Ο καπετάν «Υψηλάντης», πρώτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ και μετά «υποστράτηγος» του «ΔΣΕ» εκτός της ανάμειξής του στο Παιδιμάζωμα έλαβ...
Ο καπετάν «Υψηλάντης», πρώτα καπετάνιος του ΕΛΑΣ και μετά «υποστράτηγος» του «ΔΣΕ» εκτός της ανάμειξής του στο Παιδιμάζωμα έλαβε μέρος σε αρκετές επιθέσεις σε χωριά της Μακεδονίας και της Ηπείρου από το 1943 μέχρι το 1949.
Ήταν επικεφαλής της φονικής επίθεσης στο Λιτόχωρο στις 31 Μαρτίου 1946, η οποία θεωρείται η απαρχή της Ανταρσίας.
Το σοκαριστικό της υπόθεσης είναι ότι όταν επέστρεψε από την Τασκένδη μετά το 1981 ανεδείχθη μέλος Κεντρικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ και έγραψε βιβλίο με τα κατορθώματά του.
ΟΥΔΕΠΟΤΕ αντιμετώπισε τη δικαιοσύνη!
ΟΥΔΕΠΟΤΕ αντιμετώπισε τη δικαιοσύνη!
"Λέγομαι Φαιδρωνία Κάγκα.
Αυτό είναι το πατρικό μου όνομα.
Eίχα γεννηθεί στο μικρό χωριό Βήσσανη Πωγωνίου,στη Μουργκάνα, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, και κεί ζούσα το 1947 με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου.
Ζούσαμε στο χωριό μας μιά ζωή ήρεμη, ωραία, είχαμε τα πάντα.
Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στο χωριό, αλλά ήταν και μελισσοκόμος.
Είμαστε μιά πολύ ευτυχισμένη οικογένεια της Ελληνικής επαρχίας.
Μέχρι την ημέρα που ήρθαν οι συμμορίτες και με αρπάξανε από το σπίτι μας.
Ήταν μιά τόσο τραγική ημέρα.
Ήρθε ένας καπετάνιος αντάρτης των συμμοριτών.
Ένας βάρβαρος άνθρωπος, που τον λέγανε καπετάν Χατζάρα*, δεν ξέρω από τι του βγάλανε αυτό το όνομα.
Ήρθαν μιά ημέρα χωρίς προειδοποίηση.
Δεν γνωρίζαμε ότι θ’άρθουν.
Έ, ακούγαμε ότι παίρνουν τα παιδιά, αλλά δεν το περιμέναμε.
Εγώ ήμουν 14 χρονών τότε.
Ο πατέρας μου δοκίμασε να με κρύψει.
Αλλά ο Χατζάρας του λεει:
- «Φανέρωσέ την όπου την έχεις ή σε σκοτώνω επί τόπου»!
Αυτοί, οι συμμορίτες, πριν μπουν στο χωριό να μαζέψουν τα παιδιά Είναι σίγουρο ότι γνώριζαν από τους φίλους τους ποιά σπίτια είχαν παιδιά και μας ζητούσαν ενα-ένα με το όνομά μας.
Είναι άρρωστο το παιδί, λέει τότε ο πατέρας μου γιά μένα.
Αφήστε το.
Αυτοί όμως δεν λογάριαζαν τίποτε.
Αν είμαστε άρρωστοι ή καλά ήταν το λιγότερο που ένοιαζε τους συμμορίτες που μας πήραν από τα σπιτια μας.
Ο πατέρας μου ήρθε από κοντά και τους παρακαλούσε να με αφήσουν.
Προσπάθησε να τους πείσει, αλλά τίποτε.
- «Είναι μόνο 14 ετών το κορίτσι, μικρή, είναι και άρρωστη, που να πάει».
- «Μη φοβάσαι, του λέγανε, αυτή μπορεί να κουβαλήσει και όλμο.
Θα δεις θα την κάνουμε εμείς ξεφτέρι».
Επειδή ήμουν ψηλή γιά την ηλικία μου και ροδαλή, με έβλεπαν αυτοί και θα έλεγαν «θα την κάνουμε πρώτη αντάρτισσα».
Οπότε γύρισε πίσω ο πατέρας μου στο χωριό, αφού είδε ότι δεν μπορούσε να με πάρει από τους αντάρτες.
