GRID_STYLE
FALSE
TRUE

Classic Header

{fbt_classic_header}

Breaking News:

latest

Η ιστορία και η ίδρυση του Ιερού Λόχου από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (09 Μαρτίου 1821).

Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντηστη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλα...






Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντηστη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως.

Ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα.
Ο Υψηλάντης πίστευε πως οι νεαροί αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ψυχή του στρατού του.
Γι’ αυτό τους ονομάτισε από το κλασικό όνομα του Ιερού Λόχου των Θηβών.
Στη Φωξάνη, μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης των Ιερολοχιτών οργανώθηκε μεγαλοπρεπής τελετή ορκωμοσίας, κατά την τσαρική εθιμοτυπία.






Αμέσως μετά την ορκωμοσία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και παρέδωσε τη Σημαία του Ιερού Λόχου στον αρχηγό του Λόχου Γεώργιο Καντακουζινό.
Στη συνέχεια οι Ιερολοχίτες παρέλασαν με βήμα στρατιωτικό τραγουδώντας πολεμικό θούριο που είχε συγγράψει ο 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής για την "Ταξιαρχία των Ακροβολιστών της Ανατολής" του Βοναπάρτη που πολεμούσε στην Αίγυπτο και στην οποία ταξιαρχία συμμετείχαν Έλληνες.
Στους πρώτους 120 ιερολοχίτες προστέθηκαν και άλλοι αργότερα φτάνοντας τους 400, ενώ η οργάνωση του σώματος αυτού ολοκληρώθηκε στο Τιργοβίτσι. 

Οι άνδρες του Ιερού Λόχου έφεραν ομοιόμορφες στολές Ευρωπαϊκού τύπου φτιαγμένες από ολόμαλλη μαύρη τσόχα. γι'αυτό και ονομάζονταν μελανοφόροι ή μαυροφόροι.
Η στολή του ιερολοχίτη αποτελούνταν από χιτώνιο μακρύ που έφθανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα, περισκελίδα και ψηλό χωρίς γείσο κάλυμμα κεφαλής, που σύμφωνα με την περιγραφή που δίνει ο Κωνσταντίνος Ράδος έμοιαζε με το κάλυμμα των Ουσάρων.
Το κάλυμμα αυτό έφερε στην κορυφή λευκό λοφίο και ψηλά, τρίχρωμο εθνόσημο με κόκκινο λευκό και κυανό χρώμα.
Κάτω από αυτό μετωπικά υπήρχε νεκροκεφαλή με δύο οστά χιαστί από λευκό μέταλλο, σημαίνοντα Ελευθερία ή Θάνατος. 

Ο ιερολοχίτης είχε για όπλο λογχοφόρο τυφέκιο ενώ έφερε χιαστί δερμάτινη ζώνη με τις παλάσκες και το γυλιό στη μέση.
Το μόνο γνωστό μέχρι σήμερα κειμήλιο που προέρχεται από τη στολή των ιερολοχιτών είναι ο επενδύτης του ιερολοχίτη Κωνσταντίνου Ξενοκράτους, (1803 - 1876), ο οποίος εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η σημαία του Ιερού Λόχου ήταν τρίχρωμη.
Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και υπήρχε στο κέντρο η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννόμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ. 

Στο στρατιωτικό οργανισμό που συνέταξε ο Νικόλαος Υψηλάντης στις παραγράφους ΙΑ και ΙΒ η σχετική οδηγία για τη σημαία αναφέρει:
"Η Ελληνική σημαία τόσο εις τα της ξηράς στρατεύματα όσο και εις τα της θαλάσσης πρέπει να είναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων: άσπρο, μαύρο και κόκκινο.
Το άσπρο σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων, το μαύρο το υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών και το κόκκινο την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού και την χαράν αυτού διότι πολεμεί δια την ανάστασιν της Πατρίδος". 

