(Διαχρονικό κείμενο του Γ. Δημητρακόπουλου, Συνταξιούχου Εκπαιδευτικού) Ήταν τέτοιες μέρες (την 11η Απριλίου) του 1943, ότα...
(Διαχρονικό κείμενο του Γ. Δημητρακόπουλου, Συνταξιούχου Εκπαιδευτικού)
Ήταν τέτοιες μέρες (την 11η Απριλίου) του 1943, όταν ο Δρ. Γκαίμπελς ανακοίνωσε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ότι τα στρατεύματά του ανακάλυψαν ένα ακόμα φρικιαστικό κομμουνιστικό έγκλημα στο Δάσος του Κατύν, που ευρίσκεται πλησίον της ομωνύμου πόλεως της Πολωνίας.
Χιλιάδες πτώματα, με μια σφαίρα στον σβέρκο (κλασσική μέθοδος δολοφονιών της σοβιετικής NKVD…), ευρέθησαν θαμμένα σε πρόχειρους ομαδικούς τάφους.
Από την ταυτοποίηση των πτωμάτων, προέκυψε ότι επρόκειτο για Πολωνούς αξιωματικούς (8.000 τον αριθμό), αστυνομικούς, ιερείς, διανοουμένους και αιχμαλώτους πολέμου των Σοβιετικών δυνάμεων κατοχής.
Το έγκλημα έγινε από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940 (εποχή κατά την οποία ίσχυε το σύμφωνον Ρίμπεντροπ-Μολότωφ…), ο δε συνολικός αριθμός των δολοφονηθέντων Πολωνών έφθασε τις 22.000!
Οι μελλοθάνατοι, που αποτελούσαν το «άνθος» της πολωνικής κοινωνίας, εκρατούντο σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, καθώς και σε φυλακές της δυτικής Λευκορωσσίας και δυτικής Ουκρανίας και η εξόντωσή τους αποφασίστηκε και διατάχθηκε από τον μεγαλύτερο εγκληματία του συγχρόνου κόσμου, τον Στάλιν ο οποίος τους θεωρούσε αξεπέραστο εμπόδιο στα σχέδιά του για την μελλοντική σοβιετοποίηση της Πολωνίας.
Στα ρωσσικά αρχεία, ευρέθησαν αρκετά αποδεικτικά έγγραφα σχετικώς με την σφαγή, τα οποία η μετασοβιετικές ρωσσικές κυβερνήσεις έδωσαν στην δημοσιότητα, αναρτώντας τα στο διαδίκτυο.
Το σπουδαιότερο είναι το «άκρως εμπιστευτικό» υπόμνημα του Μπέρια προς τον Στάλιν, με ημερομηνία 05/03/1940, το οποίο αναφέρει τα εξής για την ανάγκη ολοκληρωτικής εξοντώσεως των στηριγμάτων της πολωνικής κοινωνίας:
«Ένας μεγάλος αριθμός Πολωνών πρώην αξιωματικών του στρατού και άλλοι, κρατούνται αυτήν τη στιγμή στα στρατόπεδα της Νι Κα Βε Ντε ΕΣΣΔ ως κρατούμενοι πολέμου, καθώς και στις φυλακές των δυτικών περιφερειών της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Όλοι τους είναι στυγνοί εχθροί της σοβιετικής εξουσίας, γεμάτοι έχθρα για το σοβιετικό σύστημα.
Η Νι Κα Βε Ντε ΕΣΣΔ θεωρεί σημαντικό: 1ον) Να εφαρμόσει την ανωτάτη ποινή – τουφεκισμό. 2ον) Το ζήτημα να εξεταστεί χωρίς να κληθούν οι συλληφθέντες και χωρίς την παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων».
Στο έγγραφο υπάρχει η υπογραφή εγκρίσεως της σφαγής, από τον Στάλιν.