Όπως δε έμαθα μετά, όταν εξαφανιστήκαμε στον ορίζοντα, και δεν μας έβλεπαν πιά, η μητέρα μου με τη γιαγιά μου και άλλες γυναίκες από το χωριό μας, πήγαν στο νεκροταφείο του χωριού και μας έκλαιγαν.
Μας θεωρούσαν γιά πεθαμένα τα παιδιά τους που πήραν οι αντάρτες.
Πίστευαν ότι πάει, τα έχασαν τα παιδιά τους.
Σε όλο το χωριό ακούγονταν κλάμματα γοερά και μοιρολόγια!
Μας μάζεψαν όλα τα παιδιά από το χωριό μας και μας πήγαιναν όπως τα πρόβατα.
Εκεί που μας πήγαιναν, καταφθάσανε και τα αεροπλάνα του Ελληνικού Στρατού.
Μας είδαν και μας πολυβόλησαν.
Δεν πέτυχαν κανένα, μας είχαν σκορπίσει οι αντάρτες, αλλά καταλαβαίνετε την τρομάρα μας να μας πολυβολούν τα ααεροπλάανα.
-«Με αυτά που μου λέτε, υποθέτω ότι οι αντάρτες ήρθαν και σας πήραν από το χωριό σας ημέρα.
Φαίνεται ότι τότε τα χωριά της Μουργκάνας θα βρίσκονταν στην ανταρτοκρατούμενη ζώνη της Ελλάδος.»
Νάι, βέβαια.
Ημέρα ήταν όταν ήρθαν οι αντάρτες στο χωριό και μας άρπαξαν.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 1947 που ήρθαν.
Το χωριό μας και τα γύρω βουνά ήταν γεμάτα χιόνια.
Θυμάμαι ότι τότε φορούσαμε κάτι ελαστικά παπούτσια, και εμείς τα παιδιά που πηγαίναμε σχολείο, μέσα στα χιόνια μας φεύγανε συνέχεια.
Αυτό έγινε και όταν μας πήραν οι συμμορίτες.
Στα περισσότερα παιδιά, μας διαλύθηκαν τα παπούτσια και περπατούσαμε ξυπόλητα μέσα στα χιόνια, εκεί που μας πήγαιναν.
Άλλα με τρύπια παπούτσια.
Τρομερά πράγματα!
Μας πήγαν στο διπλανό χωριό, στο Τσαμαντά, και μας κοίμησαν σένα σπίτι.
Άλλα με τρύπια παπούτσια.
Τρομερά πράγματα!
Μας πήγαν στο διπλανό χωριό, στο Τσαμαντά, και μας κοίμησαν σένα σπίτι.
Έδιωξαν τους ιδιοκτήτες και επίταξαν το σπίτι οι αντάρτες γιά να κοιμηθούμε εμείς τα παιδιά.
-«Είσαστε πολλά παιδιά στην ομάδα σας, που σας πήραν;
Είκοσι, τριάντα;
Πόσα; Θυμάσαι;»
-Πολλά, πολλά, παιδιά!
Δεν είμαστε μόνο από τη Βύσσανη.
Είχαν πάρει και από άλλα χωριά.
Όταν τα παιδιά γίναμε παρά πολλά, μας βάλανε να κοιμόμαστε σε κάτι στρατώνες.
Εκεί, άρχισαν να μας εκπαιδεύουν εμάς τα μεγαλύτερα παιδιά, να γίνουμε αντάρτες, μαχητές μαζί τους.
Μας μάθαιναν σκοποβολή και τέτοια πράγματα.
Πως να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα όπλα, να πολεμάμε.
Μας πήγαιναν και σε ένα ύψωμα, μιά πλαγιά, και κάτω χαμηλότερα (στην πλαγιά) είχαν δέσει από ένα δένδρο μιά προβατίνα με μεγάλο σχοινί, ώστε να μπορεί να τρέχει γύρω-γύρω.
Εμείς τα παιδιά, γιά να εκπαιδευτούμε στη σκοποβολή, ρίχναμε γιά να πετύχουμε την προβατίνα που έτρεχε σαν τρελλή από τις ντουφεκιές.
Φυσικά κανείς δεν πετύχαινε την προβατίνα.
Εμείς ρίχναμε όπου-όπου.
