- 1858-1860, Α ΄ ΜΕΡΟΣ) Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ) Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμί...
-
1858-1860, Α ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στις 25 Μαρτίου 1858, συναντούμε ένα έγγραφο που φέρει την υπογραφή του βασιλέως Όθωνα και αφορά την προαγωγή σε Ιερείς Α΄ Τάξεως τους μέχρι πρότινος Β΄ Τάξεως, Γεράσιμο Μπάρκο και Παναγιώτη Αντωνόπουλο.
Οι δύο αυτοί Στρατιωτικοί Ιερείς υπηρετούσαν ο μεν πρώτος στο 1ο Τάγμα των Ακροβολιστών, ο δε δεύτερος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού.
Και οι δύο αυτοί κληρικοί του Στρατού πήραν την προαγωγή αυτή, με πρόταση της Διοικήσεως που υπηρετούσαν και έχοντας τα κανονικά και τυπικά προσόντα τα οποία απαιτούνταν.
Στη συνέχεια το Υπουργείο των Στρατιωτικών αφού το ενέκρινε το αίτημα αυτό, το προώθησε προς τον Βασιλέα, που είχε και την αρμοδιότητα για αυτά τα θέματα.
-
Το 3ο Σύνταγμα Πεζικού, στις 9 Ιανουαρίου 1858, αποστέλλει έγγραφο προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στο οποίο κάνει μνεία των ευεργετημάτων των υπό του νόμου δοθέντων στους Αξιωματικούς και ζητά αυτά τα ευεργετήματα να επεκταθούν και στους Στρατιωτικούς Ιερείς, διότι και αυτοί έχουν τις ίδιες ανάγκες : «και τα αυτά δίκαια με τους λοιπούς αξιωματικούς του στρατού και ουδεμίαν άλλην εκ του επαγγέλματος των απολαβήν εκτός του ιερατικού μισθού έχουσιν».
Στο έγγραφο αυτό καταγράφεται και ομολογείται ξεκάθαρα ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς δεν αποτελούσαν μια ξεχωριστή κατηγορία μέσα στο Στρατό.
Δεν ήταν πρόσωπα δεύτερης κατηγορίας.
Είχαν και αυτοί τα ίδια δικαιώματα και παράλληλα τις ίδιες υποχρεώσεις, όπως οι λοιποί Αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο Στρατό.
Τα οποιαδήποτε ευεργετήματα τα οποία θα τους χορηγούνταν, όπως και άλλη φορά είχαμε τονίσει ,δεν θα τους τα προσέφεραν ως ελεημοσύνη, αλλά διότι τα δικαιούνταν.
Μέσα από το ανωτέρω έγγραφο διαπιστώνουμε παράλληλα, την ευαισθησία, το θάρρος, αλλά και την τόλμη, που είχαν κάποιοι Αξιωματικοί και δη ανώτεροι, όπως ο συντάκτης του εγγράφου αυτού, να διατυπώνουν την άποψή τους, αλλά να εκφράζουν και να ζητούν τα δίκαια αιτήματα αυτών που διοικούσαν. Η απάντηση του Υπουργείου ή καλύτερα η θέση του, επί του συγκεκριμένου θέματος μας δείχνει μια άλλη γραμμή την οποία ακολουθούσε.
Όταν απαντούσε η απάντηση τις περισσότερες φορές ήταν αρνητική και έτσι δεν άφηνε περιθώρια να επανέλθει κάποιος επί του θέματος.
Όταν δεν απαντούσε, όπως και στην συγκεκριμένη περίπτωση, το έγγραφο τίθετο στο αρχείο. Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος τις περισσότερες φορές και όχι ο Σχηματισμός, επανερχόταν στο ίδιο θέμα με κάποια προσωπική αναφορά, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, δηλαδή μια αρνητική απάντηση.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1858, ο Ιερεύς Αθανάσιος Οικονόμου, ζητά από το Φρουραρχείο των Αθηνών, να προωθήσει την αναφορά του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, προκειμένου να αναγνωρισθούν οι κατά του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα εκδουλεύσεις του, οι οποίες δεν είχαν περαστεί στο Γενικό Μητρώο των Αξιωματικών.
