GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Το ένοχο κι αντεθνικό παρελθόν του ΚΚΕ - Γ΄ Μέρος

Το ένοχο κι αντεθνικό παρελθόν του ΚΚΕ - Α΄ Μέρος Το ένοχο κι αντεθνικό παρελθόν του ΚΚΕ - Β΄ Μέρος ΚΚΕ κ...











ΚΚΕ κι Συμμοριτοπόλεμος 

Ο δρόμος προς την εξουσία, που είχε χαράξει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, προϋπόθετε με την μονοπώληση της «Εθνικής Αντίστασης» και την εξουδετέρωση οποιωνδήποτε άλλων αντάρτικων ομάδων, που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την τιμή αυτή ή να αποτελέσουν εμπόδιο στον δρόμο αυτό.
Ο βασικός αντίπαλος στο πεδίο αυτό, ήταν ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Το φθινόπωρο του 1943, ο ΕΛΑΣ, προσπάθησε να προσεταιριστεί για τον σκοπό αυτό, τον συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό που διοικούσε το Σύνταγμα Ευζώνων 5/42.
Είχαν προηγηθεί ήδη άκαρπες διαπραγματεύσεις για δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας μεταξύ ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και 5/42.
Ο Ψαρρός αρνήθηκε να γίνει μέρος μιας εμφύλιας διαμάχης, τηρώντας μια ουδέτερη στάση.
Αυτός ήταν αρκετός λόγος για να κατηγορηθεί ο Ψαρρός από τον ΕΛΑΣ ως «προδότης του έθνους» και στις 17 Απριλίου του 1944, αφού είχαν προηγηθεί προσπάθειες διάλυσης του 5/42, με εντολή του Σιάντου «να ξεκαθαριστεί η κατάσταση με το 5/42 Σ.Ε. δυναμικά και κεραυνοβόλα χωρίς χρονοτριβές», ο καπετάν Νικηφόρος επιτίθεται αιφνιδιαστικά με ισχυρές δυνάμεις.
Το 5/42 διαλύθηκε και ο Ψαρρός στάλθηκε αιχμάλωτος στον Βελουχιώτη.
Δολοφονήθηκε όμως καθ’ οδόν απ’ τον Ελασίτη ταγματάρχη Θύμιο Ζούλα, «όπως ήμασταν σύμφωνοι με τον Άρη», όπως ισχυρίστηκε, αν και αργότερα άλλαξε ρότα και υποστήριξε ότι εκτέλεσε «άνωθεν εντολή», για να ενοχοποιήσει τον Βελουχιώτη.

Τα «προεόρτια» συνεχίστηκαν με την σφαγή του Μελιγαλά στην Μεσσηνία, τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν οι Ελασίτες με ηγέτες τον Άρη Βελουχιώτη και τον Νίκο Μπελογιάννη, με το αιτιολογικό ότι ήθελαν να χτυπήσουν τους ταγματασφαλίτες, εξολόθρευσαν με φρικιαστικό τρόπο, 1.500 άτομα, γυναίκες και άντρες, γέρους και παιδιά, σφάζοντας τους και στην συνέχεια πετώντας τους σε μια μεγάλη δεξαμενή, γνωστή ως «πηγάδα του Μελιγαλά».
Απ’ αυτά τα 1.500 άτομα όμως, όπως αναφέρει κι ο Ευάγγελος Αβέρωφ στο βιβλίο του «Φωτιά και τσεκούρι», μόνο οι 50 ήταν όντως ταγματασφαλίτες, ενώ παρόμοια είναι και η εκτίμηση του μετέπειτα λοχαγού του ΔΣΕ, Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου (Μπελάς), οποίος επικαλούμενος τον γραμματέα του ΕΑΜ Μελιγαλά και τον κατάλογο που είχε καταρτίσει η επιτροπή του Μελιγαλά, κάνει λόγο για 60 ταγματασφαλίτες.
Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα θύματα δεν σφαγιάστηκαν για κάτι που έκαναν, αλλά για κάτι που δεν ήθελαν να κάνουν κι αυτό το μαρτυρά η απότομη αύξηση του πληθυσμού του Μελιγαλά, που από τις 3.000, εκείνες τις ημέρες αυξήθηκε στις 10.000, από τους κατοίκους των γύρω περιοχών που θεώρησαν ασφαλή την περιοχή όπου βρισκόταν Τ.Α. και προσέφυγαν εκεί για να προστατευτούν από την επέλαση των Ελασιτών, οι οποίοι δεν ήταν και τόσο «φιλικοί» με τους μη κομμουνιστές και όσους δεν τους υποστήριζαν.

Οι προθέσεις και τα σχέδια του ΚΚΕ διαφαίνονται από νωρίς.
Γράφει ο Γιάννης Ιωαννίδης, αναφερόμενος σε συζήτησή του με τον Θόδωρο Μακρίδη (διοικητής του 3ου γραφείου του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ):
«Από τα μέσα του 1943 εγώ είπα στον Θόδωρο τον Μακρίδη να κάνει ένα σχέδιο κατάληψης των Αθηνών με βάση τις δυνάμεις που υπάρχουν και που μπορούμε εμείς να έχουμε και τις δυνάμεις που έχουν αυτοί και μπορούνε να φέρουνε.
Το σχέδιο αυτό έγινε. Το σχέδιο αυτό το κράτησα εγώ όλον τον καιρό» (Αναμνήσεις – Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945, σελ. 267).
Και για να μην υπάρχει καμμία παρανόηση, εναντίον ποιων θα πολεμούσαν για την κατάληψη της Αθήνας, ο Μακρίδης είναι αρκετά διαφωτιστικός ως προς αυτό: 
«Ο γράφων, όταν κατά τον Σεπτέμβριον 1943 (μετά τήν κατάρρευσιν τής Ιταλίας) έλαβεν διά του σ. Ζεύγου εντολήν να αποτελέση μέλος της Επιτροπής μελέτης συντάξεως έγγραφου σχεδίου ενεργείας διά την κατάληψιν του λεκανοπεδίου της Αττικής (Αθηνών-Πειραιώς-περιχώρων), συγχρόνως ή αμέσως μετά την αποχώρησιν (προβλεπομένην ως λίαν προσεχή) τών στρατευμάτων κατοχής…» (Γρηγόρης Φαράκος, «Ο ΕΛΑΣ και η εξουσία», τόμος Β’, σελ. 105-123).
Την τελική σφραγίδα, θα βάλει η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, η οποία κατόπιν συνεδριάσεως (2-3 Αυγούστου 1944), βγάζει απόφαση με τον τίτλο «ΟΛΟΙ ΕΠΙ ΠΟΔΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ».
Λεπτομέρειες της απόφασης δίνει ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, στέλεχος του ΚΚΕ, γραμματέας της Πανμακεδονικής Επιτροπής του ΕΑΜ και αργότερα αξιωματικός του ΔΣΕ στο Καϊμακτσαλάν:
«Ιδιαίτερη σημασία είχε η απόφαση για την ενίσχυση της Αθήνας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρούσε ότι η κύρια μάχη θα δοθεί στην Αθήνα και ότι η κατάληψή της από τον ΕΛΑΣ στην κατάλληλη στιγμή μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις υπέρ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Προς επίτευξη αυτού του σκοπού αποφάσισε να ενισχύσει τον ΕΛΑΣ Αθηνών-Πειραιώς με οπλισμό στον ανώτερο δυνατό βαθμό και να προσανατολίσει ισχυρές δυνάμεις του μόνιμου ΕΛΑΣ προς την Αθήνα, ικανές να επέμβουν αποτελεσματικά την κατάλληλη στιγμή» («Το ΚΚΕ στον πόλεμο και την αντίσταση 1940-1945», σελ. 106).
Ο Γιάννης Ιωαννίδης, στο προαναφερθέν βιβλίο του (σελ. 258), ξεδιπλώνει και μια άγνωστη πτυχή της σκοτεινής ιστορίας του ΚΚΕ, όσον αφορά τον εξοπλισμό του:
Ομολογεί ευθέως ότι προμηθεύονταν όπλα από τους…Γερμανούς(!), όχι όμως ως λάφυρα, αλλά ως προϊόντα «νόμιμης» αγοράς(!):
«Ο Φάνης (σ.σ.: Ψευδώνυμο του «κόκκινου» συνταγματάρχη Βασίλη Μπαρτζώτα, στελέχους του ΚΚΕ) τα ξέρει αυτά.
Πήρε όπλα που τα στείλαμε απ’ έξω.
Επίσης του έστειλα και λεφτά. 100 ή 200 λίρες γι’ αυτόν τον σκοπό.
Να αγοράζουν όπλα απ’ τους Γερμανούς που άρχιζαν να το στρίβουν.
Αυτά είναι γεγονότα που μπορούν να επιβεβαιωθούν και από ανθρώπους που ζούνε».
Κι ο Αλέκος Παπαπαναγιώτου, σπεύδει να επιβεβαιώσει:
«Είναι γνωστά αυτά. Τα έχουμε αυτά τα στοιχεία».

Ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ομολογεί ότι το 1944, το ΚΚΕ κάλεσε τα σοβιετικά στρατεύματα, που είχαν φτάσει στη Βουλγαρία μέχρι τα ελληνικά σύνορα, να εισβάλλουν στην Ελλάδα («Αυγή», 15 Απριλίου 1978):

Μιαν αφέγγαρη νύχτα στις αρχές Μαρτίου, ενώ το χωριό κοιμόταν, είκοσι άντρες τριγύριζαν μέσα στα σκοτεινά σπίτια τους, φορούσανε κομμάτια από παράταιρες στολές και γέμιζαν παλιά τουφέκια και γκράδες.
Σαν τα φαντάσματα γλίστρησαν στη ρεματιά κατά το παλιό πλατάνι.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι σκαρφάλωσαν αθόρυβα την αντικρινή πλαγιά και βγήκανε λίγο παρέκει από την πλατεία του χωριού στο σταθμό χωροφυλακής, ένα σπίτι με δύο δωμάτια.
Καθώς οι άντρες του περικύκλωναν το κτίριο, ο Προκόπης έκραξε.
Μέσα τρεμόφεγγαν οι λάμπες και σε μερικές στιγμές οι τέσσερις χωροφύλακες βγήκαν έξω, ο ένας με τα χέρια ψηλά, ένας άλλος κουμπώνοντας ακόμη το παντελόνι του.
Ο νωματάρχης φορούσε στολή και το πρόσωπό του ήταν ασυγκίνητο.
Ενώ οι τρεις χωροφύλακες τουρτούριζαν στο κρύο, ο Προκόπης τράβηξε το νωματάρχη παράμερα.
Ύστερα από κάμποση συζήτηση, φάνηκε πως οι δυο τους καταλήξανε σε συμφωνία.
Ο νωματάρχης μπήκε αργά στο σταθμό, ύστερα εμφανίστηκε κρατώντας τέσσερα τουφέκια που τα παρέδωσε στον Προκόπη.

Το άλλο πρωί εκεί που η Όλγα άρμεγε τη γίδα, η Κάντα έριχνε ψίχουλα στα κοτόπουλα κι η Ελένη ανακάτωνε σε μια κατσαρόλα χυλό καλαμποκιού για το πρωινό, αντήχησαν να σημαίνουν δυνατά οι καμπάνες της Αγιά Τριάδας.
Όλοι κοκάλωσαν κι αφουγκράζονταν, αναρωτιόνταν μήπως είχαν φτάσει εντέλει οι Γερμανοί.
Ο άνεμος τους έφερε μια φωνή: «Λαέ του Λια!
Όλοι στ’ Αλώνια αμέσως!».

Τ’ Αλώνια, ήταν εκείνο που οι Λιώτες ονόμαζαν πλατεία του χωριού, και κάποτε χρησίμευαν γι’ αυτό που σημαίνει τ’ όνομά τους, αλλά επειδή ήταν το μοναδικό ίσιωμα μέσα στο Λια, σκιασμένο στη μια πλευρά από ‘να γιγάντιο πλατάνι, είχε γίνει το κέντρο της ζωής του χωριού, εκεί στηνόταν ο χορός, γινόταν κάθε σπουδαία σύναξη, κυκλοφορούσε το κουτσομπολιό.

Η Ελένη μάζεψε τα παιδιά μέσα στο σπίτι και είπε στην Όλγα να μην ανοίξει σε κανένα την αυλόθυρα.
Μ’ ένα μποξά πάνω από το κεφάλι και τους ώμους της, έσμιξε με το τρομαγμένο πλήθος που έσπευδε κατά την πλατεία.

Εκείνο που είδαν η Ελένη και οι άλλοι χωριανοί όπως συγκεντρώνονταν στο αλώνι μπροστά στην Αγία Τριάδα, δεν ήταν Γερμανοί ή Ιταλοί μήτε Τσάμηδες αλλά, προς μεγάλη τους ανακούφιση, μιαν αράδα από είκοσι γνώριμα πρόσωπα — ντόπια παλικάρια της ομάδας του Σκεύη, όλα στολισμένα με μια σαλάτα από στρατιωτικές στολές.
Ο Προκόπης Σκεύης και ο Νικόλας Κούκος φορούσανε τις ξεθωριασμένες χακί στολές που είχαν στο Αλβανικό, αλλά ο Βαγγέλης Πούλος φορούσε ένα φαρδύ πράσινο χιτώνιο αγγαρείας που ολοφάνερα προερχόταν από σκοτωμένο Ιταλό, και ο Μήτση Μπόλης είχε ένα μαύρο ιταλικό μπερέ στραβοβαλμένο μόρτικα.
Η Ελένη πρόσεξε πως μοναχά ο ξάδερφός της ο Κώστας Χαϊδής δεν είχε στολή.
Οι μισοί άντρες κρατούσαν όπλα, μερικοί κάτι σακαράκες, αλλά ολωνών τα μάτια έπεφταν στη σημαία που κρατούσε με καμάρι ο Βαγγέλης Πούλος.
Ήτανε η γνώριμη γαλανόλευκη, αλλά κάποιος είχε ράψει στη μέση της τα μυστηριώδη γράμματα ΕΛΑΣ.

Πολλοί Λιώτες, ανακουφισμένοι που είδαν πως δεν είχε φτάσει ο εχθρός, χαμογελούσαν με το θέαμα της βλοσυρής ομάδας, κανένας όμως δεν περιγέλασε φανερά, γιατί όλο το χωριό ήξερε τι είχαν κάνει στο συνεργάτη του εχθρού τον Κοντώρη.
Άλλωστε, ανάμεσα στη ρακένδυτη ομάδα των ρέμπελων στέκονταν και οι τέσσερις χωροφύλακες του χωριού. Μόλις ο Προκόπης βεβαιώθηκε πως οι πιο πολλοί χωριανοί ήτανε παρόντες, ανέβηκε σε μια καρέκλα και επισκόπησε τ’ ανεμόδαρτα πρόσωπα αντίκρυ τους.
«Λαέ του Λια!» έκραξε.
«Σήμερα τα παλικάρια του χωριού μας σήκωσαν τα όπλα ενάντια στους καταχτητές.
Δε θα καταθέσουμε τα όπλα μας πριν τους διώξουμε από τη χώρα μας και λευτερωθούμε!».

Στην αρχή το πλήθος τον θωρούσε με δυσπιστία.
Η σάρα και η μάρα που ‘βλεπαν μπροστά τους δεν έπειθε πως θα ‘ταν ικανή να τα βάλει με τους Γερμανούς.
Ωστόσο συγγενείς των είκοσι άρχισαν να επευφημούν τις ρητορείες του Προκόπη με κραυγές:
«Ζήτω η Ελλάς!» και να βαράνε τις ροζιασμένες παλάμες τους.

Ο Προκόπης περιέγραψε τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και μίλησε για μια δημοκρατική νέα τάξη, που θα βασιζόταν στη δικαιοσύνη και στην ισότητα όλων των εργαζομένων. 
Εξήγησε πως το Λια το διοικούσε τώρα ο ΕΛΑΣ, πως όλοι οι ικανοί άντρες του χωριού θ’ ανήκαν στις εφεδρικές δυνάμεις του, πως ακόμη και οι χωροφύλακες που είχανε τοποθετηθεί από την προδοτική κυβέρνηση των συνεργατών του εχθρού είχαν περάσει στις γραμμές του να πολεμήσουνε για τη λευτεριά.

Ο Προκόπης κοίταξε εξεταστικά το πλήθος και είδε ακόμα την αμφιβολία να μην ξεκολλάει από πολλά πρόσωπα.
«Όπως το ξέρετε, είμαι δάσκαλος», φώναξε, προκαλώντας τους.
«Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα ‘μαι δημόσιος υπάλληλος με σίγουρο μισθό, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει και με σύνταξη στα γεράματά μου.
Δεν είμαι γανωτζής σαν κι εσάς, να τριγυρνάω από χωριό σε χωριό για μια μπουκιά ψωμί, να τρίβω χαλκώματα ώσπου να ματώσουν τα χέρια μου, να κοιμάμαι σε καλύβια και στους δρόμους.
Όχι για μένα, μα για σας ριχνόμαστε όλοι σε τούτο τον αγώνα!
Για να βάλετε παπούτσι στα πόδια σας, φαΐ στο στόμα των παιδιών σας!
Πολεμάμε για ν’ αλλάξουμε τη ζωή σας, να σας βγάλουμε από τη φτώχεια και την ταπείνωση, να σας κάνουμε ανθρώπους!».

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, ύστερα χαλασμός από χειροκροτήματα.
Ο Προκόπης μελέτησε τα πρόσωπα που τα γνώριζε τόσο καλά.
Μερικά μάτια ήτανε υγρά. 
Έβλεπε πως τώρα όλοι ήτανε με το μέρος του.
Είχε καταχτήσει με τα λόγια του το ίδιο του το χωριό, θ’ ακολουθούσε κι η υπόλοιπη Ελλάδα.

Σήκωσε τα χέρια να γίνει σιωπή. «Σας ειδοποιώ!» τους αγριοκοίταξε με το βλέμμα που είχε για τους άτακτους μαθητές.
«Δε θ’ ανεχθούμε την αντίδραση! Το κίνημα είναι έτοιμο να λάβει μέτρα σκληρά ενάντια σε εκείνους που θα το προδώσουν!
Θ’ ακούσετε και γι’ άλλους που λένε πως είναι μαχητές της αντίστασης, είναι όμως συνεργάτες του εχθρού και προδότες!».

Πίσω του, οι άντρες άρχισαν να βροντάνε τα πόδια και να κραυγάζουν: «Κάτω οι προδότες!».
Αν και δεν ήξεραν πως αναφερόταν στον αντάρτικο στρατό του Ζέρβα, οι χωριανοί πιάσανε το σύνθημα, ζεσταμένοι από την κοινή λαχτάρα τους για τη λευτεριά κι από την απέχθειά τους για όσους τους είχαν αρπάξει κάθε πόρο ζωής, το φαΐ τους, τον αυτοσεβασμό τους.
Ο Προκόπης τους άφησε να κραυγάσουν και να ποδοκροτήσουν, ωσότου ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν όποιον θα κατονόμαζε αυτός σαν προδότη. Ύστερα έγνεψε πάλι να σωπάσουν.
«Τώρα που ο ΕΛΑΣ λευτέρωσε το Λαό, θα σας διοικεί μια επιτροπή από χωριανούς, και νομίζω ότι η τιμή να προεδρεύει σ’ αυτήν αρμόζει να δοθεί στο συνάδελφό μου και δάσκαλό σας, το Μηνά Στράτη».

Κατέβηκε από την καρέκλα και σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος αγκάλιασε τον Μηνά, που κουνούσε το κεφάλι του σαστισμένος καθώς βρέθηκε στα ξαφνικά στο κέντρο της γενικής προσοχής.
Ο Μηνάς είχε σπεύσει στην πρόσκληση της κωδωνοκρουσίας με τέτοια βιάση, ώστε είχε ξεχάσει τη γραβάτα και την καδένα του, και τα μαλλιά του ξεπετάγονταν τούφες τούφες.
Ψιθύρισε γοργά στον Προκόπη πως ήθελε να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει, όχι να μείνει στο χωριό και να προεδρεύει σε μια επιτροπή, αλλά ο Προκόπης αγνόησε τις διαμαρτυρίες του.
«Εδώ χρειάζεσαι», είπε τελεσίδικα.
Αργότερα κατάλαβε ο Μηνάς πως ο Προκόπης το ήξερε ότι αναπόφευκτα ο πρόεδρος μιας επιτροπής που εκδικάζει όλες τις διενέξεις θα γινόταν ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα του χωριού.

Η εμφάνιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ και η κατάληψη του χωριού έδωσαν στους Λιώτες έναν νέο σκοπό και μια ελπίδα μέσα στις σκοτεινές ώρες της κατοχής. 
Χωριανοί που δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν βρέθηκαν επιφορτισμένοι με σπουδαίες δουλειές:
Να μαζεύουν τυρί για να πουληθεί, ώστε με τα χρήματα ν’ αγοραστούνε όπλα στη μαύρη αγορά, να επιτάσσουν μουλάρια για τους αντάρτες, να ορίζουν φόρους στη σοδειά του κάθε αγρότη.
Υπήρχαν επιτροπές για τη διοίκηση, για την ασφάλεια, για τη δικαιοσύνη, για τον εφοδιασμό και τη στρατολογία, και πολλοί που ποτέ δεν είχαν διανοηθεί να προσχωρήσουν στην αντίσταση κολακεύτηκαν όταν ορίστηκαν σ’ αυτές υπεύθυνοι.
Οι νεαροί οργανώθηκαν σε μια οργάνωση νέων για να βοηθάνε τους αντάρτες, ακόμη και τα παιδιά στρατολογήθηκαν στ’ «Αετόπουλα» και μεταφέρανε μηνύματα από το να χωριό στο άλλο.
Έτσι όπως το είχε τάξει ο Προκόπης, οι συνεργάτες του εχθρού και οι προδότες ξεκαθαρίστηκαν γοργά και αδυσώπητα…

«Προδότες» θεωρούνταν όσοι δεν συμπορεύονταν με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ειδικώς όσοι συστρατεύονταν ή ηγούνταν άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Χαρακτηριστική περίπτωση, αυτή του «αριστερόστροφου» συνταγματάρχη Στέφανου Σαράφη, ο οποίος μέχρι να «πειστεί» (μετά την διάλυση από τον ΕΛΑΣ της οργάνωσης ΕΣΑΠ την οποία συνδιοικούσε και την, επί έναν μήνα, αιχμαλωσία του) να γίνει στρατηγός του ΕΛΑΣ, καταγγέλονταν από το ΕΑΜ για την «καταχθόνια δράση» του ως «προδότης».