Κανείς δεν ήθελε να σκοτώσει την προβατίνα, ακόμη κι αν μπορούσε.
Κλείναμε τα μάτια μας και πατούσαμε τη σκανδάλη.
Ο καπετάνιος τους, ο Υψηλάντης, ήταν εκεί όταν μας μάθαιναν σκοποβολή.
Είχε ένα άσπρο άλογο και έκανε τον πολύ σπουδαίο.
Μιά μέρα εκεί που πηγαίναμε, όταν μας κρατούσαν εκεί στα χωριά της Μουργκάνας, πριν μας περάσουν στην Αλβανία, ήταν μιά λιμνούλα με νερά από λυωμένα χιόνια.
Όπως λοιπόν πηγαίναμε με μιά άλλη κοπέλλα από το ίδιο χωριό τη Βύσσανη, προσπαθούσαμε να την αποφύγουμε, να μη βραχούμε από τα νερά.
Αυτός, ο Υψηλάντης, μας δίνει μιά σπρωξιά και μας ρίχνει και τις δυό μέσα στα νερά.
-«Οι μεταξωτές από τη Βύσσανη, θ’αλλάξουν στολή τώρα», λέει.
Πέσαμε εμείς μέσα στα νερά, χειμώνας καιρός.
Πολλά παρόμοια περάσαμε στην Ελλάδα, τις πρώτες ημέρες που μας πήραν από τα σπίτια μας, πριν να φύγουμε γιά την Αλβανία.
Τι να σου πρωτο-διηγηθώ, τόσα χρόνια που πέρασαν και ακόμη τα θυμάμαι πάντα.
Άστα.
Τραγικά πράγματα, με το κακό που μας βρήκε τότε, να μας πάρουν με το έτσι θέλω από τα σπίτια μας.
Μετά από τον Τσαμαντά, μετά κάποιες ημέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα, μας πήγαν και μας συγκέντρωσαν όλα τα παιδιά στο χωριό Λιά.
Είναι το χωριό της Ελένης, της μάννας του Γκατζογιάννη, που έγραψε το γνωστό βιβλίο.
Όσο μας είχαν εκεί, πριν μας οδηγήσουν μέσα από τα βουνά στην Αλβανία, συνέβη και ένα πολύ τρομερό γεγονός που μας έβαλαν οι αντάρτες να το παρακολουθήσουμε.
Εκεί, οι αντάρτες είχαν αιχμαλώτους στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού.
Παιδαρέλια.
Η κομματική επιτροπή του ΚΚΕ, κάτι πραγματικοί κατσαπλιάδες, κάτι ρακένδυτοι, πρωτόγονοι άνθρωποι, είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν αυτά τα παιδιά, τους Έλληνες στρατιώτες.
Τους έγδυσαν, και τους φόρεσαν επάνω τους κάτι λευκά σεντόνια, όλων αυτών των νεαρών στρατιωτών, και τους πήγαν σε ένα χωράφι εκεί να τους σκοτώσουν.
Τότε, πήραν και εμάς τα παιδιά που είχαν μαζέψει από τα χωριά, να παρακολουθούμε τις εκτελέσεις γιά να σκληρύνουμε και να γίνουμε φανατικοί αγωνιστές σαν και αυτούς!
- «Εννοείτε έσας τα παιδιά, που είχαν πάρει με τη βία από τα σπίτια σος, έβαλαν να παρακολουθείτε τις εκτελέσεις των Ελλήνων στρατιωτών;»
- Ναί, ακριβώς!
Γιά να δούμε πως τιμωρούνται οι φασίστες από τους αγωνιστές του λαού!
Καταλαβαίνετε τι ανατριχιαστικά πράγματα ήταν αυτά που ζήσαμε τότε.
Ήταν κάτι πολύ τραγικό.
- «Ήταν πολλοί στρατιώτες; Θυμάστε;»
- Ήταν κάμποσοι.
Δεν μπορώ να πω πόσοι.
Εγώ έχω αυτήν την εικόνα των παιδιών με τα λευκά σεντόνια να φορούν πριν τους εκτελέσουν.
Ήταν παιδιά ακόμη.
Παιδιά, νεαροί, τους θυμάμαι.
- «Πως φέρονταν οι στρατιώτες, θυμάστε;
Αντιδρούσαν;
Καταλάβαιναν ότι τους πήγαιναν γιά εκτέλεση;»
- Πιστεύω ότι οι στρατιώτες καταλάβαιναν που τους πήγαιναν.
