Της Ελίνας Σταματίου Απ’ όσα βασανιστήρια του είχαν κάνει δυο βδομάδες τώρα, αυτό ήταν το χειρότερο, το πιο ποταπό, το πι...
Της Ελίνας Σταματίου
Απ’ όσα βασανιστήρια του είχαν κάνει δυο βδομάδες τώρα, αυτό ήταν το χειρότερο, το πιο ποταπό, το πιο αρρωστημένο.
Μισοπεθαμένος από το ξύλο και την κακοποίηση είχε μπροστά του την ετοιμόγεννη γυναίκα του και τη δίχρονη κόρη τους.
Βρισκόταν στο σπίτι του, στον Κάτω Πύργο, εκεί που μαζί της είχε κτίσει τα πρώτα του όνειρα.
Το μόνο που έπρεπε να κάνει για να τελειώσει το μαρτύριό του, ήταν να απαντήσει στις ερωτήσεις των Άγγλων ανακριτών που τον συνόδευαν. Να πει όσα ήξερε και θα γλίτωνε.
Θα ξανά έσμιγε με τη γυναίκα του, θα έβλεπε τα παιδιά του να μεγαλώνουν, θα ζούσε...
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος και οι Βρετανοί έπαιζαν το τελευταίο τους χαρτί. Αυτός όμως δεν είπε λέξη.
Προτίμησε το βράδυ εκείνο, από βράδυ επανένωσης, να το κάνει βράδυ αποχωρισμού, γιατί ήξερε πως από τη στιγμή που θα τον έπαιρναν πίσω στο στρατόπεδο του Ξερού οι ώρες του ήταν μετρημένες.
Όπως κι έγινε...
Το ξημέρωμα της 13ης Νοεμβρίου του 1956, ο 27χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ Γεώργιος Νικολάου θα βρεθεί γαζωμένος από σφαίρες έξω από το κελί του στον Ξερό.
Το άψυχο σώμα του πεσμένο μπρούμυτα λίγα μέτρα μακριά από τα συρματοπλέγματα και από πίσω του ο φρουρός που λίγο αργότερα θα ισχυριστεί πως τον πυροβόλησε ενώ επιχειρούσε να δραπετεύσει.
Ένα βολικό τέλος σε μια άβολη για τους Βρετανούς, ιστορία.
Η μύηση στον αγώνα
Ο Γεώργιος Νικολάου γεννήθηκε στο χωριό του Κάτω Πύργου, της επαρχίας Λευκωσίας, το 1930.
Μαζί με τους γονείς και τα μικρότερα αδέρφια του
Αφού τελείωσε το σχολείο πήγε στην Λευκωσία και ξεκίνησε να εργάζεται.
Εκεί ανέπτυξε δράση σε μυστικές ομάδες που προετοίμαζαν τον αγώνα για αποτίναξη του αγγλικού ζυγού.
Από το 1950 συνεργάστηκε με τον ήρωα Ανδρέα Ζάκο για την εθνική διαφώτιση των κατοίκων των χωριών της περιοχής του.
Στον αγώνα μυήθηκε από τις αρχές του 1955, ενώ με την έναρξη της ένοπλης δράσης, ανέλαβε ως υπεύθυνος της ΕΟΚΑ στα χωριά Πηγαίνια, Παχύαμμος, Κάτω και Πάνω Πύργος, με το ψευδώνυμο "Δάφνιος".
Στο σπίτι του όπου ζούσε με τη γυναίκα του, Πελαγία, και τη δίχρονη κόρη τους Ανδρούλλα, διατηρούσε κρησφύγετο.
Εκεί φιλοξένησε τους πρώτους πυρήνες για ανταρτική δράση στον τομέα Τυλληρίας.
Διετέλεσε επίσης ένας από τους συνδέσμους της αντάρτικης ομάδας του ήρωα Μάρκου Δράκου την οποία και βοηθούσε σε διάφορες επιχειρήσεις της.
Η σύλληψη και η αρχή του μαρτυρίου
Στις 29 Οκτωβρίου του 1956 οι Βρετανοί μετά την εκτέλεση ενός προδότη στον Κάτω Πύργο, έθεσαν σε κέρφιου την περιοχή και συνέλαβαν όλους τους άνδρες του χωριού, ανάμεσα στους οποίους ο Νικολάου, αλλά και οι συναγωνιστές και συγχωριανοί του Ανδρέας Ευτυχίου, Στέλιος Τριταίος και Νικόλας Ζαμπάς.