Αυτό ήταν μια ενέργεια η οποία έπρεπε να είχε γίνει εξ’ αρχής με την πρόσληψή του στο στρατό και η οποία προφανώς δεν έγινε από κάποιο λάθος χειρισμό των υπευθύνων.
Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι ο εν λόγω κληρικός ήταν ένα πρόσωπο το οποίο είχε αγωνισθεί στον καιρό του πολέμου.
Η αναγνώριση της προσφοράς του, δεν εναπόκειτο σε ένα άψυχο και τυπικό έγγραφο, το οποίο θα έκανε η υπηρεσία.
Η προσφορά και η συμβολή του στον αγώνα ήταν ουσιαστική και αναγνωρισμένη και ομολογούνταν από όλους εκείνους που αγωνίστηκαν μαζί του για τον ίδιο σκοπό, έχοντας τον ίδιο στόχο.
Παράλληλα ο εν λόγω κληρικός, συνέχιζε να αγωνίζεται και στον καιρό της ειρήνης.
Οι μάχες δεν είχαν τελειώσει για αυτόν.
Τώρα στον καιρό της ειρήνης, είχε να δώσει πνευματικές μάχες.
Καλείτο να δίνει καθημερινά μέσα από την θέση την οποία κατείχε, μαρτυρία και ομολογία Χριστού.
Καλείτο με ένα φρόνημα εξίσου αγωνιστικό και γεμάτο θάρρος, να πορεύεται μπροστά, δίνοντας το φως του Χριστού και την δυνατότητα σε όλους με σύμμαχο τον Κύριο της Δόξης, να προχωρούν μπροστά χωρίς να φοβούνται χωρίς να υπολογίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, που πολλές φορές μας βγάζουν από τον προορισμό και την πνευματική μας πρόοδο και προκοπή.
Το Φρουραρχείο των Αθηνών, στις 5 Μαρτίου 1858, με έγγραφο του, αναφέρει προς το Υπουργείο, ότι ο Ιερέας τους ονόματι Αγαθάγγελος, ήταν φιλάσθενος, ηλικιωμένος και αδυνατούσε να εκτελεί τα καθήκοντά του στη Φρουρά.
Ζητά την αντικατάστασή του με τον Ιερέα του 2ου Συντάγματος, κάνοντας μια αμοιβαία μετάθεση, ώστε ο Ιερέας Αγαθάγγελος πηγαίνοντας στο 2ο Σύνταγμα, να μπορεί να ανταποκρίνεται στα εκεί καθήκοντα, αφού ήταν πιο εύκολη η υπηρεσία την οποία θα εκτελούσε, χωρίς πολλές υποχρεώσεις και απαιτήσεις.
Η κίνηση αυτή του Φρουραρχείου δεν είχε σκοπό να μειώσει τον Αγαθάγγελο.
Δεν ήθελε να τον βάλει στο περιθώριο ή να τον θέσει εκτός της ενεργούς υπηρεσίας.
Το έγγραφο αυτό όπως το διαβάζουμε και όπως το ερμηνεύουμε, είχε σαν σκοπό με την αντικατάστασή του, να ελαφρώσει τον Ιερέα που εξαιτίας των προβλημάτων υγείας και του προχωρημένου της ηλικίας του, αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, νοιώθοντας ενδεχομένως και ο ίδιος κάποιες φορές ότι η παρουσία του δημιουργούσε προβλήματα και έθετε εμπόδια στην ομαλή πορεία της θρησκευτικής διακονίας στη Φρουρά.
