Της Ελίνας Σταματίου Τις μέρες που ακολούθησαν τον Οκτώβρη του 1958, τότε που η Αγία Νάπα ήταν ένα μικρό χωριό της Αμμοχώ...
Της Ελίνας Σταματίου
Τις μέρες που ακολούθησαν τον Οκτώβρη του 1958, τότε που η Αγία Νάπα ήταν ένα μικρό χωριό της Αμμοχώστου, μια γυναίκα αναζητούσε στους δρόμους τον 17χρονο γιό της, τον Λούκα της.
Όταν έβλεπε κάποιον συνομήλικό του να περνά, τον ακολουθούσε ελπίζοντας να δει στο πρόσωπό του, εκείνον.
Μάταια όμως, αφού βαθιά μέσα της η κυρία Θεοδώρα ήξερε πως αυτά ήταν οράματα που επιστράτευε η φαντασία για να απαλύνει τον πόνο της πραγματικότητας, της πραγματικότητας ότι ο γιός της ήταν νεκρός.
‘Αλλωστε οι ίδιοι οι φονιάδες του της τον έφεραν με το πρόσωπο παγωμένο και απογυμνωμένο από ζωή για να τον θάψει, στις 4 Οκτωβρίου του 1958.
Το πόρισμα του ιατροδικαστή έκανε λόγο για κάταγμα κρανίου και εγκεφαλική αιμορραγία μετά από σφοδρό χτύπημα που προκλήθηκε από αμβλύ όργανο, ο θανατικός ανακριτής όμως «αδυνατούσε» να διαπιστώσει ποιος ήταν αυτός που το προκάλεσε, παρά τα ξεκάθαρα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και που έδειχναν συγκεκριμένο μέλος του βρετανικού στρατού.
Η μέρα που η Αμμόχωστος βάφτηκε με αίμα
Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου του 1958 άγνωστοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τη Catherine Cutliffe -σύζυγο ενός Βρετανού στρατιωτικού- και τραυμάτισαν ακόμη μία γυναίκα, ενώ οι δυο τους έκαναν τα ψώνια τους στην οδό Ερμού στο Βαρώσι.
Από την πρώτη στιγμή η ΕΟΚΑ καταδίκασε την πράξη, αλλά για τον αποικιοκρατικό στρατό αυτή ήταν η καλύτερη αφορμή για να βγάλει ανενόχλητος το μένος και τη λύσσα του κατά Ε/κ.
Αμέσως μετά τον φόνο στην Ερμού, όλη η περιοχή των Βαρωσίων τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, και εκατοντάδες Βρετανοί στρατιώτες ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης χτυπώντας και συλλαμβάνοντας τους πάντες.
Με την ανοχή των αρχών οι Άγγλοι προχώρησαν σε απίστευτες ωμότητες κατά άμαχου πληθυσμού και των περιουσιών τους, που είχαν ως αποτέλεσμα να τραυματιστούν τουλάχιστον 200 άνθρωποι, ένα 12χρονο κορίτσι να πεθάνει από τον φόβο του στο δρόμο από το σχολείο για το σπίτι, και δύο άνδρες να ξυλοκοπηθούν μέχρι θανάτου.
Ένας από αυτούς ήταν κι ο 17χρονος Λουκάς Λουκά από την Αγία Νάπα, αγωνιστής της ΕΟΚΑ και μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου.
-
Μία απρόκλητη επίθεση
Την μέρα του μεγάλου πογκρόμ των Βρετανών στην Αμμόχωστο ο Λουκά, συγκατοικούσε σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο της οδού 28ης Οκτωβρίου των Βαρωσίων, με δύο φίλους του -αδέρφια από τα Γαστρία της Αμμοχώστου- τον Δημητράκη και τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου.
Στο διπλανό δωμάτιο έμενε η 14χρονη αδελφή του Γεωργία, μαθήτρια κι αυτή στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου.