Από τους τέσσερις άνδρες ο μοναδικός σήμερα εν ζωή, Ανδρέας Ευτυχίου, που τότε ήταν μόλις 17 ετών, μιλώντας στο OMEGAlive έφερε ξανά στην μνήμη του όλα όσα έζησε με τους συναγωνιστές του από τη στιγμή που συνελήφθησαν από τις αποικιοκρατικές αρχές.
«Με τον Γεώργιο Νικολάου ήμασταν πρώτα ξαδέρφια, εγώ ήμουν μικρότερος αλλά ήμασταν και οι δύο στον αγώνα.
Συλληφθήκαμε στις 29 Οκτωβρίου 1956 κατά τη διάρκεια κέρφιου όταν οι Βρετανοί συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες δίπλα από το Δημοτικό Σχολείο»
Από την πρώτη στιγμή οι Άγγλοι φρόντισαν να προϊδεάσουν το χωριό για το τι θα επακολουθούσε.
«Οι στρατιώτες που μας μάζεψαν εκεί ήταν κοκκινοσκούφηδες.
Αφού μάς υπέβαλαν σε έλεγχο στοιχείων, έπιασαν κάποιους από εμάς που είχαν πληροφορίες για εμπλοκή στον αγώνα και μας τοποθέτησαν σε μια αποθήκη.
Εκεί μας έστησαν με το πρόσωπο στον τοίχο και μας χτυπούσαν με ρόπαλα στα πόδια.
Θυμάμαι δίπλα μου ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος και όπως του χτύπησαν στα πόδια έπεσε κάτω με το πρόσωπο και γέμισε αίματα.
Μας έβαζαν γονατιστούς πάνω σε χαλίκι για αρκετή ώρα ή μας ζητούσαν να κρατήσουμε τα χέρια μας ψηλά και διάφορα άλλα καψόνια», θυμάται ο κ. Ευτυχίου.
Από το Δημοτικό σχολείο ο Γεώργιος Νικολάου μαζί με τους Τριταίο, Ευτυχίου και Ζαμπά, οδηγήθηκαν σε ένα Land Rover και εκεί, όπως μάς αποκάλυψε ο 80χρονος σήμερα βετεράνος, αφού εριξαν πάνω τους μια κουβέρτα, τους πήραν στον Κάμπο της Τσακκίστρας.
«Εκεί υπήρχε ένα εργαστήριο επεξεργασίας ξύλου το οποίο εκείνη την ώρα ήταν κλειστό δεν υπήρχαν εργάτες.
Σε εκείνη την περιοχή οι Βρετανοί είχαν ένα πρόχειρο καμπ.
Μας κατέβασαν από το αυτοκίνητο και μας πήραν μέσα στο εργαστήριο ξύλου και ξεκίνησαν τα βασανιστήρια»
«Μας έπαιρναν έναν – έναν για να ανάκριση.
Εμένα θυμάμαι με πήραν, μου έβγαλαν τα ρούχα με άφησαν μόνο με το εσώρουχο και τη φανέλα, με έβαλαν πάνω σε ένα πάγκο μηχανής ξύλου -πλάνια την λέγαμε τότε.
Εκεί όπως με είχαν ξαπλωτό μου έβαλαν ένα κομμάτι πράσινο ρούχο στο στόμα και το έδεσαν γύρω από το κεφάλι με σχοινί.
Με κρατούσαν από τα πόδια και τα χέρια και με χτυπούσαν παντού.
Με ρωτούσαν να τους πω για την ΕΟΚΑ και συνέχιζαν το ξύλο, μπουνίες, κλωτσιές»
Το χειρότερο όμως απ’ όλα τα βασανιστήρια που έζησε ο 17χρονος τότε αγωνιστής ήταν τα χτυπήματα στα γεννητικά όργανα.
«Κάποια στιγμή πήραν ένα χοντρό λάστιχο, από αυτά που έχουμε για το πότισμα και ξεκίνησαν να με χτυπάνε με αυτό από κάτω, στα γεννητικά όργανα. Ήταν ό,τι χειρότερο , ο πόνος ήταν αφόρητος.
