- Πέρασαν 21 χρόνια, από την 31 Δεκεμβρίου του 1999, που ταξίδεψε στη Βασιλεία των Ουρανών ο Παναγιώτης Μάρτος. Ο καθηγητής Φ...
-
Πέρασαν 21 χρόνια, από την 31 Δεκεμβρίου του 1999, που ταξίδεψε στη Βασιλεία των Ουρανών ο Παναγιώτης Μάρτος.
Ο καθηγητής Φιλολογίας, ο Πρόεδρος της Ομονοίας για το Παράρτημα του Δελβίνου, ο φυλακισμένος με την περίφημη δίκη παρωδία των Τιράνων έναντι τρων Πέντε ηγετών της Ομόνοιας, ο γλυκομίλητος, ο αγαπητός, ο παντογνώστης Άνθρωπος.
Μας άφησε πίσω το «Ημερολόγιο της Κόλασης», όπως το τιτλοφόρησε ο ίδιος, μέρη του οποίου έχουμε δημοσιεύσει σε κάθε επέτειό του, έτσι για να τον θυμούμαστε, μα πάνω απ’ όλα να μάθει ο αναγνώστης τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι κατηγορούμενοι.
«…Με άρπαξαν και με σβάρνισαν για το διπλανό σκοτεινό θάλαμο κόλασης.
Έξω ήρθα αντιμέτωπος με δυο πρόσωπα που τα είχα δει δυο φορές στα Ιωάννινα.
Ο κοντακιανός γουρλώνοντας τα μάτια ψιθύρισε: «Σκύλε, βλέπεις θα τα πληρώσεις όλα».
Κάτω στο υπόγειο με μπάσανε σε ένα κελί σκοτεινό που μόνον να σήκωνες το κεφάλι θα χτυπούσες στο τσιμέντο.
Ήταν ένα σκαμνί και τίποτε άλλο.
Η πόρτα έκλεισε και το κελί βυθίστηκε στο σκοτάδι.. Και που δεν πήγε η γνώμη μου.
Προσπάθησα να συλλογιστώ γιατί αυτή η αλλαγή του κελιού.
Θα με άφηναν εκεί;
Τι με περίμενε;
Εκείνες τις σκηνές στο ανακριτήριο τις είχα μπροστά μου.
Μου παριστάνονταν τα πρόσωπα των δυο ανακριτών, οι γκριμάτσες τους.
Μέσα στο σκοτάδι σαν ένα ελαφρύ αεράκι, άκουσα τη φωνή του πατέρα μου.
Μου μιλούσε και μου έδινε κουράγιο:
«Κρατήσου, γιε μου!
Άντεξε ψυχή μου!
Είμαι κοντά σου, μην φοβάσαι!
Εδώ ήμουν κι εγώ.
Μην τσακίζεσαι!
Μην φοβάσαι!
Έτριψα τα μάτια μπας και έβλεπα όνειρο και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι.
Δυστυχώς το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό.
Η φωνή του πατέρα μου συνέχιζε ν’ αχούσε στα αφτιά μου.
Πράγματι εκείνο το Σάββατο, 30 Απριλίου ο πατέρας μου ταξίδεψε για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Εμένα δεν μου είπε κανένας τίποτε.
Το κατάλαβα όμως την ημέρα του δικαστηρίου μερικούς μήνες αργότερα.
Το είπα την άλλη μέρα στον ανακριτή εάν ήξερε κάτι για τον πατέρα μου.
Μου απάντησαν αδιάφοροι ότι δεν ρωτούν και δεν ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα.
Ο αστυνομικός που με είχε περιποιηθεί πολύ καλά εκεί στο κελί, με είχε χτυπήσει με κλωτσιές και γροθιές, αφού με είχε δέσει με τις χειροπέδες για να μην κουνιόμουν, στο καφενείο που ήταν μαζί με έναν σύντροφό του εξομολογούνταν τα «κατορθώματά» του λέγοντας:
« Με τι διασκεδάζουμε εμείς εκεί μέσα;
Αυτοί είναι παλιό γκιαούρηδες.
Παλιό Έλληνες.
Ένας από αυτούς τρελάθηκε και σκυλί να ήταν θα είχε ψοφήσει από το δαρμό και το ξύλο που έφαγε.
Δεν του βγαίνει η ψυχή με τόσες κλωτσιές και ξύλο που έχει φάγει.
Ούτε τρώει, ούτε πίνει.
Έκαμε τρεις φορές απεργίας πείνας.
Τώρα έκαμαν και οι άλλοι απεργία πείνας, σαν το έμαθαν…».
Δίπλα κει κάθονταν ένα αξάδερφος μου που από μικρός ακόμα διακρίνονταν για την ισχυρογνωμία και την ασυγκράτητη του.
Σαν άκουσε αυτά για μένα πλησίασε τον αστυνομικό, που ήταν φορεμένος στα πολιτικά, τον άρπαξε από το λαιμό και του είπε:
«Θα σου βγάλω την ψυχή από τον κ… μπάσταρδε!» έφυγε άρον άρον και μπήκε μέσα στο κτίριο της αστυνομίας…»
sfeva.gr
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"