Κι ενώ η Ελλάδα στην Κατοχή λιμοκτονούσε, ο ΕΛΑΣ, κι αργότερα ο ΔΣΕ, έπαιρνε και την τελευταία μπουκιά απ’ το στόμα των πάμπτωχων και εξαθλιωμένων χωρικών, με το πρόσχημα της «συνεισφοράς» στον αγώνα, για να συντηρεί τους στρατιώτες του, πολλοί απ’ τους οποίους είχαν στρατολογηθεί με την βία.
Ο Γεώργιος Μανούκας, δάσκαλος και στέλεχος του ΚΚΕ, αναφέρει σχετικά («Το παιδομάζωμα»):

Στις 15 Ιανουαρίου του 1948 έγινε μεγάλη πολιτική και στρατιωτική σύσκεψις στην έδρα τής ηγεσίας του Κ.Κ.Ε.
Η σύσκεψις αυτή λόγω της συμμετοχής των ανωτέρων και ανωτάτων πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών, απέκτησε κάποια σοβαρότητα.
Μπροστά της ετέθη ολόκληρο το πρόβλημα της «επαναστάσεως».
Και κυρίως το πως θ’ αντιμετωπισθή η προετοιμαζόμενη εαρινή, του 1948 εκστρατεία του «μοναρχοφασισμού».
Παρουσιάσθησαν δυσκολίες, τόσο σε στρατιωτικά, όσο και σε πολιτικά ζητήματα.
Ανάμεσα στις δυσκολίες αυτές, ήταν και η στάσις του πληθυσμού στις περιοχές όπου ήλεγχαν οι συμμορίτες.
Ο πληθυσμός άρχισε να υποφέρη τόσο από έλλειψη τροφίμων, διότι τ’ απορροφούσε ο «Δημοκρατικός Στρατός», όσο και από έλλειψιν ησυχίας.
Ημέρα και νύχτα όλοι οι άνθρωποι ήσαν στην υπηρεσία των συμμοριτών.
Αγγαρείες και βάσανα εκάλυπταν τον περισσότερο χρόνο!
Δι’ αυτό ήταν έκδηλη η διαρροή των κατοίκων προς τις πόλεις όπου εύρισκαν καταφύγιο.
Υπεράνω δε όλων εκρέμετο ο φόβος τής επιστρατεύσεως, η οποία στην αρχή είχε χαρακτήρα «εθελοντικό» αλλά αργότερα πήρε τη μορφή αληθινής βίας και ανθρωποκυνηγητού, ασχέτως φύλου! […]

Από άλλα μέρη, από την Ήπειρο, έφθαναν και κυκλοφορούσαν φοβερές ειδήσεις.
Όλη την Δυτική Μακεδονία, συνείχε ο φόβος των εκτελέσεων.
Στην περιφέρεια Κονίτσης εκτελούσαν κατά ομάδες πολίτες, μητέρες γέροντες, παπάδες ως δήθεν «πράκτορες του μοναρχοφασισμού».
Ο κόσμος έτρεμε, ακούοντας το όνομα «πράκτωρ».
Αλλοίμονο σ’ εκείνον που θα είχε την τύχη να του πέση τέτοιος χαρακτηρισμός.
Και τέτοιους χαρακτηρισμούς ήταν εύκολα να κάμη και ο πιο άξεστος συμμορίτης και διά μόνο τον λόγον ότι κάποιος του αρνήθηκε να δώση το ζώο ή ένα κομμάτι ψωμί. […]

Παρόμοια αναφορά για την αφαίμαξη των χωρικών, κάνει κι ο Γκατζογιάννης στο βιβλίο του («Ελένη»), γι’ αυτή την τακτική, καθώς και στον τρόπο που έστηνε τα «δικαστήρια» ο ΕΛΑΣ:

Η Ελένη Γκατζογιάννη (σ.σ.: Η μητέρα του Νίκου Γκατζογιάννη) κίνησε για το βουνό συντροφιά με τη θεόφτωχη γειτόνισσα την Αναστασία Γιάκου και με την εικοσάχρονη θυγατέρα της, τη Σταυρούλα.
Αν και η Σταυρούλα μεστώνοντας είχε γίνει μια από τις ψηλότερες και τις ομορφότερες κοπέλες του χωριού, το φευγιό του πατέρα της, που έμενε ακόμη στα μπορντέλα της Καλαμπάκας, κι η φτώχεια της φαμελιάς της λιγοστές ελπίδες της άφηναν πως θα ‘βρισκε γαμπρό.

Ο Μήτσης Μπόλης και η γυναίκα του πρόφτασαν τις τρεις γυναίκες, κι όλοι τραβούσαν κατά την ίδιο μεριά. 
Ο Μήτσης παρατήρησε μ’ ένα στεναγμό πως ήτανε κρίμα που η Δημητρούλα δεν έζησε όσο να δρέψει τους καρπούς της επανάστασης (σ.σ.: Η Δημητρούλα Μπότσαρη, πέθανε από τις κακουχίες και το κρύο, στην προσπάθειά της ν’ αναθρέψει τα παιδιά της, φέρνοντας λίγο καλαμπόκι απ’ την Αλβανία που αντάλλαξε με αλάτι).
«Οι φτωχοί, σαν τους Μποτσαραίους, θα κερδίσουν πιο πολύ από τον αγώνα μας», γνωμάτισε.

«Σαν τι θα κερδίσουν;» σάρκασε η Αναστασία Γιάκου, που συμμεριζόταν τη γνώμη της Ελένης για τον Μήτση.
«Εγώ πεινάω όπως πάντα!
Τώρα μάλιστα πεινάω πιο πολύ!
Μου πήρατε δυο ημερών γάλα της γίδας μας να φτιάξετε τυρί για τους αντάρτες, αλλά σε μένα και στα κορίτσια μου δεν έχετε δώσει μισό κουκί».

«Όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες για να οικοδομήσουμε τη νέα τάξη!» αναφώνησε ο Μήτσης. 
«Σκέψου και κάτι πέρα από το στομάχι σου!
Κοίτα πόσα καταφέραμε!».
Απάγγειλε το κατεβατό των ληστών και των συνεργατών που είχαν εξοντώσει οι Ελασίτες και πρόσθεσε πως ο ΕΛΑΣ λευτέρωσε τους νέους της Μουργκάνας από τα κουσούρια τους -τη μέθη, τη χαρτοπαιξία, την πορνείο.
Ο ΕΛΑΣ είχε κιόλας ντουφεκίσει μερικούς από τους δικούς του αντάρτες, επειδή ατιμάσανε γυναίκες.
Συνεχώς ορμήνευαν τους αντάρτες πως για να οικοδομηθεί η νέα τάξη έπρεπε να μένουν αγνοί. 
Συνεπαρμένος από το θέμα, ο Μήτσης είπε.
«Θυμάστε εκείνον τον συνεργάτη, τον Δημήτρη Κουλιούτα, που εκτελέστηκε στο Γιρομέρι.
Για την ακρίβεια δεν ήτανε προδότης.
Τον δικάσανε και τον καθαρίσανε επειδή απαύτωνε την ίδια την αδερφή του».

Τα πρόσωπα των γυναικών εκφράσανε τον αποτροπιασμό τους.
Μόνον η Ελένη φαινόταν δύσπιστη.
«Την ίδια την αδερφή του;» ρώτησε.
«Πώς είναι δυνατόν άνθρωπος από τούτα τα βουνά να κάνει τέτοιο πράμα;
Στη δίκη μαρτύρησε η αδελφή του;».
«Όχι, βέβαια!» είπε ο Μπόλης ανασηκώνοντας τους ώμους. «Αδερφός της ήταν στο κάτω κάτω, ασχέτως τι έκανε».
«Ομολόγησε εκείνος;» επέμενε η Ελένη.
«Κάτι πράματα που ρωτάς, μωρή!» γέλασε ο Μπόλης. «Ποιος θα ομολογούσε ποτέ τέτοιο έγκλημα;
Όλοι όμως στο χωριό το ξέρανε. “Απαλλάξτε μας από αυτή τη βρωμιά”, μας παρακαλούσανε.
Τον δικάσανε ένας παπάς, ένας αξιωματικός κι ο δάσκαλος ο Δούπης.
Θαρρείς πως τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να λαθέψουνε;».

Η Σταυρούλα Γιάκου κατένεψε. «Αλήθεια θα ‘ναι», είπε. «Αλλιώτικα οι αντάρτες δε θα τον σκότωναν».

Η μάνα της εντυπωσιάστηκε λιγότερο.
«Να εύχεσαι να μη φτάσει και στο Λια τέτοιο δικαστήριο, Μήτση» γέλασε.
«Αν η μοίρα σου κρεμότανε απ’ όσα λένε για σένα όλοι στο χωριό, θα ‘σουνα από πολύ καιρό κρεμασμένος!».

Όταν τελειώνει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Γερμανοί αποχωρούν απ’ την Ελλάδα, το ΚΚΕ είναι πανίσχυρο.
Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κυριαρχεί σ’ ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική χώρα (εκτός από την Ήπειρο που ελέγχει ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα), σπεύδοντας να ανακαταλάβει τις περιοχές που εγκαταλείπουν οι Γερμανοί.
Παράλληλα προχωρεί σε εκκαθάριση οποιουδήποτε αντικομμουνιστικού αντιπάλου, σε σύμπνοια με το κλίμα που καλλιεργούσε κι ο ΕΛΑΣ Πελοποννήσου όταν έριχνε το σύνθημα στις 13 Οκτωβρίου 1944: «Ο Μοριάς είναι τώρα ελεύθερος από κατακτητές.
Όμως δεν είναι ελεύθερος από την εσωτερική αντίδραση.
Πρέπει να συντριβεί κι αυτή για να μπορεί ο ΕΛΑΣ να πει πως εκπλήρωση στο ακέραιο την αποστολή του».
Διαθέτει και τον απαραίτητο οπλισμό, τον οποίο του είχαν παράσχει οι Βρετανοί στα πλαίσια της υποτιθέμενης αντίστασης εναντίων των κατοχικών δυνάμεων.
Ήταν η μεγάλη ώρα για το ΚΚΕ.
Η ώρα για την κατάκτηση της εξουσίας.

Παρ’ ότι όμως έχει την δύναμη, δεν καταλαμβάνει τον στρατηγικό στόχο που είναι η Αθήνα.
Απεναντίας, συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις του Λιβάνου για την δημιουργία κυβέρνηση εθνικής ενότητος υπό του Γεωργίου Παπανδρέου, αναλαμβάνοντας επτά υπουργεία κι αναγνωρίζει την ηγεσία του συμμαχικού στρατηγείου, υπό του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι, υπογράφοντας και την οριστική Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 (στις διαπραγματεύσεις αυτές συμμετείχαν κι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης, όπως κι ο αρχηγός του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας).
Γιατί υπέγραψαν όμως οι Σιάντος και Ιωαννίδης τις -ακατανόητες έως «προδοτικές» τότε για τον κόσμο του ΚΚΕ- συμφωνίες αυτές;
Τι τους υποχρέωνε;
Η απάντηση είναι σχετικά απλή:
Οι Έλληνες κομμουνιστές περίμεναν το πράσινο φως από τον «πατερούλη» Στάλιν για να ολοκληρώσουν την κυριαρχία τους.
Αγνοούσαν όμως ότι ο «σύντροφος» Στάλιν, την ίδια στιγμή, μοιράζονταν με τον Τσόρτσιλ την Ευρώπη και τα Βαλκάνια σ’ ένα κομμάτι χαρτί και παραχωρώντας την Ελλάδα στην σφαίρα επιρροής των Βρετανών.
Η προσχώρηση του ΚΚΕ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητος του Παπανδρέου, έγινε με υπόδειξη του ίδιου του Στάλιν και με μεσάζοντα τον Βούλγαρο ηγέτη του ΚΚΒ, Δημητρόφ.
Σ’ αυτό το σημείο, αρκετά διαφωτιστικός είναι ο Τάκης Λαζαρίδης («Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι»):

Πολλοί μίλησαν για ανικανότητα και έλλειψη πολιτικής πείρας των ηγετών του ΚΚΕ.
Άλλοι, αργότερα, μίλησαν ακόμα και για προδοσία.
Όπως αποδεικνύεται, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.
Οι Σιάντος – Ιωαννίδης έφτασαν στο Λίβανο και στην Καζέρτα γιατί εκεί οδηγούσαν λογικά οι αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κ.Δ. και γιατί αυτές ήταν οι σαφείς εντολές των σοβιετικών.

Όπως προκύπτει από διάφορα στοιχεία, με την έναρξη της κατοχής (ίσως και νωρίτερα) και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, η επαφή με την ΚΔ είχε χαθεί.
Το θέμα προβλημάτιζε σοβαρά τους ηγέτες του ΚΚΕ που, μέσ’ στην ευθυνοφοβία τους, ένιωθαν έντονη την ανάγκη συγκεκριμένων οδηγιών και κατευθύνσεων από το κέντρο.

Ο Γιάννης Ιωαννίδης, στο σημείο αυτό τουλάχιστον, είναι απολύτως σαφής.
Στην πρώτη συνάντησή του με τον Σιάντο μετά την απόδρασή του από το νοσοκομείο της Πέτρας τον Ιούλιο του 1942, αυτό ακριβώς το ζήτημα θέτει.
Λέει στις «Αναμνήσεις» του (σελ. 126): «Μόλις έφτασα στην Αθήνα ρώτησα τον Σιάντο αν έχουμε επαφή με την ΚΔ. Μου είπε ότι δεν έχουμε. 
Κάναμε τίποτα, ρωτάω, για ν’ αποκτήσουμε επαφή; 
Δεν κάναμε τίποτα, μου λέει.
Χωρίς επαφή με την Κ.Δ., δουλειά σωστή δεν θα κάνουμε…».

Η τελευταία αυτή φράση τα λέει όλα.
«Χωρίς επαφή με την ΚΔ δουλειά σωστή δεν θα κάνουμε».
Μ’ άλλα λόγια: «Μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
Μόνο εκτελώντας τις σοβιετικές οδηγίες και εντολές μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την πορεία μας»…

Αποκαλυπτικότερη ομολογία ανικανότητας και εξάρτησης δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Ας μη τους αδικούμε όμως.
Εκείνη την εποχή δεν ήταν οι μόνοι.
Όλοι μας τότε πιστεύαμε ακράδαντα στο αλάθητο των σοβιετικών ηγετών.
Ήταν για μας αδιανόητο ότι μπορούσε ποτέ να κάνουν λάθος αυτοί, που, εξοπλισμένοι με την «αθάνατη μαρξιστική – λενινιστική διδασκαλία», καθοδηγούσαν νικηφόρα το παγκόσμιο προλεταριάτο.

Δεν προκαλεί συνεπώς έκπληξη το γεγονός ότι επίμονες και αγωνιώδεις ήταν οι προσπάθειες των ηγετών του ΚΚΕ να αποκαταστήσουν επαφή με την Κ.Δ., δηλαδή με την σοβιετική ηγεσία.
Στα πλαίσια των προσπαθειών αυτών εντάσσεται και η αποστολή του Τζήμα στο στρατηγείο του Τίτο.
Αν δεν μπορούσαν να έχουν άμεση επαφή με τη Μόσχα, ας είχαν τουλάχιστον έμμεση.

Φαίνεται όμως πως και η προσπάθεια αυτή άργησε να ευοδωθεί.
Ο Τέμπο μας πληροφορεί πως το καλοκαίρι του ’43 ο Σιάντος του ζήτησε να τους φέρει σ’ επαφή με την Κόμιντερν στη Μόσχα.
Το πράγμα, είπε, ήταν τεχνικά δύσκολο.
Μέσω του Τίτο έγινε ενέργεια αλλά η πρώτη επαφή της ελληνικής ηγεσίας με τη σοβιετική ηγεσία πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 1944. (Β. Μαθιόπουλου:
Η Ελληνική Αντίσταση και οι «Σύμμαχοι». Πρόλογος).

Αν η πρώτη έμμεση επαφή με τη Μόσχα πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο του 1 944, άμεση και συνεχής επαφή αποκαθίσταται τον Ιούλιο του 1944 με την άφιξη στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ως τότε οι ηγέτες του ΚΚΕ ήταν μόνοι και αβοήθητοι στη δράση τους και πως έπαιρναν «στα τυφλά» τις αποφάσεις τους. Υπήρχαν, κατ’ αρχήν, οι καθημερινές εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας.
Και, ως σταθερός «οδηγός δράσης», υπήρχαν οι αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κ.Δ. που συνήλθε στη Μόσχα τον Ιούλιο του 1935.

Με τις αποφάσεις του Συνεδρίου αυτού, ο Στάλιν έκανε μίαν απότομη στροφή.
Ο επερχόμενος κίνδυνος από τον φασιστικό Άξονα τον υποχρέωνε να εγκαταλείψει την «επαναστατική» φρασεολογία και την τυχοδιωκτική πολιτική του, πολιτική που θεωρούσε τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «κυματοθραύστη» του εργατικού κινήματος και «υπηρέτες» του ιμπεριαλισμού.
Η σκληρή πραγματικότητα τον υποχρέωνε να διαπιστώσει ότι ακριβώς αυτά τα κόμματα, που μέχρι χθες κατηγορούσε, ήταν οι «φυσικοί» του σύμμαχοι για την αντιμετώπιση της χιτλερικής απειλής.
Τα ΚΚ σ’ όλο σχεδόν τον κόσμο παρέμεναν ασήμαντες μειοψηφίες, ανίκανες ν’ αποτελέσουν σοβαρό ανάχωμα στη ναζιστική πλημμυρίδα.
Με τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κ .Δ., ο Στάλιν έβαζε στα ΚΚ αυτό ακριβώς το καθήκον:
Να αγωνιστούν για την «ενότητα όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων» και την πολιτική έκφρασή της, το «Λαϊκό Μέτωπο».

Με την έναρξη της γερμανικής εισβολής και σ ‘ όλη τη διάρκεια της κατοχής, στο καθήκον αυτό προσπάθησε επιμελώς να ανταποκριθεί το ΚΚΕ.
Αποτέλεσμα η ίδρυση του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και των άλλων «ενιαιομετωπικών» οργανώσεων.
Ταυτόχρονα, όμως, το ΚΚΕ είχε και ένα άλλο θεμελιώδες καθήκον: Να προετοιμάσει τους όρους για την, σε εύθετο χρόνο, κατάληψη της εξουσίας.
Η κατάληψη της εξουσίας ήταν όρος απαράβατος για τον «θρίαμβο του σοσιαλισμού» και στην πατρίδα μας, που αποτελεί άλλωστε και τον λόγο ύπαρξης του ΚΚΕ.

Τα δύο καθήκοντα αλληλοσυγκρούονταν.
Από τη μία έπρεπε να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή ενότητα όλων των αντιφασιστικών και δημοκρατικών δυνάμεων, ολόκληρου του Λαού.
Και από την άλλη να εξουδετερωθούν και να συντριβούν όλες εκείνες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν εμπόδιο στην πορεία του ΚΚΕ προς την εξουσία.

Η αντιφατικότητα των καθηκόντων εξηγεί και την αντιφατικότητα της πολιτικής:
Επίμονες προσπάθειες για συνεργασία και ενότητα και ταυτόχρονα πόλεμος κατά του ΕΔΕΣ, εξόντωση του Ψαρρού και της ομάδος του, διαβολή και συντριβή όλων των εθνικιστικών αντιστασιακών οργανώσεων, μονοπώληση με κάθε τρόπο της Εθνικής Αντίστασης.

Παραβιάζει «ανοικτάς θύρας» όποιος προσπαθεί σήμερα να αποδείξει ότι ο Λίβανος και η Καζέρτα υπήρξαν αποτέλεσμα σοβιετικών εντολών και υποδείξεων.
Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία και οι προσωπικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία.
Διακεκριμένοι ιστορικοί της Αριστεράς, αγωνιστές οι ίδιοι της Εθνικής Αντίστασης, αναγνωρίζουν «ευθαρσώς» την ιστορική αλήθεια.

