Της Ελίνας Σταματίου Σ’ αυτούς του σκοτεινούς τάφους δεν έφτανε ποτέ ούτε ήλιος, ούτε φεγγάρι. Ο μόνος που μπορούσε να...
Της Ελίνας Σταματίου
Σ’ αυτούς του σκοτεινούς τάφους δεν έφτανε ποτέ ούτε ήλιος, ούτε φεγγάρι.
Ο μόνος που μπορούσε να τρυπώσει μέσα από τους παγωμένους τοίχους και το υγρό τσιμεντένιο δάπεδο ήταν ο Θεός.
Αχνή ανθρώπινη παρουσία στα κελιά, τα γυμνά και κουλουριασμένα σώματα κρατούμενων αγωνιστών, πεταμένων κατά γης και πληγωμένων από τα χτυπήματα των δυναστών τους.
Ό,τι αντηχούσε ανάμεσα σ΄αυτούς τους τοίχους ήταν μόνο κραυγές πόνου και προσευχές, και κάπου κάπου δύο κουβέντες παρηγοριάς ανάμεσά τους, που τους έδιναν δύναμη μέχρι την επόμενη φορά που θα έρχονταν αντιμέτωποι με τον θάνατο.
Για φαγητό μια πεταμένη ρέγγα κάθε πρωί και για νερό ούρα με το κουτάλι που τους τα έδιναν μέσα από μια μικρή τρύπα του κελιού τους.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα του κέντρου κράτησης των Πλατρών, κι αυτή η πραγματικότητα των βρετανικών δυνάμεων την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σ’ αυτό το ορεινό κολαστήριο τον Ιανουάριο του 1957 ένας από τους συλληφθέντες αντάρτες της περιοχής, ο 37χρονος Νίκος Γεωργίου από το Παλαιχώρι, θα αφήσει την τελευταία του πνοή διαλυμμένος από ανηλεή βασανιστήρια.
Στο απέναντι κελί, ένας άλλος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο 19χρονος τότε Μιχαλάκης Μουστάκας, θύμα κι αυτός της βρετανικής βαναυσότητας, μέσα από την μικρή τρύπα του κελιού του θα δει τον συναγωνιστή του να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του, θα ακούσει την προσπάθειά του να ανασάνει και θα γίνει μάρτυρας των βασανιστικών τελευταίων του στιγμών.
Ο 80χρονος πια βετεράνος, μιλώντας στο OMEGAlive επανέφερε στην μνήμη του την κτηνωδία που έζησε για 30 μέρες κρατούμενος στις Πλάτρες, παραδεχόμενος πως ακόμη και σήμερα -62 χρόνια μετά- οι εικόνες αυτές εξακολουθούν να στοιχειώνουν τα βράδια του και να ζωντανεύουν κάθε φορά που πάει να κλείσει τα μάτια.
Ο αγωνιστής με την Αγία Γραφή
Ο Νίκος Γεωργίου γεννήθηκε στο Παλαιχώρι και τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Λευκωσία, όπου διδάχθηκε την τέχνη του επιπλοποιού, παρακολουθώντας και μαθήματα βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, ενώ αργότερα άνοιξε δικό του καθαριστήριο.
Υπήρξε μέλος της ΟΧΕΝ και της οργάνωσης ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), ενώ μυήθηκε στον αγώνα στο τέλος του 1954 και συνεργάστηκε με τον αγωνιστή Πολύκαρπο Γιωρκάτζη στον τομέα των πληροφοριών.
Το 1955 εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως Λευκωσίας μαζί με τον Ιάκωβο Πατάτσο και διατηρούσε κρύπτη στο καθαριστήριό του, στην οποία έκρυβε όπλα και πυρομαχικά.
Για τον Γεωργίου, αυτό που μαρτυρούν όλοι οι συναγωνιστές του που τον έζησαν ως αντάρτες στα βουνά, είναι το γεγονός πως εκτός από την τεράστια λατρεία του για την πατρίδα, την ίδια τεράστια λατρεία έτρεφε και για το Θεό.