Η τοποθέτησή του σε έναν άλλο Σχηματισμό, με λιγότερες υποχρεώσεις και απαιτήσεις, έδιναν στον Ιερέα θάρρος και ελπίδα, να συνεχίζει να προσφέρει το κατά δύναμιν στο χώρο που αγάπησε και δόθηκε ψυχή τε και σώματι, ως ένας άξιος λειτουργός, που δεν υποχωρεί, δεν φεύγει, δεν το βάζει κάτω, αλλά μέχρι τέλος δίνει μάχες, προσφέροντας και την τελευταία σταγόνα του αίματός του για την Εκκλησία και την πατρίδα.
Το Υπουργείο πάντως στο αίτημα αυτό, δεν έδωσε άμεσα κάποια απάντηση, θετική ή αρνητική.
Το Φρουραρχείο της Λαμίας, στις 26 Μαρτίου 1858, αναφέρει στο Υπουργείο ότι ο Ιερέας του 1ου Τάγματος του 9ου Συντάγματος, έφυγε και γι’ αυτό ζητούν να διοριστεί κάποιος άλλος κληρικός στη Φρουρά αυτή.
Το Φρουραρχείο συνεχίζοντας στην αναφορά του, προτείνει εάν αυτό δεν είναι εφικτό δηλαδή ο διορισμός ενός νέου κληρικού, να τους επιτρέψουν να βρουν κάποιον άλλον κληρικό από την περιοχή, δίνοντάς του μια μικρή αντιμισθία για την παρασχόμενη διακονία του και έτσι να υπάρχει μια συνέχεια στην ποιμαντική διακονία της Φρουράς.
Στο συγκεκριμένο αίτημα το Υπουργείο δεν απήντησε, αφού στο έγγραφο αυτό, δεν υπάρχει κάποιο σχόλιο ή κάποια σημείωση, που να δίνει έστω και προσωρινή λύση στο κενό που δημιουργήθηκε, με την αποχώρηση του Ιερέως.
Ο Ιερέας της Φρουράς της Κορίνθου, Δημήτριος Σακελαρίου, στις 6 Μαρτίου 1858, καταθέτει μία αναφορά προς το Φρουραρχείο, όπου παρακαλεί να την διαβιβάσει προς το Υπουργείο.
Στην αναφορά αυτή, ο εν λόγω κληρικός ζητά αύξηση του μισθού του, διότι από έναν σεισμό που έγινε, καταστράφηκε ολοσχερώς το σπίτι του.
Αναφέρει ότι εάν το Υπουργείο εγκρίνει την αύξηση του μισθού του, αυτό θα τον ανακουφίσει από τα έξοδα τα οποία έχει, εξαιτίας και της πολυαρίθμου οικογενείας του, αφού έχει πέντε παιδιά όπως αναγράφει.
Το Φρουραρχείο την εν λόγω αναφορά την προώθησε προς το Υπουργείο ως όφειλε, με την σημείωση όπως : « το Σεβαστόν Υπουργείον ίνα ευαρεστηθεί και ενεργήσει ότι δει».
Πάντως το Υπουργείο δεν απέστειλε απάντηση επί του θέματος και έτσι ο Ιερέας προφανώς δεν έλαβε την αύξηση την οποία ζητούσε και το θέμα τέθηκε στο αρχείο.
Το τελευταίο έγγραφο το οποίο θα παρουσιάσουμε σήμερα, έχει ημερομηνία 29 Απριλίου 1858 και αποστέλλεται από τον Βασιλέα Όθωνα, προς τον Υπουργό των Στρατιωτικών.