Ο Α. Κέδρος, στο δίτομο έργο του «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 40-44», επικαλούμενος πλήθος αδιάψευστα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και τη μυστική αλληλογραφία Στάλιν – Τσόρτσιλ, συμπεραίνει:
«Μ’ όλο που τα ντοκουμέντα τα σχετικά μ’ αυτή την κεφαλαιώδη στιγμή της Ιστορίας της Σύγχρονης Ελλάδας δεν είναι ακόμη γνωστά, ο ιστορικός διαθέτει σήμερα επαρκή στοιχεία για να βεβαιώσει ότι η συνθηκολόγηση της Αντίστασης μπροστά στην Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου (μπροστά στη Βρετανική αδιαλλαξία) δεν αποφασίστηκε στο ελληνικό αντάρτικο, αλλά αλλού, στη Μόσχα!…».
(Τ. Β’ σελ. 167-168)

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Παύλος Νεφελούδης. Στο βιβλίο του «ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑΣ», σελ. 243-244, γράφει:
«Εν πάση περιπτώσει, απ’ όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα, το συμπέρασμα που βγαίνει, όσο κι αν αυτό προκαλεί “ηλεκτροσόκ” σ’ ορισμένους επαναστάτες, είναι ότι η Σοβιετική Ένωση θυσίασε τον Ελληνικό Λαό, το έπος της αντίστασής του ενάντια στους καταχτητές και το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, στο βωμό της εξυπηρέτησης των γενικώτερων συμφερόντων της (ανταλλαγή με τη συνοριακή Πολωνία), και στο όνομα «της υποταγής του μερικού στο γενικό συμφέρον της επανάστασης»…

Και ο Τ. Βουρνάς υπογραμμίζει:
«Και η συμφωνία του Λιβάνου και η Καζέρτα είναι προϊόντα σοβιετικών πιέσεων επί της ελληνικής ηγεσίας της Αριστεράς και είναι ματαιοπονία να αναζητούνται αλλού οι ευθύνες, όταν μάλιστα επισημαίνεται στο ιστορικό υλικό η διαμετρική αντίθεση μεταξύ αρχικών αποφάσεων της ηγεσίας και τελικών πραγματώσεων, που κατέληξαν στο Λίβανο, την Καζέρτα και τη Βάρκιζα, την αιματηρή αυτή αυλαία των Δεκεμβριανών και αφετηρία του Εμφυλίου…».
(Τ. Βουρνά, «Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ», σελ. 6)


Πράγματι, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βουρνάς, υπάρχει μια «διαμετρική αντίθεση μεταξύ αρχικών αποφάσεων της ηγεσίας και τελικών πραγματώσεων». Οι ηγέτες του ΚΚΕ πήγαν στο Λίβανο για να υπογράψουν μία ισότιμη συμφωνία κι όχι να παραδοθούν αμαχητί.
Θυελλώδεις υπήρξαν οι αντιδράσεις και μέσα στους κόλπους της ηγεσίας του ΚΚΕ όταν έγιναν γνωστοί οι όροι της συμφωνίας.
Το Μακεδονικό Γραφείο, με επικεφαλής τον Μάρκο, κατήγγειλε ανοικτά ως προδοτική τη συμφωνία του Λιβάνου.

Κάτω από τη γενική κατακραυγή, ο Ιωαννίδης καλεί έκτακτη ολομέλεια της ΚΕ. Πολλά έχουν γραφεί για τη «δραματική» αυτή Ολομέλεια που συνήλθε στα Πετρίλια στις 28-29 Ιουλίου 1944.
Ο Μπαρτζώτας αφηγείται πως ο Σιάντος στην Ολομέλεια αυτή:
«… έφτασε στη συμφωνία του Λιβάνου, έκανε κριτική για τον τρόπο που χειρίστηκε το ζήτημα η αντιπροσωπεία μας και εξαπέλυσε μία προσωπική επίθεση ενάντια στον Π. Ρούσο (ήταν κατακόκκινος εκείνη τη στιγμή ο Σιάντος από το θυμό του), λέγοντας ότι για την υπογραφή του συμφώνου του Λιβάνου (και την παραβίαση των εντολών που πήρε από το ΠΓ της ΚΕ), έπρεπε να περάσει από στρατοδικείο και να εκτελεστεί!
Τότε πετάχτηκε έξαλλος από τη θέση του ο Γιάννης Ζεύγος και με σηκωμένες τις τρίχες του κεφαλιού του φώναξε: “Αυτή τη στιγμή πρέπει κιόλας να τουφεκιστεί!”.
Μείναμε όλοι έκπληκτοι από τη στάση αυτή του συχνά Ολύμπιου και μειλίχιου Ζεύγου…
Ποιος μπορούσε να φανταστεί τότε, ότι ύστερα από δύο μήνες ο Γ. Ζεύγος θα υπέγραφε τη συμφωνία της Καζέρτας!».

Αλήθεια, ποιος μπορούσε να το φανταστεί;
Όλοι καταδίκασαν κατά τον πιο έντονο τρόπο τη συμφωνία.
Με μόνη εξαίρεση τον Ιωαννίδη, που, κατά τον Μπαρτζώτα:
«Κατέκρινε το χειρισμό της αντιπροσωπείας (Ρούσος – Πορφυρογένης).
Δεν έβαλε ζήτημα καταγγελίας της συμφωνίας.
Επέκρινε τους συντρόφους της Μακεδονίας που κατέκριναν δημόσια τη συμφωνία του Λιβάνου…».

Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν καταγγέλθηκε η συμφωνία του Λιβάνου, αλλά σε δύο μήνες υπογράφεται και η συμφωνία της Καζέρτας, την οποία, κατά τον Μπαρτζώτα πάντοτε, πρώτος ανακοίνωσε περιχαρής στους δημοσιογράφους ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιω. Ράλλης!
Και την οποία το κλιμάκιο του ΠΓ στην Αθήνα ( ο ίδιος ο Μπαρτζώτας δηλαδή…) κατήγγειλε με προκήρυξη σαν προβοκάτσια!
Τι μεσολάβησε; Ποιος φταίει για όλ’ αυτά;
Ποιος είναι ο μεγάλος ένοχος;
Το δραματικό αυτό ερώτημα θέτει σε ανύποπτο χρόνο ο Βλαντάς, όταν ήταν ακόμα κορυφαίο ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, πιστός και αφοσιωμένος συνεργάτης του Ζαχαριάδη, καθαρόαιμος λενινιστής – σταλινιστής.
Στην Πέμπτη ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ, τον Δεκέμβρη του 1955, είπε μεταξύ των άλλων:
«…Τον Απρίλη – Μάη 1944 συνήλθε στο χωριό Κορυσχάδες Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο (Εθνικοαπελευθερωτική Βουλή).
Κατά την διάρκεια των εργασιών του, μάθαμε πως η αντιπροσωπεία μας στο Λίβανο έκλεισε προδοτική συμφωνία.
Το ΠΓ του κόμματός μας οργάνωσε συνεδρίαση των μελών της ΚΕ που παραβρίσκονταν σαν βουλευτές στο Εθνικό Συμβούλιο.
Εκεί ο Σιάντος χαρακτήρισε προδοσία τη συμφωνία του Λιβάνου και πρότεινε ν’ αποφασιστεί η αποκήρυξή της και να μπει το ζήτημα στο Εθνικό Συμβούλιο.
Και ο Παρτσαλίδης πρότεινε μόλις γυρίσει η αντιπροσωπεία μας από το Λίβανο, να περάσει από το Στρατοδικείο για προδοσία.
Και οι δύο προτάσεις ψηφίστηκαν ομόφωνα.
Το τι έγινε μετά είναι γνωστό.
Δεν πέρασε πάνω από μήνας και η συμφωνία του Λιβάνου έγινε επίσημη γραμμή μας. Ρωτάω:
Ποιος άλλαξε την απόφαση της ΚΕ μας και του Εθνικού Συμβουλίου;
Ούτε η ΚΕ ούτε το Εθνικό Συμβούλιο ξανασυζήτησε αυτό το ζήτημα.
Ο Ιωαννίδης πρέπει να πει στο Κόμμα ποιος άλλαξε αυτή την απόφαση της ΚΕ μας και του Εθνικού Συμβουλίου.
Είναι φανερό πως την άλλαξαν οι Σιάντος – Ιωαννίδης.
Μήπως αυτό δεν είναι προδοσία και τσαλαπάτημα των καθοδηγητικών οργάνων του Κόμματος, μα και του Εθνικού Συμβουλίου;».

Την απάντηση δίνουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές.
Οι Π. Ρούσος και Γ. Ιωαννίδης.
Ο πρώτος, μετά τη Διάσκεψη του Λιβάνου ήρθε σε επαφή με τη σοβιετική πρεσβεία στα Κάιρο.
Στην έκθεσή του προς το ΠΓ γράφει:
«Σε προσωπική επαφή με τον πρεσβευτή της ΕΣΣΔ δεν κατορθώσαμε να ‘ρθούμε.
Ζητήσαμε αν είναι δυνατό να έχουμε την άποψη της Σοβιετικής Κυβέρνησης πάνω στα ελληνικά ζητήματα από τον πρώτο σύμβουλο της πρεσβείας. Μετά 10 περίπου μέρες, δηλαδή ένα μήνα μετά τη λήξη της Διάσκεψης του Λιβάνου και μια βδομάδα μετά την αναχώρηση του Μιλτιάδη, ο σύμβουλος με κάλεσε και μου έκανε την ακόλουθη ανακοίνωση:
“Η Σοβιετική Κυβέρνηση δεν απάντησε επί του θέματος.
Ο πρεσβευτής όμως σας διαβιβάζει την ακόλουθη προσωπική του γνώμη.
α) Η συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
β) Η στάση της αντιπροσωπείας σας είναι η σωστή.
γ) Πρέπει να μπείτε στην Κυβέρνηση και δ) Να φροντίσετε να γίνει γνωστή η γνώμη αυτή στα βουνά”…».

Αυτή ήταν η θέση της Σοβιετικής Κυβέρνησης, έστω κι αν διαβιβάζεται ως «προσωπική γνώμη» του πρεσβευτή.
Ως εάν είναι δυνατόν να υπάρχει προσωπική γνώμη σε τέτοια κρίσιμα θέματα…
Και αυτή ήταν η πρώτη ψυχρολουσία για τους ηγέτες του ΚΚΕ.
Όμως το καίριο πλήγμα ήρθε απ’ αλλού: Από τη σοβιετική στρατιωτική αποστολή που έφθασε στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας στα τέλη Ιουλίου 1944. Και η οποία ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από στρατιωτική.
Ήταν, όπως αποδεικνύεται, καθαρά κομματική αποστολή, επιφορτισμένη από τον Στάλιν να «καθοδηγεί» το ΚΚΕ και να ελέγχει «επί τόπου» την εφαρμογή των εντολών και των οδηγιών του. […]

Στις «Αναμνήσεις» του ο Ιωαννίδης (σελ. 248), μιλώντας για τις συζητήσεις που είχε με τη σοβιετική αποστολή, λέει:
«…Τους κατατοπίσαμε για όλα από την πρώτη στιγμή. 
Μ’ αυτό μπορούσαν να δουν και έβλεπαν την ειλικρίνειά μας.
Παρ’ όλα αυτά αυτοί δεν ήθελαν να αναλάβουν καμιά υποχρέωση.
Δεν ήταν πια ότι δεν μ ας είχαν εμπιστοσύνη.
Αλλά ή ταν ότι ήξεραν πως την Ελλάδα την είχαν αναλάβει υπό την επιρροή τους οι Άγγλοι.
Το ξέραν αυτό και τι να μας πουν.
Δεν μπορούσαν να μας το πουν.
Δεν μπορούσαν να μας το πουν…».

Ποιον προσπαθεί να πείσει με τη διπλή αυτή κραυγή ο Ιωαννίδης;
Τους άλλους ή τον εαυτό του;
Τι ακριβώς εννοεί με το «δεν μπορούσαν να μας το πουν»;
Γιατί «δεν μπορούσαν να μας το πουν;».

Δύο είναι οι πιθανές εκδοχές: Μας ξεπούλησαν τόσο αδιάντροπα στους Εγγλέζους, εμπορεύτηκαν τόσο αισχρά τους αγώνες, τις θυσίες και τα οράματα ενός ολόκληρου λαού που, φυσικά, δεν τολμούσαν να το ομολογήσουν.

Η ερμηνεία αυτή δεν φαίνεται και τόσο πιθανή.
Ως «γνήσιος» μαρξιστής – λενινιστής και πραγματικός «μπολσεβίκος» ο Ιωαννίδης δεν θα μπορούσε ποτέ να διατυπώσει, έστω και εμμέσως, τόσο βαριές κατηγορίες κατά των ηγετών του «τιμημένου» Κ.Κ.Σ.Ε. Πιθανότερη είναι μια άλλη ερμηνεία:
Η μοίρα ενός λαού, η μοιρασιά σε σφαίρες επιρροής, είναι θέματα «υψηλής πολιτικής» και μας δεν μας πέφτει λόγος.
Δεν μπορούσαν να κάτσουν οι Σοβιετικοί να μας δώσουν αναφορά τι συζήτησαν και τι αποφάσισαν με τους Άγγλους.

Αν αυτή είναι η σωστή ερμηνεία, τότε έχουμε μπροστά μας την κυνικότερη ομολογία εθελοδουλίας και υποτέλειας.

Παρ’ ότι όμως στις 18 Οκτωβρίου 1944, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, δηλώνει ότι «Το Κ.Κ.Ε. στηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, γιατί το πρόγραμμά της ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Το Κ.Κ.Ε. είναι υπέρ των ομαλών δημοκρατικών λύσεων των ζητημάτων της χώρας» (μια δήλωση που επανέλαβε δύο ακόμη φορές, στις 2 και 21 Νοεμβρίου 1944), το ΚΚΕ κάνει μία στροφή 180 μοιρών, με αφορμή τον αφοπλισμό και διάλυση του ΕΛΑΣ όπως όριζαν οι συμφωνίες που είχαν γίνει (οι συμφωνίες προέβλεπαν και την διάλυση του ΕΔΕΣ κι όλων των ανταρτικών ομάδων, με σκοπό την δημιουργία εθνικού στρατού) και προσπαθεί να θέσει τις συμφωνίες που είχε υπογράψει, σε νέες βάσεις. 
Αρχικά, κατά την διάρκεια των μετέπειτα διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν, η Εαμική παράταξη με τους υπουργούς Ζεύγο, Σβώλο και Πορφυρογένη, υπέβαλλε ένα σχέδιο που στην παράγραφο 2 λέει, («Επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», σελίδα 476):

Θα καταρτισθή τμήμα Εθνικού Στρατού ίνα συνεχίση συμβολικώς την συμμετοχήν εις τον κοινόν συμμαχικό αγώνα και λάβη επίσης μέρος, αν απαιτηθεί, εις τας περιοχάς Κρήτης και Δωδεκανήσου.
Εις το τμήμα τούτο του Εθνικού Στρατού το οποίον θα συμβολίζη επίσης την εθνικήν ενότητα, θα μετάσχουν η υφισταμένη Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος και τμήμα του ΕΔΕΣ, καθώς και μία Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ έχουσα δύναμιν ίσην προς το άθροισμα των ως άνω δυνάμεων και με ίσον εξοπλισμόν.

Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έκανε δεκτή την πρόταση και συγκάλεσε συμβούλιο, με σκοπό την υπογραφή αυτής της συμφωνίας.
Την ίδια όμως ημέρα, το ΚΚΕ κάνει πίσω και απαιτεί την ταυτόχρονη διάλυση και των ήδη υπαρχόντων εθνικών στρατιωτικών σωμάτων.
Ο Ζεύγος θα επισκεφθεί τον Παπανδρέου για να του θέσει τους νέους όρους.
Αναφερόμενος στην επίσκεψη του Γιάννη Ζεύγου στο σπίτι του, το απόγευμα της Τρίτης 28 Νοεμβρίου 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου γράφει («Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι», παραπομπή στο βιβλίο «Η ζωή του Γεωργίου Παπανδρέου», σελ. 257):

Ο Ζεύγος ετέλει υπό το κράτος μεγάλης νευρικότητος. Μου εδήλωσεν ότι το Κομμουνιστικόν Κόμμα δεν αποδέχεται πλέον την συμφωνίαν την οποίαν αυτός ο ίδιος είχε εγχειρίσει την προηγουμένην, και ότι θέτει νέους όρους προς αποδοχήν, μεταξύ των οποίων την ταυτόχρονον διάλυσιν της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου, την άμεσον καθιέρωσιν συνοπτικής διαδικασίας δια τους δοσιλόγους, την υποχρεωτικήν έκδοσιν των δικαστικών αποφάσεων προ της 10ης Δεκεμβρίου κ.λπ.

Κατάπληκτος του εδήλωσα ότι πρόκειται περί πλήρους υπαναχωρήσεως και ότι η Κυβέρνησις δεν δύναται να αποδεχθή τους νέους όρους αλλά εμμένει εις την γενομένην συμφωνίαν.
Ο Ζεύγος τότε εις κατάστασιν εξάψεως έσπευσε να φύγη, χωρίς καν να με αποχαιρετήση.
Απεκόμισα την εντύπωσιν, καθώς ανεκοίνωσα έπειτα εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, ότι ο Ζεύγος είχεν αποστολή με την εντολήν να επιφέρη οπωσδήποτε την ρήξιν.

Ο δημοσιογράφος και βουλευτής της ΕΔΑ, Πότης Παρασκευόπουλος, θα καταλήξει στην κοινή διαπίστωση («Ελευθεροτυπία», Ιανουάριος 1985):

Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πια ότι οι νέοι όροι που έθεσε ο Γιάννης Ζεύγος στον Γεώργιο Παπανδρέου σήμαιναν και αναπόφευκτη ένοπλη σύγκρουση. 
Ουσιαστικά η κομμουνιστική ηγεσία στις 28 Νοεμβρίου απεφάσισε να μην αποφύγει πλέον την σύγκρουση με τις κυβερνητικές και βρετανικές ένοπλες δυνάμεις…

Οι Εαμικοί υπουργοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας στις 2 Δεκεμβρίου 1944 και το μόνο που απέμενε, ήταν η σπίθα που θα πυροδοτούσε την δυναμιτισμένη ατμόσφαιρα.
Έτσι, την επόμενη μέρα, Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, το ΕΑΜ διοργανώνει διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος, την οποία η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει.
Ο Ζεύγος, με άρθρο του που δημοσιεύεται την ίδια μέρα στον Ριζοσπάστη ρίχνει το σύνθημα:
«Και τώρα τον λόγον έχουν οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ».
Οι διαδηλωτές θα δεχθούν τα πυρά της αστυνομίας και θα υπάρξουν 21 νεκροί και δεκάδες τραυματίας. Σύμφωνα με το ΚΚΕ, η επίθεση της αστυνομίας ήταν αναίτια, ενώ σύμφωνα με την εκδοχή της αστυνομίας, τα πυρά έπεσαν μετά από επιθέσεις διαδηλωτών.
Το σκηνικό θα επαναληφθεί την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, όταν το ΕΑΜ θα κηρύξει γενική απεργία και διαδήλωση, με κεντρικό σύνθημα «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».


Πραγματοποιούνται και πάλι επεισόδια, με νεκρούς διαδηλωτές και τα όπλα θα πάρουν τον λόγο.
Ο ΕΛΑΣ θα πραγματοποιήσει επιθέσεις σε πολλά σημεία της Αθήνας, με κύριους στόχους, τα αστυνομικά τμήματα και η συμπλοκή θα γενικευτεί με την συμμετοχή των Βρετανών στο κυβερνητικό στρατόπεδο και όλων σχεδόν των αντιμαχόμενων ανταρτικών ομάδων.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, θα δεχθεί δολοφονική επίθεση με χειροβομβίδες.
Εν μέσω των εχθροπραξιών, γίνονται κάποιες διαπραγματεύσεις που όμως καταλήγουν σε αποτυχία. 
Τελικά ο ΕΛΑΣ θα ηττηθεί και στις 6 Ιανουαρίου 1945 αποσύρεται απ’ την Αθήνα ζητώντας ανακωχή, που υπογράφεται στις 11 του ιδίου μηνός.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, με πρωθυπουργό πλέον τον Νικόλαο Πλαστήρα, υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία ορίζει την υποχρέωση του ΕΛΑΣ να διαλυθεί και να παραδώσει τον οπλισμό του, εντός δύο εβδομάδων.

Σύμφωνα με τον Τάκη Λαζαρίδη τα «Δεκεμβριανά» υποδαυλίστηκαν απ’ την Σοβιετική Ένωση, που έριξαν έτσι το «γάντι» στους Βρετανούς:

Δεν ήταν λοιπόν ο Δεκέμβρης η «ηρωική αντίσταση του λαού στην ωμή επέμβαση του αγγλικού ιμπεριαλισμού», όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ.
Ούτε όμως και «βίαιη απόπειρα προς κατάληψη της εξουσίας», όπως υποστηρίζει η Δεξιά.
Ήταν απλώς μία εσκεμμένη πρόκληση των Σοβιετικών, στα πλαίσια της ασίγαστης και υπόγειας -την εποχή εκείνη- διαμάχης τους με τους Βρετανούς. 
Και οι Βρετανοί αποδέχτηκαν την πρόκληση.
Δεν είχαν άλλωστε άλλη επιλογή. Δεν έσυραν αλλά σύρθηκαν στον Δεκέμβρη οι Βρετανοί.
Είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα στη Μόσχα για να κρατήσουν την Ελλάδα και εννοούσαν να την κρατήσουν.
Είναι πασίγνωστη η συμφωνία της Μόσχας τον Οκτώβρη του 44. […]

Και είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως σε όλη τη διάρκεια του Δεκέμβρη οι Σοβιετικοί δεν έβγαλαν τσιμουδιά.
Ούτε μία απλή διαμαρτυρία, ούτε ένα σχόλιο.
Οι σοβιετικές εφημερίδες δεν έγραψαν λέξη για το Δεκέμβρη.
Για τους Σοβιετικούς ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ Δεκέμβρης.
Το σημειώνω με κεφαλαία γιατί αυτό και μόνο αποτελεί συντριπτική απάντηση στην διατυπούμενη άποψη ότι οι Σοβιετικοί δεν αντέδρασαν τον Δεκέμβρη για να μη διασπαστεί η αντιχιτλερική συμμαχία, για να ολοκληρωθεί η συντριβή του φασιστικού Άξονα.

