορισμένες χαρακτηριστικές γεωπολιτικές έννοιες οι οποίες θα μπορούσαν γι αυτό να θεωρηθούν, σύμφωνα με την ένδειξη του C. Schmitt, ‘εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες’.
Μία περίπτωση που θα μπορούσε να προταθεί ως παράδειγμα, είναι η κατεξοχήν γεωπολιτική έννοια των ‘συνόρων’.
Όπως είναι γνωστό, η λατινική λέξη που σημάνει ‘σύνορο’ προσλήφθηκε από το γεωπολιτικό λεξικό σε τέτοιο βαθμό, που υπάρχει ένα περιοδικό γεωπολιτικής που αποκαλείται ακριβώς με αυτή την λέξη: limes.
Στην αρχή, ο όρος limes υποδείκνυε μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ των τμημάτων των εκτάσεων που δίδονταν στους αποίκους.
Στη συνέχεια, η σημασία του διευρύνθηκε υποδεικνύοντας πιο ειδικά έναν οχυρωμένο στρατιωτικό δρόμο ή μάλλον το σύνολο των οχυρώσεων που βρίσκονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας (limes imperii), εκεί όπου αυτά δεν σημαδεύονταν από τη θάλασσα ή από έναν ποταμό, δηλαδή από μία όχθη.
Η ιερή διάσταση αυτής της έννοιας γίνεται εμφανής εάν σκεφθούμε ότι ο υπέρτατος προστάτης του limes ήταν ένας θεός, ο Terminus (από την λέξη 'τέρμα' δηλ. σύνορο), εκείνος που σύμφωνα με τον Οβίδιο οριοθετεί τους λαούς και τις πόλεις και τα μεγάλα βασίλεια: “Tu populos urbesque et regna ingentia finis”.
Ο μύθος λέει ότι στο τέλος της βασιλικής περιόδου, όταν ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος θέλησε να εκδιώξει από το Καπιτώλιο τα άλλα ιερά για να ανεγείρει ένα ναό στην Τριάδα του Καπιτωλίου (Δίας, Γιούνο, Μινέβρα), όλοι οι θεοί που είχαν την έδρα τους στον λόφο δέχθηκαν να αποχωρήσουν, εκτός από δύο: την Juventas και τον Terminus.
Συνάχθηκε τότε ότι ο ρωμαϊκός λαός δεν θα γέραζε και τα σύνορα του δεν θα παραβιάζονταν ποτέ.
Διαμέσου της σύγκρισης ινδοϊρανικών πηγών, ο Georges Dumézil καταδεικνύει πως το όνομα Terminus, πριν να αποδοθεί σε μία αυτόνομη και ιδιαίτερη θεότητα, αντιστοιχούσε σε μία χαρακτηριστική ιδιότητα του κυρίαρχου θεού που λατρεύονταν από τους ινδοευρωπαϊκούς λαούς: εκείνη του υπέρτατου προστάτη των εδαφικών ορίων.
Εξάλλου, η ιστορία της Ρώμης αρχίζει ακριβώς με μία δραματική επιβεβαίωση της ιερότητας των συνόρων: ο θεμελιωτής της πόλεως τιμωρεί με θάνατο τον αδελφό του που παραβίασε την περίμετρο της Roma Quadrata.
Αυτό το επεισόδιο απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο τη δήλωση του Carl Schmitt σύμφωνα με την οποία ο Νόμος είναι «η πρώτη μέτρηση από την οποία προέρχονται όλα τα άλλα κριτήρια μέτρησης» και ως εκ τούτου, οι όροι ‘κανονισμός’, ‘κανόνας’ και ‘νόμος’ μπορούν να ορισθούν ως ένα τείχος, επειδή και το τείχος βασίζεται πάνω σε ιερές τοποθεσίες, έτσι ώστε η γη, που στη μυθική γλώσσα λέγεται η μητέρα του δικαίου (...) φέρει πάνω στο στερεό έδαφος της περιφράξεις και οριοθετήσεις, συνοριακούς λίθους, τείχη, σπίτια και άλλα κτίρια.