Αυτό κράτησε περίπου 45 λεπτά»
Η συνέχεια θα βρει τους τέσσερις αγωνιστές στο Αμπέλι.
Εκεί ο κ. Ευτυχίου θυμάται που είδε δύο γνωστούς του Γαληνειώτες, χτυπημένους και δεμένους χειροπόδαρα.
«Ο ένας ήταν εντελώς γυμνός και τον είχαν καλύψει με μια κουβέρτα.
Κατάλαβα ότι τους είχαν βασανίζει πολύ.
Εκεί βγάλαμε τη νύχτα όλοι μαζί, υπό την φρούρηση των κοκκινοσκούφηδων και την επόμενη μέρα μας πήραν στο στρατόπεδο του Ξερού»
Μετά από μια παραμονή 2-3 ημερών στον Ξερό, ο Ανδρέας Ευτυχίου μαζί με τον Γεώργιο Νικολάου μεταφέρθηκαν στο Νέο Λειβάδι.
«Εκεί θυμάμαι είχαν αποχωρήσει οι κοκκινοσκούφηδες και υπήρχαν μόνο στρατιώτες με πράσινα μπερέ.
Τη νύχτα μας έβαλαν έξω σε έναν περιφραγμένο χώρο και μάς είχαν δώσει από μια κουβέρτα για να κοιμηθούμε τη νύχτα.
Κάπου στα μεσάνυχτα έφεραν έναν βοσκό από την Πηγαίνια τον οποίο είχαν συλλάβει και τον έβαλαν κι αυτόν μέσα στον ίδιο περιφραγμένο χώρο, δεν του έδωσαν όμως κουβέτα.
Τότε γυρίζει θυμάμαι ο Γιώργος και μου λέει να του δώσουμε την μια κουβέρτα και να μοιραστούμε μαζί την άλλη.
Έτσι και κάναμε»
«Στον περιφραγμένο χώρο που μας είχαν στο Νέο Λειβάδι περιμετρικά υπήρχαν στρατιωτικά τζιπ με ασυρμάτους.
Εκεί κάποια στιγμή μας έδωσαν ένα πακέτο τσιγάρα, «ΣΑΜΑΡΙΤΑ» ήταν θυμάμαι, ο Γιώργος δείχνοντάς μου ένα-ένα γράμματα από το πακέτο με τα τσιγάρα σχημάτιζε τις λέξεις αυτού που ήθελε να μου πει: να μην μιλάω δυνατά, μήπως και ακούνε ή ηχογραφούν από τους ασυρμάτους των τζιπ οι Βρετανοί»
Την επόμενη μέρα Νικολάου και Ευτυχίου μεταφέθηκαν και πάλι στο στρατόπεδο του Ξερού, κι από εκεί μετά από δύο μέρες ο 27χρονος αγωνιστής, όπως μάς είπε ο κ. Ευτυχίου, μεταφέρθηκε στην Λεύκα και δεν τον ξανά είδε ποτέ.
«Εκεί πάντως απ’ ότι άκουσα τον ανακρίνανε κάνοντάς του φριχτά βασανιστήρια τόσο στα κρατητήρια Λεύκας, όσο και στο κέντρο κράτησης του Πύργου.
Μάλιστα είχα ακούσει πως τη νύχτα που πέθανε ο Γιώργος, κάποιος που είχε σπίτι στην περιοχή άκουγε μες τη νύχτα να τον βασανίζουν κοντά στη θάλασσα οι Βρετανοί»
Τον Ανδρέα Ευτυχίου τον άφησαν ελεύθερο στις 13 Νοεμβρίου την μέρα που ο συναγωνιστής του, Γεώργιος Νικολάου, έπεσε νεκρός.
«Θυμάμαι όταν με άφησαν ελεύθερο και με είδε γιατρός.
Τα γεννητικά μου όργανα από τα βασανιστήρια είχαν γίνει μαύρα.
Σήμερα έχω κλείσει τα 80 και το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι ακόμη και σήμερα αν χρειαστεί και μου το ζητήσει η πατρίδα, εγώ θα πάρω το όπλο μου και θα πάω να πολεμήσω κι ας είμαι γέρος... θα πιάσω το όπλο και θα πάω!»