Ωραία, λοιπόν, δεν μπορούσαν να επέμβουν οι Σοβιετικοί γιατί κινδύνευε η αντιφασιστική συμμαχία. 
Δεν μπορούσαν όμως να πουν μία λέξη, δεν μπορούσαν να στείλουν μία απλή διαμαρτυρία για τη βάναυση αυτή καταπάτηση των αρχών για την κατίσχυση ακριβώς των οποίων έχυναν το αίμα τους οι λαοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Δεν μπορούσαν να πιέσουν στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο;

Δεν έκαναν τίποτα.
Και αντί για οποιαδήποτε συμπαράσταση, για οποιαδήποτε βοήθεια, κι ενώ συνεχίζονται οι μάχες στην Αθήνα, η Σ. Ένωση, στις 30 Δεκεμβρίου, αναγγέλλει την αποστολή πρεσβευτή στην κυβέρνηση Παπανδρέου…

Τα γεγονότα μιλούν με τη δική τους αδυσώπητη λογική.
Η σοβιετική σιωπή το Δεκέμβρη δεν ήταν ένδειξη αδυναμίας.
Ήταν και παραμένει ακλόνητη απόδειξη ενοχής.
Κι αν οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν τον Δεκέμβρη γιατί δημιουργούσε κινδύνους για τη συμμαχική ενότητα, θα μπορούσαν κάλλιστα να τον σταματήσουν οποιαδήποτε στιγμή.
Αρκεί να κουνούσε λίγο το δαχτυλάκι του ο Στάλιν.
Ή μήπως θα είχαν αντιρρήσεις οι Σιάντος – Ιωαννίδης;…

Η άποψη ότι οι Σοβιετικοί υπέκυψαν στον βρετανικό εκβιασμό και δεν αντέδρασαν τον Δεκέμβρη για να μη διασπαστεί η συμμαχική ενότητα, είναι αβάσιμη και για τον απλό λόγο ότι οι Βρετανοί δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν κανέναν εκβιασμό.
Αν μπορούσαν, δεν θα άφηναν τον Στάλιν να καταβροχθίσει την Πολωνία και μαζί ολόκληρη την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη.
Τον άφησαν γιατί απλούστατα δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά.

Και ο Γεώργιος Παπανδρέου όμως ήταν αρκετά υποψιασμένος για την σοβιετική εμπλοκή και επιπλέον πεπεισμένος, πως η ένοπλη σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και η θολή ατμόσφαιρα θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει, φέρνοντας το ΚΚΕ ενώπιον των ευθυνών του.
Αποκαλεί μάλιστα τα «Δεκεμβριανά», που αποτέλεσαν αφορμή προς τούτο, ως «δώρο Θεού» (επιστολή στην«Καθημερινή», 2 Δεκεμβρίου 1948):

[…] Εφ’ όσον το ΚΚΕ παρέμεινε πάνοπλον, η Ελληνική Κυβέρνησις, καθώς ελέγαμεν τότε, ήτο απλώς «η περικεφαλαία του ΕΑΜικού Κράτους.

Αλλά πότε θα έπρεπε ν’ αποφασισθή η αποστράτευσις; Θα έπρεπε ν’ αποφασισθή αμέσως, ή να αναβληθή δι’ αργότερον;
Το ζήτημα του χρόνου ήτο κρισιμώτατον.
Το ΚΚΕ εζήτει αναβολήν.
Και αι γενικώτεραι συνθήκαι την ηυνόουν.
Εφόσον εξηκολούθει ο πόλεμος εναντίον του Ναζισμού, ηδύνατο να θεωρηθή παράλογος η άμεσος αποστράτευσις δυνάμεων της Εθνικής Αντιστάσεως. Και δι’ αυτό ουδαμού της Ευρώπης συνέβη.

Αλλά μου ήτο σαφές, ότι ο χρόνος ειργάζετο υπέρ του ΚΚΕ.

Και εσωτερικώς, διότι θα εξησφάλιζεν εν τω μεταξύ την πλήρη διάβρωσιν –όπως φαίνεται να συνέβη εις την Τσεχοσλοβακίαν.
Και εξωτερικώς, διότι τότε η Σοβιετική Ενωσις ευρίσκετο ακόμη εις την θανάσιμον εμπλοκήν με τον Ναζισμόν και επροφυλάσσετο να διαταράξη τας Συμμαχικάς σχέσεις της.
Και δια τούτο ακριβώς παρέστησε, καθ’ όλον τον Δεκέμβριον, τον ουδέτερον –και μάλιστα μέχρι του σημείου να μας αναγγείλη την 30ην Δεκεμβρίου, την αποστολήν πρέσβεως, ενώ ακόμα αι μάχαι εμαίνοντο εις τας Αθήνας.

Και δια τούτο επέμεινα ανενδότως εις την άμεσον αποστράτευσιν. Και η 10η Δεκεμβρίου έμενεν αμετακίνητος.

Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή «δώρον του υψίστου».
Αλλά, δια να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχωμεν έλθει εις την Ελλάδα.
Και τούτο ήτο δυνατόν μόνο με την συμμετοχήν και του ΚΚΕ εις την κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. 
Και δια να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι δια την Νίκην, έπρεπε προηγουμένως να είχεν υπογραφή το Σύμφωνον της Καζέρτας.
Και δια να γίνη η Στάσις –«το δώρον του Υψίστου»– έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμόν του ή να επιχειρήση την Στάσιν, υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι ωδήγουν εις την συντριβήν του.
Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.

Ο Λαζαρίδης αναφέρεται επικριτικά στην ηγεσία του ΚΚΕ και σε μια άλλη παράμετρο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, την αμνήστευση των ηθικών αυτουργών, όχι όμως και των φυσικών:

Με βαρειά καρδιά υπέγραψαν οι Σιάντος-Παρτσαλίδης.
Όμως αυτό δεν τους απαλλάσσει από τις ιστορικές ευθύνες τους.
Όχι βέβαια γιατί δέχτηκαν να παραδώσουν τα όπλα.
Αλλά γιατί μαζί με τα όπλα παρέδωσαν και τους αγωνιστές.
Το άρθρο 3 της συμφωνίας με το οποίο αμνηστεύονται οι ηθικοί αλλά όχι και οι φυσικοί αυτουργοί, αποτελεί μνημείο αμοραλισμού και αναισχυντίας.
Με το άρθρο αυτό οι ηγέτες του ΚΚΕ φροντίζουν να αμνηστεύσουν τον εαυτό τους, εγκαταλείποντας απλούς μαχητές στην εκδικητική μανία του αντιπάλου.
Δεν υπάρχει, οπωσδήποτε, παρόμοιο προηγούμενο όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. 
Οι ηγέτες ενός νικημένου στρατού υπογράφουν μία συμφωνία βάσει της οποίας αμνηστεύονται οι ίδιοι ενώ οι απλοί στρατιώτες που πολέμησαν και μάτωσαν «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» παραδίδονται ανυπεράσπιστοι στα έλεος του εχθρού! […]

Οι Σοβιετικοί, ενόψει της Γιάλτας και θέλοντας προφανώς να δώσουν δείγματα καλής συμπεριφοράς στους Δυτικούς, έδωσαν εντολή να υπογραφεί η συμφωνία, να παραδοθούν τα όπλα.
Και δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας συνέπεσε με τη Διάσκεψη της Γιάλτας.
Οι Σιάντος-Παρτσαλίδης, στη βιασύνη τους να εκτελέσουν αυτή την εντολή, έσπευσαν να υπογράψουν και το άρθρο 3, στέλνοντας στο σφαγείο χιλιάδες αγωνιστές.
Και έσπευσε ταυτόχρονα ο Σιάντος να κάνει τις τραγελαφικές εκείνες δηλώσεις.

Δεν ήταν όμως ο Σιάντος που μιλούσε.
Με το στόμα του Σιάντου μιλούσαν οι Σοβιετικοί.
Ήταν μία διαβεβαίωση, μία υπόσχεση στους Άγγλους ότι ο Δεκέμβρης έληξε οριστικά, ότι η μοιρασιά που έγινε στη Μόσχα τον Οκτώβρη του ’44 εξακολουθούσε να ισχύει.

Τι άφησαν όμως πίσω τους αυτές οι 33 ημέρες εμφύλιας αιματοχυσίας;
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μέρτζο («Τα 10 θανάσιμα αμαρτήματα του ΚΚΕ»):

Οι γνώμες διχάζονται.
Ο Άδ. Κύρου, επικαλούμενος επίσημα έγγραφα, αναφέρει ότι από την πλευρά των κομμουνιστικών δυνάμεων και του αμάχου πληθυσμού ο ΕΛΑΣ προκάλεσε τις ακόλουθες απώλειες σε ανθρώπους:

Νεκροί: 474 αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων και 2.117 οπλίτες, 133 αξιωματικοί της Χωροφυλακής, 143 υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής και 382 Χωροφύλακες, 52 αξιωματικοί της Αστυνομίας Πόλεων, 39 υπαξιωματικοί και 140 αστυφύλακες, 4 αξιωματικοί του Πυροσβεστικού και 5 πυροσβέστες.

Από τον άμαχο πληθυσμό εσφαγιάσθησαν 56.373 Έλληνες από τους οποίους 275 κληρικοί, 239 εκπαιδευτικοί, 120 γιατροί και 264 εργάτες και υπάλληλοι συνδικαλιστές.
Εξετελέσθη από τον ΕΛΑΣ και η μεγάλη τραγωδός Ελένη Παπαδάκη (σ.σ.: Εκτελέστηκε, κατηγορούμενη για φιλογερμανική στάση στην Κατοχή) που εμψύχωνε τον αθηναϊκό λαό στα μαύρα χρόνια της Κατοχής με τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Στον θάνατό της ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός αφιέρωσε το συνταρακτικό επιτάφιο ποίημά του «Μνήσθητί μου, Κύριε».
Απήχθησαν από τον ΕΛΑΣ 46.871 ως όμηροι, που πολλοί χάθηκαν κάτω από φρικτά βασανιστήρια.

Από την πλευρά της Αριστεράς υποστηρίζεται ότι οι αριθμοί των θυμάτων είναι απείρως μικρότεροι και μεγιστοποιήθηκαν για λόγους προπαγάνδας.
Η Αριστερά παραδέχεται πάντως ότι, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης, είχαν εξετασθή ως τις 3 Απριλίου 5.000 πτώματα από τα οποία ήσαν 1.700 νεκροί των μαχών και 1.800 εκτελεσμένοι, ενώ ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, παραδέχθηκε σε άρθρο του αμέσως ότι «Είναι αλήθεια πως μέσα στο Δεκέμβρη έγιναν υπερβασίες».
Αναφέρονται από την Αριστερά 700 νεκροί Ελασίτες και 3.500 νεκροί από τον άμαχο πληθυσμό στην Αθήνα, ενώ στον Πειραιά σκοτώθηκαν 300 Ελασίτες και 700 άμαχοι.
Συνελήφθησαν αργότερα 25.000 αριστεροί, που φυλακίσθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα.

Τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1945, στην εισήγησή του προς την 11η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ ο Γ. Σιάντος παραδέχτηκε: «Π.χ. η ομηρεία.
Είναι λάθος αριστερό.
Κάναμε λάθος να μη δεχθούμε να αφήσουμε τους ομήρους και τους δώσαμε (στους δεξιούς) την ευκαιρία να καλύψουν τα εγκλήματά τους».

Κι ο Νίκος Ζαχαριάδης, στην 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945) θα παραδεχθεί ότι «Αγριότητες έγιναν και τέτοιες έκαμαν και μέλη του κόμματος…
Περιπτώσεις όπως του Κορώνη, είτε της ηθοποιού Παπαδάκη δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά…».

Ο Γρηγόρης Φαράκος (1923-2007), ο οποίος ηγήθηκε του ΚΚΕ (1989-1991) και είχε διετελέσει και διευθυντής του «Ριζοσπάστη», στο βιβλίο του «Άρης Βελουχιώτης:
Το χαμένο αρχείο, άγνωστα κείμενα, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη», επικαλείται την μαρτυρία του Δημήτρη Καραθάνου (σελ. 78), συμπολεμιστή του Βελουχιώτη και συγγραφέα του βιβλίου του «Αντίο καπετάνιε» και η οποία αποτελεί ενός είδους «αυτοκριτικής» και απενεχοποίησης του Βελουχιώτη.

Μου αφηγήθηκε (ο Καραθάνος) ότι, κατά τη διάρκεια της κοινής τους σκληρής περιπέτειας Μαρτίου – Ιουνίου 1945, είχε μιλήσει στον Άρη για τις υπερβολές που σημειώθηκαν στον Μοριά.
Κι εκείνος αναγνώριζε ειλικρινά ότι ήταν λάθος, υπογραμμίζοντας τις πιέσεις που δεχόταν από τα τοπικά κομματικά–εαμικά στελέχη.
Ομολογώ ότι η πληροφορία (που δεν αμφιβάλλω για την ακρίβειά της) με εντυπωσίασε.

Σύντομα όμως, το ΚΚΕ θα καταπατήσει κι αυτή την συμφωνία.
Άλλωστε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης θα παραδεχτεί αργότερα, πως η συμφωνία της Βάρκιζας, δεν ήταν τίποτε άλλο, από έναν τακτικό ελιγμό με σκοπό το ΚΚΕ να κερδίσει χρόνο (υποβαθμίζοντας όμως έτσι και την βούληση της Σοβιετικής Ένωσης που παρότρυνε το ΚΚΕ προς αυτήν την κατεύθυνση) και την χαρακτηρίζει ως «εκδήλωση σύμπτυξης και ανακατάταξης των δυνάμεων» (1 Ιουλίου 1945, 12η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ).
Κάτι που θα επαναλάβει και στην 6η Ολομέλεια (1949):
«Η Βάρκιζα αποτελούσε μία υποχώρηση που θα μας επέτρεπε να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και να εξαπολύσουμε μια καινούργια επίθεση.
Ήταν ένας απαραίτητος ελιγμός».
Την ίδια στιγμή, ο ΕΛΑΣ έκρυβε τον οπλισμό του (σύμφωνα με την μαρτυρία του Ιωαννίδη, από τα 70.000 όπλα, παραδόθηκαν 46.000, απ’ τα οποία τα 25.000 ήταν έτσι κι αλλιώς άχρηστα) και χιλιάδες στελέχη του, είχαν μεταβεί στις όμορες γειτονικές χώρες για εκπαίδευση.
Παρ’ ότι το ΚΚΕ δεν είχε την -επίσημη- στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, εν τούτοις είχε την αμέριστη συμπαράσταση των βαλκανικών κομμουνιστικών χωρών και ιδιαιτέρως αυτή της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο.
Στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, θα ιδρύσει ο Ζαχαριάδης μυστικό στρατόπεδο.
Ο καπετάν Γούσιας, παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ, αναφέρει σχετικά:

Μετά την ήττα του Δεκέμβρη 1944 και τη συμφωνία της Βάρκιζας, μερικές χιλιάδες αγωνιστές καταδιωκόμενοι κατέφυγαν στις γειτονικές Λαϊκές Δημοκρατίες και συγκεντρώθηκαν στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας.
Σχεδόν όλοι ήταν μαχητές του ΕΛΑΣ και μια μεγάλη αναλογία, αξιωματικοί του ΕΛΑΣ.
Το Μπούλκες μπορούσε και έπρεπε να παίξει σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία κομματικών και στρατιωτικών στελεχών, γιατί η πλειοψηφία τους ήταν αφοσιωμένοι αγωνιστές.

Σε πλήρη σύμπνοια με το ΚΚΕ, ο Τίτο το καλοκαίρι του 1945, θα καταγγείλει την Ελλάδα για καταπίεση των μειονοτήτων.
Την ίδια καταγγελία θα κάνουν και οι Χότζα της Αλβανίας και Δημητρόφ της Βουλγαρίας.
Μετά από έναν χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, το ΚΚΕ αποφασίζει να ξαναπάρει στα χέρια τα όπλα.
Γράφει σχετικά μ’ αυτό, ο Νίκος Ζαχαριάδης («Καινούργια κατάσταση, καινούργια καθήκοντα», 1949):

Η απόφαση για την επανάληψη του ένοπλου αγώνα πάρθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1946, επέτειο της συμφωνίας τής Βάρκιζας με ρητή επίσημη βεβαίωση του Τίτο ότι θα μας δώσει ουσιαστική συμπαράσταση. Αυτό αποτέλεσε σημαίνοντα παράγοντα για την απόφαση της, χωρίς την υπόσχεση αυτή δεν θα καταφεύγαμε στον ένοπλο αγώνα.
Είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχουμε εξασφαλισμένα τα νώτα μας.

Το όργανο του ΚΚΕ, «Νέος Κόσμος», θα επιβεβαιώσει και θα επικροτήσει τη θέση αυτή του Ζαχαριάδη (Σεπτέμβριος 1952):

Όταν το Κ.Κ.Ε. το 1946, στη 2η Ολομέλεια τής Κ.Ε. έπαιρνε την ιστορική απόφαση για τον δεύτερο ένοπλο αγώνα στηρίζονταν:
α) Στο ότι στη χώρα μας αναπτύσσεται και φουντώνει η επαναστατική κρίση.
β) Ότι στα νώτα μας υπήρχαν οι λαϊκές δημοκρατίες, που αντιρόπιζαν τον αρνητικό παράγοντα της αγγλικής και κατόπιν της αμερικανικής κατοχής στην Ελλάδα.

Είναι σωστή η θέση αυτή του κόμματος;
Είναι πέρα για πέρα σωστή.
Η θέση υπολογίζει τις εσωτερικές συνθήκες τής επανάστασης και τις εξωτερικές δυνατότητες.
Για μας η ύπαρξη των λαϊκοδημοκρατικών μετόπισθεν ήταν άμεση εφεδρεία.

Στις 31 Μαρτίου 1946 είχαν προκηρυχθεί εκλογές. Το ΚΚΕ αντί επιλέξει τον δρόμο στον οποίον θα αναδείκνυε και την πραγματική του δύναμη, προτίμησε τον δρόμο της αποχής, πράγμα που προμήνυε εξελίξεις.
Κι όντως, ανήμερα των εκλογών, ο καπετάν Μπαρούτας, μέλος του ΚΚΕ, εξαπολύει επίθεση στον αστυνομικό σταθμό του Λιτόχωρου και εξολοθρεύει όλη την δύναμη. Θα επακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες επιθέσεις, έως το καλοκαίρι του 1946, που ο Ζαχαριάδης δίνει εντολή στον Μάρκο Βαφειάδη να ανεβεί στο βουνό και να συντονίσει τις διάσπαρτες ανταρτικές ομάδες. Έτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1946, ιδρύεται το «Γενικό Αρχηγείο», που τον Δεκέμβριο του 1946 θα μετονομαστεί σε «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος» (ΔΣΕ), με την συμμετοχή και Βούλγαρων, καθώς και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών. Παράλληλα ο Ζαχαριάδης ζητά την βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, μέσω του Βούλγαρου Δημητρόφ.
Ο Δημητρόφ, του διαμηνύει και τον συμβουλεύει να περιοριστεί στο πολιτικό πεδίο και την νομιμότητα, ενώ το τελικό μήνυμα που μεταφέρεται (μέσω Ιωαννίδη) στις 31 Δεκεμβρίου 1946 είναι:
«Αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να υπολογίζετε τη ζητούμενη βοήθεια.
Θα πρέπει να περιμένετε.
Δημητρόφ».
Στις 10 Ιανουαρίου 1947, ο Ζαχαριάδης αποφασίζει να στείλει προσωπική επιστολή (δημοσιεύθηκε στην «Αυγή», τον Δεκέμβριο του 1979) στον Στάλιν, ζητώντας και πάλι βοήθεια:

Αγαπητέ Σύντροφε Στάλιν!
Η Κ.Ε. του ΚΚΕ απευθύνεται σε σας με την παρακάτω παράκληση:Γνωρίζετε πως, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, ο ελληνικός λαός διεξάγει σήμερα έναν πολύ δύσκολο αγώνα ενάντια στην αγγλική πολιτική κατοχής στην Ελλάδα και ενάντια στο νεοφασιστικό καθεστώς που έχει οργανωθεί και καθοδηγείται από τους Άγγλους.
Αυτός ο αγώνας έχει βέβαια μεγάλη σημασία για το δημοκρατικό αγώνα όλων των λαών.Τις μορφές που παίρνει αυτός ο αγώνας, μια και έφτασε μέχρι την ένοπλη αντίσταση και απόκρουση, τη δείχνει τόσο ο βαθμός της σοβαρότητάς του όσο και η έκτασή του, από την άποψη της μαζικότητάς του.
Το κόμμα μας, που βρίσκεται επικεφαλής αυτού του αγώνα, έχει μπροστά του δυσκολότατα καθήκοντα, ένα από τα οποία είναι το οικονομικό πρόβλημα.
Σεις κατανοείτε τι σημασία έχει στη διεξαγωγή αυτού του αγώνα η απουσία επαρκών χρηματικών μέσων, ιδιαίτερα στις συνθήκες παρανομίας και διώξεων, που δοκιμάζει τώρα το κόμμα μας.
Σας παρακαλούμε να μας βοηθήσετε και να ικανοποιήσετε τις σοβαρότατες ανάγκες μας και ελπίζουμε πως γρήγορα θα λάβουμε την απόφασή σας γι’ αυτό το θέμα.
Με συντροφικούς χαιρετισμούςΗ Κ.Ε. του Κ.Κ. της ΕλλάδαςΟ Γραμματέας: Νίκος Ζαχαριάδης

Σύμφωνα με υπόμνημα του Ζαχαριάδη, που εστάλη στον Στάλιν μέσω Δημητρόφ, η οργανωμένη δύναμη του ΕΛΑΣ στα τέλη του 1945, είχε ως εξής:
Μακεδονία: 1.180.
Θεσσαλία: 1.400.
Στερεά: 150.
Πελοπόννησος: 150.