Ο αγωνιστής Κυριάκος Χατζησάββα μιλώντας μάλιστα για τον Γεωργίου στο OMEGAlive θυμάται πως το διάστημα που πέρασε μαζί του στο αντάρτικο του Μαχαιρά διάβαζε συνεχώς την Αγία Γραφή που είχε μαζί του και του έλεγε:
«Περιμένω την ώρα που θα ενωθώ με τον Κύριο».
Διαφυγή στο βουνό
Στις 16 Απριλίου του 1956 Άγγλοι στρατιώτες έχοντας πληροφορίες για την εμπλοκή του στον αγώνα, πήγαν στο καθαριστήριό του για έρευνα.
Τότε εκείνος προσποιούμενος ότι θα πήγαινε να καλέσει δήθεν τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, κατάφερε να διαφύγει.
Ωστόσο ο στρατός ανακάλυψε τα πυρομαχικά που έκρυβε κάτω από το λέβητα του νερού και τον επικήρυξε για 5000 λίρες.
Ο Γεωργίου μετά από αυτό κατέφυγε στα βουνά του Μαχαιρά, όπου ενώθηκε με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που τον έζησαν στο αντάρτικο ήταν και ο αγωνιστής Αυγουστής Ευσταθίου, ο γνωστός «Ματρόζος» της ΕΟΚΑ, ο οποίος όπως μάς είπε τον γνώριζε από πριν καθώς το καθαριστήριό του στην Λευκωσία ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι που έμενε.
«Τον θυμάμαι όταν ανέβηκε και ενώθηκε με την ομάδα μας υπό τον Αυξεντίου.
Τότε είχε το πόδι του σπασμένο.
Ήταν πολύ φιλήσυχος και θρήσκος άνθρωπος»
Ένας άλλος αντάρτης, ο μικότερος σε ηλικία στην ομάδα του Αυξεντίου, ο 16χρονος τότε Ανδρέας Νικολαΐδης μάς είπε για τον Γεωργίου πως πέρασαν μαζί ένα διάστημα στον Μαχαιρά όταν ανέβηκε στο βουνό, σημειώνοντας πως ήταν ένας απερίγραπτος άνθρωπος, πολύ χαμηλών τόνων και εξαιρετικά θρήσκος.
«Εγώ ήμουν 16 χρονών, ο νεότερος αντάρτης στην ομάδα του Αυξεντίου, ο οποίος όταν με ρώτησε τι ψευδώνυμο θέλω να μου δώσει, του είχα πει Αρτίβιος και μου λέει ‘Δεν είμαστε Πέρσες για να σε ονομάσω Αρτίβιο.
Υψηλάντης θα λέγεσαι’.
Υψηλάντης θα λέγεσαι’.
Του Γεωργίου του είχε δώσει το ψευδώνυμο ‘Σπαρτιάτης’.
Αργότερα βέβαια ο Αυξεντίου μας χώρισε σε μικρότερες ομάδες και όσοι δεν ήταν καταζητούμενοι –όπως εγώ- μάς έστειλε πίσω στα χωριά»
Τον Αύγουστο του 1956, με την επέκταση του τομέα Αυξεντίου και στα κρασοχώρια Λεμεσού, ο τομέας χωρίστηκε σε τέσσερις υποτομείς.
Τότε ήταν που ο 37χρονος αγωνιστής εντάχθηκε στην ομάδα του Γεώργιου Μάτση –θείου του ήρωα Κυριάκου Μάτση- με κέντρο τα Λαγουδερά – Σαράντι και δράση στο βόρειο τμήμα του τομέα.
Τον Ιανουάριο του 1957 οι Βρετανοί έθεσαν σε κέρφιου το χωριό Σαράντι.
Εκεί στο Σαράντι, και συγκεκριμένα σε ένα κρησφύγετο που είχαν κατασκευάσει στο σπίτι του Παπαχαράλαμπου, κρύβονταν ο Γεώργιος Μάτσης μαζί με τον Νίκο Γεωργίου και τον Αργύρη Καραδήμα.