Δεμένος όλη νύχτα μέσα στη θάλασσα
Ο άνθρωπος που κλήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1956 να αναγνωρίσει το πτώμα του 27χρονου αγωνιστή στο νεκροτομείο της Λευκωσίας, ήταν ο αδελφός του Τάκης Νικολάου, ο οποίος πλέον έχει φύγει από τη ζωή.
Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα είχε καταθέσει τότε στο πλαίσιο της θανατικής ανάκρισης, μία μέρα πριν τον θάνατο του αδελφού του, και συγκεκριμένα το μεσημέρι της 12ης Νοεμβρίου, τον είχε δει στο στρατόπεδο του Ξερού καθισμένο σε ένα παγκάκι να μιλάει με έναν αστυνομικό.
Ο φρουρός ήταν φίλος του Τάκη Νικολάου και τον παρακάλεσε να περάσει για λίγο μέσα να μιλήσει στον αδελφό του.
Όταν μπήκε και τον είδε παρατήρησε μια μελανιά στην μύτη του και το ένα μάτι του ήταν μαυρισμένο.
Ο νεαρός αγωνιστής εκείνη την μέρα είπε στον αδελφό του πως υποφέρει και πως τον βασάνισαν πολύ, χωρίς ωστόσο να του αναφέρει ονόματα, ενώ του αποκάλυψε πως την προηγούμενη νύχτα τον κράτησαν μέχρι το ξημέρωμα δεμένο και γυμνό μέσα στη θάλασσα.
Του είπε επίσης ότι όταν τον συνελάβαν την πρώτη μέρα, του έδωσαν να φάει αλάτι ανακατεμμένο με πριονίδια.
Ο 27χρονος ζήτησε εξάλλου από τον αδελφό του, την επομένη που συμπληρώνονταν 14 μέρες κράτησης, αν τον άφηναν ελεύθερο, να του φέρει γιατρό, ενώ αν τον πήγαιναν στο K-Camp να του έφερνε και γιατρό αλλά και έναν δικηγόρο.
Η «απόπειρα δραπέτευσης», οι 9 σφαίρες και οι ανακολουθίες των Βρετανών
Μερικές μόνο ώρες μετά τη συνάντηση με τον αδελφό του, και συγκεκριμένα στη 1.30 τα ξημερώματα της 13ης Νοεμβρίου, ο αγωνιστής Γεώργιος Νικολάου θα βρεθεί νεκρός στο Mobile Reserve Camp του Ξερού μερικά μέτρα μακριά από τα συρματοπλέγματα, και έχοντας δεχθεί συνολικά εννέα σφαίρες από πυροβόλο όπλο.
Στην έρευνα που ακολούθησε του θανάτου του, κατέθεσαν μεταξύ άλλων οι τρεις Τ/κ φρουροί που είχαν υπηρεσία εκείνη τη νύχτα, αλλά και ο Άγγλος διοικητής στο στρατόπεδο Ξερού.
Μαρτυρία έδωσε επίσης και ο γιατρός της αστυνομίας της Λεύκας ο οποίος κατέφθασε στο σημείο λίγα λεπτά αργότερα.
Ο ένας από τους φρουρούς, ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του, πως στη 1.15 τα ξημερώματα της 13ης Νοεμβρίου ο Νικολάου επιχείρησε να δραπετεύσει. Συγκεκριμένα είπε πως τον είδε στον περιμετρικό χώρο του στρατοπέδου να κατευθύνεται προς τα συρματοπλέγματα και πως τον προειδοποίησε φωνάζοντάς του ‘Halt, Σταμάτα, Dur’.
Εκείνος όμως δεν υπάκουσε με αποτέλεσμα, να αναγκαστεί, όπως είπε, να τον πυροβολήσει.
Αρχικά όπως είχε πει, του έριξε 4 σφαίρες και επειδή τον είδε πεσμένο να συνεχίζει να κινείται στα τέσσερα προς τα συρματοπλέγματα, του έριξε άλλες πέντε σφαίρες και τότε έπεσε μπρούμυτα και παρέμεινε ακίνητος.
Στον ισχυρισμό αυτό θα συνηγορήσουν και οι άλλοι δύο Τ/κ που εκτελούσαν χρέη φρουρού εκείνη τη νύχτα, αλλά και ο Βρετανός αξιωματικός Μπέρντεκιν.