Εδώ γίνονται προφανείς οι διατάξεις και οι εντοπισμοί της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Επιπρόσθετα, η πρωταρχική θεολογική ουσία αυτής της έννοιας γίνεται εμφανής και στον ορισμό του Νόμου από τον Ηράκλειτο ως Θείος, από τον Πίνδαρο ως Βασιλέας και από τον Πλάτωνα και τους στωικούς ως Θεός.
Το Κατέχον
Όμως, το πιο δραματικό επεισόδιο στο οποίο το τείχος εμφανίζεται ως σύμβολο του Νόμου είναι ίσως εκείνο στην ιεροιστορία του Κορανίου, που έχει ως πρωταγωνιστή το ‘Δικέρατο’ (Dhu’l-qarnayn), δηλαδή το Μέγα Αλέξανδρο.
Για να αιχμαλωτίσει τις καταστροφικές ορδές των Γκογκ και Μαγκογκ και να εμποδίσει τις επιθέσεις τους, ο Αλέξανδρος ανέγειρε ένα προπύργιο από σίδηρο και χαλκό, που οι ορδές θα καταφέρουν να γκρεμίσουν μόνον στο τέλος των καιρών, στην αποκαλυπτική στιγμή που θα προηγηθεί της παρουσίας του ‘άρχοντα του σκότους’.
Το τείχος, κατασκευασμένο από τον Αλέξανδρο, εφόσον συγκρατεί τις ορδές των Γκογκ και Μαγκογκ, εντάσσεται σε εκείνο το παράδειγμα που φέρει ο ελληνικός όρος ‘Κατέχον’, ένας άλλος όρος που αποκτήθηκε απ’ το γεωπολιτικό λεξικό.
Το Κατέχον είναι κάτι κατεξοχήν θεολογικό-εσχατολογικό αλλά στο έργο του Carl Schmitt «φθάνει μέχρι το κατώφλι της εσχατολογίας».
Το Κατέχον παρήγαγε μία πολίτικο-φιλοσοφική έννοια που παρουσιάζει προφανείς γεωπολιτικές επιπτώσεις.
Στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου, Προς Θεσσαλονικείς β΄, 2: 6-7, γίνεται αναφορά σε μία μυστηριώδη υπόσταση που ονομάζεται ‘το Κατέχον’ (αυτό που κρατά) και είναι αυτό που εμποδίζει και που συγκρατεί την έλευση της εποχής του αντίχριστου, «καὶ νῦν τὸ κατέχον οἴδατε· εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ.
Τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται» (= Και τώρα ξέρετε τι είναι το Kατέχον, εκείνο δηλαδή που τον εμποδίζει, ώστε να φανερωθεί όταν έλθει ο καιρός του.
Η μυστική δύναμη της ανομίας είναι ήδη επί το έργον.
Αυτό όμως θα γίνεται μόνο εωσότου φύγει από τη μέση αυτός που τώρα είναι το εμπόδιο).
Στο επιστημονικό του έργο, ο Schmitt χρησιμοποιεί για πρώτη φορά την έννοια Κατέχον σε ένα σύντομο γραπτό, το 1942 και υπό τον τίτλο Beschleuniger wider Willen oder: Problematik der westlichen Hemisphäre (=Επιταχυντής ενάντια στην θέληση του ή το πρόβλημα με το δυτικό ημισφαίριο.)
Γράφει ο Schmitt: «Ο Τερτυλλιανός και άλλοι συγγραφείς έβλεπαν στο παλαιό Imperium Romanum τον επιβραδυντή, δηλαδή τον παράγοντα που με την απλή ύπαρξη του συγκρατούσε τον ‘αιώνα’, καθορίζοντας την αναβολή του τέλους.
Ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας ξαναπήρε αυτή την πίστη και πολλά ουσιαστικά συμβάντα της μεσαιωνικής ιστορίας είναι κατανοητά μόνο σε αυτή την προοπτική».
Όσον αφορά το έργο του Schmitt, το Κατέχον αντιπροσωπεύει τη δύναμη που φρενάρει και προσπαθεί να αντιταχθεί στην καταστροφή μιας πολιτικής τάξης, οπότε είναι η πιο πνευματική πλευρά του Νόμου της γης.
Πολύ πριν να γίνει λόγος συγκεκριμένα για την παγκοσμιοποίηση, ο Carl Schmitt είχε καταλάβει ότι η άγγλο-αμερικανική ηγεμονία θα διαγράψει κάθε διάκριση και χωρική ποικιλομορφία, ενοποιώντας τον κόσμο μέσα από τις τεχνικές και οικονομικές στρατηγικές και υποβάλλοντας του ένα είδος ‘διεθνούς αστυνομίας’.