Διοικητής του Ιερού Λόχου διορίστηκε ο Γεώργιος Καντακουζηνός, πρώην ανώτερος αξιωματικός του Τσαρικού στρατού -ο οποίος σύντομα παραμερίστηκε από τον Υψηλάντη- και υπασπιστής ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. 
Εκατόνταρχοι του Ιερού Λόχου ήταν ο Σπυρίδων Δρακούλης, δραματικός ηθοποιός, από την Ιθάκη, ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Σούτσος, αδελφός του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης , ο Πελοποννήσιος Ανδρόνικος, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Ρίζος, γιος του πρωθυπουργού της Μολδαβίας Ιάκώβο Ρίζο Νερουλό, ο Ρίζος από τα Ιωάννινα και ο Χιώτης Ιωάννης Κρόκιας.


Εκτός όμως από το Πεζικό τμήμα δημιουργήθηκε και Ιππικό με στολές Ουσάρων και Κοζάκων.
Για δε την οργάνωση του Ιππικού σημαντικά χρηματικά ποσά διέθεσε επίσης και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος.
Στην Φωξάνη, οι σπουδαστές που δεν είχαν καμιά στρατιωτική εμπειρία άρχισαν να γυμνάζονται και να εκπαιδεύονται στην χρήση των όπλων και της λόγχης. 
Η ορκωμοσία τους έγινε στο ναό της πόλης:

«Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου.
Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας. 
Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου.
Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου.
Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας.
Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν.

Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου.
Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων και να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν.
Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν.
Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της.
Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄ αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν.

Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».

Το θούριο που υιοθέτησαν και τραγουδούσαν οι Ιερολοχίτες το είχε συγγράψει 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής.

Φίλοι μου συμπατριώται
δούλοι ν΄ άμεθα ως πότε;
των αγρίων μουσουλμάνων
της Πατρίδος των τυράννων

Έφθασεν ω φίλοι τώρα
εκδικήσεως η ώρα.
Η κοινή πατρίς φωνάζει
με τα δάκρυα μας κράζει!

Γίνομεν Γραικοί γενναίοι;
δράμετ΄ άνδρες τε και νέοι
κι είπατε μεγαλοφώνως
Είπατε όλοι τε συμφώνως

Κι΄ ασπαζόμεν΄ εις τον άλλον 
μ΄ ενθουσιασμόν μεγάλον 
έως πότε η τυραννία; 
Ζήτω η Ελευθερία!

Η πρώτη μεγάλη μάχη (πλην διαφόρων μικροσυμπλοκών) που επιλέγει να δώσει ο Υψηλάντης, είναι στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των Τούρκων.

Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος θα φτάσει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου θα στρατοπεδεύσει.

Την επόμενη ημέρα, 7 Ιουνίου 1821, θα ξεκινήσουν οι αψιμαχίες, προτού καταφτάσει όλο το στράτευμα, με την αποτυχημένη επίθεση του ελληνικού ιππικού του Βασιλείου Καραβία.
Ο Ιερός Λόχος, με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά η φυγή του τμήματος του Καραβία ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμήσουν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού.

Πριν προφτάσει ο Ιερός Λόχος να σχηματίσει τετράγωνα, επιτέθηκε το Τουρκικό ιππικό με αρχηγό τον Καρά Φέιζ και χώρισε το Λόχο στα δύο.
Η μάχη ήταν σκληρή και αιματηρή.
Οι Ιερολοχίτες πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία.
Ο Νικόλαος Υψηλάντης σώθηκε τυχαία από έναν φιλέλληνα Γάλλο αξιωματικό, που τον ανέβασε στο άλογό του.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κατέφυγε στο Ρίμνικο, όπου συνέταξε την τελευταία διαταγή του στις 8 Ιουνίου 1821, με την οποία στιγμάτισε την προδοσία του πολιτικού και στρατιωτικού του επιτελείου και εξήρε την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου.

Στο κοιμητήριο του Δραγατσανίου στη Ρουμανία υπάρχει το Μνημείο των Πεσόντων Ιερολοχιτών το οποίο ανεγέρθη στα 1884 με την πρωτοβουλία της συντακτικής επιτροπής της Ελληνικής εφημερίδας του Βουκουρεστίου "Σύλλογοι".
Το μνημείο φιλοτέχνησαν από πεντελικό μάρμαρο οι Τήνιοι καλλιτέχνες Χαλεπάς και Λαμπαδίτης.
Έχει ύψος συνολικά επτά μέτρων.
Στην κύρια όψη του στηλοβάτη του υψώνεται μονόλιθος 5 μέτρων με ανάγλυφο σταυρό επί της ημισελήνου και από κάτω το σήμα των ιερολοχιτών. 
Στο κέντρο του στηλοβάτη εν μέσω δάφνινου στεφανιού αναγράφεται με χρυσά γράμματα : 

''ΔΙΑΒΑΤΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΟΤΙ ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΟΙ''

Μία ακόμη στήλη εις μνήμην των ιερολοχιτών, έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, έστησε ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος εις μνήμην του αδελφού του Δημητρίου, του ηρωικού εκατόνταρχου του Ιερού Λόχου στα 1845 αρχικά, ΒΔ του Πανεπιστημίου.
Από τα 1885 η στήλη μεταφέρθηκε δίπλα στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως κοντά στο μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη που φιλοτεχνήθηκε στα 1869 από τον Λ.Δρόση.

Η Μάχη στο Δραγατσάνι

Στις 7 Ιουνίου 1821 εγράφη μία από τις πιο συγκλονιστικές μάχες της Ελληνικής Επαναστάσεως. 
Ήταν η μάχη του Δραγατσανίου, όπου νέα παιδιά, έφηβοι σπουδαστές των αυθεντικών Ακαδημιών του Βουκουρεστίου και του Ιασίου έπεσαν μαχόμενοι. 
Ήταν ο Ιερός Λόχος του Αλεξ. Υψηλάντη που τον Φεβρουάριο του 1821 είχε ξεκινήσει την Ελληνική Επανάσταση ψηλά στο Ιάσι συνεγείροντας χιλιάδες Ελλήνων και εντοπίων Ρουμάνων και μετά από μία συγκλονιστική πορεία απ’ εκεί ως το Δραγατσάνι έδιδε τον αγώνα τον καλό.
Ο Ιερός Λόχος ήταν η πρώτη οργανωμένη μονάδα του Ελληνικού στρατού και φυσικά της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Οι άνδρες του ήταν πεζοί, είχαν καραμπίνες και ξιφολόγχες και έφεραν μαύρες στολές.



Σημαία τους ήταν η τρίχρωμη της Γαλλικής Επαναστάσεως.

Διοικητής ήταν ο Ι. Καντακουζηνός και εκατόνταρχοι ο Κ. Πολίτης Δημ. Σούτσος, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης, ο Ανδρόνικος από την Πελοπόννησο, ο Γιαννιώτης Ρίζος και ο Ιω. Κρόκιας από την Χίο.

Εκεί στο Δραγατσάνι, ένα μικρό πεδινό χωριό, κοντά στο Βουκουρέστι, ο Αλεξ. Υψηλάντης σχεδίαζε να δώσει μάχη με τους Τούρκους στις 8 Ιουνίου.

Εκεί δεν είχε φθάσει ο ίδιος με ενισχύσεις, αλλά ήταν οι γενναίοι αξιωματικοί του Γεωργάκη Ολύμπιου και ο Καραβιάς, που είχαν την διαταγή του Υψηλάντη να τον περιμένουν και παράλληλα να ξεκουραστούν οι στρατιώτες που είχαν ταλαιπωρηθεί από τις συνεχείς βροχές και την πείνα.

Ο Καραβιάς όμως, ενθουσιώδης καθώς ήταν και με έντονο το αίσθημα της φιλοπατρίας βλέποντας οι Τούρκοι να καίνε σπίτια στο Δραγατσάνι και εκτιμώντας ότι επίκειται υποχώρησή τους, θεώρησε καλό να τους καταδιώξει αποκομίζοντας έτσι τη δόξα μιας βέβαιης νίκης, συγκέντρωσε το τμήμα του και σε κατάσταση μέθης όρμησε, μετά από πορεία τριών τετάρτων, προς την μονή Σερμανέτη όπου ήταν οχυρωμένοι οι Τούρκοι «Ως λέων ωρυόμενος κατά των οχυρωμένων Τούρκων, αλαλάζων, εξιβρύζων, και επαπειλών τούτους, επροσκάλει ίνα εξέλθωσι της Μονής».