Οι αποικιοκράτες οδηγούμενοι από συγκεκριμένες πληροφορίες έφτασαν στις 21 Ιανουαρίου στο συγκεκριμένο σπίτι και ξεκίνησαν τις έρευνες, ανακαλύπτοντας το κρησφύγετο των τριών ανταρτών τους οποίους και συνέλαβαν.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τόσο των Βρετανών που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση σύλληψής τους, αλλά και του ίδιου του Γεώργιου Μάτση χρόνια αργότερα, οι άνδρες των δυνάμεων ασφαλείας τους έγδυσαν και τους έβγαλαν έξω στο χιονισμένο ύπαιθρο, καλυμένους μόνο με κουβέρτες.
Από εκεί Γεωργίου και Μάτσης οδηγήθηκαν με στρατιωτικό φορτηγό στο κέντρο κράτησης των Πλατρών, ενώ ο Καραδήμας άλλαξε στρατόπεδο προθυμοποιούμενος να συνεργαστεί προδοτικά με τους Εγγλέζους, δίνοντάς τους τις πληροφορίες που ήθελαν.
I am the God!
Στις Πλάτρες εκείνη την περίοδο είχαν οδηγηθεί αρκετοί αντάρτες της περιοχής, μέσω κρίσιμων πληροφοριών από “πρόθυμους” πληροφοριοδότες, αλλά και μέσω της στρατιωτικής επιχείρησης BLACK MAC που οι Άγγλοι διεξήγαγαν στην ευρύτερη περιοχή Τροόδους.
Ανάμεσα στους πολλούς που συνελήφθησαν τότε ήταν και ένας 19χρονος αγωνιστής, ο Μιχαλάκης Μουστάκας –πρώτος ξάδερφος του αείμνηστου ηθοποιού Σωτήρη Μουστάκα- ο οποίος πιάστηκε στο Όμοδος στις 21 Ιανουαρίου και οδηγήθηκε από τους Βρετανούς στις Πλάτρες.
Ο Μουστάκας θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Νίκο Γεωργίου στο κέντρο κράτησης των Πλατρών, μιας και το κελί Νο 1 του Γεωργίου ήταν απέναντι από το δικό του και οι δυο τους είχαν την ευκαιρία μέσα από μια μικρή τρύπα από την οποία οι Εγγλέζοι τους έδιναν νερό, να επικοινωνούν, τις ώρες τουλάχιστον που σταματούσαν τα βασανιστήριά των αδίστακτων ανακριτών του, όπως μάς αποκάλυψε ο 80χρονος σήμερα βετεράνος, μιλώντας στο OMEGAlive.
«Τα βασανιστήρια που μάς έκαναν όσο ήμουν στις Πλάτρες για 30 μέρες ήταν απίστευτα.
Μας είχαν Γενάρη μήνα με ένα μέτρο χιόνι απ’ έξω, γυμνούς μέσα στο κελί, χωρίς στρώμα και τσιμεντένιο πάτωμα.
Το πρωί έρχονταν και μάς έριχναν ένα κουβά παγωμένο νερό.
Μάς έδιναν από την τρύπα νερό με το κουτάλι και πολλές φορές αντί για νερό μάς έδιναν να πιούμε ούρα.
Για πρωινό μάς πέταγαν να φάμε μια ρέγγα και σκίζονταν τα χείλη μας από το αλάτι και τη δίψα», αποκαλύπτει ο κ. Μουστάκας.
«Κάθε μέρα έρχονταν στο κελιά μας ανακριτές και στρατιώτες κοκκινοσκούφηδες και μάς χτυπούσαν ανηλεώς.
Κλωτσιές, γροθιές, μας έδεναν πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και μάς πατούσαν από πάνω, μάς τραβούσαν από τα γεννητικά όργανα.
Κλωτσιές, γροθιές, μας έδεναν πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και μάς πατούσαν από πάνω, μάς τραβούσαν από τα γεννητικά όργανα.
Ήταν μια κόλαση, ούτε ήλιο βλέπαμε, ούτε φεγγάρι, μόνο ο Θεός ήταν μαζί μας στο κελί.
Ωστόσο τα βασανιστήρια που έκαναν στο Νίκο Γεωργίου ήταν ακόμη πιο σκληρά»
Από την ίδια μικρή τρύπα του κελιού που μιλούσαν ο Μουστάκας μπορούσε και έβλεπε πολλά απ’ όσα έκαναν οι ανακριτές στον Γεωργίου κάθε φορά που έμπαιναν στο κελί του και του ζητούσαν πληροφορίες για τον αγώνα και την ΕΟΚΑ.