Στην ΕΟΚΑ τόσο ο 17χρονος από την Αγία Νάπα όσο και ο ένας εκ των αδελφών Παπακωνσταντίνου, ο Δημητράκης, συμμετείχαν ενεργά παίρνοντας μέρος σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες κατά της βρετανικής κατοχής, ρίχνοντας φυλλάδια και αναγράφοντας συνθήματα στους τοίχους της πόλης.
Αμέσως μετά την εκτέλεση της Βρετανίδας Catherine Cutliffe οι Βρετανοί έβαλαν σε κέρφιου όλη την περιοχή των Βαρωσίων.
Οι πλείστοι Αμμοχωστιανοί κλείστηκαν στα σπίτια τους και στους δρόμους κυκλοφορούσαν μόνο πάνοπλοι Άγγλοι στρατιώτες.
Με άνωθεν διαταγές, οι αποικιοκρατικές δυνάμειες πραγματοποιούσαν εφόδους στα σπίτια συλλαμβάνοντας όλους τους άρρενες άνω των 15 ετών.
“You are three here…”
Λίγο μετά τις 5 το απόγευμα Βρετανοί κοκκινοσκούφηδες (μέλη της στρατονομίας) φθάνουν στο σπίτι του Λουκά και των αδελφών Παπακωνσταντίνου.
Ο λοχίας τους, ένας 32χρονος Βρετανός ονόματι Τζον Μπλέικσλι, σπρώχνοντας την πόρτα της κύριας εισόδου, όρμησε στο δωμάτιο των αγοριών και απρόκλητα ξεκίνησε να τους χτυπά εναλλάξ με ένα ξύλινο ρόπαλο.
Στο άλλο του χέρι κρατούσε το όπλο του το οποίο μετά τα πρώτα χτυπήματα έβαλε στη θήκη για να μπορεί να συνεχίσει την επίθεση χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια.
Όλα αυτά θα τα καταθέσουν αργότερα στην έρευνα που ακολούθησε τον θάνατο του 17χρονου Λουκά, τα αδέρφια Παπακωνσταντίνου που είχαν την τύχη να βγουν ζωντανοί από την επίθεση που δέχθηκαν.
Ο ένας από αυτούς, ο Δημητράκης Παπακωνσταντίνου, στα 80 του χρόνια, μίλησε στο OMEGAlive για εκείνη την μέρα που όπως παραδέχθηκε παραμένει χαραγμένη στο μυαλό του παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει έξι δεκαετίες.
Όταν μπήκε στο δωμάτιό μας ο Βρετανός στρατιωτικός το μόνο που είπε ήταν:
“You are three here” και αμέσως άρχισε να μας χτυπά τον ένα μετά τον άλλο με ένα ρόπαλο.
Μας χτυπούσε όπου έβρισκε... στο σώμα, στο κεφάλι, παντού.
Μετά τραυματισμένοι όπως ήμασταν μας διέταξε να βγούμε έξω.
Μας έβαλαν σε ένα στρατιωτικό φορτηγό και μας πήγαν στον Καράολο»
Στη διαδρομή ο Δημητράκης Παπακωνσταντίνου θυμάται το στρατιωτικό όχημα να σταματά και οι Βρετανοί στρατιώτες να φορτώνουν κι άλλους συλληφθέντες.
«Μας έβαζαν τον ένα πάνω στον άλλο.
Αφού σε κάποια στιγμή ο αδελφός που ήταν καταπλακωμένους από άλλους, φώναζε γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Του είπα να σιωπήσει ώσπου να φτάσουμε για να μην φάμε κι άλλες.
Όποιος μιλούσε ή κουνιόταν τον χτυπούσαν με τον κόπανο των όπλων»
«Όταν φτάσαμε στον Καράολο πρέπει να ήμασταν στο φορτηγό 20-30 άντρες.
Μας βάλανε μέσα σε ένα χώρο με συρματοπλέγματα και έβλεπα συνέχεια να καταφθάνουν κι άλλα φορτηγά με συλληφθέντες.
Εκεί είδα κάποια στιγμή τον Λουκά... φαινόταν πως δεν είναι καλά από τα χτυπήματα»
«Δίκλησε και με είδε λυπημένος...»