Η εικόνα τραγική: Ο Καραβιάς εμπρός στην εξώθυρα της Μονής, οι Τούρκοι μέσα πολιορκημένοι, αλλά ξαφνικά να εμφανίζονται τουρκικές ενισχύσεις και ο Καραβιάς να ευρίσκεται σε δεινή θέση ενώπιον υπερδιπλάσιου εχθρού.

Τότε ο Ιερός Λόχος από αλληλεγγύη προς το σώμα του Καραβιά έσπευσε προς βοήθειά του, άλλωστε ήταν στρατοπεδευμένος εκεί κοντά μαζί με 100 ιππείς. 
Οι Ιερολοχίτες έτρεξαν στην μάχη με ενθουσιασμό, αφού συγκεντρώθηκαν ταχύτατα, μολονότι ήταν καταπονημένοι από τις πορείες, τις ποικίλες κακουχίες και την πείνα.
Έτρεξαν γρήγορα, αν κι εκείνη την ώρα έπιπτε ραγδαία βροχή και υπό τους ήχους του εμβατηρίου:
Φίλοι μου συμπατριώται / δούλοι νάμεθα ως πότε / των αχρείων Μουσουλμάνων / της Ελλάδος των τυράννων.
Κι ύστερα στην μάχη έμειναν μόνοι.
Ο Καραβιάς αποχώρησε, καθώς και κάποιες μικρές ομάδες που είχαν τρέξει να τον βοηθήσουν προηγουμένως.

Μόνοι τους οι Ιερολοχίτες εμπρός σε οκταπλάσιο σε αριθμό Τουρκικού στρατού του Καρά Φεϊς, που τους καλούσε να παραδοθούν.
Οι Ιερολοχίτες πολέμησαν σε τετράγωνο σχηματισμό (bataillon car e) στην ανοιχτή πεδιάδα.
Σταματούν, πυροβολούν και ξανά προχωρούν.
Αλλά οι Τούρκοι ιππείς, οι ντελήδες, πάνω στα άλογά τους, σχίζουν τις γραμμές των Ιερολοχιτών και αρχίζουν την σφαγή και τα νέα παιδιά μας βρίσκουν τον θάνατο «πεσόντες ως ευθαλείς κλάδοι υπό την κοπτεράν αξίναν του στιβαρού ξυλοκόπου» κατά την περιγραφή του Τρικούπη.
Στην μάχη στο Δραγατσάνι έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον, οι εκατόνταρχοι, ο σημαιοφόρος του Λόχου, ο φιλέλληνας Ερρίκος Βορδιέ ο γυμναστής του Ιερού Λόχου.

Όσοι επέζησαν από την άνιση μάχη σε τοποθεσία που κρατούσε ο Βλάχος Ιωαννίτσας Χόρκας με 50 στρατιώτες που κάλυψαν την υποχώρηση των επιζησάντων Ιερολοχιτών, τότε έφθασε και ο Γεωργάκης Ολύμπιος με τον αρχιμανδρίτη Σέρβο που κατεδίωξαν τους Τούρκους και έτσι οι Ιερολοχίτες, όσοι δηλαδή είχαν σωθεί, τράβηξαν στο γειτονικό δάσος.
Σώθηκαν γύρω στους 136, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι 200 αξιωματικοί και στρατιώτες από το σύνολο των 373 Ιερολοχιτών.
Συνελήφθησαν 37 τραυματίες που στάλθηκαν στο Βουκουρέστι και απ’ εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίσθηκαν.

Μόλις που πρόλαβαν να σωθούν ο αρχηγός Νικόλαος Υψηλάντης, αδελφός του Αλέξανδρου, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του αρχιμανδρίτη Σέρβου ή, κατ’ άλλους, Γάλλου φιλέλληνα αξιωματικού, ο υπασπιστής του Αλέξανδρου Γεώργιος Λασσάνης και ο εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας και υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ.
Ο Ιερός Λόχος, το καμάρι και η περηφάνια του Αλέξανδρου Υψηλάντη χάθηκε εξαιτίας του Καραβιά, που όχι μόνο δεν πειθάρχησε στην εντολή του Αρχηγού του να μη δοθεί μάχη στις 7 Ιουνίου και ότι έπρεπε να αναμένουν τις ενισχύσεις που θα έφθαναν από το γειτονικό Ρίμνικ, αλλά προχώρησε χωρίς να συνεκτιμήσει τις δυνατότητες τις δικές του και του εχθρού του.