Ο Στάλιν τον αγνοεί και ο Ζαχαριάδης στρέφεται προς τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας, Τίτο, ο οποίος εμφανίζεται πρόθυμος να τον βοηθήσει.
Όχι όμως χωρίς ανταλλάγματα.
Ο Τίτο έθεσε τους όρους για παροχή βοήθειας στην ελληνική κομμουνιστική αντιπροσωπεία, της οποίας ηγούνταν ο Λεωνίδας Στρίγκος, ένας εκ των ιδρυτικών στελεχών του ΚΚΕ, οι οποίοι ήταν οι εξής:
1. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ να δεχθούν την συγκυριαρχία της σλαβομακεδονικής ΣΝΟΦ.
2. Τα ένοπλα ελληνικά τμήματα να ισούνται αριθμητικά με αυτά της ΣΝΟΦ, της οποίας αρχηγός ορίστηκε ο Γκότσεφ.
3. Μετά την επικράτηση του ΔΣΕ, οι περιοχές της Καστοριάς, της Φλώρινας και της Αριδαίας, θα περνούσαν στην κυριαρχία της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Τίτο διευκρίνισε, πως σε περίπτωση που δεν γίνουν δεκτοί αυτοί οι όροι, θα κλείσει τα σύνορα στους αντάρτες, που μέχρι τότε μπαινόβγαιναν ελεύθερα στην Γιουγκοσλαβία.
Ο Στρίγκος διαβίβασε τους όρους του Τίτο στον Ζαχαριάδη κι αυτός τους έκανε δεκτούς.
Για λόγους «στρατηγικής» όμως απέφυγε να ανακινήσει «μακεδονικό θέμα», καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με το κοινό λαϊκό αίσθημα και θα δυσκόλευε την πορεία του «αγώνα» («Το “κατηγορώ” των νεκρών της Ναούσης», κεφ. «Στρίγκος-Τίτο», Δημήτριος Θεοχαρίδης).

Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, ο Ζαχαριάδης δεν θα παραλείψει να ευχαριστήσει με επιστολή του τον Τίτο για την βοήθειά του:

Αγαπητέ σ. Τίτο
Θεωρούμε επιτακτικό μας καθήκον να σας ευχαριστήσουμε εγκάρδια, και σας και όλη την Κεντρική Επιτροπή για τη σοβαρή βοήθεια που μας δώσατε σ’ απάντηση στην τελευταία έκκληση της Κεντρικής μας Επιτροπής, όπως και για όλη τη βοήθεια που μας δίνει το αδελφό γιουγκοσλαβικό κόμμα.
Η βοήθεια αυτή έρχεται σε στιγμή νέας εντατικής πάλης του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία και στερεώνει ακόμα πιο πολύ τους δεσμούς ανάμεσα στους λαούς της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Εξ ονόματος της Κ.Ε. του ΚΚΕ

Τον Ιούνιο του 1947, η ανταρσία θα επισημοποιηθεί και τον Αύγουστο του ιδίου έτους, ο Βαφειάδης θα δημοσιεύσει το «Σύνταγμα της ελεύθερης Ελλάδος», σύμφωνα με το οποίο, η Ελλάδα ανακηρύσσονταν σε «δημοκρατία» που θα κυβερνιόταν από τα λαϊκά συμβούλια, κατά τα πρότυπα των σοβιέτ, με πρωτεύουσα την Κόνιτσα, την οποία προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει.
Κι ενώ ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης, θα δώσει γενική αμνηστία στους αντάρτες, το ΚΚΕ, θα κηρύξει επίσημα την επανάσταση τον Σεπτέμβριο του 1947, τασσόμενο στο πλευρό του ΔΣΕ, κι όπως ήταν επόμενο, τέθηκε εκτός νόμου.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1947, αναγγέλλεται η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» (η λεγόμενη «κυβέρνηση του βουνού»), με «πρόεδρο» τον Μάρκο Βαφειάδη.
Ταυτόχρονα, εισέρχονται στον ελλαδικό χώρο και «συμμαχικά» ανταρτικά σώματα από τις γείτονες χώρες προς βοήθεια του ΔΣΕ.

Τα κίνητρα αυτής της κίνησης αποσκοπούσαν στην απόσχιση ελληνικού εδάφους και δημιουργία ντε φάκτο ανεξάρτητου κρατιδίου, κατ’ αρχάς στην περιοχή της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας. 
Άλλωστε η μάχη της Κόνιτσας, αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε:
Την μεταφορά της «κυβέρνησης του βουνού» στην «πρωτεύουσα» του νεογέννητου κρατιδίου, έτσι ώστε να δημιουργήσει «δίκαιο», που θα επέτρεπε την αναγνώριση από τις κομμουνιστικές χώρες και κατά συνέπεια την απροκάλυπτη στήριξη και βοήθεια.
Θα είχαμε δηλαδή μια «Λαϊκή Δημοκρατία της Δυτικής Ελλάδος» και την Ανατολική Ελλάδα, κατά τη Βόρειο και Νότιο Κορέα, ή Δυτική και Ανατολική Γερμανία.
Οι προθέσεις αυτές διαφάνηκαν σε κομμουνιστικό συνέδριο, που έλαβε χώρα στο Στρασβούργο το 1947 και στο οποίο συμμετείχε και το ΚΚΕ.


Στο σχετικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» (28 Ιουνίου 1947), παρατίθεται ο σχετικός λόγος που εκφώνησε ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, ΜιλτιάδηςΠορφυρογένης, στις 27 Ιουνίου 1947. Διαβάζουμε απ’ αυτόν το «ζουμί» του.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΔΙΑΛΛΑΞΙΑ…

Σήμερα γίνεται ολοένα πιο φανερό, ότι δίπλα στις ακούραστες προσπάθειες του ΕΑΜ και του δημοκρατικού κόσμου για λαϊκή συμφιλίωση και κατευνασμό, μόνο η αποφασιστική πολεμική επίδοση και η ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού μπορεί να εξαναγκάσει την αντίδραση να σκεφθεί σοβαρές υποχωρήσεις σαν κι αυτές που διαγράφτηκαν την άνοιξη, μα τις ματαίωσε η ξετσίπωτη αμερικανική ιμπεριαλιστική παρεμβολή.
Και η αποφασιστική πολεμική επίδοση και ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας, μπροστά στο γεγονός της αμερικανογγλικής και μοναρχοφασιστικής αδιαλλαξίας, αναγκαστικά τείνει να αποκρυσταλλωθεί και αποκρυσταλλώνεται κιόλας προς τη δημιουργία μιας λεύτερης δημοκρατικής Ελλάδας, με δική της κυβέρνηση και δική της κρατική υπόσταση.

Για ένα τέτοιο πράγμα, υπήρχαν και πριν και υπάρχουν και σήμερα, ακόμα περισσότερο, όλες οι απαραίτητες αντικειμενικές στρατιωτικές, πολεμικές, υλικές, πολιτικές, ηθικές, ψυχολογικές, μα και γεωγραφικές προϋποθέσεις.

Αν προς την κατεύθυνση αυτή είμαστε ακόμα κάπως διστακτικοί, είναι γιατί η δύναμη της λαϊκής πλειοψηφίας και η εμπιστοσύνη που μας έχει ο λαός, μας επιτρέπουν να κάνουμε υποχωρήσεις, δημοκρατικά ανεκτές και να εξαντλούμε και την παραμικρή δυνατότητα.
Από την άλλη όμως μεριά, γίνεται ολοένα και περισσότερο φανερό, ότι η αδιαλλαξία της αντίδρασης, ξένης και ντόπιας, δεν βρίσκει δισταγμούς και αναγκαστικά το υπέρτατο συμφέρον της Δημοκρατίας και της Εθνικής Ανεξαρτησίας, φέρνει προς τη δημιουργία λεύτερης Ελλάδας με δική της κυβέρνηση.

Σε όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και το επόμενο διάστημα, σημειώνονται αιματηρές συμπλοκές, ενώ στρατολογούνται βιαίως απ’ τον ΕΛΑΣ, οι άνδρες των καταληφθέντων χωριών.
Οι καταστροφές, το πλιάτσικο και κυρίως οι θηριωδίες διαδέχονται η μία την άλλη και ο τόπος γεμίζει πτώματα αθώων και αμάχων, χωρίς καμμία διάκριση ανάμεσα σε γέρους, γυναίκες και παιδιά.
Ακόμη και η υποψία συμπάθειας προς τον αντίπαλο ΕΔΕΣ, ήταν αρκετή για βασανισμούς και μαρτυρικούς θανάτους με το στίγμα του «προδότη».



Τον Ιούνιο του 1948, ο εθνικός στρατός θα πραγματοποιήσει επίθεση στον Γράμμο, που αποτελούσε προπύργιο του ΕΛΑΣ.
Μετά από άγριες και φονικές μάχες, που άφησαν πίσω τους πάνω από 12.000 νεκρούς, ο Γράμμος θα πέσει στα χέρια του στρατού, στις 21 Αυγούστου 1948.
Ο Βαφειάδης, με κάποιες δυνάμεις και οπλισμό, κατορθώνει να διαφύγει στην Αλβανία.
Τον Νοέμβριο του 1948, ο Βαφειάδης που διακρίνοντας την τελική συντριβή, πρότεινε την αποφυγή της αναμέτρησης «σώμα με σώμα» με τον εθνικό στρατό και την μετάβαση στον ανταρτοπόλεμο, καθαιρείται απ’ τον Ζαχαριάδη ως «δειλός», «προδότης», «κάθαρμα» και «χαφιές» και εξορίζεται.
Ο Βαφειάδης βέβαια, θα μπει με «δόξα και τιμή» στην ελληνική βουλή, ως βουλευτής Επικρατείας με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ, το 1989, το οποίο αναγνώρισε έτσι, την εθνική του «προσφορά».

Ο Ζαχαριάδης θα αναλάβει ο ίδιος την αρχιστρατηγία με κεντρικό σύνθημα «Το 1949, χρόνος της νίκης». Θα διαψευστεί όμως.
Τα δεδομένα δεν τον ευνοούν.
Ο ταξίαρχος του ΔΣΕ, Αλέξανδρος Ρόσιος, δίνει την εικόνα διάλυσης που επικρατούσε:
«Βοήθεια σε πολεμικό υλικό ερχόταν· πολεμιστές για να το χρησιμοποιήσουν δεν βρίσκαμε.
Υπήρχε τεράστιο πρόβλημα εφεδρειών και ο Ζαχαριάδης προσπαθούσε να το λύσει με αρπαγές παιδιών, ακόμα και γυναικών» («Καθημερινή», 28/11/1999).
Με την διακήρυξη περί «αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού», τον Ιανουάριο του 1949, προσεταιρίζεται έναν ικανό, σχετικά, αριθμό σλαβόφωνων, ενώ δεν διστάζει να προχωρήσει και στην ένταξη στον ΔΣΕ, των Αλβανών Τσάμηδων, που είχαν συνεργαστεί στην διάρκεια της Κατοχής, με τα κατοχικά στρατεύματα.
Όμως, ο ΔΣΕ ηττάται σε όλα σχεδόν τα μέτωπα.
Τον Απρίλιο του 1949, ο Ζαχαριάδης καλείται στη Μόσχα.
Στο ΚΚΕ, περιμένουν την επιστροφή του με αγωνία. Ενώ προσδοκούν ευχάριστα νέα, δέχονται μια ψυχρολουσία.
Γράφει σχετικά ο Γούσιας (Γεώργιος Βοντίτσος) στο βιβλίο του «Οι αιτίες για τις ήττες, τη διάσπαση του ΚΚΕ και της Ελληνικής Αριστεράς»:

Στις 19 Απρίλη γύρισε ο Ζαχαριάδης.
Εγώ βρισκόμουν στα τμήματα και γύρισα στο Σταθμό του Γενικού Αρχηγείου τα ξημερώματα.
Μόλις είχα ξαπλώση το πρωί στις 20 Απρίλη, ήρθε και με ξύπνησε ο Μ. Παρτσαλίδης και μου είπε:
«Γιώργη, Γιώργη, μεγάλο κακό πάθαμε, ο Στάλιν έβαλε ζήτημα να υποχωρήσουμε, να σταματήσουμε τον ένοπλο αγώνα.
Γιατί έχουν πληροφορίες ότι τώρα το καλοκαίρι με το πρόσχημα επιχειρήσεων κατά του Δ.Σ.Ε., οι Αμερικανοί θα επιτεθούν και θα πάρουν την Αλβανία.
Η Σοβιετική Ένωση λόγω της διακοπής των σχέσεών της μετη Γιουγκοσλαβία, δεν μπορεί να βοηθήσει την Αλβανία, γι’ αυτό πρέπει να αποφύγουμε να τους δώσουμε αυτό το πρόσχημα».

Ακούγοντας αυτή τη θλιβερή είδηση ταράχτηκα και για πολλή ώρα δεν μπόρεσα να συνέλθω.
Αυτή η μέρα ήταν η πιο πικρή και θλιβερή μέρα της ζωής μου γιατί θα άρχιζε μια μεγάλη Οδύσσεια για μας όλους τους πολεμιστές, που λέγεται εμιγκράτσια και μας πότισε τα περισσότερα φαρμάκια.

Το πρωί στις 20 Απρίλη μαζευτήκαμε ο Ν. Ζαχαριάδης, ο Μ. Παρτσαλίδης κι εγώ.
Ο Ζαχαριάδης μας ανακοίνωσε τις συνομιλίες που είχε με τον Στάλιν και άλλα μέλη της καθοδήγησης του ΚΚΣΕ.
Του είπαν ότι η Αλβανία και η Βουλγαρία απ’ την 1η Μάη 1949 κλείνουν τα σύνορά τους και δεν μπορούμε να πάρουμε απολύτως τίποτα κι όποιος μπαίνει θα κρατείται.
Καμμιά βοήθεια δεν μπορούν να μας δώσουν γιατί έτσι θα μπορέσουν ν’ αποφύγουν τον πόλεμο με τους Αμερικανούς και την κατάληψη της Αλβανίας από τους Αμερικανούς.
Του υπέδειξαν να υποχωρήσουμε στα τέλη του Μάη και να σταματήσουμε τον πόλεμο.

Δεν μπορούσα να καταλάβω αυτή τη θέση της ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Γιατί ύστερα από 3χρονο αγώνα σκληρό, που με τα στήθια μας, νηστικοί και ξυπόλητοι δημιουργήσαμε ένα δυνατό λαϊκοεπαναστατικό στρατό, και ευνοϊκές συνθήκες, να μας εγκαταλείπουν και να μας αναγκάζουν να υποχωρήσουμε;
Όταν ο αντίπαλος έπαιρνε τεράστια βοήθεια απ’ τους Αγγλοαμερικανούς, γιατί το στρατόπεδο το σοσιαλιστικό και αντιιμπεριαλιστικό δεν έπρεπε να μας βοηθήσει; […]

Μπροστά μας έμπαινε ή να μείνουμε και να εξοντωθούμε μια και μας κλείναν τα σύνορα, ή να υποχωρήσουμε και να πάρουμε το δρόμο της εμιγκράτσιας.
Δεν είχαμε τίποτα άλλο να κάνουμε από το να πειθαρχήσουμε και να προτιμήσουμε την υποχώρηση, όσο πικρή κι αν ήταν. […]

Στις 22 Απρίλη ήρθε ο Β. Μπαρτζώτας απ’ τον Γράμμο και πραγματοποιούμε συνεδρίαση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ.
Πήραν μέρος ο Ν. Ζαχαριάδης, Γιάννης Ιωαννίδης, Μ. Παρτσαλίδης, Β. Μπαρτζώτας και ο Γούσιας.
Ο Ζαχαριάδης μίλησε για τις συζητήσεις που έκανε στη Μόσχα και το ζήτημα της υποχώρησης που του έβαλαν.
Είπε ότι όπως διαγράφτηκε η διεθνής κατάσταση, πρέπει να υποχωρήσουμε.
Δεν έχουμε άλλο δρόμο.
Πρότεινε τους τρόπους που θα πραγματοποιήσουμε την υποχώρηση τεχνικά και πολιτικά, ακριβώς όπως την πρότεινε και στην προηγούμενη σύσκεψη που κάναμε οι 3 μας.

Λίγες ημέρες αργότερα, η Μόσχα αλλάζει γνώμη κι ο Στάλιν δίνει την νέα εντολή: «Συνεχίστε!».
Γράφει σχετικά ο Γούσιας:

Μετά δυο μέρες από το φευγιό του Ζαχαριάδη από το Γράμμο, μας στέλνει τηλεγράφημα που μας πληροφορεί ότι δημιουργήθηκε νέα κατάσταση για την ώρα.
Τα μέτρα μας για υποχώρηση αναστέλλονται.
Όλα επανέρχονται όπως και πρώτα.
Μας συστήνει έντονη δράση.
Το τηλεγράφημα αυτό από πρώτη ματιά μου προκαλούσε χαρά, γιατί δεν υποχωρούμε.
Όμως παράλληλα μου προκάλεσε και βαθειά λύπη και ανησυχία.
Δεν μπορούσα να ησυχάσω.
Όλο αναρωτιόμουν που πάμε;
Τι είναι αυτό που μας λένε, πώς σκέφτονται αυτό το να εντείνουμε τη δράση;
Τα τμήματά μας στην Πελοπόννησο τα γονάτισε ο αντίπαλος με τις συνεχείς επιχειρήσεις που ενεργεί εναντίον τους από τις 19 Δεκέμβρη 1948 και αυτό από παντελή έλλειψη πυρομαχικών, γιατί ο αντίπαλος άλλαξε τον αγγλικό οπλισμό με αμερικάνικο και τα πολεμοφόδια που πέσαν στα χέρια των τμημάτων μας ήταν άχρηστα.
Στη Ρούμελη και Θεσσαλία τα τμήματά μας συνεχώς μάχονται και αντιμετωπίζουν επιθέσεις του αντιπάλου.
Πώς θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν μέτωπο και να εξασφαλίσουν τροφή σε τόσο μεγάλο τμήμα;
Στο Βίτσι και Γράμμο με τα ψίχουλα που παίρνουμε, πως θα κρατήσουμε, θα φθείρουμε και θα δώσουμε χτυπήματα για ανατροπή;

Όπως παρατηρεί ο Τάκης Λαζαρίδης:

Αυτά λέει ο Γούσιας.
Και είναι αλήθεια.
Γιατί διασταυρώνονται και μ’ άλλες πηγές.
Και γιατί δεν είχε κανένα λόγο να επινοήσει όλη αυτή την ιστορία.
Το να ομολογεί καθαρά ότι για τον εμφύλιο πόλεμο ο Στάλιν αποφάσιζε και κείνοι απλώς εκτελούσαν, δεν είναι βέβαια και τόσο τιμητικό.

Δύο είναι νομίζω τα συμπεράσματα που προκύπτουν αβίαστα.
Πρώτον, η πλήρης και απόλυτη εξάρτηση και υποταγή του Ζαχαριάδη και των στενών συνεργατών του στις οδηγίες και τις εντολές του Στάλιν.
Ακόμη και στις πιο αλλοπρόσαλλες και αντιφατικές.
Θεωρούν εντελώς φυσικό και αυτονόητο να τις εκτελούν αναντίρρητα, έστω κι αν διαφωνούν ριζικά.
Δεν τολμούν να εκφράσουν την παραμικρή διαφωνία, κάθονται μόνο και συζητούν πώς θα πραγματοποιήσουν την υποχώρηση «τεχνικά και πολιτικά».

Βλέπουν πως η συνέχιση του πολέμου δεν έχει πια κανένα νόημα, η ήττα είναι αναπόφευκτη.
Κι ωστόσο δέχονται να συνεχιστεί η άσκοπη αιματοχυσία, αφού αυτή ήταν η εντολή του Στάλιν. Υποτίθεται πως διηύθυναν τον ένοπλο αγώνα του Ελληνικού Λαού για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό.
Στην πραγματικότητα απλώς εκτελούσαν κατά γράμμα τις εντολές της Μόσχας.
Έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έτσι εκπληρώνουν το «διεθνιστικό τους χρέος».

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο Στάλιν δεν νοιαζόταν καθόλου για τη μοίρα του Ελληνικού Λαού. Κυνικός και αδίστακτος, χρησιμοποιούσε τον Εμφύλιο για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής του πολιτικής.
Τον ανοιγόκλεινε σαν φυσαρμόνικα, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής και ανάλογα με την αντίδραση που συναντούσε.
Ανιχνεύοντας κάθε στιγμή τις διαθέσεις του αντιπάλου και χαράσσοντας έτσι πιο αποτελεσματικά τη γενικότερη στρατηγική του.

Στο μεταξύ όμως ο Τίτο, που έχει έρθει σε ρήξη με τον Στάλιν, διακόπτει την βοήθεια και κλείνει τα σύνορα στο ΚΚΕ, φέρνοντάς το σε αδιέξοδο και ενώπιον της ολοκληρωτικής ήττας, η οποία επήλθε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1949, οδηγώντας τον Ζαχαριάδη, ηττημένο πλέον στον δρόμο της διαφυγής προς την Αλβανία.
Ο υπαίτιος της ήττας, για το ΚΚΕ είχε βρεθεί. Ήταν ο Τίτο που τους εγκατέλειψε.
Το τίμημα όμως, έτσι κι αλλιώς βαρύ… 50.000-100.000 Έλληνες νεκροί.
Περισσότεροι κι απ’ τους 23.000 νεκρούς στα πεδία των μαχών με τους εισβολείς του Άξονα.

Τι «γεύση» όμως αφήνει σε ανθρώπους της Αριστεράς, ο εμφύλιος σπαραγμός, που προκλήθηκε απ’ την «δίψα» του ΚΚΕ για ανάληψη της εξουσίας, με κάθε μέσο;
Πως εκτιμάται αυτός ο «αγώνας»;

Τάκης Λαζαρίδης («Ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι»):

Αγώνας, λοιπόν, για τα ανώτερα ιδανικά της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού με βιαίως στρατολογημένους χωριάτες και χωριατοπούλες 17 και 18 χρονών που αναγκάζονται με το ζόρι να πολεμήσουν, με το ζόρι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν.

Και μόνο για το λόγο αυτό, όλοι αυτοί οι καπετάνιοι και οι επίτροποι, οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι, αντί να δημοσιεύουν συγγράμματα και να καμαρώνουν για τη δράση και τα κατορθώματά τους, θα ‘πρεπε να κρύψουν το πρόσωπο από ντροπή και να κλάψουν πικρά για το αδικοχυμένο αίμα και τις συμφορές του Εμφυλίου.