«Δεν μπορεί να υπάρξει Ordnung (τάξη) χωρίς Ortung (εντοπισμό)» εξηγεί.
Σε αυτή την προοπτική ενός κόσμου χωρικά ομοιόμορφου και αδιαφοροποίητου, ξεριζωμένου από τα γήινα θεμέλια του, ο Schmitt αντιτάσσει την ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρχει Ordnung χωρίς Ortung, δηλαδή ότι δεν μπορεί να υπάρχει παγκόσμια τάξη χωρίς ένα γεωγραφικό εντοπισμό.
Με άλλους όρους, ο Schmitt υποστηρίζει την αναγκαιότητα ενός νέου Νόμου της γης, δηλαδή ενός διαφοροποιημένου διαχωρισμού του γήινου χώρου.
Αλλά θα πρόκειται για ένα διαχωρισμό που ξεπερνά την εδαφική στενότητα των παλαιών εθνικών κρατών, τώρα πλέον ακατάλληλων στην εποχή των ηπειρωτικών κρατών, πραγματοποιώντας την αρχή των ‘μεγάλων χώρων’.
Στο κέντρο αυτών των χώρων ήταν η ελπίδα του Schmitt –θα έπρεπε να τεθεί η Ευρώπη, αυθεντικό Κατέχον εμπρός από την απειλή της πλανητικής ομοιομορφίας, που αναπόφευκτα προσλαμβάνει ένα αντι-Χριστιανικό χαρακτήρα.
Πράγματι, ο Αντίχριστος, παρουσιάζεται από τον Απόστολο Παύλο ως ο Άνομος, δηλαδή η άρνηση του Νόμου την οποία ο Schmitt αναγνωρίζει στη ρίζα εκείνης της απειλητικής παρωδίας της Αυτοκρατορίας που είναι η αμερικανοκεντρική παγκοσμιοποίηση, η σημερινή μορφή αυτού που ονομαζόταν κάποτε αμερικανικός ιμπεριαλισμός.
[Σ.τ.Μ. Για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, υπενθυμίζουμε ότι εδώ μιλάμε για την μεταφορά–δανεισμό θεολογικών εννοιών στην γεωπολιτική θεωρία].
Η Αυτοκρατορία
Το γεγονός ότι υπήρξαν Χριστιανοί συγγραφείς που αναγνώρισαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την αινιγματική φιγούρα του Κατέχον, μας οδηγεί να επαναλάβουμε, σε σχέση με την ιδέα της Αυτοκρατορίας, το ερώτημα από το οποίο ξεκινήσαμε. Το οποίο ειναι το εξής: πρέπει να δούμε και στην γεωπολιτική έννοια της Αυτοκρατορίας το προϊόν μιας θεολογικής σκέψης;
«Η Αυτοκρατορία είναι μία ενότητα που βασίζεται πάνω στην Πίστη».
Ένα γεωπολιτικό γλωσσάριο καταρτισμένο στο ακαδημαϊκό περιβάλλον ορίζει την Αυτοκρατορία ως «ένα ‘μεγάλο κράτος’ στο οποίο συνυπάρχουν διαφορετικά έθνη, περισσότερο ή λιγότερο ελεύθερα και κατά το μάλλον ή ήττον ισότιμα και, ως εκ τούτου, η συστατική αρχή της δεν είναι εθνική.
Συνήθως, έχουμε την τάση να μιλάμε για αυτοκρατορία όταν αυτή η μορφή κράτους σχηματίστηκε γύρω από ένα έθνος που έχει το ρόλο του οδηγού».
Με πιο ενδεδειγμένο τρόπο, ίσως, η Αυτοκρατορία θα μπορούσε να οριστεί ως «ένας τύπος πολιτικής ενότητας που συνδέει διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, λαούς και έθνη τα οποία ενώνει μία πνευματική αρχή.
Με σεβασμό στις ταυτότητες, [η Αυτοκρατορία] εμψυχώνεται από μία κυριαρχία που βασίζεται πάνω στην πίστη και όχι στον άμεσο εδαφικό έλεγχο».
