- Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1955 και σε ηλικία 7 ετών ήρθε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα η Μαρία Ευθυμίου σπούδασε Ιστορία στο τμή...
-
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1955 και σε ηλικία 7 ετών ήρθε στην Αθήνα.
Στην πρωτεύουσα η Μαρία Ευθυμίου σπούδασε Ιστορία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πριν από τις μεταπτυχιακές σπουδές και το διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Από το 2006 έχει πραγματοποιήσει εκατοντάδες διαλέξεις σε όλη την Ελλάδα διδάσκοντας δωρεάν, επί χιλιάδες ώρες, σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους παγκόσμια και ελληνική ιστορία.
Σε αυτή τη διαδρομή η ιστορική της προσέγγιση κινείται, ενίοτε, μακριά από το κυρίαρχο «εθνικό αφήγημα» αναδεικνύοντας πτυχές της ελληνικής ιστορίας που εξηγούν τα τρέχοντα: την τάση μας, ως λαός, να επιλέγουμε τη διένεξη αντί της σύνθεσης· τη σχιζοφρενική σχέση εξάρτησης, θαυμασμού και μίσους με την Ευρώπη· την εμμονή μας σε κατασκευές και μύθους· τη διάθεσή μας να «γραπωθούμε» από την αρχαία μας Ιστορία ως σανίδα σωτηρίας έναντι ενός ολιγότερου λαμπερού παρόντος· την άρνησή μας να αυτοαναλυθούμε και να αλλάξουμε τα σημεία που μας κρατούν πίσω.
Εν μέσω των συλλαλητηρίων για το Μακεδονικό και της τοξικότητας της πολιτικής αντιπαράθεσης για τη συμφωνία των Πρεσπών, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών εμφανίστηκε επιφυλακτική στην ιδέα μιας «Σαββατιάτικης Συνάντησης».
Οχι γιατί διστάζει να εκφράσει τις απόψεις της –το έχει πράξει πολλές φορές και χωρίς μισόλογα, ακόμη κι εάν θα ενοχλούσε κάποιους– αλλά για το γεγονός ότι άλλοι συνάδελφοί της, όπως λέει, είναι περισσότερο καταρτισμένοι και ειδικευμένοι στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
Και, επίσης, γιατί δεν επιθυμούσε να αποτελέσει η ίδια μέρος αυτής της εν εξελίξει αντιπαράθεσης.
Ωστόσο, απάντησε ολιγόλογα και ήρεμα σε κάποιες ερωτήσεις μου.
Σήμερα, στον ορυμαγδό εκατέρωθεν κατηγοριών για «εθνικιστές» και «εθνοπροδότες», την ερωτώ εάν θεωρεί ότι οι Ελληνες είναι ορθώς ενημερωμένοι και εάν εκείνη είναι ικανοποιημένη από το επίπεδο του δημοσίου διαλόγου για το θέμα.
Εκτιμά ότι η συζήτηση για τις Πρέσπες πήρε τους τελευταίους μήνες ευρεία έκταση στην κοινωνία μας, «γιατί έγινε φανερό στον καθένα μας ότι θα είναι τελική, χωρίς αναστροφή, και, επομένως, ότι θα έπρεπε κανείς, ως πολίτης, να διαμορφώσει γνώμη».
Ως προς την ουσία των επιχειρημάτων, ωστόσο, σημειώνει πως «η κυβερνώσα πλευρά, βεβαίως, προς κάλυψη της διπλωματικής της επιλογής, μετέφερε επιτηδείως, κατά κύριο λόγο, τη συζήτηση στο κατά τη γνώμη μου αναλογικά λιγότερο επικίνδυνο, το θέμα του ονόματος της γείτονος χώρας, προκειμένου να καλύψει το βαρύτερο, το θέμα της ταυτότητας ή και ιθαγένειας, εάν δηλαδή αυτή θα είναι απλή (“μακεδονική”) ή σύνθετη (με τα τρέχοντα δεδομένα: “βορειομακεδονική”)».
Στο ερώτημα εάν η εν λόγω συμφωνία αποτελεί ένα ακόμη κεφάλαιο διχασμού της ελληνικής κοινωνίας τόνισε:
«Η συμφωνία των Πρεσπών, με τη “μακεδονική” ταυτότητα –ούτε καν “βορειομακεδονική”– που αποδίδει στη γείτονα, δημιουργεί τη βάση πιθανών δεινών επιπτώσεων για τη χώρα μας.
Εφόσον αυτές εκδηλωθούν, η πάγια τάση μας για διχασμό, αλληλοϋπονόμευση και αλληλοσπαραγμό θα κάνει τα πράγματα ακόμα βαρύτερα, με ό,τι αυτό θα σημαίνει».
