- Το 672 τρεις μεγάλοι μουσουλμανικοί στόλοι στάλθηκαν από τον χαλίφη Μωαβία για να εκκαθαρίσουν τις θαλάσσιες οδούς και να ετο...
-
Το 672 τρεις μεγάλοι μουσουλμανικοί στόλοι στάλθηκαν από τον χαλίφη Μωαβία για να εκκαθαρίσουν τις θαλάσσιες οδούς και να ετοιμαστούν για την από κοινού με έναν μουσουλμανικό στρατό πολιορκία της πολυθρύλητης πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης.
Μανώλης Χατζημανώλης
Κινούμενοι μεθοδικά κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής και μέσα στο Αιγαίο, διαχείμασαν στην Σμύρνη το 673.
Αφού εισήλθε στον Ελλήσποντο το 674, η αραβική αρμάδα εισήλθε στην Κύζικο στην νότια ακτή της Προποντίδας.
Δημιουργήθηκε μία βάση και από κει οι αραβικοί στόλοι επιχείρησαν να αποκλείσουν την Κωνσταντινούπολη από την θάλασσα και να υποστηρίξουν τις αραβικές χερσαίες δυνάμεις που έφταναν απέναντι από την Πόλη, αφού διέσχιζαν την Ανατολία.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η πρωτεύουσα της ανατολικής χριστιανοσύνης βρισκόταν υπό πολιορκία. Τα τεράστια τριπλά της τείχη, κατασκευασμένα κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ κατά τον 5ο αιώνα, δεν είχαν παραβιαστεί ποτέ.
Όμως, έχοντας κυριαρχήσει στην θάλασσα γύρω από την Πόλη και με έναν στρατό έξω από τα τείχη, οι Άραβες μπορούσαν να αποκόψουν την Κωνσταντινούπολη από τον εξωτερικό ανεφοδιασμό της.
Συν τω χρόνω, η μεγάλη πόλη θα έπρεπε να παραδοθεί ή να πεινάσει.
Τελικά, το φθινόπωρο του 677, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ’ Πωγωνάτος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Άραβες πολιορκητές στην θάλασσα και να σπάσει τον αποκλεισμό.
Ο στόλος του απέπλευσε από το ασφαλές αγκυροβόλιό του στον Κεράτιο Κόλπο και βγήκε στα γαλάζια νερά του Βοσπόρου.
Μεταπίπτοντας από σειρά πορείας σε γραμμή μάχης, ο βυζαντινός στόλος εισήλθε στην ανοιχτή θάλασσα της Προποντίδας, όπου οι Άραβες ναυτικοί επιβιβάστηκαν στα πλοία τους και έσπευσαν να τον συναντήσουν.
Οι βυζαντινές γαλέρες ήταν τύπου δρόμωνα («δρομέας»).
Όπως υπονοεί το όνομά τους, ήταν γρήγορες γαλέρες, κινούμενες με κουπιά και ιστία.
Αν και εξελίχθηκαν από την αυτοκρατορική ρωμαϊκή διήρη, διέφεραν από το αρχαίο σχέδιο που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι σε αρκετά σημαντικά σημεία.
Ήταν είτε μικρότερες μονοήρεις (κινούμενες από μία σειρά κουπιών) είτε διήρεις (με δύο σειρές κουπιών), διαθέτοντας από 50 μέχρι 120 κουπιά.
Από αυτά τα σκάφη έλλειπε το χαρακτηριστικό ακρόπρωρο που είχαν οι αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές γαλέρες (ή οι μεταγενέστερες αναγεννησιακές γαλέρες) και το μερικώς βυθισμένο ορειχάλκινο έμβολο, που ήταν το κύριο όπλο στα αρχαία πολεμικά σκάφη, είχε αντικατασταθεί από μια μυτερή εγκεντρίδα που προεξείχε πάνω από την στάθμη της θάλασσας.
Αυτή χρησίμευε στο να τσακίζει τα εχθρικά κουπιά ή να διαρρηγνύει τα εχθρικά κήτη.
Οι Άραβες ναυτικοί και πολεμιστές στην θάλασσα της Προποντίδας εκείνη την ημέρα επέβαιναν σε πλοία του ίδιου (ή σχεδόν ίδιου) σχεδίου με αυτά των Βυζαντινών, που είχαν ναυπηγηθεί σε λιμάνια υπό αραβικό έλεγχο στις πρόσφατα κατακτημένες Αίγυπτο και Συρία.
Εκεί τα ναυπηγεία κατασκεύαζαν πλοία για τους Βυζαντινούς, μέχρι που οι χώρες αυτές κατακλύστηκαν από τους μουσουλμανικούς στρατούς κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, όταν οι γεμάτες θρησκευτικό ζήλο ισλαμικές δυνάμεις εξόρμησαν από την αραβική χερσόνησο για την εξάπλωση της πίστης τους με το ξίφος.
Έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο των πρώην βυζαντινών λιμανιών στις ακτές της Μεσογείου, οι Άραβες ήταν έτοιμοι να χτίσουν τον δικό τους μεγάλο στόλο από δρόμωνες για να αντιμετωπίσουν τους Βυζαντινούς στην θάλασσα.
Σε αντίθεση με τους αραβικούς δρόμωνες όμως, το κύριο όπλο των γρήγορων βυζαντινών επιδρομέων που βγήκαν να δώσουν μάχη εκείνη την φθινοπωρινή ημέρα δεν ήταν πλέον οι εγκεντρίδες των πλοίων τους, ούτε οι καταπέλτες στα καταστρώματά τους.
Αντίθετα, σιφώνια και αντλίες ήταν ενσωματωμένα στις πλώρες τους και μερικές φορές και σε περιστρεφόμενες βάσεις στις πρύμνες τους.
Από αυτές τις συσκευές θα εκτοξευόταν ένα νέο θανατηφόρο και άκρως απόρρητο εμπρηστικό όπλο:
Το Υγρό Πυρ.
Η σύσταση αυτής της χημικής ουσίας είναι ακόμα άγνωστη. Κατά την διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν αυτήν την μοιραία μέρα παρέμεινε ένα μυστικό γνωστό σε ελάχιστους (κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως μεταβιβαζόταν μόνο από τον αυτοκράτορα στον διάδοχό του, παρόλο που αυτή η θεωρία, αν και ευλογοφανής, πάσχει) και φαίνεται πως εξαφανίστηκε μέχρι τον 14ο αιώνα το αργότερο.
Σε αντίθεση με το πώς απεικονίζεται σε κάποιες σύγχρονες αναπαραστάσεις, δεν ήταν ούτε απλώς καυτό λάδι, ούτε απλά νάφθα (αν και η νάφθα μπορεί να ήταν ένα από τα συστατικά του), αλλά αντίθετα ήταν μία αυτοαναφλεγόμενη σύνθετη υγρή ουσία.
Είχε πολλά μοναδικά και ασυνήθιστα χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν το υπέρτατο όπλο στις ναυτικές συγκρούσεις:
Έκαιγε μέσα στο νερό (ίσως επειδή άσβεστος ή φωσφορικό ασβέστιο αποτελούσαν μέρος του μίγματος) και, σύμφωνα με κάποιες ερμηνίες, ίσως και να αναφλεγόταν από το νερό (προφανώς λόγω κάποιας εξώθερμης αντίδρασης).
Επιπλέον, όπως μαρτυρούν πολλοί συγγραφείς, έσβηνε μόνο με κάποιες ουσίες, όπως άμμο, ξύδι ή ούρα (μάλλον, πάλι, λόγω κάποιας χημικής αντίδρασης).
Το Υγρό Πυρ μπορούσε να εκτοξευθεί από συσκευές-πρώϊμα φλογοβόλα (είτε ενσωματωμένες σε δρόμωνα, είτε σε συσκευές χειρός που χρησιμοποιούσαν μέλη του πληρώματος) ή μέσα σε ιδιότυπες χειροβομβίδες.
Εξοπλισμένοι με αυτό το νέο «υπερόπλο», οι βυζαντινοί δρόμωνες έδωσαν μάχη με τον μεγαλύτερο αραβικό στόλο.
Λεπτομέρειες αυτής της αποφασιστικής ναυμαχίας δεν διασώζονται.
Γνωρίζουμε μόνο το αποτέλεσμα:
Ο αραβικός στόλος νικήθηκε και απωθήθηκε από την θάλασσα γύρω από την Πόλη και ο μεγάλος ναύαρχος του, ο Γιαζίντ ιμπν Σαγκάρα, σκοτώθηκε.
Μετά από μία βυζαντινή νίκη και στην ξηρά η πολιορκία σύντομα λύθηκε και οι αραβικές δυνάμεις, σε ξηρά και θάλασσα, αποσύρθηκαν.
Οι Άραβες θα επέστρεφαν πάλι για να επιχειρήσουν άλλη μία πολιορκία με παρόμοιο αποτέλεσμα και το 717.
Άλλοι εισβολείς παρομοίως θα είχαν την ίδια τύχη στην θάλασσα, καθώς οι βυζαντινοί δρόμωνες νίκησαν τους στόλους Βίκινγκ, Ρώσων, Βενετών και Πιζανών.
Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν επίσης το όπλο αυτό, πάλι με καταστροφικά αποτελέσματα, κατά την διάρκεια του Βουλγαρικού Πολέμου του 970-971, όταν βυζαντινά πλοία απέκλεισαν τον Δούναβη.
Εξοπλισμένος με το Υγρό Πυρ, ο βυζαντινός δρόμωνας επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις θάλασσές της, προστατεύοντας τα σύνορά της τόσο αποτελεσματικά όσο και το τριπλό τείχος του Θεοδοσίου την πρωτεύουσά της.
-
Πηγή:cognoscoteam.gr