Έτσι από αλληλεγγύη προς αυτόν εξοντώθηκε ο Ιερός Λόχος που η φιλοπατρία των Ιερολοχιτών δεν μπορούσε να τον αφήσει αβοήθητο στην δεινή θέση που είχε περιέλθει, κι ας ήταν κατά το σχέδιο του Υψηλάντη σε θέση γενικής εφεδρείας.
Τα απομεινάρια του Ιερού Λόχου, με την μαύρη στολή και το καπέλο με την νεκροκεφαλή, έσυραν στην αρχή τα κουρασμένα σώματά τους προς υπό Αυστριακή κατοχή πόλεις Bra sou και Sibiu, παρακολουθούμενοι από την μυστική αστυνομία του Αυστριακού καγκελάριου Μέττερνιχ καθώς περιφέρονταν στους δρόμους των πόλεων με έντονα τα σημάδια της σφαγής, ιερά σφάγια αυτού του Γένους.
Ευτυχώς οι πολυπληθείς Ελληνικές κοινότητες των πόλεων αυτών έκρυψαν και προστάτευσαν τα γενναία αυτά παιδιά που τα βοήθησαν να κατέλθουν, μέσω Τεργέστης, στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Λίγες ώρες μετά την καταστροφή έφθανε και ο Υψηλάντης βλέποντας με απόγνωση να καταστρέφεται ότι είχε κτίσει, έβλεπε τον πανικό και την αταξία και την απογοήτευση του στρατού που τον ακολουθούσε.
Οπλαρχηγοί και στρατιώτες είχαν καταληφθεί από πανικό κι ούτε σε πρόσταγμα άκουγαν, ούτε σε παράκληση, ούτε σε εξορκισμούς.
Το παν αποσυντέθηκε.
Κι όμως αν δεν υπήρχε η επιπολαιότητα του Καραβιά και ετίθετο σε εφαρμογή το σχέδιο του Υψηλάντη, ήταν βέβαιη η νίκη των Ελλήνων.
Κι ο Υψηλάντης τράβηξε πίσω προς το Ρίμνικο, ο στρατός του είχε διαλυθεί, μαζί κι ο Ιερός Λόχος, και στρατοπέδευσε στο μοναστήρι της Κάτζιας, όπου ήλθαν και τον βρήκαν οι Ιερολοχίτες που ήταν κρυμμένοι στα κοντινά δάση.

Μαζί τους είχαν και την σημαία του Ιερού Λόχου.

Ήταν η επόμενη της τραγωδίας, 8 Ιουνίου, δεν γνωρίζουμε τι ειπώθηκε μεταξύ του αρχιστρατήγου και των Ιερολοχιτών.
Γνωρίζουμε, όμως, την τελευταία ημερήσια διαταγή του από 8 Ιουνίου 1821, με την οποία παρέδιδε στην αιωνιότητα την θυσία των Ιερολοχιτών, με τα εξής: 
«Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων εκ του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχθείτε δι’ εμού τα ευχαριστίας των ομογενών σας.
Ολίγος καιρός, και στήλη θα αναγερθεί να διαιωνίσει τα ονόματά σας» Τους άλλους που πρόδωσαν τον Αγώνα, που λιποτάκτησαν, που αγκομάχησαν, τους παρέδωσε στην κοινή χλεύη με την αποστροφή: «θα εντρέπωμαι δια βίου ότι σας διοίκησα».

Και είχε δίκιο ο Υψηλάντης, αφού η θυσία των Ιερολοχιτών έμεινε στην ιστορία του Γένους των Ελλήνων ως σύμβολο φιλοπατρίας, αλληλεγγύης, έκφρασης υψηλών ιδανικών ελευθερίας - άξιοι της πατρίδος και των προγόνων.
Έτσι εχάθη σε ολίγη ώρα «μία των γλυκύτερων ελπίδων της Ελλάδος, ο Ιερός Λόχος, που ''αντεπεκρίθη'' προς τιμήν του αρχαίου (ιερού λόχου εννοείται) των προγόνων, γενόμενος εν μικρογραφία η πιστή αντιγραφή του πρωτοτύπου», γράφει ο ιστορικός της Επαναστάσεως Ιω. Φιλήμων. 
Και δεν ήταν μόνον αυτό, η μαχόμενη πατρίδα έχασε 200 μορφωμένα παιδιά, που σπουδασμένα σε ξένα Πανεπιστήμια μπορούσαν να στελεχώσουν το νεοϊδρυόμενο κράτος.