Στο Βασιλικό αυτό έγγραφο αναφέρεται, ότι κατόπιν προτάσεως του αρμοδίου Υπουργού, απολύεται από την στρατιωτική υπηρεσία ο Ιερέας Δημήτριος Κουμαριανός και τον διατάζει να προβεί στην έκδοση του αναλόγου διατάγματος της αποστρατείας του. Στην έρευνά μας μέχρι το σημείο αυτό, δεν συναντήσαμε κάποιο έγγραφο από τον Σχηματισμό που υπηρετούσε ο εν λόγω κληρικός, ούτε κάποιο έγγραφο από το Υπουργείο, που να ανέφερε για τον Ιερέα Κουμαριανό.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τους λόγους που ο Υπουργός εισηγήθηκε στον Βασιλέα την έκδοση αυτής της απόφασης, γιατί δεν υπάρχει κάποια γραπτή μαρτυρία που να εξηγεί τους λόγους που ο μέχρι πρότινος Στρατιωτικός Ιερέας, έπρεπε να διαγραφεί από τις τάξεις του στρατού και προφανώς να επανέλθει σε κάποια Μητρόπολη που θα τον τοποθετούσε στη συνέχεια σε κάποια ενορία, προκειμένου να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα.
Η έλλειψη στοιχείων και αποδείξεων, δεν μας αφήνουν περιθώρια και δεν πρέπει να κάνουμε υποθέσεις που δεν ανταποκρίνονται και δεν μας παρουσιάζουν την αλήθεια του θέματος.
-
(1858-1860, Β ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στις 9 Ιανουαρίου 1858, ο Ιερέας του 1ου Τάγματος Απόστολος Γεωργίου, με αναφορά του, ζητά μια αύξηση στον μισθό του.
Ακολουθείται η υπηρεσιακή οδός για την προώθηση του θέματος αυτού και τα επόμενα κλιμάκια συνηγορούν στην ικανοποίηση του αιτήματος.
Όταν όλη η αλληλογραφία αυτή φτάνει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, με έγγραφό του προς το 3ο Πεζικό Σύνταγμα τους γνωστοποιείται ότι δεν εγκρίνεται το αίτημα, αναφέροντας χαρακτηριστικά, ότι ο Ιερέας να περιοριστεί : «εις τας απολύτους ανάγκας της υπηρεσίας».
Το Υπουργείο σε μια απλή πρόταση φαίνεται να καθοδηγεί ή καλύτερα να οριοθετεί, το ποιμαντικό έργο του Ιερέως, χωρίς να γνωρίζει και χωρίς να είναι σε θέση να μπορεί να περιγράψει ή να καταγράψει, ποιες είναι αυτές οι απόλυτες ανάγκες, τις οποίες πρέπει να καλύπτει και σε αυτές να περιοριστεί ο εν λόγω Ιερέας.
Το ποιμαντικό έργο του Ιερέως δεν οριοθετείται.
Δεν μπαίνουν φραγμοί και σύνορα.
Δεν υπάρχει αρχή και τέλος.
Δεν υπάρχει μέρα και νύκτα.
Όλο το εικοσιτετράωρο, τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο, ο Ιερέας βρίσκεται επί των επάλξεων, προσφέροντας τον Λόγο του Θεού και την παρουσία Του μέσα στον κόσμο.
Στο έργο του Ιερέως δεν μπορεί κανείς να επέμβει και να θέλει να έχει λόγο, όποιος και αν είναι αυτός, όποια θέση και αν κατέχει.
Ο Ιερέας μέσα στο χώρο του στρατού, δεν βρίσκεται σαν ένας Αξιωματικός μέσα σε τόσους Αξιωματικούς.
Δεν προσελήφθη για να εκτελεί μια στρατιωτική υπηρεσία και ούτε προσελήφθη για να καλύψει μια κενή θέση κάποιου Αξιωματικού.
Η Σχολή που υπήρχε και υπάρχουν και σήμερα και στους τρείς κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, μας προσφέρουν αξιολογότατους Αξιωματικούς, με κατάρτιση, πίστη και αφοσίωση σε αυτό το οποίο υπηρετούν, έτοιμοι να δώσουν ακόμα και την ζωή τους εάν χρειαστεί για να υπερασπιστούν και να διαφυλάξουν την ακεραιότητα της πατρίδας μας.