Μάρτυρας της αιματηρής εφόδου του βρετανικού στρατού στο σπίτι των τριών νεαρών, έγινε όμως και η αδελφή του ήρωα, Γεωργία Λουκά Λοΐζου, 14 ετών τότε, η οποία βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο.
«Εκείνη την μέρα ήμασταν όλοι σπίτι.
Καθόμουν στο δωμάτιο δίπλα από εκείνο που ήταν ο αδελφός μου με τα αδέρφια Παπακωνσταντίνου.
Κάποια στιγμή το απόγευμα ήρθαν σπίτι Βρετανοί κοκκινοσκούφηδες.
Θυμάμαι τρεις.
Ο ένας από αυτούς που είχε και έναν σκύλο μπήκε μέσα στο δωμάτιο των αγοριών και άρχισε να τους κτυπά», μας αποκαλύπτει η κυρία Γεωργία.
Την ώρα που ο Βρετανός λοχίας κτυπούσε τον αδελφό της και τους άλλους δύο, η ίδια δεν μπορούσε να δει, αλλά άκουγε, όπως μας είπε, τις φωνές τους.
«Προσπάθησα να πάω στο δωμάτιό τους, αλλά με σταμάτησαν στην πόρτα οι άλλοι δύο στρατιώτες και όρμησε πάνω μου ο σκύλος»
«Μετά από λίγο είδα τα αδέρφια Παπακωνσταντίνου να βγαίνουν από το δωμάτιο χτυπημένοι και με αίματα και να οδηγούνται στο στρατιωτικό φορτηγό που ήταν απ’ έξω.
Λίγο μετά βγήκε και ο αδελφός μου και ζαλισμένος όπως ήταν μπήκε στο δωμάτιό μας και έγειρε στο κρεβάτι.
Ήρθαν οι στρατιώτες και τον έβγαλαν έξω και τον έβαλαν κι αυτόν στο ίδιο φορτηγό»
Από το μυαλό της κυρίας Γεωργίας, όπως η ίδια εξομολογείται, δεν πρόκειται να φύγει ποτέ το βλέμμα του αδελφού της την ώρα που τον έπαιρναν.
«Δίκλησε και με είδε.
Θυμάμαι ακόμη το βλέμμα του, πόσο λυπημένος με κοίταξε μπαίνοντας στο φορτηγό»
Παρόλο το σοκ της όμως από όλα όσα είχε δει να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια της, η 14χρονη τότε Γεωργία, ούτε φώναξε ούτε έκλαψε, γιατί ο ίδιος ο αδελφός της, όπως λέει, της το είχε ζητήσει λίγο πριν φθάσουν στο σπίτι οι Εγγλέζοι.
«’Αν έρτουν ό,τι τζιαι να μου κάμουν, μεν γελαστείς να κλάψεις γιατί εν να τες φάεις πον’ να με αφήσουν’, έτσι μου είχε πει.
Δεν ήθελε να φανώ αδύναμη μπροστά τους»
Την επόμενη μέρα οι βρετανικές αρχές ενημέρωσαν τον Ανδρέα Λουκά, πατέρα του 17χρονου αγωνιστή, πως ο γιός του ήταν νεκρός στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου.
«Όταν ειδοποίησαν τον πατέρα μου, ήρθε από την Αγία Νάπα με αυτοκίνητο, το οποίο πέρασε έξω από το σπίτι που νοικιάζαμε.
Μόλις τον είδα άρχισα να τρέχω ξωπίσω να με πάρουν κι εμένα, αλλά δεν σταμάτησαν.
Τους είχαν απαγορεύσει να σταματήσουν.
Τους είπαν να πάνε απευθείας στο νοσοκομείο»
Από τις βιαιοπραγίες του βρετανικού στρατού την μέρα εκείνη στην Αμμόχωστο, εκατοντάδες Ε/κ βρέθηκαν τραυματισμένοι στο νοσοκομείο.