Επισημαίνω ότι οι υποστηρικτές της συμφωνίας επιχειρηματολογούν πως στο διεθνές δίκαιο δεν μπορούν να τεθούν ζητήματα εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης.
Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτρέψει κάποιους από το να αυτοπροσδιορίζονται ως «Μακεδόνες».
Απαντά: «Εδώ και πολλούς αιώνες ο όρος “Μακεδονία” χρησιμοποιείται για μια ασαφή ευρεία γεωγραφική περιοχή της νότιας Βαλκανικής.
Αρα, με τα σύνορα εθνικών κρατών που έχουν διαμορφωθεί κατά τον 19ο, 20ό και 21ο αιώνα στα Βαλκάνια, δεν θα μπορούσε κάποιος να κατοχυρώσει ότι μόνον αυτός δικαιούται να κατέχει, με κάποιον τρόπο, τον γεωγραφικό αυτόν όρο.
Οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ διεκδικούν από μακρού όνομα που να εμπεριέχει τον όρο “Μακεδονία”.
Με βάση τις τελευταίες διπλωματικές εξελίξεις μεταξύ των δύο χωρών, αυτός θα ήταν: “Βόρεια Μακεδονία” και οι κάτοικοί της “Βορειομακεδόνες” –αν και πίστευα και πιστεύω ότι σαφώς θα ήταν καλύτερος, από κάθε άποψη, ο όρος “Νέα Μακεδονία” που είχε σχεδόν γίνει αποδεκτός στο πρόσφατο παρελθόν».
Και προσθέτει:
«Η Ελλάδα, πάντως, περιλαμβάνει στα εθνικά της σύνορα το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής περιοχής της “Μακεδονίας” και είναι εκείνη που έχει την άμεση σχέση με τη βαθύτερη πολιτισμική ιστορία της περιοχής αυτής καθώς οι αρχαίοι Μακεδόνες ήσαν βόρειο ελληνικό φύλο, με ελληνικό όνομα (“μακεδνός”=ψηλός) και γλώσσα.
Δεν αναλογεί, δηλαδή, καθόλου αποκλειστικά στους κατοίκους της ΠΓΔΜ η “μακεδονική ταυτότητα” όπως τους παραχωρήθηκε από εμάς στη συμφωνία των Πρεσπών, καθώς μακεδονική ταυτότητα εμπεριέχεται αυτονοήτως στη γενικότερη ελληνική ταυτότητα, και, μάλιστα, με πολιτισμική ιστορική ρίζα χιλιάδων ετών.
Η “Βορειομακεδονική” –εφόσον έχει συμφωνηθεί το “Βόρεια Μακεδονία”– θα ήταν η αναλογούσα για τους κατοίκους της χώρας αυτής».
Μητέρα δύο ανδρών και γιαγιά, η Μαρία Ευθυμίου μπορεί να εκπέμπει μία σχεδόν μητρική στάση προς τον συνομιλητή της, αλλά δεν διστάζει να εκφράσει απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το παρόν και, εξ αυτού, και για το μέλλον της χώρας.
Δεν είναι τυχαίο ότι έχει στο παρελθόν πει ότι οι Eλληνες «έχουμε εθιστεί να είμαστε μωρά.
Περιμένουμε να μας νταντεύουν...».
Την ερωτώ εάν αυτή η εκτίμησή της, που επιβεβαιώθηκε στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, ισχύει και για τη στάση μας στα εθνικά θέματα.
«Ισχύει στο σύνολο της διαχείρισης των θεμάτων μας εκ μέρους μας.
Με σχιζοφρενικές συχνά εκδηλώσεις.
Αυτό, π.χ., αποδείχθηκε καθαρά στο δημοψήφισμα του “Ναι’” ή “Oχι”, προ τετραετίας περίπου, όταν οι ψηφίσαντες “Oχι” αποδέχθηκαν, μέσα σε μια ημέρα, αγόγγυστα και μάλλον με ανακούφιση, τη μετατροπή του σε “Ναι”», μου επισημαίνει.
«Και τούτο γιατί είμαστε, από τη γέννηση του εθνικού μας κράτους τον 19ο αιώνα, συνδεδεμένοι με χίλια νήματα με τη Δύση, από την οποία προσδοκούμε με συμπεριφορά κακομαθημένου παιδιού, απαιτώντας το και καθυβρίζοντάς την, να δίνει εκείνη –και όχι εμείς– κάθε φορά λύση στα αδιέξοδά μας.
Οι βάσεις των στάσεων και νοοτροπιών μας βρίσκονται ήδη στην Επανάσταση του 1821.
Και συνεχίζονται αδιάλειπτα».
Πηγή: kathimerini.gr
-