Πράγματι, κάθε ιστορική εκδήλωση του αυτοκρατορικού μοντέλου έχει διαμορφωθεί, πέρα από τη γεωγραφική του διάσταση και την εθνική και θρησκευτική ποικιλία του αντίστοιχου πληθυσμού, ως μία ενιαία τάξη που καθορίζεται από μία ανώτερη αρχή.
Η ρωμαϊκή παράδοση περιέχει μία θεολογική έννοια της Αυτοκρατορίας που τη βρίσκουμε διατυπωμένη στην Αινειάδα:
Ο Βιργίλιος υπογραμμίζει το μετα-ιστορικό χαρακτήρα της ιδέας της Αυτοκρατορίας, παρουσιάζοντάς την ως αρχέτυπο μιας τέλειας πολιτικής τάξης.
Στο πρώτο βιβλίο του ποιήματος είναι ο ίδιος ο Δίας που χαράσσει τη μοίρα της Ρώμης, από την άφιξη του Αινεία στο Λάτσιο μέχρι τα εγκαίνια του πριγκιπάτου του Αυγούστου.
Με μια επίσημη υπόσχεση, ο Πατέρας θεών και ανθρώπων δίνει στους απογόνους του Αινεία απεριόριστη εξουσία:
“His ego nec metas rerum nec tempora pono; imperium sine fine dedi” (=Σε αυτούς δεν θα θέσω όρια στον χώρο, ούτε όρια στον χρόνο, η αυτοκρατορία που τους έδωσα είναι χωρίς τέλος).
‘Imperium sine fine’ είναι μία αυτοκρατορία που δεν δεσμεύεται από τα χωρικά και χρονικά όρια και άλλες παρόμοιες γεωπολιτικές οργανώσεις.
‘Sine fine’, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει ότι η δυνατότητα της Αυτοκρατορίας είναι αιώνια στην οικουμενικότητά της, οπότε υπερβαίνει κάθε ιστορικό ενδεχόμενο.
Η ρωμαϊκή θεολογία της Αυτοκρατορίας βρίσκει την αποκορύφωση της στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας.
Είναι στο τέλος της μακράς ομιλίας, με την οποία η ψυχή του Αγχίση δείχνει στον Αινεία τη μοίρα των ψυχών που συνωστίζονται πάνω στις όχθες του ποταμού της Λήθης.
Η λακωνική εντολή του Αγχίση διατυπώνεται σε αυτούς τους τρεις διάσημους στίχους: “Tu regere imperio populos, Romane, memento (hae tibi erunt artes) paci[s]que imponere morem, parcere subiectis et debellare superbos” (= Εσύ, θυμήσου, ω Ρωμαίε, να κυβερνάς τους λαούς (αυτή θα είναι η τέχνη σου) και και να επιβάλεις τα έθιμα της ειρήνης, να χρησιμοποιείς επιείκεια σε εκείνους που παραδίδονται, αλλά να ανατρέπεις τον αλαζονικό).
‘Imperium sine fine’: μισή χιλιετία μετά τον Καίσαρα και μετά τον Αύγουστο, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δύσης καθαιρείται αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολουθεί να υπάρχει για άλλα χίλια χρόνια στο ανατολικό τμήμα της.
Αν και ονομάζεται Βυζαντινή, υπήρξε μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπως υπογραμμίζει ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της, ο Georg Ostrogorsky εξηγώντας:
«Κρατική δομή ρωμαϊκή, ελληνικός πολιτισμός και χριστιανική θρησκεία είναι οι κύριες πηγές της ανάπτυξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας (…)
Η αυτοκρατορία, ετερογενής από εθνική άποψη, διατηρήθηκε ενωμένη με τη ρωμαϊκή έννοια του κράτους και η θέση της στον κόσμο καθορίστηκε από τη ρωμαϊκή ιδέα της καθολικότητας. (...)
Συγκροτείται μία πολύπλοκη ιεραρχία κρατών, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ρωμαίος αυτοκράτορας και επικεφαλής της χριστιανικής οικουμένης».
Heartland
Φθάνουμε έτσι σε μία άλλη περίπτωση, στην οποία μία θρησκευτική έννοια μεταδίδει την δύναμή της σε μία γεωπολιτική έννοια.