Επίσης, το «άκρως απόρρητο» έγγραφο που παραδόθηκε στον Χρουστσώφ από τον τότε αρχηγό της KGB (διάδοχο της NKVD), τον Μάρτιο του 1959, αναφέρει τα εξής για την εξόντωση του σώματος των Πολωνών αξιωματικών: «21.857 άτομα τουφεκίστηκαν, εκ των οποίων τα 4.421 στο Δάσος του Κατύν (Περιφέρεια Σμολένσκ), 3.820 άτομα στο στρατόπεδο του Σταρομπέλσκ, κοντά στο Χάρκοβο, 6.311 άτομα στο στρατόπεδο του Οστάσκοβο (Περιφέρεια Καλίνιν), και 7.305 άτομα τουφεκίστηκαν σε άλλα στρατόπεδα και φυλακές της Δυτικής Ουκρανίας και της Δυτικής Λευκορωσσίας».
Στις αναφορές της NKVD που υπάρχουν στα αρχεία, διαφαίνεται πως οι δυστυχείς κρατούμενοι αφήνονταν να πιστεύουν πως θα επέστρεφαν στις οικογένειές τους, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε αντίσταση.
Εν συνεχεία μεταφέρονταν στο Δάσος του Κατύν με τραίνα και συμφώνως με την μαρτυρία του αυτόπτου μάρτυρος Ντμίτρι Τοκάρεφ, που έγινε τον Μάρτιο του 1991, οι μελλοθάνατοι χωρίζονταν σε ομάδες των 250 ατόμων και εκτελούντο την νύχτα.
Από τις εκσκαφές του 1943, προέκυψε πως περίπου το 20% των θυμάτων είχαν δεμένα πίσω τα χέρια.
Αμέσως μετά την φρικτή αποκάλυψη, οι Γερμανοί σχημάτισαν μια διεθνή δωδεκαμελή επιτροπή από ιατρούς, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους με αντιπροσώπους από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για να εξετάσει τα πτώματα. Την επιτροπή αποτελούσαν οι κάτωθι: Dr. Birkle (Ρουμανία), Dr. Miloslavich (Κροατία), Prof. Palmieri (Ιταλία), Dr. Orsos (Ουγγαρία), Dr. Subik (Σλοβακία), Dr. Marko Antonov Markov (Βουλγαρία), Dr. Hajek (Βοημία και Μοραβία), Prof. Naville (Ελβετία), Dr. Speleers (Βέλγιο), Dr. De Burlett (Ολλανδία), Dr. Tramsen (Δανία) και Dr. Saxen (Φινλανδία).
Η πρώτη αντίδρασις των δολοφόνων, ήτο η απόλυτος άρνηση της ευθύνης, χρεώνοντας την σφαγή στα SS. Έτσι, το πρώτο απαντητικό δημοσίευμα της «Πράβντα», με ημερομηνία 19 Απριλίου 1943, ανέφερε τα εξής:
«Έχοντας συνείδηση της οργής ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας για τις σφαγές που διέπραξαν σε βάρος ειρηνικών πολιτών και ιδιαίτερα Εβραίων, οι Γερμανοί, προσπαθούν τώρα να εγείρουν το μίσος ευκολόπιστων ανθρώπων εναντίον των Εβραίων.
«Έχοντας συνείδηση της οργής ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας για τις σφαγές που διέπραξαν σε βάρος ειρηνικών πολιτών και ιδιαίτερα Εβραίων, οι Γερμανοί, προσπαθούν τώρα να εγείρουν το μίσος ευκολόπιστων ανθρώπων εναντίον των Εβραίων.
Γι’ αυτόν τον λόγο εφηύραν μια ολόκληρη συλλογή από «Εβραίους κομισάριους», οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, συμμετείχαν στη δολοφονία των 10.000 Πολωνών αξιωματικών…».
Το 1944, όταν η περιοχή κατελήφθη από τους Σοβιετικούς, η «Σοβιετική Επιτροπή Ερεύνης», κάλεσε με την σειρά της πολλούς και διαφόρους διεθνείς παράγοντες, για να τους επιδείξει την «θηριωδία των S.S.», που –κατά τους Σοβιετικούς- διεπράχθη τον Αύγουστο του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή του Σμολένσκ.
Ωστόσο, οι χειμερινές στολές που φορούσαν τα θύματα, καθιστούσε καταφανώς ψευδή την σοβιετική εκδοχή σε όποιον δεν φορούσε παρωπίδες ή δεν ήταν αυτό που έλεγε ο Λένιν, «χρήσιμος ηλίθιος».