Ένας από αυτούς έτυχε να είναι στο διπλανό κρεβάτι απο εκείνο που έβαλαν τον Λουκά όταν τον έφεραν αναίσθητο από το κέντρο κράτησης του Καράολου.
Όπως μας αποκάλυψε η αδελφή του ήρωα, ο άνδρας αυτός είχε πει αργότερα στους γονείς της ότι όταν έφεραν τον 17χρονο στο νοσοκομείο, ήταν στα τελευταία του και πως η κεφαλή του ήταν λιωμένη από τα χτυπήματα.
Την ίδια εξάλλου φρικτή εικόνα αντίκρισε και η ίδια όταν τον είδε νεκρό την μέρα της κηδείας του.
«Μας είχαν δώσει διορία μια ώρα για να τον θάψουμε. Τον είχαμε στο φέρετρο ντυμένο και θυμάμαι που το μέτωπό του ήταν παραμορφωμένο.
Ήταν χωρισμένο από το υπόλοιπο κεφάλι»
«Ήμασταν τρία παιδιά, δυο κόρες κι ο Λούκας.
Μετά τον θάνατό του, η μάνα μας όποτε έβλεπε στο χωριό κάποιο παιδί της ηλικίας του πήγαινε από πίσω και τον ακολουθούσε μήπως είναι ο Λούκας.
Μέσα στον πόνο της τον γύρευε»
«Συχνά με ρωτούσαν οι γονείς μου για εκείνη την μέρα... αν έκλαψε ή αν φώναξε, κι εγώ τους έλεγα ψέμματα, τους έλεγα όχι για να μην τους στεναχωρήσω.
Έφυγαν με το μαράζι του.
Τους θάψαμε δίπλα του, στο κοιμητήριο της Αγίας Νάπας»
«Άγνωστος» ο δράστης!
Ο άνθρωπος που ξυλοκόπησε τους τρεις άοπλους νεαρούς κατά το πογκρόμ της Αμμοχώστου, και που λίγες μέρες νωρίτερα είχε βραβευθεί για τις υπηρεσίες του στο βρετανικό στέμμα, παραδέχθηκε στις ανακρίσεις που ακολούθησαν πως όντως χτύπησε τον Λουκά και τα αδέλφια Παπακωνσταντίνου, δικαιολογώντας όμως την πράξη του με τον ισχυρισμό πως όταν μπήκε στο δωμάτιο, εκείνοι ήταν έτοιμοι να του ορμήσουν.
Ο θανατικός ανακριτής έχοντας μπροστά του μια ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε πως ο 17χρονος Λουκά πέθανε από σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι που κάποιος του κατάφερε, δεν μπορούσε παρά να δεχθεί τη διάπραξη του εγκλήματος της δολοφονίας, αλλά... ‘αδυνατούσε’ όπως έγραφε στο τελικό του πόρισμα να ταυτοποιήσει τον δράστη!
Βασικό του επιχείρημα για το συμπέρασμα αυτό, η εκτίμηση των γιατρών που εξέτασαν τη σορό του 17χρονου, οι οποίοι είπαν πως μετά από ένα τέτοιο χτύπημα το θύμα θα έπρεπε να χάσει αμέσως τις αισθήσεις του, κάτι όμως που δεν έγινε αφού μπόρεσε και επιβιβάστηκε στο στρατιωτικό όχημα και μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης.
Με αυτό ως δικαιολογία, ο ανακριτής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θανατηφόρο χτύπημα στον Λουκά δεν προήλθε από τον λοχία Μπλέικσλι, αλλά πιθανώς από κάποιον στρατιώτη στο κέντρο κράτησης του Καράολου, που όμως είναι αδύνατο να ταυτοποιηθεί.
Η ομολογουμένως αρκετά βολική για τις αποικιοκρατικές αρχές, ετυμηγορία, έρχεται ωστόσο να αναιρεθεί από τα ίδια τα γεγονότα, αφού ο Λουκά σύμφωνα με τις μαρτυρίες ακόμη και των ίδιων των Βρετανών στρατιωτών, σε καμία περίπτωση από τη στιγμή της σύλληψής του, μέχρι και την μεταφορά του στον Καράολο, δεν έχασε τις αισθήσεις του ακαριαία.