Επομένως ο Ιερέας προσελήφθη και δόθηκε με την σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας, για να προσφέρει κάτι άλλο ανώτερο, διαφορετικό, μοναδικό, μέσα από την αστείρευτη και μοναδική Ορθόδοξη παράδοσή μας.
Έρχεται να προσφέρει κάτι το οποίο θα γεμίζει τις ψυχές αυτών που υπηρετούν, τόσο στον καιρό της ειρήνης όσο και στον καιρό του πολέμου.
Τα παραπάνω βεβαίως δεν σημαίνουν ότι ο Ιερέας είναι ανεξέλεγκτος και δεν μπορεί κάνεις να τον ελέγχει.
Είναι άλλο πράγμα να θέλεις να ελέγχεις ή να παρακολουθείς διακριτικά ή και αδιάκριτα κάποιες φορές, το έργο και την παρουσία του Ιερέως μέσα στο χώρο της ποιμαντικής του διακονίας, με την ιδιότητα και του προϊσταμένου και άλλο να θέτεις φραγμούς και εμπόδια, τα οποία δυσκολεύουν το έργο του και δεν αφήνουν περιθώρια να φανεί το έργο εκείνο που είναι έργο Θεού και προσφέρει φως, ζωντάνια, ελπίδα, αισιοδοξία και πνευματική πρόοδο.
Κάποιοι άνθρωποι, κάποιες φορές, κάνουν ένα μεγάλο λάθος όταν καταλαμβάνουν κάποια ανώτερη θέση, να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα και να αρχίζουν να βλέπουν τα πράγματα όχι όπως είναι, αλλά όπως αυτοί θέλουν να τα βλέπουν.
Αρχίζουν να τα βλέπουν και να τα ερμηνεύουν, όχι από την οπτική πλευρά και των άλλων, αλλά μόνο από την δική τους και χωρίς να θέλουν να ακούν την γνώμη του άλλου, υπερασπιζόμενοι μέχρι τέλος την δική τους άποψη, ακόμα και αν είναι λανθασμένη, εμμένοντας στο λάθος τους, αφού δεν τους αφήνει ο εγωισμός να το παραδεχτούν και στη συνέχεια να το διορθώσουν.
Ισχύει πολλές φορές αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι : «δεν με πείθεις έστω και αν με πείσεις».
Και μπορεί να γίνονται συζητήσεις επί συζητήσεων, και συνομιλίες επί συνομιλιών, προκειμένου να βρεθεί λύση σε κάποιο θέμα, παρά ταύτα παραμένουμε στα αδιέξοδα και στις συγκρούσεις, γιατί δεν γίνονται υποχωρήσεις και γιατί δεν υπάρχει πάνω από όλα πνεύμα επικοινωνίας και συνεργασίας, βλέποντα ο καθένας τα πράγματα μόνο από την δική του πλευρά, χωρίς να τον ενδιαφέρει ο άλλος και το γενικότερο συμφέρον.
Εμείς που η χάρις του Θεού μας έχει τάξει να υπηρετούμε στο χώρο του στρατού, δυστυχώς αυτό το συναντούμε κάποιες φορές σε ανθρώπους, που προκειμένου να επιβάλουν τη θέση τους, τη γραμμή τους, την άποψή τους, γενικότερα αυτό που θέλουν, άσχετα εάν είναι σωστό ή όχι και αυτό φαίνεται στην πορεία, κάνουν χρήση του βαθμού, της θέσεώς των, της ιδιότητας που έχουν και προσπαθούν να επιβληθούν δια της θέσεως και όχι δια του χαρακτήρα.
Έρχονται δυστυχώς να αποδείξουν με την γενικότερη στάση τους, την δύναμή που τους προσφέρει η θέση και όχι η προσωπικότητα που διαθέτουν και η αληθινότητα των κινήσεών και των προθέσεων που έχουν μέσα από τις επιλογές τους, που σε κάνει κάποιες φορές να τους λυπάσαι.