Κι ήσαν άξια αυτά τα νέα παιδιά της πατρίδος, αμούστακα, άφησαν τα θρανία και έσπευσαν στο προσκλητήριο του Υψηλάντη.
Και ο Κάλβος λίγο καιρό άφησε μνημείο εσαεί την θυσία τους με την Ωδή του:

«Εις τον ιερόν λόχον» (απόσπασμα)

α΄.
    Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
                      'πού σας σκεπάζει.

β΄.
    Ας το δροσίση πάντοτε
με' τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
                      αιώνια τ' άνθη.

γ΄.
    Ω γνήσια της Eλλάδος
τέκνα· ψυχαί 'πού επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Hρώων,
                      καύχημα νέον·

δ΄.
    Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σάς έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
                    στέφανον άλλον.

ε΄.
    Αλλ' αν τις απεθάνη
διά την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
                      της κυπαρίσσου.

ς΄.
    Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς, η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
                      και την ημέραν·

ζ΄.
    Eπί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
                      μνήματα μύρια.

η΄.
    Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
                      δίδει το θείον.

θ΄.
    Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
                      άδοξος τάφος;

[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτ. έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 50-52]

Για να αντιληφθούμε το εθνικό φρόνημα των παιδιών του Ιερού Λόχου παραθέτουμε απόσπασμα - μαρτυρία από επιστολή του Κ. Πολίτη εκατόνταρχου βαθμοφόρου Δημ. Σούτσου που εγράφη πριν από τη μάχη:

«Δεν έχω πλέον υποδήματα∙ τα πόδια μου κατεξεσχίσθησαν, κοιμούμαι μέσα σε θανατηφόρα τέλματα.

Ζω με καρπούς, σπανίως ευρίσκω ένα ξερό κομμάτι ψωμί.
Αλλά οι στερήσεις αυταί μου είναι γλυκείαι∙ ο βίος αυτός μ’ αρέσει.
Από παιδί δεν ωνειρευόμουν άλλο από την ημέραν της ανεξαρτησίας μας.
Ευρίσκομαι δια πρώτην φοράν επί κεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δεν με φορτώνουν με ματαίους τίτλους, οι οποίοι μου δίδουν το γλυκύ του αδελφού όνομα.
Χαίρετε! θα ιδωθώμεν πού;
Ο Θεός το ξεύρει!».

Ο ίδιος σε επιστολή του προς τα αδέλφια του έγραφε: 

«Μη(πως) το αίμα ημών προώρισται να χαράξη των οροθετικών γραμμών του μέλλοντος Ελληνικού Κράτους;

Αλλ’ αν ημείς πέπρωται ν’ αποθάνωμεν επί της γης αυτής, γράψατε σεις εις την επιτύμβιον ημών πέτραν: 

«Ενταύθα κείνται οι τριακόσιοι της Νέας Σπάρτης μη φροντίσαντες να μας είπωσιν ουδέ τα ονόματά τους» Έτσι διαλύθηκε η λαμπρή στρατιά του Υψηλάντη, άλλοι εσφάγησαν, εκάησαν ζωντανοί ως αιχμάλωτοι των Τούρκων στο κολαστήριο της Σιλίστρας ή στα μπουντρούμια του Τούρκου Πασά του Βουκουρεστίου.

Και όσοι σώθηκαν πέρασαν τα Αυστριακά σύνορα γυμνοί, πένητες, αξιολύπητοι αναγκασμένοι να παραδώσουν στους Αυστριακούς συνοριακούς φρουρούς τα πάντα, εκτός από την ζωή τους.

Μαζί τους και ο Αλεξ. Υψηλάντης που πέθανε φυλακισμένος στις 19 / 31 Ιανουαρίου 1828 και οι Έλληνες τον έθαψαν απλά με την στολή του Ιερολοχίτη.

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"

greekworldhistory