Στο σημείο λίγο μετά κατέφθασε ο γιατρός του αστυνομικού σταθμού Λεύκας, ο οποίος στο πλαίσιο της θανατικής ανάκρισης κατέθεσε πως βρήκε τον 27χρονο να κείτεται νεκρός με το πρόσωπο στο έδαφος, έχοντας χάσει αρκετό αίμα από τις σφαίρες που δέχθηκε, αλλά δεν είδε στο έδαφος σημάδια συρσίματος, ούτε κηλίδες αίματος πουθενά αλλού παρά μόνο στο σημείο που βρέθηκε νεκρός, πράγμα που έρχεται σε αντίθετη με τον ισχυρισμό του φρουρού ότι ο Νικολάου σύρθηκε για λίγο μετά τους πρώτους πυροβολισμούς.
Ο ιατροδικαστής από την εξέταση της σορού του νεαρού αγωνιστή θα προσδιορίσει ως αιτία θανάτου το αιμορραγικό σοκ, συνεπεία των τραυμάτων από τις εννέα σφαίρες πυροβόλου όπλου που ρίφθηκαν εναντίον του.
Καθοριστική εξάλλου από αυτές ήταν σύμφωνα τον ίδιο η σφαίρα που εισήλθε από την δεξιά ωμοπλάτη, διαπέρασε το στήθος, την καρδιά, το συκώτι και με καθοδική πορεία κατέληξε στα οστά της λεκάνης.
Αφού, λοιπόν ο Νικολάου μετά τις πρώτες 4 πρώτες σφαίρες, σύμφωνα με την μαρτυρία του Τ/κ φρουρού, συνέχισε να σέρνεται στα τέσσερα προς τα συρματοπλέγματα, η σφαίρα που θα του προκαλούσε ακαριαίο θάνατο θα πρέπει να ρίχθηκε στη δεύτερη ριπή.
Ωστόσο σύμφωνα με την πορεία της συγκεκριμένης «μοιραίας» σφαίρας που κατέγραψε στην έκθεσή του ο ιατροδικαστής, φαντάζει τουλάχιστον απίθανό να έχει ριφθεί από πίσω προς έναν άνθρωπο που βρισκόταν στα τέσσερα και προσπαθούσε να φτάσει τα συρματοπλέγματα.
Χαρακτηριστικό εξάλλου των ανακολουθιών των αρχών, ένα από τα τραύματα του Νικολάου στον δεξιό του ώμο και το οποίο προκλήθηκε σύμφωνα με τον ιατροδικαστή από σφαίρα που ρίφθηκε από εμπρός, πράγμα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς του φρουρού που είχε πει ότι πυροβόλησε τον κρατούμενο από πίσω.
Ερωτηματικά όμως προκαλεί και το γεγονός πως ενώ οι εντολές που είχαν οι φρουροί ήταν να αποτρέπουν απόπειρες δραπέτευσης πυροβολώντας ακόμη και θανάσιμα, ο ένας εξ αυτών, που βρισκόταν στο δωμάτιο που κρατείτο ο Νικολάου, όταν έφυγε για να κάνει τη συνήθη περιμέτρική επιθεώρηση του χώρου, άφησε τον κρατούμενο στο δωμάτιο χωρίς να κλειδώσει την πόρτα γιατί όπως υποστήριξε στην κατάθεσή του... του είχε εμπιστοσύνη!
Ο θανατικός ανακριτής παρά τις όλες αντιφάσεις αλλά και τα ευρήματα του ίδιου του ιατροδικαστή, ακολούθησε την πεπατημένη, απαλάσσοντας τις αποικιοκρατικές αρχές από κάθε ευθύνη, και συμπεραίνοντας ότι ο 27χρονος πέθανε από πυροβολισμούς που ρίφθηκαν στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων του ενός εκ των τριών φρουρών την επίμαχη νύχτα.
«Πάρε το μωρό, θα το πυροβολήσουμε!»
Στη συνάντησή μας με την μεγάλη κόρη του ήρωα, Ανδρούλλα, και συζητώντας για όλα όσα είχε ακούσει από την μητέρα της για την περίοδο εκείνη, θυμήθηκε ένα περαστικό που της είχε διηγηθεί η μητέρα της, για μία από τις 2-3 φορές που είχαν πάρει τον πατέρα της στο σπίτι να δει τη γυναίκα του.