«Θυμάμαι που του έβαζαν το κεφάλι μέσα στον κουβά με το νερό να τον πνίξουν, τον χτυπούσαν βάναυσα, τον έπιαναν απ’ το λαιμό.
Του ζητούσαν πληροφορίες για τον Λένα, τον Αυξεντίου και για ένα όπλο Μπρέν.
Εκείνος όμως σε ό,τι τον ρωτούσαν έδινε πάντα την ίδια απάντηση: ‘Ξέρω, αλλά δεν σας λέω!’.
Ήταν ένας λέβέντης, ένας πραγματικός ήρωας»
«Θυμάμαι μια μέρα που είχαν έρθει στο κελί μου στρατιώτες και με χτυπούσαν αλύπητα.
Μου ζητούσαν πληροφορίες για τον Τομεάρχη μας στην Λεμεσό και εγώ τους έλεγα ‘δεν ξέρω’.
Από τις γροθιές και τις κλωτσιές κοβόταν η αναπνοή μου, και θυμάμαι σε κάποια στιγμή όπως ήμουν πεσμένος κάτω από τον πόνο, είπα στα αγγλικά ‘Oh my God’ κι ο Εγγλέζος που ήταν από πάνω μου και με χτυπούσε μου είπε ‘I am the God!’»
«Ήταν αδίστακτοι! Και τα κτήνη έχουν μια κάποια συνείδηση αυτοί ήταν χειρότεροι δεν είχαν καμία συνείδηση, λες και δεν είχαν μπροστά τους ανθρώπους, λες και είχαν σκουπίδια.
Το μόνο που δεν μας έκαναν ήταν να μας σταυρώσουν, όλα τα υπόλοιπα τα έκαναν»
«Πολλές φορές εκτός από στρατιώτες έρχονταν στα κελιά και άλλοι με πολιτικά και κουκούλα στο κεφάλι.
Αυτοί με την κουκούλα δεν μιλούσαν, μόνο χτυπούσαν.
Όσα όμως μαρτύρια και να τραβούσαμε είχαμε κοντά μας τον Θεό, την προσευχή και θυμάμαι με τον Νίκο που φωνάζαμε ‘Ζήτω η Ελλάς’»
Για τις λιγοστές ώρες που σταματούσαν οι ανακρίσεις και τα μαρτύριά τους, Μουστάκας και Γεωργίου μπορούσαν να ανταλλάξουν μια κουβέντα παρηγοριάς και κουράγιου, όση δηλαδή χρειαζόταν για να πάρουν δύναμη για τη συνέχεια.
«Θυμάμαι τον Νίκο να με εμψυχώνει λέγοντάς μου ‘Μην τους φοβάσαι και είναι θρασύδειλοι’.
Έδινε κουράγιο ο ένας στον άλλο να αντέξουμε το μαρτύριο, να μην λυγίσουμε, να μην μιλήσουμε»
Το φρικτό τέλος
Η κορύφωση του μαρτυρίου που έζησε ο Μιχαλάκης Μουστάκας τις 30 μέρες που πέρασε ως κρατούμενος στις Πλάτρες, ήταν η μέρα που βασάνισαν τον Νίκο Γεωργίου μέχρι θανάτου.
Η μέρα εκείνη, όπως παραδέχται, έμεινε για πάντα χαραγμένη στην μνήμη του και δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
«Θυμάμαι την μέρα που τον σκότωσαν.
Ήταν ένα πρωινό, είχαν έρθει Εγγλέζοι στρατιώτες και Τ/κ μεθυσμένοι στα κελιά μας και άρχισαν να μας χτυπούν.
