Σήμερα, δύο μέρες πριν από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, η Εκκλησία μας γιορτάζει την Ανάσταση του Λαζάρου, του φίλου του Κ...
Σήμερα, δύο μέρες πριν από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, η Εκκλησία μας γιορτάζει την Ανάσταση του Λαζάρου, του φίλου του Κυρίου.
Στη Βηθανία ζούσε ο Λάζαρος με τις αδερφές του, τη Μάρθα και τη Μαρία.
Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Κυρίου. Κάποτε αρρώστησε πολύ βαριά.
Οι αδερφές του έστειλαν μήνυμα στον Ιησού: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος».
Όταν το έμαθε ο Ιησούς είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί με αφορμή την αρρώστια η δόξα του Υιού του Θεού».
Ο Ιησούς αγαπούσε τον Λάζαρο και τις αδερφές του, αλλά δεν έτρεξε κοντά τους αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την ασθένεια.
Έμεινε εκεί όπου βρισκόταν για δυο μέρες ακόμα.
Κι όταν πέρασαν αυτές οι δυο ημέρες είπε στους μαθητές του:
«Ας πάμε στην Ιουδαία.
Ο Λάζαρος, ο φίλος μας, κοιμήθηκε.
Πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω».
Οι μαθητές του νόμιζαν ότι μιλάει για τον ύπνο του σώματος και του είπαν:
«Κύριε, αν κοιμήθηκε θα γίνει καλά».
Εκείνος όμως εννοούσε το θάνατο:
«Κύριε, αν κοιμήθηκε θα γίνει καλά».
Εκείνος όμως εννοούσε το θάνατο:
«Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει.
«Χαίρομαι όμως για σας, γιατί ο θάνατός του θα γίνει αφορμή για να πιστέψετε».
΄Όταν έφτασε ο Κύριος με τους μαθητές του στη Βηθανία, ο Λάζαρος βρισκόταν για τέταρτη ημέρα στο μνήμα.
Είχαν έρθει εδώ και πολλοί Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα, γνωστοί και φίλοι της Μαρίας και της Μάρθας, για να τις συμπαρασταθούν στο πένθος τους.
Όταν η Μάρθα έμαθε ότι ήρθε ο Χριστός στην πόλη τους, έτρεξε να τον προϋπαντήσει και του είπε:
«Κύριε, αν ήσουν εδώ δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Ξέρω όμως ότι και τώρα θα σου δώσει ο Θεός ό,τι του ζητήσεις».
Όταν η Μάρθα έμαθε ότι ήρθε ο Χριστός στην πόλη τους, έτρεξε να τον προϋπαντήσει και του είπε:
«Κύριε, αν ήσουν εδώ δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Ξέρω όμως ότι και τώρα θα σου δώσει ο Θεός ό,τι του ζητήσεις».
«Ο αδερφός σου θα αναστηθεί», της είπε ο Χριστός.
«Ναι, Κύριε, ξέρω ότι θα αναστηθεί την ημέρα της Κρίσεως, όταν θα αναστηθούν όλοι οι νεκροί», είπε η Μάρθα.
«Εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή», της απάντησε ο Κύριος.
«Όποιος πιστεύει σε μένα, κι αν πεθάνει στο σώμα, θα ζήσει αιώνια.
«Όποιος πιστεύει σε μένα, κι αν πεθάνει στο σώμα, θα ζήσει αιώνια.
Και καθένας που με πιστεύει δεν θα πεθάνει ποτέ.
Το πιστεύεις αυτό;».
«Ναι, Κύριε», λέει η Μάρθα «πιστεύω ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, αυτός που περιμέναμε να έρθει στον κόσμο».
Στο μεταξύ η Μάρθα έστειλε μήνυμα στην αδερφή της, τη Μαρία, ότι είχε έρθει ο Κύριος.
Η Μαρία πολύ βιαστική έτρεξε να τον συναντήσει.
Μάλιστα οι Ιουδαίοι, που την είδαν να τρέχει, νόμισαν ότι πηγαίνει στο μνήμα να κλάψει τον αδερφό της.
Η Μαρία όμως έτρεχε να συναντήσει τον Ιησού.
Μόλις τον αντίκρισε έπεσε στα πόδια του και του έλεγε:
«Κύριε, δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου, αν ήσουν εδώ».
Ο Ιησούς βλέποντάς την να κλαίει, λυπήθηκε βαθιά, συγκινήθηκε και δάκρυσε.
«Πού τον έχετε βάλει;», τη ρώτησε.
«Έλα και δες», είπε εκείνη.
Και οι παριστάμενοι Ιουδαίοι έλεγαν:
«Δες πόσο τον αγαπούσε!
Άραγε αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, για να μην πεθάνει;».
Ο Ιησούς λοιπόν μαζί με τη Μαρία και τη Μάρθα και τους φίλους τους που βρίσκονταν στη Βηθανία έρχεται στο μνήμα.
Αυτό ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα.
«Τραβήξτε την πέτρα!», λέει ο Ιησούς.
«Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει άσχημα γιατί είναι τέταρτη ημέρα σήμερα στο μνήμα», του λέει η Μάρθα, η αδερφή του νεκρού, μα ο Κύριος της απαντά:
«Δεν σου είπα πως αν πιστέψεις θα δεις τη δύναμη του Θεού;»
«Δεν σου είπα πως αν πιστέψεις θα δεις τη δύναμη του Θεού;»
Άνοιξαν λοιπόν οι παριστάμενοι το μνήμα του νεκρού, αφού τράβηξαν τη βαριά ταφόπλακα.
Κι ο Ιησούς σήκωσε στον ουρανό τα μάτια του και είπε: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.
Εγώ το ήξερα ότι πάντα με ακούς.
Το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν ότι συ με απέστειλες».
Κι ύστερα φώναξε δυνατά: «Λάζαρε, έλα έξω!».
Βγήκε ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια με πάνινες λουρίδες και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο – όπως συνήθιζαν τότε να θάβουν τους νεκρούς.
«Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει», τους είπε ο Ιησούς.
«Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει», τους είπε ο Ιησούς.
Πολλοί από τους Ιουδαίους που είχαν έρθει να επισκεφθούν τη Μάρθα και τη Μαρία συγκλονίστηκαν από αυτό το γεγονός και πίστεψαν στον Χριστό.
Μερικοί όμως πήγαν και στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτό που είχε κάνει ο Ιησούς.
Εκείνοι αμέσως συγκάλεσαν συμβούλιο και αποφάσισαν πως είναι καλό για όλο το λαό να πεθάνει αυτός ο άνθρωπος.
Από τότε ζητούσαν αφορμή για να συλλάβουν τον Κύριο.