Η ίδια τότε ήταν μόλις δύο χρόνων και όταν έφτασε το αυτοκίνητο με τον πατέρα της έξω από το σπίτι πετάχτηκε και έτρεξε κοντά του.
Εκείνη τη στιγμή οι Βρετανοί αξιωματικοί και οι στρατιώτες που τον συνόδευαν πρόταξαν τα όπλα και φώναξαν στην μητέρα της, να πάρει το μωρό μακριά.
Εκείνη δεν υπάκουσε και τότε έστρεψαν τα όπλα στο κεφάλι της δίχρονης και γυρίζοντας στην μάνα της φώναξαν: «Πάρε το μωρό, θα το πυροβολήσουμε!».
«Την τελευταία νύχτα πριν πεθάνει μάθαμε πως τον είχαν πάρει σε ένα μέρος στον δρόμο Πεντάγιας-Ξερού απέναντι από την θάλασσα.
Εκεί υπήρχαν 2-3 σπίτια. Ένα από αυτά ήταν κάποιου -Έμπορος νομίζω λεγότανε- ο οποίος άκουσε τις φωνές του που τον βασάνιζαν, και από αυτά που έλεγε ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τον βασάνιζαν οι Εγγλέζοι», μας αποκάλυψε η κόρη του Γεώργιου Νικολάου.
Δεξιά φωτογραφία που τράβηξε φίλος της οικογένειας στο σπίτι λίγο πριν κηδευτεί ο Γεώργιος Νικολάου με τα πόδια του γαζωμένα από τις σφαίρες και μελανιασμένα από τα χτυπήματα
Από την κηδεία του πατέρα της η ίδια πάντως ήταν πολύ μικρή για να έχει μνήμες, παρόλα αυτά, κάπου στο βάθος του μυαλού της, όπως μάς είπε, της έχει μείνει "μια αχνή εικόνα, σαν όνειρο".
Μια εικόνα του πατέρα της "μέσα στο φτιαγμένο από κασόνι φέρετρο να είναι τοποθετημένο πάνω στο τραπέζι μπροστά στον ηλιακό και από κάτω να έχει περάσει αίμα πάνω στο τραπέζι και να έχει αφήσει λεκέ".
Η γραπτή μαρτυρία που έμεινε στο συρτάρι για 10 χρόνια
Ο πατέρας του ήρωα της ΕΟΚΑ συντετριμμένος από τον τον χαμό του γιού του, έφυγε από τη ζωή έξι μήνες μετά τον θάνατο του.
Η 21χρονη σύζυγος του αγωνιστή, Πελαγία, που έμεινε χήρα με ένα παιδί, μία εβδομάδα μετά που έθαψε τον άντρα της, έφερε στον κόσμο και το δεύτερό τους παιδί, ένα κοριτσάκι στο οποίο έδωσε το όνομά του.
Η κυρία Πελαγία στα 83 της χρόνια σήμερα, και έχοντας υποστεί ένα εγκεφαλικό, δεν είναι σε θέση πια ούτε να θυμηθεί με ακρίβεια τα γεγονότα, ούτε καν να μιλήσει.
Φρόντισε όμως το 2009, όταν ακόμη η υγεία και η μνήμη της, της το επέτρεπαν να καταθέσει όλα όσα έζησε τότε, και με τη βοήθεια της μεγάλης της κόρης Ανδρούλλας, να τα καταγράψει στο χαρτί.
Αυτή η γραπτή μαρτυρία που πολύ πρόθυμα μάς παραχώρησε η κόρη του ήρωα, έρχεται να ρίξει κι άλλο φως στην υπόθεση θανάτου του αγωνιστή.
Συγκεκριμένα η χήρα του έγραφε στην μαρτυρία της:
«Αμέσως μετά την εκτέλεση ενός προδότη στο χωριό μας στις 29 του Οκτώβρη του 1956, Άγγλοι και Τούρκοι επικουρικοί επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό στο χωριό μας και μετέφεραν αρκετούς χωριανούς, ο σύζυγός μου και πολλοί συγγενείς μας, στο Δημοτικό σχολείο του χωριού.