Αυτό έγινε μετά την τοποθέτησή του εντός του συρματοπλεγμένου χώρου κράτησης, στον οποίο όμως δεν υπήρχαν καθόλου στρατιώτες, όπως σημείωνε στην κατάθεσή του ο Άγγλος υπαξιωματικός Κριν , υπεύθυνος φύλαξης του Καράολου εκείνη την μέρα.
Επιβαρυντική για την βρετανική πλευρά υπήρξε –εκτος από τις μαρτυρίες των αδελφών Παπακωνσταντίνου- η κατάθεση ενός ακόμη Ε/κ, του 29χρονου τότε, Γιώργου Αντωνίου, ο οποίος είχε συλληφθεί την μέρα εκείνη, και είχε βρεθεί μαζί με τους νεαρούς στο ίδιο στρατιωτικό φορτηγό.
Ο Αντωνίου είχε πει συγκεκριμένα πως μέσα στο φορτηγό είδε τον Λουκά ο οποίος βρισκόταν δίπλα του ξαπλωμένος να αιμορραγεί πίσω από το κεφάλι.
Το παντελόνι του μάλιστα είχε γεμίσει με το αίμα του 17χρονου, το κεφάλι του οποίου ακουμπούσε στο πόδι του.
Όταν μάλιστα προσπάθησε να τον κρατήσει και γέμισαν τα χέρια του με αίματα, ένας Βρετανός στρατιώτης τον χτύπησε με το πίσω μέρος του όπλου και αναγκάστηκε να τον αφήσει.
Για τον θανατικό ανακριτή όμως όλες αυτές οι μαρτυρίες των Ε/κ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόπιστες γιατι όπως εκτιμούσε σκόπευσαν να πλήξουν το κύρος του βρετανικού στρατού.
Παρόλα αυτά, τις ίδιες αυτές μαρτυρίες που ο ανακριτής χαρακτήριζε αναξιόπιστες, σε όσα σημεία βόλευαν την πλευρά των αποικιοκρατικών αρχών, φρόντισε να τις δεκτεί ως πειστικές, και να οδηγηθεί τελικά στο πόρισμα περί... άγνωστου δράστη.
Απαρατήρητα εξάλλου πέρασαν και όλα όσα κατέθεσε ο αστυνομικός Σίμσον που έκανε την έρευνα για την υπόθεση, και ο οποίος παραδέχθηκε ότι αν και ζήτησε στοιχεία, το μόνο που του δόθηκε ήταν η ακτινογραφία του 17χρονου από το νοσοκομείο, ενώ τα ρούχα και τα παπούτσια του παρέμειναν άφαντα.
Σε σχέση εξάλλου με τον Καράολο, καμία μαρτυρία για κακομεταχείριση εντός του περιφραγμένου χώρου δεν ήρθε ενώπιόν του.
-
Το θέμα στο βρετανικό Κοινοβούλιο
Τα γεγονότα της 3ης Οκτωβρίου στο Βαρώσι και η δολοφονία του Λουκά Λουκά ξεπέρασαν τότε τα στενά όρια της Κύπρου και έφτασαν μέχρι και το Βρετανικό κοινοβούλιο, όπου σε συνεδρία της 10ης Δεκεμβρίου του 1958 Βουλευτές έκαναν αναφορά στο θέμα της υπέρμετρης χρήσης βίας εκ μέρους του στρατεύματος, ενώ επικαλέστηκαν και το πόρισμα του θανατικού ανακριτή στην υπόθεση του 17χρονου αγωνιστή, στην αρχή του οποίου γινόταν εκτενής αναφορά στις ωμότητες που έλαβαν χώρα εκείνη την μέρα στην Αμμόχωστο.
Πιο κάτω φωτογραφίες από το κέντρο κράτησης του Καράολου και αποκαλυπτικά σημεία των εγγράφων της υπόθεσης όπως φυλάσσεται στο Κρατικό Αρχείο:
-
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"
-