Παρόμοια στάση, ετήρησαν και οι Αγγλο-αμερικανοί, οι οποίοι επέρριψαν την ευθύνη της σφαγής στην… Βέρμαχτ, παρότι εγνώριζαν πολύ καλώς –δια των πρακτόρων τους- ότι επρόκειτο για σοβιετικό έγκλημα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετώπισε η Αγγλία, καθώς η εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση που έδρευε στο Λονδίνο, ζήτησε την πλήρη διαλεύκανση της φοβεράς ανθρωποσφαγής.
Ωστόσο, ο Τσώρτσιλ υποστήριξε ανεπιφυλάκτως τις σταλινικές θέσεις και στις 24 Απριλίου του 1943 διαβεβαίωσε τον εγκληματία σοβιετικό σύμμαχό του ότι θα τασσόταν κατά οποιασδήποτε ερεύνης του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Επιπροσθέτως, στις 27 Απριλίου απέστειλε νέο τηλεγράφημα στον αρχιδολοφόνο συνέταιρό του Στάλιν, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι θα επέβαλε «πειθαρχία» στην Πολωνική κυβέρνηση.
Δηλαδή, πλήρη σιωπή.
Και όχι μόνον στην πολωνική κυβέρνηση…
Όπως αναφέρει ο γνωστός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, στο βιβλίο του «Η Ευρώπη σε Πόλεμο»:
«Οι Βρετανοί στρατιώτες απειλήθηκαν με στρατοδικείο για “άκριτη φλυαρία”, αν υπαινίσσονταν κάτι διαφορετικό.
«Οι Βρετανοί στρατιώτες απειλήθηκαν με στρατοδικείο για “άκριτη φλυαρία”, αν υπαινίσσονταν κάτι διαφορετικό.
Οι Βρετανοί κομμουνιστές και οι συμπαθούντες τους Σοβιετικούς έστελναν στο τύπο επιστολές επί επιστολών, με τις οποίες καταδίκαζαν τους Πολωνούς ως “φασίστες”, “αντισημίτες” και “ανεύθυνους”, ως αχάριστους συμμάχους που δεν στέκονταν στο ύψος τους».
Όσον αφορά τας ΗΠΑ, αναφέρει σχετικώς ο διαπρέπων στην χώρα, ελληνικής καταγωγής ιστορικός Τζουλιάδης:
Όσον αφορά τας ΗΠΑ, αναφέρει σχετικώς ο διαπρέπων στην χώρα, ελληνικής καταγωγής ιστορικός Τζουλιάδης:
«Ο πρόεδρος Ρούζβελτ ήταν ήδη πλήρως ενήμερος για τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο Δάσος του Κατύν.
Στις 13 Αυγούστου 1943, ο Ρούζβελτ είχε λάβει μια απόρρητη έκθεση της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών που τη συνόδευε μια προσωπική επιστολή του Ουίνστον Τσόρτσιλ, η οποία καθιστούσε σαφές πως για το μαζικό φόνο ευθύνονταν οι Σοβιετικοί.
Οι λεπτομέρειες που παρείχε η έκθεση ήταν ακριβείς και χωρίς κενά…».
Τι απέγινε η έκθεση αυτή; Ιδού:
«Η έκθεση καταχωνιάστηκε στους “φακέλους ασφαλείας” και δεν είδε το φως της δημοσιότητας παρά δεκαετίες αργότερα».
«Η έκθεση καταχωνιάστηκε στους “φακέλους ασφαλείας” και δεν είδε το φως της δημοσιότητας παρά δεκαετίες αργότερα».
Το θέμα είναι, ότι μέχρι την δημόσια παραδοχή της ευθύνης για το έγκλημα πολέμου του Κατύν, που έγινε αρχικώς το 1990 από τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και εκτενέστερα το 1992 από τον τότε πρόεδρο της Ρωσσίας, Μπορίς Γιέλτσιν, όλος ο κόσμος το λογάριαζε ως «ναζιστικό έγκλημα».
Να θέσω, λοιπόν, το εξής ερώτημα: Πόσα άλλα παρόμοια εγκλήματα που θεωρούνται «ναζιστικά», τα έχουν διαπράξει οι «καλοί» του Β’ Π.Π., με προεξέχοντες τους «πολύ καλούς» Σοβιετικούς;