Μετά από το Δημοτικό σχολείο άφησαν τους περισσότερους ελεύθερους, ενώ μερικούς τους πήραν στα κρατητήρια και στο στρατόπεδο Ξερού.
Τον σύζυγό μου όμως δεν τον άφησαν μαζί με τους άλλους, τον έπαιρναν σε διάφορους τόπους και τον βασάνιζαν. Παρόλα αυτά δεν πρόδωσε ούτε τους συναγωνιστές του, ούτε που είχαν κρυμμένα όπλα. Δυο-τρία βράδια τον έφεραν στο σπίτι σε πολύ κακά χάλια.
Ήταν για να τον λυπηθούμε και να μαρτυρήσουμε και εμείς, αλλά και να μας λυπηθεί διότι ήμουν και στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης μου.
Το τελευταίο βράδυ που τον έφεραν στο σπίτι μας, από τα πολλά βάσανα που του είχαν κάνει δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, ούτε να μιλήσει καλά. Ζήτησε να δει ιδιαιτέρως την μάνα μου.
Και της είπε ‘με έκαναν άχρηστο, δεν κάμνω για γυναίκα’.
Όταν τον έφυγαν από το σπίτι μας κατόπιν και άλλων πολλών βασανιστηρίων, το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου αφού είδαν ότι ήταν τελειωμένος, τον έριξαν στα συρματοπλέγματα και τον πυροβόλησαν λέγοντας ότι πήγε να δραπετεύσει.
Όταν την επομένη πήγαμε στον Ξερό για να τον δούμε, μας είπαν ότι τον σκότωσαν και να πάμε στη Λεύκα να μας πουν πού τον έχουν.
Εννιά μέρες μετά τον θάνατο του συζύγου μου, γέννησα την δεύτερη μας κόρη, στην οποία δώσαμε το όνομα Γεωργία.
Το πρώτο μας παιδί ήταν μόλις 2 χρνών κι αυτό κοριτσάκι με το όνομα Ανδρούλλα.
Μετά ακριβώς πόσο καιρό δεν θυμάμαι... ήταν γύρω στο 1963-64 πριν τις φασαρίες με τους Τούρκους στη Λευκωσία, δύο ξαδέρφες της γυναίκας του προδότη, συνάντησαν στην Λευκωσία έναν Ε/κ (τον οποίο δεν σκέφτηκαν να ρωτήσουν το όνομά του).
Τις ρώτησε από πού κατάγονται και είπαν από τον Κάτω Πύργο.
Αυτός τότε άρχισε να τους εξιστορεί για το πώς γνώρισε τον Γιώργο Νικολάου.
Οτι το κελί του ήταν δίπλα από το κελί του Νικολάου και τους χώριζε μόνο ένας ξύλινος τοίχος.
Μιλούσαν κτυπώντας τον τοίχο ο ένας του άλλου.
Δεν ήξεραν τα πρόσωπα ο ένας του άλλου, απλώς συνομιλούσαν.
Το τελευταίο βράδυ (εκείνο το βράδυ σκότωσαν τον σύζυγό μου) του κτύπησε στον τοίχο πρώτος ο Γιώργος Νικολάου και τον ρώτησε αν του έδωσαν να φάει και αυτός απάντησε ναι.
Όταν λέει ρώτησα εγώ τον Γιώργο αν του έδωσαν να φάει, αυτός απάντησε όχι δεν μου έδωσαν τίποτε να φάω.
Μετά, λέει, από αρκετή ώρα κατέφθασαν οι βασανιστές μαζί με κάποιους άλλους.
Έβγαλαν τον Γιώργο από το κελί και άρχισαν να τον βασανίζουν όλοι μαζί.
Τον άκουγα να ουρλιάζει και σπάραζε η καρδιά μου.
Κάτι άλλο που θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι ο μακαριστός πατέρας μου ήταν κι αυτός στα κρατητήρια όταν σκότωσαν τον άνδρα μου και ούτε καν στην κηδεία δεν τον άφησαν να έρθει.
Από μόνοι τους ξέρουν ότι είναι ένοχοι.
Ας τους κρίνει ο Θεός που είναι ο πιο Δίκαιος κριτής.
Αυτά έχω να αναφέρω για την προδοσία και τον θάνατο του συζύγου μου»