Και τα Μακρονήσια, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις;
Ναι, όλ’ αυτά είναι αλήθεια και συνθέτουν μερικές από τις πιο μελανές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας. 
Εκείνοι ωστόσο που θρηνούν για τις αγριότητες του Εμφυλίου, ας μην ξεχνούν πως ο εμφύλιος είναι πόλεμος όπως όλοι οι πόλεμοι και μάλιστα πιο σκληρός και πιο ανελέητος.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι ποιος ευθύνεται για τις αγριότητες του εμφυλίου αλλά ποιος ευθύνεται για τον ίδιο τον εμφύλιο.

Ηττηθήκαμε και τις τρεις φορές όχι γιατί η ηγεσία του κόμματος έκανε λάθη, όχι γιατί στάθηκε ανίκανη να οδηγήσει στη νίκη.
Αλλά γιατί θεωρούσε πάντοτε υπέρτατο νόμο όχι το συμφέρον της πατρίδας αλλά το συμφέρον της «παγκόσμιας επανάστασης».
Χάσαμε γιατί παίζαμε με σημαδεμένη τράπουλα και το παιχνίδι ήταν χαμένο απ’ την αρχή.
Γι’ αυτό χάσαμε την εξουσία.
Και ευτυχώς που τη χάσαμε…

[Ο Λαζαρίδης, θα αποστείλει και μια επιστολή στις 11 Δεκεμβρίου του 2003 στον Κώστα Καραμανλή, όταν αυτός έπλεξε το εγκώμιο για τον Χαρίλαο Φλωράκη (γνωστό στον εμφύλιο ως «καπετάν Γιώτη»), αποκαλώντας τον «τίμιο πολιτικό» και αποδίδοντάς του «κοινωνικούς αγώνες»:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Δυσκολεύτηκα πολύ να διαβάσω στον χθεσινό τύπο και να καταλάβω τον διθύραμβο και τα εγκώμια που πλέξατε στον κ. Χαρίλαο Φλωράκη για τους “τίμιους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες” που έδωσαν ο ίδιος και το κόμμα του.
Τρεις φορές χρειάστηκε να σκουπίσω τα γυαλιά μου αμφιβάλλοντας αν με γελούν τα μάτια μου ή με προδίδει η αργόστροφη, λόγω ηλικίας, σκέψη μου.
Τελικώς, μετά από κοπιώδη προσπάθεια, κατάλαβα ότι, πράγματι, αποτίετε φόρο τιμής στον αδικημένο κ. Φλωράκη, ο οποίος “πρόσφερε πολλά και πήρε λίγα”.
Ως απλός οπαδός της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης, δικαιούμαι νομίζω να τύχω εκ μέρους σας μιάς απαντήσεως στο απλό ερώτημα: Γιατί είναι άξιος τιμής ο κ. Φλωράκης; Ποιές ακριβώς υπηρεσίες προσέφερε στην πατρίδα;
Από όσα γνωρίζω ο κ. Φλωράκης διέπρεψε στον Εμφύλιο ως καπετάνιος μεραρχίας του “Δημοκρατικού Στρατού”.
Έλαβε μέρος, μεταξύ των άλλων, στην επιχείρηση κατά του Καρπενησιού, στην λεηλασία της πόλης, στην εκτέλεση αθώων κατοίκων της και στην βίαιη στρατολογία πολλών άλλων.
Γνωρίζω επίσης ότι εν συνεχεία ο κ. Φλωράκης φοίτησε σε ανώτατη ρωσική στρατιωτική σχολή και ότι του απενεμήθη ο βαθμός ανωτέρου αξιωματικού του σοβιετικού στρατού.
Του στρατού που κατέπνιγε τις λαϊκές εξεγέρσεις στις χώρες του πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού” και στήριζε την στυγνή δικτατορία των Μπρέζνιεφ – Αντρόπωφ και σία.
Γνωρίζω τέλος ότι μετά την Μεταπολίτευση ο κ. Φλωράκης, ως ηγέτης του ΚΚΕ, αγωνίστηκε με πάθος κατά της ένταξης της χώρας μας στην Ε.Ε. και υπέρ του εγκλωβισμού της, με “ειρηνικά” αυτή την φορά μέσα, στη σοβιετική στρούγκα. Την μετατροπή της δηλαδή σε σοβιετικό προτεκτοράτο, κατά τα πρότυπα της Αλβανίας, Βουλγαρίας κ.λπ.
Είναι “τίτλοι τιμής” αυτοί για τους οποίους πρέπει να τιμάται ο κ. Φλωράκης;
Μήπως υπάρχουν και άλλοι που δεν είναι ευρύτερα γνωστοί και τους οποίους γνωρίζετε μόνον εσείς και οι συνεργάτες σας;
Δεν θα έπρεπε να τους μάθουμε και εμείς οι απλοί Έλληνες πολίτες;
Δεν σας κρύβω επίσης κ. Πρόεδρε ότι από χθες με κατατυραννεί ένα βασανιστικό δίλημμα: καλώς ή κακώς εγώ ο παλιός αριστερός (και πιστεύω πολλοί άλλοι σαν και μένα) απεχώρησα από το ΚΚΕ και προσχώρησα στην φιλελεύθερη παράταξη, καταγγέλοντάς το για την ανεύθυνη και τυχοδιωκτική πολιτική του που είχε τόσο βαρύ ανθρώπινο και υλικό κόστος για τη χώρα;
Αφού, κατά την εκτίμησή σας, οι αγώνες που διεξήγαγε και διεξάγει το ΚΚΕ είναι επωφελείς για την Πατρίδα και αξίζουν κάθε τιμής και επαίνου, μήπως θα πρέπει, συντετριμμένος πλέον, να δηλώσω και πάλι “λάθος” και να επιστρέψω ικέτης κοντά στον κ. Φλωράκη και το ΚΚΕ; Μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε μία συμβουλή επί του πρακτέου;
Με την προσήκουσα τιμή,
Τάκης Λαζαρίδης».]

Λεωνίδας Κύρκος («Καθημερινή», 3 Δεκεμβρίου 2006):

[…] Όλοι αυτοί, ας μην τους πω όλους, ήταν περιτρίμματα.
Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία, γραμματέας της νεολαίας κ.τ.λ.
Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν.
Κι όμως εκείνη την εποχή, σας επαναλαμβάνω, τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες. […]

Κορνήλιος Καστοριάδης («Επα­ναστατικό κίνημα σήμερα»):

Αν το ΚΚΕ νικούσε το Δεκέμβρη δεν επρόκειτο «να σώσει το αστικό καθεστώς», ούτε να μοιράσει την πραγματική εξουσία με την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους.Θα τους εξοβέλιζε γρήγορα ή αργά, απότομα ή βαθμιαία.Η Λαϊκή Δημοκρατία (με πεντακόσια εισαγωγικά, γιατί ούτε λαϊκή είναι, ούτε δημοκρατία, αλλά δικτατορία του ΚΚ) θα αρχίσει φυσικά με μορφή «συνασπισμού» κυβερνητικού, όπου το ΚΚ θα είχε πλάι του διάφορα τεχνητά πολιτικά κατασκευάσματα, τους «αριστερούς αγροτικούς»,«φωτισμένους φιλελεύθερους», «λαϊκοδημοκρατικούς μοναρχικούς»,«προοδευτικούς παλαιοημερολογίτες»,«ριζοσπαστικούς ελληνοχριστιανούς» κ.λπ., για καμουφλάρισμα, κατασκευάσματα διευθυνόμενα από συνειδητές ή μη συνειδητές μαριονέττες του ΚΚ Ξέρουμε ότι τέτοια κατασκευάσματα υπήρχαν ήδη.Κάτω απ’ αυτήν την κυβέρνηση, όπου το ΚΚ. μόνο, θα κατείχε μια πραγματική δύναμη, τον αντάρτικο στρατό, θα κατελάμβανε όλες τις καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, στη διοίκηση, στην παραγωγή, στα συνδικάτα, στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, κ.λπ.Μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα πρόσφορα οργανωμένες «εκλογές» θα προσέφεραν την πανηγυρική και ενθουσιώδη επιδοκιμασία του λαού στη δημιουργημένη κατάσταση.Αν αυτή η εξέλιξη δεν πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη διεθνή μοιρασιά των ζωνών επιρροής ανάμεσα στους Αγγλοαμερικάνους και τους Ρώσους.Αντίθετα πραγματοποιήθηκε σ’ όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είτε με τη βοήθεια (πάντα έμμεση) του ρωσικού στρατού, είτε και χωρίς τέτοια βοήθεια όπως στη Γιουγκοσλαβία (και, φυσικά, σε μια άλλη παράλληλα και σε πολύ πιο σημαντική έκταση στην Κίνα).Σε όλες αυτές τις χώρες τα καθεστώτα που δημιουργήθηκαν αντιστοιχούσαν και αντιστοιχούν στην ολοκληρωτική εξουσία των ΚΚ.

Και ο Χρήστος Σαρτζετάκης, που έχει δεχτεί κατά το παρελθόν την εκτίμηση της Αριστεράς, λόγω της στάσης του στην περίοδο της δικτατορίας (υπόθεση Λαμπράκη) και με την ψήφισή του ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας:

…ἐνῷ οἱ ἄλλοι Εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ ἐπεδίδοντο εἰς τὸ ἔργον τῆς ἀνορθώσεως τῶν χωρῶν των ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ 2ου παγκοσμίου πολέμου, ἐδῶ τὸ Κ. Κ. Ε. προεκάλεσε νέα πολλαπλάσια τοῦ πολέμου ἐκείνου δεινά, μὲ δεκάδας χιλιάδας θυμάτων καὶ τεραστίας ὑλικὰς καταστροφάς∙ καὶ μὲ μελανωτέραν σελίδα τὸ κατάπτυστον παιδομάζωμα.
Οἱ ἔχοντες ἑλληνικὴν παιδείαν γνωρίζουν, ὅτι ὁ «πόλεμος» κυριολεκτεῖται μόνον ἐπὶ διαμάχης μετὰ ξένων, ποτὲ μετὰ ὁμοφύλων, πολέμιοι εἶναι μόνον ξένοι καὶ ὁ πόλεμος μόνον μὲ ξένους διεξάγεται, ἐνῷ ἡ διαμάχη καὶ ἀντιπαράθεσις πρὸς ὁμοφύλους ὀνομάζεται «στάσις».Καὶ ἡ στάσις αὐτὴ ἔχει ὄνομα. Τὸ ἀντλεῖ ἀπὸ τὶς κείμενες διατάξεις τῆς Ποινικῆς νομοθεσίας.Ἡ ἀπόπειρα βιαίας μεταβολῆς τοῦ πολιτεύματος τῆς χώρας (ὅπως ἐν προκειμένῳ ἀπὸ ἐλευθέρου δημοκρατικοῦ εἰς καταπιεστικὸν κομμουνιστικόν) συνιστᾷ τὸ κακούργημα τῆς ἐσχάτης προδοσίας [ἄρθρον 123 § 2 τοῦ προϊσχύσαντος μέχρι καὶ τοῦ 1950 Ποινικοῦ Νόμου, ἄρθρον 134 § 1 Β β τοῦ ἰσχύοντος Ποινικοῦ Κώδικος].Ἡ ἐπιχείρησις βιαίας ἀποσπάσεως ἐδάφους ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν κράτος (ὅπως ἐν προκειμένῳ τῆς Μακεδονίας μας) συνιστᾷ τὸ κακούργημα τῆς προδοσίας (ἐπιβουλῆς τῆς ἀκεραιότητος) τῆς χώρας [ ἄρθρον 123 § 4 Ποινικοῦ Νόμου, ἄρθρον 138 § 1 Ποινικοῦ Κώδικος ].Ἡ δὲ συμφωνία ἢ ἕνωσις μὲ ἄλλους (ἕνα ἢ περισσοτέρους) πρὸς διάπραξιν συγκεκριμένων κακουργημάτων (ὅπως τὰ προκείμενα) συνιστᾷ τὸ ἔγκλημα τῆς συμμορίας [ἄρθρον 57 Ποινικοῦ Νόμου, ἄρθρον 187 § 1 Ποινικοῦ Κώδικος]. Καὶ ἂς προστεθῇ ἐδῶ, ὅτι δὲν πρόκειται περὶ ἰδιαιτερότητος τῆς Ἑλληνικῆς Ποινικῆς Νομοθεσίας, παλαιᾶς καὶ ἰσχυούσης.Διότι τὰ ἴδια ἐγκλήματα μὲ τοὺς ἰδίους χαρακτηρισμοὺς καὶ τὰς ἰδίας αὐστηρὰς κυρώσεις προβλέπουν καὶ αἱ ξέναι ποινικαὶ νομοθεσίαι, ὅλων τῶν πολιτισμένων χωρῶν. Ἐθνοπροδόται καὶ προδόται τῆς χώρας, λοιπόν, καὶ συμμορῖται ὑπῆρξαν, κατὰ τὸν μόνον δυνατὸν καὶ ἐπιστημονικῶς ἀκριβῆ χαρακτηρισμόν, οἱ ἀποτελέσαντες τὸν ψευδώνυμον «Δημοκρατικὸν Στρατόν».Ἑπομένως καὶ ὀρθότατα ἐχαρακτηρίζοντο ἀνέκαθεν ὡς «συμμορῖται» καὶ ἐγίνετο λόγος συνεκδοχικῶς περὶ «συμμοριτοπολέμου», ἐξ αἰτίας δὲ τῆς ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸ Κ.Κ.Ε. ποδηγετήσεώς των, περὶ «κομμουνιστοσυμμοριῶν» καὶ «κομμουνιστο-συμμοριτοπολέμου».

Το παιδομάζωμα

Το παιδομάζωμα, ή «παιδοσώσιμο» όπως αρέσκεται να το αποκαλεί το ΚΚΕ (χωρίς ωστόσο, ν’ αλλάζει δραματικά η ουσία), ως αντίβαρο του «παιδοφυλάγματος» και των παιδουπόλεων της βασίλισσας Φρειδερίκης (που ανεξαρτήτως κινήτρων [προστασία ορφανών πολέμου και παιδιά απόρων οικογενειών, με επιπλέον ή και κύριο σκοπό την αποτροπή στρατολόγησής τους στον κομμουνιστικό στρατό], κατέληξε, εν μέρει, στην πορεία, και σε ένα εμπόριο υιοθεσιών, νομίμων και μη, αλλά και σε ένα ακροατήριο βασιλικής προπαγάνδας), αποτελεί μια από τις μελανότερες σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας και σίγουρα μια απ’ τις μαύρες σελίδες του ΚΚΕ.

Ήταν 4 Μαρτίου 1948, όταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ, «Ελεύθερη Ελλάδα», η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» θα μεταδώσει την ακόλουθη ανακοίνωση:

Στο τελευταίο Βαλκανικό Συνέδριο των Νέων, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, μετά από πρόταση του Έλληνα αντιπροσώπου, αποφασίσθηκε ομόφωνα από όλους τους αντιπροσώπους των δημοκρατικών χωρών, να ενδιαφερθούν και να δώσουν βοήθεια σε 12.000 παιδιά από την Ελλάδα.
Τα παιδιά αυτά είναι ηλικίας 3-15 ετών.
Αυτά θα μεταφερθούν στις γειτονικές δημοκρατικές χώρες, όπου θα τους παρασχεθεί βοήθεια και εκπαίδευση.
Για κάθε 25 παιδιά θα υπάρχει μια δασκάλα η οποία θα τα φροντίζει.

Λίγες ημέρες πριν, ελληνική κυβέρνηση, στις 27 Φεβρουαρίου 1948, υπέβαλε αγωγή στην Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια, με την οποία κατήγγειλε «ότι Ελληνόπουλα μετακινούνται διά της βίας από τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κρατούνται στις χώρες αυτές. […]
Πράκτορες του ‘‘στρατηγού’’ Μάρκου έχουν αρχίσει απογραφή παιδιών, ηλικίας 3 έως 14 ετών, στη Βόρεια Ελλάδα…»
(«Το “παιδομάζωμα” κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο» – Έρευνα Παντείου Πανεπιστημίου [Ελένη Παπαγεωργίου]).

Την εποπτεία της επιχείρησης αυτής που έφερε τον τίτλο «Επιτροπή Βοηθείας του Παιδιού», θα αναλάβει ο γιατρός καρδιολόγος Πέτρος Κόκκαλης (πατέρας του επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη), ως «υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας».
Τα κίνητρα όμως του παιδομαζώματος, δεν είχαν και τόση ανθρωπιστική βάση, λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα της εποχής και ειδικότερα, την κατάσταση που επικρατούσε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Νικόλαος Μαραντζίδης (επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας) αναφέρει σχετικά («Καθημερινή», 9-3-2008):

[…] Υποστηρίχθηκε από το ΚΚΕ πως στόχος της επιχείρησης υπήρξε η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου.
Υποστηρίχθηκε, επίσης, πως τα παιδιά δόθηκαν εθελοντικά από τους γονείς τους.
Τα παραπάνω επιχειρήματα δεν ευσταθούν.
Επρόκειτο για μια αμυντική επιχειρηματολογία απέναντι στις καταγγελίες της κυβέρνησης της Αθήνας που υποστήριζε πως τα παιδιά «απήχθησαν βιαίως» με σκοπό τον αφελληνισμό τους.

Η απόφαση της μετακίνησης των παιδιών στηρίχθηκε σε στρατιωτική και όχι ανθρωπιστική λογική.
Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών.
Από τα μέσα του 1947, η στρατολογία γίνεται βίαια.
Η εθελοντική κατάταξη στο ΔΣΕ δεν έφτανε ούτε το 10%.
Από ένα σημείο και μετά, οι αντάρτες δεν έβρισκαν άνδρες στα χωριά να στρατολογήσουν.
Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των γυναικών που στρατολογούνται αυξάνεται δραματικά.
Από την άνοιξη του 1949, οι γυναίκες αποτελούν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών στις μονάδες του ΔΣΕ.
Αυξάνεται επίσης ο αριθμός των ανηλίκων μαχητών. 
Το 1949, ένας στους πέντε μαχητές του ΔΣΕ ήταν σίγουρα 18 ετών και κάτω.
Το ΚΚΕ αποφασίζει να μετακινήσει τα παιδιά προκειμένου οι γονείς τους (κυρίως οι μάνες) να μπορούν να πολεμήσουν στις γραμμές του.
Επιπλέον, με τα παιδιά «μέσα», οι γονείς δεν μπορούσαν φυσικά να λιποτακτήσουν από τις γραμμές του ΔΣΕ.
Οι λιποταξίες ήταν μια πληγή που μάστιζε το ΔΣΕ και η ηγεσία του σκεφτόταν διαρκώς τρόπους να την εμποδίσει.

Κάποια από τα μεγαλύτερα παιδιά επέστρεψαν με το όπλο στο χέρι προκειμένου να πολεμήσουν με το ΔΣΕ στην τελευταία φάση αυτού του πολέμου.
Ποιος είναι ο ακριβής αριθμός αυτών των παιδιών δεν γνωρίζουμε, ούτε πόσα από αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χώρο και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία.
Παραμένουν θέματα ταμπού.
Όπως δεν γνωρίζουμε πόσα παιδιά χάθηκαν στο δρόμο, πεθαίνοντας από κακουχίες, το κρύο ή τους βομβαρδισμούς. […]

Ο Γεώργιος Μανούκας, ο οποίος υπήρξε ένας εκ των υπευθύνων των επιχειρήσεων του παιδομαζώματος, περιγράφει τις φάσεις του σχεδίου («Το παιδομάζωμα»):

Με σπουδή η ψευτοκυβέρνησις εκινητοποίησε όλα τα πολιτικά στελέχη σε όλα τα χωριά που ημπορούσαν να ελέγξουν.
Στα χωριά που δεν ημπορούσαν να πάνε διότι τα ήλεγχε ο στρατός, έστειλαν μυστικές εντολές σε φανατικούς κομμουνιστές να καταγράψουν τα παιδιά και να καταστρώσουν σχέδιον αρπαγής.
Μία πρωτοφανής προπαγάνδα άρχιζε σε όλα τα χωριά. 
Τίποτε δεν ηκούετο παρά μόνο η υπόθεσις των παιδιών.

Οι κάτοικοι αναστατώθηκαν μόλις πληροφορήθηκαν από στόμα σε στόμα την απαίσια απόφασι.
Ένας γενικός φόβος και ένας πανικός κατέλαβε τον κόσμο. Έλεγαν οι άνθρωποι:
«Ως τώρα μας έπαιρναν τα μεγάλα παιδιά και κορίτσια και τα έκαμαν αντάρτες.
Τώρα θέλουν και τα μικρά».

Aι υποσχέσεις των κουκουέδων έδιναν κι έπαιρναν: «Θα σώσουμε τα παιδιά από βέβαιο θάνατο», 
«Παραδεισένια ζωή τα περιμένει εκεί που θα πάνε». 
«Γρήγορα θα ελευθερωθούμε και θα επιστρέψουν τα παιδιά αγνώριστα». […]

Φόβος και τρόμος συνέχει τα γυναικόπαιδα από διαδόσεις των συμμοριτών ότι ο «μοναρχοφασισμός» θα ρίψη προσεχώς ατά χωριά «δηλητηριώδη αέρια…καί ατομικές βόμβες»!
Οι κάτοικοι των χωριών βρίσκονται σ’ αναστάτωσι. 
Από τη μια μερικό φόβος και η τρομοκρατία, από την άλλη η πολεμική ατμόσφαιρα περί επικειμένων συγκρούσεων, βομβαρδισμών, καταστροφής.
Υπεράνω όλων όμως ο φόβος απ’ τούς χαρακτηρισμούς,«μαύρος», «πράκτωρ», «προδότης». […]

Μέσα σε σπαρακτικές σκηνές των μανάδων άρχισε το έγκλημα της αρπαγής.
Στο τέλος Φεβρουαρίου (1948) έγινε προκαταρκτική συγκέντρωσις παιδιών από χωριά που ελέγχοντο απ’ τον στρατό.
Τα παιδιά αυτά ωδηγήθησαν προς την συμμοριτοκρατουμένη ζώνη και ύστερα από καλά προσχεδιασμένο δρομολόγιο,ενώθηκαν με άλλες φάλαγγες παιδιών και άρχισε η γενική έξοδος απ’ την Ελλάδα προς το Παραπέτασμα.