Σε κάποια στιγμή άκουσα τον Νίκο που τους φώναξε ‘Θα με σκοτώσετε!’ και μετά από 10 λεπτά είδα που τον έσυραν έξω από το κελί και τον πέταξαν πάνω στο τσιμέντο. Από την μικρή τρύπα του κελιού μου τον είδα που ήταν πεσμένος 3-4 μέτρα μακριά σε ένα υπερυψωμένο σημείο και από το στόμα του έβγαζε αφρούς και μούγκριζε, όπως να σφάζουν ένα ζώο.Τότε άρχισα να του φωνάζω ‘Νίκο, Νίκο, Νίκο’ αλλά δεν μου απαντούσε.
Μούγκριζε σαν λιοντάρι, σαν άγριο θηρίο, και σε κάποια στιγμή σταμάτησε.
Τον άφησαν πάνω στο τσιμέντο να πεθάνει.
Αργότερα τον σήκωσαν και τον πήρανε, ενώ άκουσα κι ένα ελικόπτερο που ήρθε και προσγειώθηκε απ’ έξω.
Μέχρι σήμερα ακούω στα αυτιά μου το μουγκρητό του και τις νύχτες όταν πέφτω να κοιμηθώ βλέπω στον ύπνο μου εκείνες τις εικόνες και πετάγομαι πάνω.
Πονάει η ψυχή μου όταν τα θυμάμαι, δεν περνά μέρα που να μην τα θυμηθώ και με πιάνουν τα κλάμματα»
Μούγκριζε σαν λιοντάρι, σαν άγριο θηρίο, και σε κάποια στιγμή σταμάτησε.
Τον άφησαν πάνω στο τσιμέντο να πεθάνει.
Αργότερα τον σήκωσαν και τον πήρανε, ενώ άκουσα κι ένα ελικόπτερο που ήρθε και προσγειώθηκε απ’ έξω.
Μέχρι σήμερα ακούω στα αυτιά μου το μουγκρητό του και τις νύχτες όταν πέφτω να κοιμηθώ βλέπω στον ύπνο μου εκείνες τις εικόνες και πετάγομαι πάνω.
Πονάει η ψυχή μου όταν τα θυμάμαι, δεν περνά μέρα που να μην τα θυμηθώ και με πιάνουν τα κλάμματα»
Η μαρτυρία Γεώργιου Μάτση
Στα ιστορικά συγγράμματα για τις συνθήκες θανάτου του Νίκου Γεωργίου είχε καταγραφεί και η μαρτυρία του αείμνηστου Γεώργιου Μάτση, το κελί του οποίου ήταν δίπλα από εκείνο του Γεωργίου.
Σύμφωνα με τα όσα είπε στο OMEGAlive ο φίλος και συναγωνιστής του Μάτση, Απόστολος Προκοπίου, του είχε πει για την μέρα που σκότωσαν τον Γεωργίου, πως από μία μικρή τρύπα στο κελί του είχε δει τα βασανιστήρια που του κάνανε οι ανακριτές κλωτσώνοντας τον στο κεφάλι και κάνοντάς του τεχνητό πνιγμό, ενώ του είχε εξιστορήσει πως ένα πρωινό είχαν έρθει στρατιώτες και τους ξυλοφόρτωσαν και σε κάποια στιγμή ενώ ο Γεωργίου ήταν πεσμένος κάτω, ένας από αυτούς του έδωσε μια κλωτσιά στο αυτί με αποτέλεσμα ο 37χρονος αγωνιστής να αρχίσει να βγάζει αίμα από το στόμα.
Τότε ο Μάτσης τους φώναξε «Φτάνει τον σκοτώσατε!».
-
Ο αγωνιστής Γεώργιος Μάτσης
Άφιξη στο Ακρωτήρι
Από τον φάκελο της υπόθεσης όπως φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο ο Γεωργίου μεταφέρθηκε στις 21.45 το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1957 στο Νοσοκομείο Ακρωτηρίου σε κωματώδη κατάσταση.
Εκεί ο Βρετανός γιατρός Χάρνους που τον εξέτασε διαπίστωσε μώλωπες γύρω από το αριστερό μάτι, βαριά αναπνοή, μη αντίδραση των ματιών του στο φως και ενδοκρανιακή αιμορραγία στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού.
Αμέσως διέταξε τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, κατά την οποία εντοπίστηκε μεγάλο αιμάτωμα που καθαρίστηκε προκειμένου να αποσυμπιστεί ο εγκέφαλος.