Όταν τους έγδυναν, και τους βάζανε πάνω τους τα λευκά σεντόνια, που ανεμίζανε στο δρόμο που τους πήγαιναν με τα χέρια δεμένα πίσω, θα γνώριζαν ότι τους πήγαιναν γιά εκτέλεση.
Δεν ξέρω βέβαια τι τους είχαν πει.
Πάντως δεν θυμάμαι να φώναζαν, να παραπονούνταν. Όχι.
Πήγαιναν ήρεμα και εκεί που στάθηκαν στη γραμμή, πριν τους πυροβολήσουν.
Δεν θυμάμαι και πολύ καλά τι έγινε τότε, γιατί εγώ είχα κλείσει τα μάτια μου από τον τρόμο.
Όπως και τα πιό πολλά παιδιά.
Είχαμε τρομοκρατηθεί.
Αυτό είναι βέβαιο.
Αυτό είναι βέβαιο.
(σ.σ. Την ίδια εποχή που βρισκόταν η Φαιδρωνία στη Μουργκάνα, έγινε μιά αποτυχημένη επιχείρηση του Στρατού στη Μουργκάνα η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΣ κατέληξε σε 596 αξιωματικούς και οπλίτες νεκρούς και τραυματίες, και 174 αγνοούμενους άνδρες τού 611 Τάγματος Πεζικού.
Οι αγνοούμενοι είχαν αιχμαλωτιστεί.
Από αυτούςτους αιχμαλωτισθέντες, οι 4 αξιωματικοί δολοφονήθηκαν αμέσως στον Τσαμαντά.
Μερικοί αιχμάλωτοι πήγαν με τη θέλησή τους στους αντάρτες και αρκετοί ακόμη «προσχώρησαν».
Τους υπόλοιπους τους είχαν πεί ότι θα τους αφήσουν να φύγουν γυμνοί αν υποσχεθούν ότι δεν θα επανέλθουν στον Ελληνικό Στρατό.
Όμως η μοίρα των στρατιωτών ήταν άγνωστη μέχρι το 1971.
Τότε, σε μιά πλαγιά, κοντά στον Τσαμαντά, ένας βοσκός βρήκε κοντά σ’ έναν ασβεστόλακο έναν ανθρώπινο σκελετό.
Ο Στρατός που πήγε απεκάλυψε 120 σκελετούς, ο καθένας με μια σφαίρα στο κρανίο και τα οστά των χεριών δεμένα πίσω με καλώδιο…» (Γι αυτό μιά καλή πηγή, Α. Ζαούσης, Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, τόμος Β΄, σελ. 34.)
(*)Πρόκειται περί γνωστοῦ ἀντάρτη τοῦ «ΔΣΕ».
Ἦταν ὁ Σταῦρος Γκόνος ἤ Γκουνός (καπετάν Χατζάρας) ἀπό τή Λεπτοκαρυά Πιερίας.
Εἶχε λάβει μερος στήν πρώτη μεγάλη τρομοκρατική ἐπιχείρηση κομμουνιστῶν ἀνταρτῶν στό Λιτόχωρο, στίς 30 Μαρτίου 1946, στήν ὁποίαν δολοφονήθηκαν 9 νεαροί χωροφύλακες πού εἶχαν φθάσει ἐκεῖ μόλις τήν προηγουμένη ἡμέρα, 3 στρατιῶτες καί μία γυναίκα ἡ ὁποία ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν καθαριότητα τοῦ σταθμοῦ Χωροφυλακῆς.
Στήν ἐπίθεση συμμετεῖχε καί ὁ Λοχίας Γκόνος ἤ Γκουνός Νικόλαος ἀπό τή Λεπτοκαρυά, πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ καπετάν Χατζάρα, ὁ ὁποῖος καί τραυματίσθηκε βαριά.
Ὁ πρῶτος του ἐξάδελφος καί συνεπώνυμός του καπετάν Χατζάρας τόν πέταξε μέσα στίς φλόγες τοῦ κτιρίου πού καιγόταν νά καεῖ, ἀντί νά τόν φορτωθεῖ καί νά τόν διασώσει …
Πηγη: Ιωαννης Μπουγας
-