Και βλέπουμε πολλές φορές συγκρούσεις, διαμάχες, φιλονικίες, προστριβές, στεναχώριες, λόγια, κουβέντες, που όλα αυτά στο τέλος δεν σβήνονται, δεν ξεχνιούνται, αλλά μένουν.
Άλλες φορές όλα αυτά αποτυπώνονται και στα χαρτιά και μέσα από αυτά τα άψυχα χαρτιά, προσπαθείς να βγάλεις άκρη και άκρη δεν βγαίνει και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο.
Και στο τέλος όλων αυτών, μένει μια πικρία, που τίποτα δεν μπορεί να την γλυκάνει και να επουλώσει τις πληγές που έχει προκαλέσει, διαλύοντας φιλίες και σχέσεις.
Αυτές οι περιπτώσεις ευτυχώς είναι λίγες μέσα στο γενικότερο σύνολο, αλλά δυστυχώς υπάρχουν και πρέπει να το σημειώσουμε για να προσέχουμε, χωρίς να θέλουμε να ωραιοποιούμε τις καταστάσεις ή να βάζουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί.
Και το σημειώνουμε αυτό και το τονίζουμε, διότι κάποιες φορές τέτοιες καταστάσεις, έρχονται να αγγίξουν και εμάς σήμερα στο έργο και στην αποστολή μας.
Επαναλαμβάνω ότι αυτά είναι οι εξαιρέσεις, αλλά όμως υπάρχουν.
Και δεν σημαίνει ότι επειδή εγώ δεν έχω κάποιο πρόβλημα, αλλά το έχει κάποιος άλλος αδελφός μου, αυτό δεν είναι δικό μου πρόβλημα.
Είναι και δικό μου πρόβλημα και χρειάζεται πολύ προσοχή και προπαντός προσευχή, για να παρέλθει ο πειρασμός αφήνοντας πίσω του λιγότερα προβλήματα.
Χρειάζεται επομένως πολύ διάκριση, για να μπορέσουμε τέτοιες καταστάσεις σαν αυτές που συναντήσαμε στο έγγραφο που παρουσιάσαμε ή άλλες που ανακύπτουν στην καθημερινότητά μας, να τις χειριστούμε με τέτοιο τρόπο, προκειμένου να βγούμε ακέραιοι μέσα από ενδεχόμενες συγκρούσεις που έχουν σαν σκοπό, όχι να πλήξουν τόσο εμάς ως πρόσωπα, όσο το θεσμό τον οποίο εκπροσωπούμε και αναδεικνύουμε, μέσα από το έργο και την θέση που κατέχουμε.
Και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που ενοχλούνται από την παρουσία του κλήρου και μέσα στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως και σε άλλους χώρους. Είναι κάτι το οποίο το γνωρίζουμε, υπήρχε και στο παρελθόν, υπάρχει στο παρόν και θα υπάρξει και στο μέλλον.
Σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για το έργο και την παρουσία ακόμα και τον λόγο μας, μέσα στην κοινωνία στην οποία ζούμε και κινούμαστε ως μέλη αυτής.
Η ιδιότητα την οποία φέρουμε, δεν μας επιτρέπει να προσπερνούμε τέτοιες καταστάσεις, αλλά ούτε και να εφησυχάζουμε, δίνοντας πάντοτε ένα δυναμικό παρόν σε κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής του ανθρώπου, χωρίς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς που θα δώσουν την δυνατότητα στον «αντίπαλο» να νομίσει ότι είμαστε ο αδύναμος κρίκος και ότι μπορεί να μας καθοδηγεί και να μας κατευθύνει.
Εμείς σε καμία περίπτωση δεν είμαστε το πρόβλημα και φυσικά δεν θέλουμε να δημιουργούμε προβλήματα.
Δεν κυνηγάμε τα προβλήματα, αυτά μας κυνηγούν, προκειμένου να συνδράμουμε από την πλευρά μας, όπου χρειαστεί να επιλυθούν και να εξομαλυνθούν οι οποιεσδήποτε προβληματικές καταστάσεις.