Την 1η Μαρτίου 1948 άρχισε η έξοδος. Είχε εκδοθή διαταγή από την «Π.Δ.Κ.» να τελείωση μέσα σε 10-15 ήμερες.
Οι αιματοβαμμένοι κομμουνιστές, πρωτοστάτησαν δίδοντες πρώτοι το παράδειγμα στην παράδοσι των παιδιών.
Σε πάρα πολλά μέρη η αρπαγή είχε πάρει χαρακτήρα μάχης.
Παιδιά που ήταν σε χωριά που ήλεγχε ο στρατός, έβγαιναν τη νύχτα με επιχειρήσεις των συμμοριτών. 
Είχαν ειδοποιηθή όλα τα συμμοριακά τμήματα να προστατεύουν τις φάλαγγες των παιδιών.
Μπροστά, πίσω και στα πλάγια, πήγαιναν συμμορίτες.
Στη μέση τα παιδιά.
Ανάμεσά τους οι μάνες με τα μωρά στα χέρια.
Αυτές διετάχθησαν να φθάσουν ως τα σύνορα με τα μωρά στην αγκαλιά και εκεί να τα παραδώσουν στις «ομάδες προωθήσεως».
Πολλά παιδιά διέφυγαν απ’ τις φάλαγγες, γι’ αυτό είχαν ληφθή μέτρα «συνοδείας».

Αι «πύλαι εισόδου» στις χώρες του Παραπετάσματος (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία) είχαν κανονισθή εκ των προτέρων.
Σε συνεννόησι με τους αντιπροσώπους του Κ.Κ.Ε. και αντιπροσώπους των ανωτέρω χωρών είχε κανονισθή και ο τρόπος παραλαβής των παιδιών.
Όταν αυτά έμπαιναν στην ξένη χώρα, οι πόρτες ήταν ανοικτές.
Στις εισόδους των συνόρων δεν υπήρχε κανένας στρατιώτης φύλακας.
Ήταν σχεδιασμένα έτσι, ώστε να φαίνεται, ότι τα παιδιά… «καταδιωκόμενα από αεροπλάνα και τρομαγμένα… ξεχύθηκαν ατά σύνορα» και έμπαιναν μέσα στις ξένες χώρες κύματα—κύματα.

Αυτό το απαίσιο σχέδιο είχαν καταστρώσει διά να το προβάλουν σαν όπλο δικαιολογίας στους ξένους.
Πως τάχα έμπαιναν τα παιδιά σα φοβισμένο κοπάδι από το «κυνηγητό των αεροπλάνων»!

Ως τις «πύλες εισόδου» έφθαναν και μερικοί γονείς εκτός από εκείνους που έφερναν στην αγκαλιά τα μωρά!
Ήθελαν να συνοδεύσουν τα παιδιά τους ως το τελευταίο ελληνικό σημείο!

Ποτέ δεν είδα δραματικότερη στιγμή από εκείνη του αποχωρισμού των παιδιών απ’ τους γονείς των!
Δεν ημπορούσα να κοιμηθώ επί 15 ήμερες που διήρκεσε το δράμα αυτό, απ’ τη συγκίνηση που δοκίμαζα.
Τα παιδιά, έφθαναν κατά εκατοντάδες, κατατσακισμένα κυριολεκτικώς απ’ τις πολυήμερες κακουχίες.
Αρκετά ήσαν άρρωστα!
Οι γονείς κατησπάζοντο μια, δύο…χίλιες φορές, τα παιδάκια τους.
Ξεκινούσαν να γυρίσουν αφού το κατατυραννούσαν με τα αγκαλιάσματα και τα φιλήματα, μα ξαναγύριζαν και φώναζαν: «Σταθείτε να ξαναφιλήσουμε τα παιδιά μας!».
Παρέες παρέες οι γυναίκες, μάνες, στεκόταν βουβές, άλλες μοιρολογούσαν ως που να απομακρυνθούν τα κάρα με τα μαύρα καραβάνια.
Σε όλους τους λόγγους αντηχούσαν γοερές κραυγές! […]

Είναι γεγονός αναμφισβήτητον, ότι τα στοιχεία του φόβου, του τρόμου, των εκβιασμών, της αρπαγής και των δολοφονιών απ’ τους συμμορίτες, είναι εκείνα που επέδρασαν στον λαό της Ηπείρου, της Μακεδονίας και τής Θράκης, αλλά και άλλων περιοχών τής Ελλάδος και απεσπάσθησαν τά Ελληνόπουλα απ’ τή μητέρα Ελλάδα και ευρέθησαν στο Παραπέτασμα.

Διότι, ερωτώμεν :
Ποιά Ελληνίδα μάνα, ποια κακούργα μάνα θα δεχόταν να παραδώση το παιδί της «ευχαρίστως» στην αγκαλιά μιας ξένης νταντάς έξω τής Ελλάδος, μιας Αρβανίτισσας λ.χ. ή μιας Βουλγάρας;
Κ α μ μ ί α !

Και όμως ευρέθησαν άνθρωποι -ποιοί άλλοι απ’ την ηγεσία του Κ.Κ.Ε.- οι οποίοι το δράμα της αρπαγής των παιδιών, εχαρακτήρισαν ως «χαράν, και πανηγύρι, ως λαχτάραν και ανυπομονησία των μανάδων» να παραδώσουν τα παιδιά τους στις ξένες νταντάδες!

Ιδού τι «κατήγγειλε» η Ζαχαριάδου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. σ’ ένα παγκόσμιον συνέδριον γυναικών στην Ουγγαρία:
«Οι δολοφόνοι των χιλιάδων παιδιών της Ελλάδας άρχισαν και χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και να σηκώνουν καπνούς συκοφαντίας.
Ταυτόχρονα για να σταματήσουν τους γονείς που με λαχτάρα ζητούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες, άρχιζαν το φοβερό παιδομάζωμα με επικεφαλής την βασίλισσα Φρειδερίκη…».

Ο Γεώργιος Μανούκας, συνεχίζει, υποστηρίζοντας επιπλέον, ότι ένας απ’ τους σκοπούς ήταν και ο αφελληνισμός των παιδιών, που θα δημιουργούσαν έτσι πιο εύκολα έναν στρατό γενίτσαρων, κατά τα τουρκικά πρότυπα του παρελθόντος:

Τό ΚΚΕ στην προσπάθειά του να συγκαλύψη το βδελυρόν έγκλημα, επεχείρησε να παρουσίαση το έργο του αυτό ως πράξιν «θεάρεστον», την δε ενέργειάν του έθνους να σώση τα εναπομείναντα παιδιά από την αρπαγήν, ως «Παιδομάζωμα το οποίον ενεργούν οι μοναρχοφασίστες με επικεφαλής τη… Βασίλισσα Φρειδερίκη!».

Η σκοτεινή πρόθεσις στο σχέδιο του παιδομαζώματος δίνει τον χαρακτήρα ειδεχθούς εγκλήματος από το σημείο που το ΚΚΕ αποβάλλοντας τη μάσκα φανέρωνε, το βρωμερό του προσωπείο, όταν ύστερα από έναν χρόνο απ’ την αρπαγή τους, ωδήγησε απ’ το παραπέτασμα παιδιά 15 χρονών στη σφαγή του πολέμου, στον πόλεμο κατά της Πατρίδος τους.
Είναι οδυνηρότατο και προκαλεί αποτροπιασμό σε κάθε ελληνική συνείδησι, αλλά και σε οποιαδήποτε συνείδησι πολιτισμένου ανθρώπου, το ότι ανάμεσα στα πτώματα των συμμοριτών, ευρέθησαν και πτώματα παιδιών 15 χρονών, από εκείνα τα όποια απήγαγαν οι βάρβαροι στις χώρες τους, διά να τα «περιθάλψουν», όπως ισχυρίσθησαν και να τα «σώσουν» απ’ τις φρικαλεότητες του πολέμου!
Και έπειτα τα έφεραν κρυφά στην Ελλάδα να πολεμήσουν!

Δυστυχώς το δράμα των παιδιών δεν έκλεισε με τη συντριβή του συμμοριτισμού.
Ίσως ακριβώς τότε άρχιζε!
Άρχισε με εντατικήν προπαγάνδαν και σατανικό σύστημα η αλλοίωσις της εθνικής τους συνειδήσεως, η δημιουργία σλαβικών ψυχών σε ελληνικά κορμιά. […]

Εσύρθησαν τα παιδιά στις χώρες του Παραπετάσματος!
Και τα παιδιά αυτά ήσαν παιδιά καθαρά παιδιά Ελλήνων.
Και βρέθηκα στο Βελιγράδι, όταν με διόρισαν επιθεωρητή και υπεύθυνο της Παιδείας σ’ όλο το παιδομάζωμα, ευρέθην σε εξαιρετικά δύσκολη θέσι, μπροστά στο πρόβλημα της γλώσσης των παιδιών, των αποφάσεων του κόμματος δια «δικαιώματα καταδυναστευθέντος λαού» κ.λ.π.
Και εδήλωσα αμέσως στον Κόκκαλη που ήταν τότε και «υπουργός» της Παιδείας και στον Αναστασιάδη που ήταν «πρεσβευτής» του κόμματος στη Γιουγκοσλαβίαν, ότι όλα τα παιδιά ήσαν Ελληνόπουλα και θα εδίδασκα μόνον στην Ελληνική γλώσσα αδιαφορώντας ποια γλώσσα ήθελε ο καθένας.
Μου απήντησαν ότι, «εφ’ όσον δεν είχαμε δασκάλους Σλάβους, επί του παρόντος» να τα μάθαινα ελληνικά.

Αργότερα και ενώ λειτουργούσε ένα εκπαιδευτικόν φροντιστήριον στα Καρπάθια της Ρουμανίας, μου έστειλαν οι οργανώσεις του Κ.Κ.Ε. απ’ την Ελλάδα, μια ομάδα σλαβοφώνων στελεχών, να διδάξουν την σλαβικήν γλώσσαν και «να βάλουν τις βάσεις για μια πάρα πέρα δράση εις το γλωσσικόν των σλαβοφώνων».
Επειδή βρέθηκα πάλι σε δύσκολη θέσι και δεν ημπορούσα να δώσω αυθεντική λύσι μια και βρισκόμουν πολύ μακριά απ’ την Ελλάδα, εζήτησα την γνώμη του Αποστόλου, ο οποίος, ήταν τότε «πρεσβευτής» του Κ.Κ.Ε. στη Ρουμανία.
Ο Αποστόλου με βοήθησε και δώσαμε μια προσωρινή λύσι.
Να τους αφήσουμε, να διδάξουν την σλαβική γλώσσα στους Μακεδόνες δασκάλους, σε ξεχωριστές ώρες, εκτός του φροντιστηρίου.

Αργότερα επειδή εχαρακτηρίσθη κάπως ύποπτη «η πρόθεσι» αυτών των δασκάλων της σλαβικής γλώσσης, τους τοποθετήσαμε σε μέρη, που δεν ημπορούσαν να δράσουν αμέσως.
Εν τούτοις εκκινήθησαν να δράσουν δι’ αλληλογραφίας.
Μάλιστα κατεφέροντο εναντίον μου!

Κατά τον Μάρτιον και Απρίλιον του 1949 μου έπεσε σα βόμβα στο κεφάλι μου μια πληροφορία ό,τι το Κ.Κ.Ε. με απόφασί του (Πέμπτη ολομέλεια Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. Ιανουάριος 1949) καθόρισε πλέον ότι:
«Έπαθλον των αγώνων του σλαβομακεδονικού λαού, θα είναι η πλήρης αυτού εθνική αποκατάσταση»…
Βλέπω λοιπόν, ότι το Κ.Κ.Ε. πέταξε τη μάσκα και έδιδε το δικαίωμα της «αυτονομίας» στους Έλληνες της Μακεδονίας, ως «έπαθλον των αγώνων τους!».
Και επειδή εγώ με το παιδομάζωμα βρισκόμουν στο Παραπέτασμα, «λεύτερα» και χωρίς οχλήσεις απ’ το «μοναρχοφασισμό» έπρεπε να επέλθη άμεση «αυτονομία» και στην παιδεία!
Έτσι σύμφωνα με «εσωκομματικές επεξηγήσεις» υπέστειλα την σημαίαν μου και ετοιμαζόμουν δια αλλαγήν φρουράς!
Σε λίγο κατέφθασαν αντιπροσωπείες σλαβόφωνων αυτονομιστών δια «επιθεώρηση».
Όταν με βρήκαν και επληροφορήθησαν δια την κατάστασι των παιδιών «των» με χτύπησαν στον ώμο: «Ωραία αλλά… εκεί στη γλώσσα, μας τα λέρωσες, Ρουμελιώτη, αλλά… ανηστεία (!) και γίνεσαι Μακεδόνας Ρουμελιώτη!…».
Έμεινα λοιπόν εκεί λίγον καιρό, αλλά χωρίς την λεοντήν του «Επιθεωρητού».
Μετά από λίγες ημέρες, μου ξέσπασε άλλη βόμβα στο κεφάλι.

Όταν τελείωσε η γενική περιοδεία υπέβαλα στην Επιτροπή των παιδιών γενική έκθεσι, αναφέροντας τις σπουδαιότερες παρατηρήσεις μου δια τη ζωή των παιδιών.
Ξεχωριστό λόγο έκαμα δια το ηθικό των παιδιών.
Ετόνισα ιδιαιτέρως ένα πράγμα που μου έκαμε κατάπληξιν:
Ότι «πολεμικόν πνεύμα και στρατιωτική αγωγή εχαρακτήριζε σχεδόν όλους τους παιδικούς σταθμούς όλων των χωρών» του Παραπετάσματος.
Ποιος λοιπόν διοχέτευσεν αυτή τη γραμμή;

Τη διοχέτευσαν οι επιθεωρηταί και οι επιτροπές που διωρίσθησαν απ’ την κομμουνιστικήν οργάνωσιν Μπούλκες.
Είχαν «γραμμή» από το κλιμάκιον του Κ.Κ.Ε. στο Μπούλκες!
Και άρχισαν να την εφαρμόζουν από την πρώτη ημέρα που ήλθαν σ’ επαφή με τα παιδιά.
Την γραμμή αυτή είχα εντολή από τον Κόκκαλην να εφαρμόσω κι εγώ!

«Θα προσέξης ιδιαιτέρως, μου ετόνισεν ο Κόκκαλης στο Βελιγράδι, κατά την εκεί συνεδρίασίν μας, να καλλιεργηθούν συνθήκες ώστε να αναπτυχθή ο επαναστατικός παλμός των παιδιών, πράγμα που δεν θα αφήση τα παιδιά να ξεχάσουν τον αγώνα…»

Είχαμε εντολή να καλλιεργούμε τον «επαναστατικό παλμόν». Να κάμωμεν τα παιδιά να «ανάψουν», να διψάνε δια πόλεμο και δια αίμα!
Ξεχάσαμε εκείνο που είπαμε στους γονείς όταν τα πήραμε.
«… θα στείλουμε τα παιδιά στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες, να ζήσουν ήσυχα, να μην ακούνε τα αεροπλάνα του Τρούμαν, να κάνουν τον περίπατό τους ήσυχα, να χαίρονται τη ζωή τους, χωμένα μέσα στην καλοπέραση απ’ τα μέσα που τα περιμένουν στις λαϊκές δημοκρατίες!…».

Να, σε ποια κατάστασι βρήκα τα παιδιά ύστερα από 3-4 μήνες από την ημέρα που έφυγαν απ’ την πατρίδα τους (σημειώσεις απ’ το ημερολόγιό μου):
«Ταχτοποιήθηκαν» τα παιδιά στις χώρες μα φάνηκαν αμέσως μαχητικές εκδηλώσεις.
Ουρανομήκεις ζητωκραυγές υπέρ του Κ.Κ.Ε. και των ηγετών του, υπέρ του Στάλιν, Δημητρώφ, και των αρχηγών των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων!
Διακεκομμένες φωνές αντηχούσαν στον αέρα: «Στά—λιν, Τι—το, Δη—μη—τρώφ, Ζα—χα—ρι—ά— δης, Χό—τζα…».
Μικρά παιδιά που δεν ημπορούσαν να αρθρώσουν λέξι ή που δεν έφθανε η φωνή τους, μάθαιναν να σηκώνουν τη γροθιά και να την κινούν ρυθμικά, όταν άλλοι εζητωκραύγαζαν υπέρ των αρχηγών των κομμουνιστικών κομμάτων.

Κάθε κίνησις ομάδων παιδιών στα γύρω των παιδικών σταθμών μέρη, στην πόλι ή στους περιπάτους, έπρεπε να γίνεται με βήμα και να συνοδεύεται με επαναστατικά τραγούδια, και από καιρό σε καιρό να διακόπτουν με ζητωκραυγές.
Ο κόσμος, ο ξένος κόσμος, έμενε κατάπληκτος ακούοντας αυτές τις εκδηλώσεις. Εσχημάτιζε την εντύπωση ότι οι παιδικοί σταθμοί δεν ήσαν κέντρα παιδικά, αλλά στρατώνες!

Μέσα στους θαλάμους διαμονής είχαν αναρτηθή εικόνες των αρχηγών του Κ.Κ.Ε. και των συμμοριτών. 
Διάφορα συνθήματα επαναστατικά στους τοίχους. 
Μπροστά από κάθε φαγητό και στο τέλος, προτού κοιμηθούν τα παιδιά, προτού αρχίσουν να λένε κανένα ποιηματάκι, έπρεπε να τεντώσουν τη γροθιά και να φωνάζουν ομαδικά:
«Με τον Μάρκο -ή με τον Ζαχαριάδη- εμπρός για τη λευτεριά».
Όταν έπιαναν να γράψουν κάτι, έπρεπε να αρχίσουν έτσι:
«Για τη λευτεριά με τον Ζαχαριάδη εμπρός» και όταν τελείωναν, να κλείσουν το γραπτό τους έτσι: 
«Θάνατος στο φασισμό, λευτεριά στο λαό…».

Συγκεντρώνονταν σε μια μεγάλη αίθουσα και αυτή την ωνόμαζαν «λέσχη».
Το μάθημά τους εκεί ήταν φανταστικές περιγραφές από «καθοδηγητές» του Κόμματος των δήθεν «στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ελληνόπουλων στην Ελλάδα, που πήρε με τη βία ο μοναρχοφασιστικός στρατός και τα κάνει γενιτσάρους!». Και ότι «πεθαίνουν κατά εκατοντάδες απ’ τις στερήσεις και την πείνα!».
Εκεί εξησκούντο να ζητωκραυγάζουν ρυθμικά διάφορα επαναστατικά συνθήματα των συμμοριτών. 
Έπαιζαν θεατράκια και σκετς, προπαρασκευασμένα έτσι, που να φαίνεται «εξόντωση στρατιωτών, χωροφυλάκων και δεξιών, από αγανακτισμένους αντάρτες».
Τα παιδιά σπαρταρούσαν απ’ τα γέλια!
Απ’ τις ψεύτικες υποβολές πολλές φορές παιδάκια συγκινούντο και έκλαιγαν από το δήθεν «εξόντωμα παιδιών» τα οποία είχαν μείνει στην Ελλάδα και «δεν πρόλαβαν να φύγουν και κείνα» όπως έφυγαν αυτά και «σώθηκαν».
Και φούντωνε το μίσος των παιδιών εναντίον των «φασιστών» που ήσαν αίτιοι!
Τα μεγάλα παιδιά στην πλειοψηφία τους έφεραν δίκοχα και σχεδόν όλα, διάφορα διακριτικά συνθήματα του Κ.Κ.Ε. και του «Δ.Σ.Ε.».

Οι σταθμοί, ερυθμίσθη απ’ το Κ.Κ.Ε., να είναι μικτοί κατ’ αρχήν από παιδιά Ελληνόφωνα και σλαυόφωνα και μεταξύ τους να φωνάζουν διάφορα συνθήματα «αλληλεγγύης και ισότητας» (τότε ίσχυε η αρχή της «ισότητος των εθνοτήτων», σύμφωνα με απόφασι του Κ.Κ.Ε. Αργότερα, όταν απεφασίσθη η «αυτονομία των Μακεδόνων», τα παιδιά χώρισαν).
Μια τέτοια πολεμική αγωγή τι ημπορούσε να φέρη στα παιδιά;
Δίψα δια πόλεμο!
Και δεν άργησε να έλθη.
Ύστερα από 8-10 μήνες σχηματίσθηκαν τάγματα από παιδιά, ωδηγήθηκαν στην Ελλάδα και έλαβαν μέρος στο συμμοριτοπόλεμο.

Οι παιδικοί σταθμοί είχαν μεταβληθή σε κέντρα εκπαιδεύσεως μικρών στρατιωτών και όχι σε κέντρα χαράς.

Ειδικά στην Γιουγκοσλαβία, οι αρχές φρόντισαν να «εκμακεδονίσουν» τα Ελληνόπουλα που στέλνονταν εκεί απ’ τον ΔΣΕ (τουλάχιστον 11.000), στερώντας τους την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και διαπαιδαγωγώντας τα ως «Μακεδόνες», ενώ πολλά απ’ αυτά μεγάλωσαν σε οικογένειες των αυτοαποκαλούμενων «Μακεδόνων».

Παρ’ ότι το παιδομάζωμα καταγγέλθηκε στον ΟΗΕ και καταδικάστηκε απ’ αυτόν, όπως κι από άλλες διεθνείς οργανώσεις, κόμματα, κυβερνήσεις, μετά απ’ τον διεθνή σάλο που προκλήθηκε, το ΚΚΕ όχι μόνο υπεραμύνεται της τακτικής του, αλλά με υπόμνημα του «προέδρου» της «κυβέρνησης του βουνού», Μάρκου Βαφειάδη, λίγο πολύ, εμφανίζονται οι γονείς που κατάφεραν γλυτώσουν τα παιδιά τους απ’ την αρπαγή,…μετανιωμένοι που δεν μιμήθηκαν τους άλλους γονείς, οι οποίοι υποτίθεται ότι «οικειοθελώς» έδωσαν τα παιδιά τους στις «φιλανθρωπικές» οργανώσεις των λαϊκών «Δημοκρατιών»!
(αν και οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας, είχαν λιγότερες αντιστάσεις, σε αντίθεση με τις ελληνικές οικογένειες, που ελάχιστες έδωσαν την συγκατάθεσή τους για κάτι τέτοιο, βάσει διαφόρων κινήτρων [φόβος ενδεχόμενης άρνησης, συμπάθεια προς τους αντάρτες, προστασία των παιδιών τους από την πείνα και τους κινδύνους του πολέμου κ.ά.]).

Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις των λαϊκών Δημοκρατιών, δέχτηκαν με τη μεσολάβηση μας, να περιποιηθούν και να φιλοξενήσουν αυτά τα φτωχά θύματα των
μοναρχοφασιστικών φρικαλεοτήτων.
Και τις μέρες εκείνες ακριβώς που γινόταν απ’ τον οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών η παγκόσμια καμπάνια για το παιδί, διεξάγονταν εδώ ένα λαϊκό έργο αλληλεγγύης, δώδεκα χιλιάδες παιδιά είχαν σωθή.
Φυσικά δεν ήταν όλα τα παιδιά της Ελλάδος.
Πολλοί γονείς, είτε επειδή είχαν τα μέσα να τα θρέψουν, είτε γιατί δεν ήθελαν να τα αποχωριστούν δεν τα έστειλαν και κανένας δεν τους ανάγκασε να το κάνουν.
Άλλοι πάλι γονείς έστειλαν ένα ή δύο παιδιά και κράτησαν τ’ άλλα.
Είναι αλήθεια πως πολλοί απ’ τους τελευταίους μετάνοιωσαν που δε μιμήθηκαν τους άλλους, όταν τα αμερικανικά αεροπλάνα σκότωσαν πολλά απ’ αυτά, και η πείνα απεδεκάτιζε τα άλλα.
Το γεγονός αυτό εν πάση περιπτώσει, δείχνει πως κανένας καταναγκασμός δεν ασκήθηκε ούτε είναι δυνατόν ν’ ασκηθή. […]

Προφανώς, ο Βαφειάδης, δεν αναφέρεται στους γονείς που με λαχτάρα ξανασφίγγουν στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, που κατόρθωσαν να επιστρέψουν απ’ το Παραπέτασμα (οι φωτογραφίες από τα βιβλία «Το παιδομάζωμα» [Γεώργιος Μανούκας] και «Ο λαός ξεχνά τι σημαίνει Αριστερά» [Κωνσταντίνος Πλεύρης])…



Τα οποία παιδιά, δεν θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει και «αχάριστα» για τα «αγαθά» του κομμουνιστικού «Παράδεισου» που απέρριψαν, αν λάβει υπόψιν του την «καταπληκτική» αντίθεση της ακόλουθης φωτογραφίας:
Παιδιά ντυμένα με παλτά και σκούφους, αλλά…ξυπόλυτα.


Αν και η κομμουνιστική προπαγάνδα και η ΕΒΟΠ ( Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί), φρόντιζαν με «αυθόρμητες» φωτογραφίες μέσω των εντύπων τους, να δίνουν μια συνολική ειδυλλιακή εικόνα για την ζωή των παιδιών στο Παραπέτασμα (κάτι σαν τις διαφημίσεις του «Βιτάμ»)…


Παρ’ ότι αρκετά παιδιά, συνάντησαν και καλές συνθήκες διαβίωσης σε κάποια απ’ τα σημεία που διοχετεύθηκαν, αυτό δεν καθαγιάζει κι ούτε αφαιρεί τον βίαιο χαρακτήρα του παιδομαζώματος, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, ως την τελική ήττα του ΔΣΕ, και υπολογίζεται ότι διοχετεύτηκαν στις κομμουνιστικές χώρες (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία, Πολωνία και Σοβιετική Ένωση) 25.000-28.000 παιδιά, αν και το αρχικό σχέδιο προέβλεπε την μεταφορά 50.000 παιδιών.
Απ’ αυτά, επέστρεψαν αρχικά, μετά από πολύπλοκες διαδικασίες περίπου 500 παιδιά, ενώ άλλα που επέστρεψαν αργότερα κατά διαστήματα, όταν πολλά απ’ αυτά είχαν πλέον μεγαλώσει, ήταν ξεκομμένα από την πραγματικότητα και το παρελθόν τους. 
Παρατίθενται μερικές ενδεικτικές περιπτώσεις («Το “παιδομάζωμα” κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο» – Έρευνα Παντείου Πανεπιστημίου [Ελένη Παπαγεωργίου]):


Από κάθε άποψη το γεγονός της επανασύνδεσης των παιδιών με τους γονείς αφήνει ανοιχτά ένα πλήθος από ερωτήματα.

Αντιφατικά συναισθήματα κυριάρχησαν στα παιδιά κατά την επάνοδό τους.

Πέρα από τη χαρά της επανένωσης, πόσο δύσκολη και ενδεχομένως οδυνηρή ήταν;
Ποιες ήταν άραγε οι συνθήκες και πώς τα αισθήματα αποξένωσης των παιδιών δηλητηρίασαν τη χαρά του σμιξίματος;
Πόσο εύκολη ήταν η προσαρμογή τους σε μία χώρα από την οποία είχαν αποκοπεί και η επανένταξή τους στην οικογένεια και στην κοινότητά τους;

Οι μαρτυρίες είναι αποκαλυπτικές.
Ο Κώστας Πλίκας αναφέρει:
«Το 1955, τότε ήρθε το παιδί. Ήρθε χωρίς μαλλιά, δεν τα γνώριζαμε τα παιδιά. Νηστικά.
Δεν τα έδιναν σημασία ντιπ οι Γιουγκοσλάβοι.
Να σου δώσει το παιδί συνέντευξη να πει, δεν θα πιστεύεις. Νηστικά! Και δεν μας γνώρισε.
Πού να μας γνωρίσει;
Δεν γνώρισε καθόλου, να το βλέπεις και να φεύγει.
Να του πω: ‘‘Εγώ είμαι ο πατέρας σου’’ και δεν πίστευε.
Λυπηρό πολύ ήταν».

Πώς βίωσαν την επανένωση τα ίδια τα παιδιά που έζησαν σε περιβάλλον αναγκαστικού χωρισμού και μακριά από κάθε επαφή με την ευρύτερη οικογένεια; 
Ο Ηλίας Κατσανίκος ήταν ένα από τα εξήντα περίπου παιδιά που έφυγαν από το Περιβολάκι:
«Η μάνα μου χωρίς τίποτα, πήρε το τραίνο, χωρίς τη γλώσσα να κατέχει, ήρθε και μας βρήκε στον παιδικό σταθμό.
Αλλά εγώ πια, αυτό μπορείς να το γράψεις, έμαθα χωρίς τους γονείς και μου φαινόταν σαν ξένη.
Τρία χρόνια (περάσανε), ήταν σαν ξένη.
Πολύ αργά άρχισα να πλησιάζω στην αγκαλιά της, παρακαλούσε, έκλαιγε, έκανε, για να πλησιάσω.
Κάτι, κάτι είχε συμβεί μέσα μας σ’ εκείνη την εποχή».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και περιγραφικές για την κατάσταση των επαναπατριζόμενων παιδιών είναι οι εκθέσεις που υπέβαλαν οι στρατιωτικές αρχές, οι εθελόντριες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και οι Εντεταλμένες Κυρίες.
Σύμφωνα με τις αναφορές τους τα παιδιά παρουσίαζαν καταφανή δείγματα αλλοιώσεως της εθνικής τους συνείδησης αποτέλεσμα της σλαβικής και κομμουνιστικής προπαγάνδας.
Τα Ελληνόπουλα εκφράζονταν ενθουσιωδώς υπέρ της Γιουγκοσλαβίας, αποκαλούσαν την Ελλάδα φασιστική χώρα και ισχυρίζονταν πως τα σύνορά της έφταναν μέχρι τον Όλυμπο, ενώ επιδείκνυαν ασέβεια προς τα θεία και τους γονείς τους.
Ελάχιστα από τα επαναπατρισθέντα παιδιά γνώριζαν επαρκώς την ελληνική γλώσσα, κάποια ήξεραν μερικές λέξεις, ενώ τα περισσότερα παιδιά δε γνώριζαν καθόλου την ελληνική και μιλούσαν τη λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα, την οποία εμφάνιζαν ως μητρική τους γλώσσα. Κάποια παιδιά αρνούνταν να μιλήσουν την ελληνική ακόμα και στα σχολεία προκαλώντας τη δυσφορία των διδασκόντων.

Ένα άλλο παιδί θα πει:
«Όχι, εγώ νομίζω δεν είχαμε πολλή νοσταλγία τότε, γιατί δεν είχε περάσει και πολύς καιρός που να νοσταλγάμε την πατρίδα μας, κι εφόσον βρήκαμε το καλύτερο εκεί πέρα, παρέα με τα παιδιά…
Μετά η διαφορά αυτής της ζωής είναι απέραντη, όπως είναι η νύχτα με τη μέρα και ποιος ήθελε να γυρίσει ξανά εδώ να πάει στα κατσίκια και στα πρόβατα;».

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, πολλά απ’ τα επαναπατρισθέντα παιδιά, διαπίστωσαν πως η επικοινωνία τους με τους γονείς τους δεχόταν την παρέμβαση της ελληνικής κομμουνιστικής προπαγάνδας:

Στη στάση αυτή των παιδιών αδιαμφισβήτητα συνέτεινε και η προπαγάνδα που είχε συντελεσθεί προ της επανόδου στην πατρίδα.
Μετά τον επαναπατρισμό των παιδιών και την επανένωση με τους οικείους τους διαπιστώθηκε ότι πολλές φορές το περιεχόμενο των επιστολών που λάμβαναν τα παιδιά ήταν διαφορετικό από αυτό που είχαν αποστείλει οι γονείς.
Εκ των υστέρων ανακαλύφθηκε, ότι ενώ οι γονείς συνιστούσαν στα παιδιά τους να παρουσιαστούν ενώπιον της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και να ζητήσουν την αναχώρησή τους από τη Γιουγκοσλαβία, η Ελληνίδα οικονόμος αφαιρούσε αυτές τις επιστολές και τα παιδιά λάμβαναν επιστολές με εκ διαμέτρου αντίθετο περιεχόμενο, στις οποίες τους υποδεικνυόταν να μην επανέλθουν στη χώρα γιατί το καθεστώς που επικρατούσε ήταν τρομακτικό. 
Τα παιδιά μαρτυρούσαν, πως τους απειλούσαν ότι μόλις θα έφθαναν στην Ελλάδα, οι Αμερικανοί και οι Έλληνες θα τα πετούσαν στη θάλασσα και ότι όλα τα χωριά τους είχαν καταστραφεί (Έκθεση Καίτης Ανθίδου, 21 Νοεμβρίου 1951).
Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία επαναπατρισμένου παιδιού και πατέρα, όπως την μεταφέρει μια εθελόντρια (Έλλη Γεωργίτσα) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού:
– Πατέρα, είναι Έλληνες στο χωριό;
– Ναι παιδί μου,
– Πατέρα πότε θα πάμε στην Ελλάδα;
– Εδώ είναι Ελλάδα παιδί μου, είμαστε στην Ελλάδα.
– Ψέματα λες, η Ελλάδα μας είπαν είναι καμμένη, κι εγώ βλέπω το σπίτι αυτό δεν είναι καμμένο, δεν είμαι στην Ελλάδα».

Η διάρκεια του χωρισμού, η ηλικία, οι συνθήκες ζωής και η πολιτική κατήχηση επηρέασαν την ψυχολογία των παιδιών και καθόρισαν τη στάση που τήρησαν κατά την επάνοδό τους.
Η κοινωνική προσαρμογή δεν ήταν εύκολο ζητούμενο και οι γονείς, η ευρύτερη οικογένεια και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα επωμίστηκαν τη βαρύτατη ευθύνη να βοηθήσουν στην επανένταξη αυτών των παιδιών.

Αντί επιλόγου

«Δεν υπάρχουν Έλληνες κομμουνιστές.
Όταν κανείς γίνει συνειδητός κομμουνιστής παύει να ‘ναι Έλληνας.
Γι’ αυτό και το κόμμα λέγεται Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος και όχι Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα… Η κομμουνιστική φυλή ζει μια ζωή τερατώδη αληθινά, πραγματικά μεταφυσική.
Ο κομμουνιστής, ο διαφοροποιημένος πια κομμουνιστής, δεν βλέπει όπως βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, δεν ακούει όπως ακούν οι άλλοι, δεν διαβάζει όπως διαβάζουν οι άλλοι…».

Στρατής Μυριβήλης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Γιώργος Μαραθέας, 13 ετών, από το Νέο Μοναστήρι Δομοκού.
Απήχθη από τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος ζήτησε λύτρα για την επιστροφή του.
Αφού τα έλαβε, αθέτησε τον λόγο του.
Το παιδί, αφού το περιέφερε άρρωστο για πολλές ημέρες στα βουνά, τελικά βρέθηκε κατακρεουργημένο, με καταμετρημένες 36 μαχαιριές στο κορμί του…
Ο Βελουχιώτης, σε κατάσταση μέθης, είχε σφάξει το παιδί, για να μην αποκαλυφθεί κι ένα μυστικό:
Ο μικρός Μαραθέας, είχε βιαστεί από κάποιον μαυροσκούφη του Βελουχιώτη, ονόματι «Αχιλλέα» (Τάσος Ελευθερίου), ο οποίος συνέδραμε κι αυτός στη σφαγή του παιδιού.


Κωνσταντίνος Λώζος, 15 ετών, από το Καρπενήσι. Έχασε τα λογικά του, από την ημέρα που οι κομμουνιστές έσφαξαν τον πατέρα του, μπροστά στα μάτια του.


Κροκεές Λακωνίας, 16 Ιανουαρίου 1946.
Ο δικηγόρος Γρηγόριος Κοντοβουνήσιος από τις Κροκεές, οργανωμένος εθνικόφρων, βρίσκεται στο λεωφορείο για τη Σπάρτη, έχοντας μαζί του τον πεντάχρονο άρρωστο γιο του, Αναστάσιο Κοντοβουνιώτη, προκειμένου να τον πάει στον γιατρό. Μαζί του, ταξιδεύουν και δυο φίλοι του, επίσης οργανωμένοι εθνικόφρονες, οι Ν. Σακελλαρόπουλος και Ν. Κουλάκος. Έξι χιλιόμετρα μετά τις Κροκεές, ομάδα ενόπλων κομμουνιστών, σταματά το λεωφορείο και διατάζει όλους τους επιβάτες να κατέβουν. Ξεχωρίζουν τον Κοντοβουνιώτη με το παιδί του και τους δυο συνοδούς του.
Ο Κοντοβουνιώτης, προαισθανόμενος τι θα επακολουθήσει, παρακαλεί τους κομμουνιστές να αφήσουν ελεύθερο το παιδί και να σκοτώσουν τους τρεις ενήλικους.
Οι ένοπλοι αρνούνται κατηγορηματικά.
Ακολουθεί η δεύτερη παράκληση: Να τον σκοτώσουν, πριν το παιδί του.
Αντί άλλης απάντησης, τον τραυματίζουν κι αρχίζουν να βασανίζουν το παιδί του μπροστά στα μάτια του, με μαχαίρι.
Αφού χαράσσουν στο στήθος του παιδιού το γράμμα «Χ» (υποτίθεται, ότι σε αυτή την οργάνωση ανήκε ο πατέρας του), πετάνε το κορμί του, πάνω στον αιμόφυρτο πατέρα του και το αποτελειώνουν με μια σφαίρα, κάτω από το σαγόνι.
Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιποι.


Ο Σάββας Κοτζαμάνης και η κόρη του Ελένη, μόλις 1½ έτους.
Έχασαν τη ζωή τους από αντάρτες του ΔΣΕ, λίγο έξω από την Αριδαία Πέλλας.
Την μικρή Ελένη την στραγγάλισαν, αφού προηγουμένως την βίασαν.


Στέργιος Συρκόγλου, 15 ετών. Κατακρεουργήθηκε από τους κομμουνιστές με σκεπάρνι…


Ο στρατιώτης Ιωάννης Σκουλικάρης από την Κρήτη, υπηρετούσε την θητεία του, όταν συνελήφθη από άντρες του καπετάν Γιώτη (Χαρίλαος Φλωράκης), την 1η Ιουλίου 1949.
Τα «παλικάρια» του καπετάν Γιώτη, αφού τον μαχαίρωσαν σε διάφορα σημεία του σώματός του και του έκοψαν τη μύτη και τ’ αφτιά, προσπάθησαν να τον αποκεφαλίσουν.
Επειδή ο Σκουλικάρης λιποθύμησε, οι δήμιοι του τον νόμισαν για νεκρό και δεν αποτελείωσαν την προσπάθειά τους.
Όταν συνήλθε, με περιπετειώδη τρόπο, έφτασε στην τοποθεσία Μεταλλεία Δομοκού, όπου και τον περισυνέλεξε ο Εθνικός Στρατός.
Τα σημάδια που άφησαν πάνω του οι κομμουνιστές, είναι κάτι παραπάνω από εμφανή και μοιάζει απίστευτο το ότι κατάφερε να επιζήσει μετά απ’ όλα αυτά.


Στις 20 Οκτωβρίου 1944, το διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), το οποίο ελέγχονταν από τους κομμουνιστές, σε μια πραξικοπηματική συνεδρίαση, εισηγείται και αποφασίζει την διαγραφή 15 ηθοποιών με την κατηγορία ότι «πρόδωσαν τον ιερό εθνικό ελληνικό αγώνα». Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονταν και η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη.
Μετά από αντιδράσεις της μειοψηφούσας παράταξης, οι κομμουνιστές δέχτηκαν η διαγραφή να επικυρωθεί ή να ακυρωθεί στη Γενική Συνέλευση. Τα ονόματα αυτά όμως, πριν ακόμη συνεδριάσει η Γενική Συνέλευση για την τελική απόφαση, δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, στις 25 Οκτωβρίου 1944, υπό τον τίτλο «Οι προδόται ηθοποιοί». Στην Γενική Συνέλευση που έγινε, στις 20 Νοεμβρίου 1944, στο θέατρο «Παπαϊωάννου», ο αντιπρόεδρος Θόδωρος Μορίδης, εισηγείται με θέρμη την επικύρωση της διαγραφής.
Ο Αιμίλιος Βεάκης κινείται κι αυτός στο ίδιο πλαίσιο. 
Έτσι, μέσα σε ένα κλίμα οχλοκρατίας, διά βοής και εν μέσω αλαλαγμών, με υψωμένες τις γροθιές, η «πουτάνα» διαγράφεται. Η καταδίκη της αυτή, δεν αποτελούσε παρά το πράσινο φως για ό,τι θα επακολουθούσε, έναν μήνα αργότερα… Στις 21 Δεκεμβρίου 1944, η Ελένη Παπαδάκη συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, με την κατηγορία του «φιλογερμανισμού» κι ότι υπήρξε -υποτίθεται- ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη.
Αφού την συνέλαβαν «για μια ανακρισούλα», την οδήγησαν στα Διυλιστήρια της Ούλεν και μπροστά σε έναν λάκκο, την έγδυσαν με τη βία, την προπηλάκισαν και στο τέλος την εκτέλεσαν.
Τα κλάματα και οι ικεσίες της, δεν συγκίνησαν κανέναν.
Ο δήμιός της, Βλάσης Μακαρόνας, κατηγορήθηκε από τον εντολέα της δολοφονίας της, καπετάν Ορέστη, ότι έκανε «σαμποτάζ», επειδή την εκτέλεσε με πιστόλι και όχι με τσεκούρι (αν και το κορμί της έφερε σημάδια από μαχαιριές και τσεκουριές).
Λόγω της δημοφιλίας της και των αντιδράσεων που προκάλεσε ο θάνατός της, το ΚΚΕ αναγκάστηκε αργότερα να καταδικάσει τη δολοφονία της, ως «σφάλμα».
Στη φωτογραφία, η Ελένη Παπαδάκη, όπως βρέθηκε κατά τα αιματηρά Δεκεμβριανά του ’44.


Ο καθηγητής και πρύτανις του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ιωάννης Θεοφανόπουλος· όπως ήταν κι όπως τον κατάντησαν οι κομμουνιστές, στον «Μεγάλο Δεκέμβρη». Λόγω πληθώρας «ηρώων» του Πολυτεχνείου του ’73 (αυτών των ανύπαρκτων «νεκρών φοιτητών» που «έριξαν» τη Χούντα), το όνομά του δεν κατέστη δυνατόν να μνημονεύεται κι ας ήταν πραγματικός νεκρός κι όχι «μαϊμού»…


Αρχιφύλακας Νικόλαος Αγγελόπουλος. Σφαγμένος από τους κομμουνιστές κατά τα Δεκεμβριανά του ’44…


Υπαστυνόμος B’ Ιωάννης Κατσαμπέκης. Θύμα των Δεκεμβριανών του ’44. Απ’ όλα έχει ο «μπαξές»… Κομμένος λαιμός με κονσερβοκούτι, τρυπημένη καρδιά με κατσαβίδι.


Το τσεκούρι, δεν χρησιμεύει μόνο για την κοπή ξύλων.
Στα χέρια των κομμουνιστών, αποκτά άλλη αξία.


Για το τελευταίο που θα μπορούσε να κατηγορήσει κάποιους τους χασάπηδες του ΚΚΕ, είναι η έλλειψη φαντασίας. Το θύμα έχει «ξαλαφρωθεί» από την καρδιά και το ένα του μάτι…


Το ΚΚΕ, το «κόμμα του λαού», «ποτίζει» το δένδρο της «λευτεριάς», της «αδελφοσύνης» και της «δημοκρατίας», με αίμα και πόνο…





















https://www.pare-dose.net/4990