Στην κεντρική θέση της Ρωσίας στην ευρασιατική ήπειρο αντιστοιχούν πράγματι οι χαρακτηριστικοί όροι που εισήχθησαν στο γεωπολιτικό λεξικό από το Sir Halford John Mackinder (1861-1947): Heartland, pivot-state και pivot-area.
Σύμφωνα με το Mackinder, που παρουσιάζει τη θεωρία του το 1904, υπάρχει μία γιγάντια φυσική οχύρωση, απροσπέλαστη στη ναυτική ισχύ, πρόκειται για εκείνη την περιοχή που βρίσκεται μεταξύ της κεντρικής Ασίας και του Αρκτικού ωκεανού.
Από αυτήν ξεκινάνε, μέχρι το δέκατο έκτο αιώνα, οι διαδοχικές επιδρομές (των Ούννων, των Μογγόλων, των Τάταρων και των Τούρκων) που ενέπλεξαν την Κίνα, την Ινδία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη .
Η κυριαρχία αυτής περιοχής, που ο Mackinder αποκαλεί αρχικά pivot-area και μετά Heartland, θα εξασφάλιζε την κυριαρχία της ευρασιατικής, ηπειρωτικής μάζας και άρα του κόσμου.
Το 1919, όταν θεώρησε ότι ο κίνδυνος για την Αγγλία προερχόταν από τη Γερμανία, ο Mackinder μετακινεί πιο δυτικά τα δυτικά όρια της pivot-area, ενώ το 1943 τα τοποθετεί πιο ανατολικά, όταν κρίνει πιο επικίνδυνη τη Ρωσία.
(Σ.τ.Μ. Για την Ελλάδα ο Mackinder έγραψε:
«Η κατοχή της Ελλάδας από μία μεγάλη δύναμη της Heartland πιθανώς θα επέφερε τον έλεγχο της παγκοσμίου νήσου».
Είναι λοιπόν ευνόητο ότι ο εμφύλιος του 1946 και η επέμβαση των ‘Aγγλων δεν είχαν ιδεολογικά κίνητρα αλλά γεωπολιτικά.
Η Ρωσία έχοντας την Ελλάδα θα κυριαρχούσε στον κόσμο.)
Σε κάθε περίπτωση, για να εμποδιστεί η ηπειρωτική ενότητα και να εξασφαλιστεί στις θαλάσσιες δυνάμεις η κυριαρχία πάνω στον υπόλοιπο κόσμο, χρειάζεται, κατά τον Mackinder να παραβληθεί μεταξύ της Γερμανίας και της Ρωσίας, σαν ένα διάφραγμα, μία κέντρο-ανατολική Ευρώπη εγγυημένη από την Κοινωνία των Εθνών.
Αυτοί οι όροι, που υιοθετούν έννοιες ανατολικής προέλευσης, ανακαλούν με σαφή τρόπο το συμβολισμό της καρδιάς και τον αξονικό συμβολισμό και επαναπροτείνουν, υπό κάποιο τρόπο, εκείνη την ιδέα του ‘Κέντρου του Κόσμου’ που οι παραδοσιακοί πολιτισμοί παρουσιάζουν μέσω μίας ποικιλίας συμβόλων, γεωγραφικών και μη.
Η ιστορία των θρησκειών μας διδάσκει ότι ο homo religiosus «επιθυμεί να ζει όσο γίνεται πιο κοντά στο ‘Κέντρο του Κόσμου’ και γνωρίζει ότι η χώρα του βρίσκεται πραγματικά στο κέντρο της γήινης επιφάνειας».
Αυτή η πεποίθηση δεν εξαφανίστηκε μαζί με εκείνη που ο Mircea Eliade ονομάζει ‘αρχαϊκή θέαση’ του κόσμου αλλά άφησε τα ίχνη της μέσα σε πρόσφατα ιστορικά-πολιτιστικά πλαίσια.
Μέχρι την εποχή των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων, σημειώνει ο Carl Schmitt, οι άνθρωποι είχαν «μία μυθική εικόνα του ουρανού και της γης, ώστε κάθε ισχυρός λαός θεωρούσε ότι είναι το κέντρο της γης και έβλεπε την εδαφική του επικράτεια ως το σπίτι της ειρήνης, έξω από το οποίο βασίλευε ο πόλεμος, η βαρβαρότητα και το χάος».