Την επόμενη μέρα η κατάσταση του Γεωργίου δεν είχε βελτιωθεί καθόλου, και επειδή, όπως εξηγούσε ο γιατρός του Ακρωτηρίου στην αναφορά του, η αναπνοή του είχε επιδεινωθεί, πραγματοποιήθηκε βρογχοσκόπηση κατά την οποία διαπιστώθηκε και αφαιρέθηκε πυώδες υγρό.
Παρά και τη δεύτερη επέμβαση η υγεία του Γεωργίου χειροτέρευσε και στις 12 το μεσημέρι της 25ης Ιανουαρίου απεβίωσε.
Ως αιτία θανάτου ο γιατρός Χάρις, που έκανε τις δύο εγχειρήσεις, σημείωνε την εγκεφαλική πίεση ως αποτέλεσμα της ενδοκρανιακής αιμορραγίας.
-
Την επόμενη μέρα του θανάτου του 37χρονου αγωνιστή, και συγκεκριμένα το πρωί της 26ης Ιανουαρίου 1957, διενεργήθηκε από τον ιατρό Κλέρκιν η νενομισμένη νεκροτομή, από την οποία διαπιστώθηκαν μώλωπες σε μύτη, μάτια, μέτωπο, πόδια και κοιλιά.
Εσωτερικά ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε την αρχική διάγνωση του ιατρού Χάρνους για την ύπαρξη αιματώματος στη δεξιά κρανιακή χώρα, χωρίς ωστόσο να ανευρεθούν ίχνη ανευρύσματος κάτι που απέκλειε τη δημιουργία του αιματώματος από παθολογικά αίτια.
Οι πνεύμονες του Γεωργίου ήταν συμπιεσμένοι χωρίς να υπάρχουν ίχνη πνευμονίας, ενώ στους βρόγχους ανευρέθηκε πυώδες υγρό.
Ως αιτία θανάτου ο ιατροδικαστής καθόριζε την ενδοκρανιακή αιμορραγία, ενώ σημείωνε ως σημαντικό γεγονός στην επέλευση αναπνευστικής ανεπάρκειας και εν τέλει του μοιραίου, την ύπαρξη μεγάλης ποσότητας πυώδους υγρού στους βρόγχους.
-
Οι καταθέσεις, οι αντιφάσεις και ο άγνωστος «εξωγενής παράγοντας»
Στο πλαίσιο της θανατικής ανάκρισης που διενεργήθηκε λήφθηκαν έξι καταθέσεις κι αυτές μόνο από Βρετανούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στις Πλάτρες και από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση «BLACK MAC” στο Τρόοδος για τη σύλληψη καταζητούμενων αγωνιστών.
Συγκεκριμένα, ο υπεύθυνος για τη φρούρηση των συλληφθέντων αγωνιστών στις Πλάτρες, στρατιώτης Σκόφιλντ, στην κατάθεσή του είχε πει πως η υπηρεσία του στις 23 Ιανουαρίου ξεκίνησε στις 09.00 το πρωί και είχε υπό την επίβλεψή του εννέα συνολικά κρατούμενος.
Τον Γεωργίου -όπως είχε πει- τον είδε στο διάστημα 09.00 και 11.00 να είναι μια χαρά, έχοντας φάει και πρωινό.
Γύρω στις 11.00 τον ξανά είδε και είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
Η πρώτη φορά που είδε τον 37χρονο να μην είναι καλά, ήταν στις 14.30 το μεσημέρι, οπόταν και πρόσεξε πως ανέπνεε βαριά και είχε αφρούς στο στόμα, ενώ στην προσπάθειά του να τον ξυπνήσει, αυτός δεν ανταποκρινόταν.
Τότε ειδοποίησε να έρθει γιατρός, ο οποίος όμως, όπως σημειωνόταν στις καταθέσεις, ήταν εκτός και έφτασε στο σημείο στις 17.30 το απόγευμα.
Ο Σκόφιλντ είχε πει επίσης πως στο διάστημα από τις 09.00 το πρωί και μετά που ξεκίνησε η υπηρεσία του, κανένας δεν επισκέφθηκε τον Γεωργίου, παρά μόνο όταν του έφεραν το πρωινό του και έφαγε.
Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τις καταθέσεις των δύο άλλων στρατιωτών Ριτζ και Σλέιτερι.
Ο Ριτζ συγκεκριμένα είχε πει πως επισκέφθηκε τον Γεωργίου κάποια στιγμή το απόγευμα και πρόσεξε ότι δεν ήταν καλά κι έτσι έδωσε εντολή να έρθει γιατρός, παίρνοντας ως απάντηση από τον Σκόφιλντ ότι αυτό έχει ήδη γίνει, ενώ ο Σλέιτερι είχε αναφέρει ότι επισκέφθηκε το κελί του Γεωργίου στις 12.20 και τον είδε να είναι μια χαρά.
Ο Βρετανός στρατιωτικός γιατρός που τον εξέτασε στις 17.30 το απόγευμα της 23ης Ιανουαρίου στις Πλάτρες, κατάλαβε ότι ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και διέταξε την άμεση μεταφορά του στο νοσοκομείο Ακρωτηρίου.
Αυτό ωστόσο για κάποιο λόγο έγινε δύο ώρες αργότερα, αφού όπως ειπώθηκε στις καταθέσεις των στρατιωτών, ο Γεωργίου παρελήφθη από ασθενοφόρο για το Ακρωτήρι, στις 19.30 το βράδυ.
Σαν κατάληξη, ο θανατικός ανακριτής Μόργκαν χωρίς να διαφοροποιείται από αντίστοιχα πορίσματα Βρετανών συναδέλφων του σε αντίστοιχες περιπτώσεις θανάτου αγωνιστών που βρίσκονταν υπό κράτηση, συμπέρανε πως ο Νίκος Γεωργίου πέθανε από ενδοκρανιακή αιμορραγία και πυώδη βροχίτιδα που προκλήθηκαν από κάποιον εξωγενή παράγοντα, τον οποίο όμως δεν μπορούσε με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, να καθορίσει.
Πάντως θα μπορούσε πολύ εύκολα αυτόν τον «εξωγενή παράγοντα» και να τον καθορίσει και να τον ονομάσει, αν πολύ απλά ρωτούσε τους συγκρατούμενους του Γεωργίου για το τι έλαβε χώρα το πρωινό της 23ης Ιανουαρίου.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε, το μόνο που έγινε ήταν να ληφθούν καταθέσεις από ανθρώπους που είχαν κάθε λόγο να πουν ψέματα για να μην βρουν τον μπελά τους.
-
Ο Νίκος Γεωργίου δεν είχε σύζυγο ούτε παιδιά, παρά μόνο δύο αδέρφια τον Ανδρέα και την Μαρία οι οποίοι έχουν φύγει από την ζωή.
Εκ μέρους της οικογένειας του ήρωα μάς μίλησε ο αδελφότεκνός του, Γιώργος Παναγιώτου –γιός της αδελφής του Μαρίας.
Όπως μάς είπε ο κ. Παναγιώτου όλα όσα ήξερε ήταν αυτά που του είχε πει η μητέρα του, αφού όταν πέθανε ο θείος του ο ίδιος ήταν αρκετά μικρός.
Ωστόσο, θυμάται ακόμα από την κηδεία, το χωριό που είχε γεμίσει κόσμο, ενώ στο χώρο υπήρχαν παρατεταμένοι πάνοπλοι Βρετανοί στρατιώτες.
Ο Νίκος Γεωργίου ήταν ένας από τους 14 αγωνιστές που βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, αρνούμενος κι αυτός να υποκύψει και να αποκαλύψει κρίσιμες πληροφορίες για την οργάνωση και τον αγώνα.
Με το μαρτυρικό του τέλος ο Γεωργίου έγραψε ακόμη μια χρυσή σελίδα στο ηρωικό έπος του αγώνα της ΕΟΚΑ το ΄55-59, αφήνοντας ως παρακαταθήκη για τους νεότερους ένα απτό παράδειγμα του τι σημαίνει να τοποθετείς πάνω ακόμη κι από τον ίδιο σου τον εαυτό, την πατρίδα.
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"