Ο Ιερέας με την ιεροπρεπή του παρουσία και στάση, έρχεται να προσφέρει το ξεχωριστό και μοναδικό που κατέχει, μέσα από την ανεκτίμητη και ανεξάντλητη παράδοσή μας και απευθύνεται αρχικά στον έσω άνθρωπο, προκειμένου στη συνέχεια να εξωτερικευτεί και να αποκαλυφθεί, μέσα από την γενικότερη στάση ζωής του.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η διαχρονική προσφορά του κλήρου σε όλες τις περιόδους της πορείας του έθνους μας, είναι μεγάλη και ανεκτίμητη.
Αυτή την προσφορά, κάτι μικροί άνθρωποι -που παρέμειναν και θα παραμείνουν μικροί, όσες μεγάλες θέσεις και αν κατακτήσουν-, προσπάθησαν ή προσπαθούν ή θα προσπαθήσουν στο μέλλον, να περιορίσουν την Εκκλησία και το λόγο Της, μέσα σε πλαίσια που θα εξυπηρετούν τους σκοπούς τους και όχι το γενικότερο καλό, με διάφορες προφάσεις.
Όσο και αν προσπάθησαν δεν κατάφεραν τίποτα.
Το μόνο που κατάφεραν ήταν να συντριβούν οι ίδιοι, να χαθούν μέσα στη λήθη του χρόνου και να αναδειχθεί για μια ακόμα φορά το μεγαλείο της Ορθόδοξης πίστεως και παράδοσης που κατέχουμε και αυτό είναι που δίνει στον Έλληνα την δύναμη, να ξεπερνά τις δυσκολίες και τους πειρασμούς και να προχωρά μπροστά με το κεφάλι ψηλά και το ηθικό ακμαιότατον, χωρίς να υπολογίζει τίποτα και χωρίς να φοβάται κανέναν.
Τι και αν εκδόθηκε το παραπάνω έγγραφο που παρουσιάσαμε.
Περιόρισε το ποιμαντικό έργο του Ιερέως;
Σταμάτησε ο Ιερέας να εργάζεται στο «πνευματικό του γεώργιον»;
Περιορίστηκε νομίζετε στις απόλυτες και απαραίτητες ανάγκες της υπηρεσίας, όπως τον διέταζε το έγγραφο να εκτελέσει, μετατρέποντας τον σε έναν δημόσιο υπάλληλο;
Τίποτα από όλα αυτά δεν πιστεύω ότι έγινε.
Ο π. Απόστολος με το ίδιο αποστολικό φρόνημα, με την ίδια καιόμενη καρδιά για τον Χριστό, με την ίδια αυταπάρνηση και αγωνιστικότητα σαν ένας νέος Απόστολος στην εποχή και περιοχή του, θα συνέχιζε να δίνει το πνευματικό στίγμα, για μια σωστή πνευματική πορεία και κατεύθυνση, με προορισμό την ανάσταση και το φως.
Πως είμαι τόσο σίγουρος;
Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή και μπορεί να δοθεί και σήμερα ανά πάσα στιγμή από τον οποιοδήποτε κληρικό μας, που διακονεί με πολύ φόβο και αγάπη Θεού, από το ένα άκρο της χώρας μέχρι το άλλο, από την μεγαλύτερη ενορία ή την μικρότερη, στο χωριό ή στην πόλη, στην ιεραποστολή, στην διασπορά ή όπου αλλού έχει ταχθεί.
Ο κάθε ένας κληρικός και σήμερα, είναι μια ζωντανή απόδειξη, ότι το έργο μας, δεν μπαίνει σε καλούπια και δεν εξαντλείται μέσα από άχρωμες, άοσμες και αγευστες διαταγές, που συνεχίζουν να αποδεικνύουν την ρηχότητα και κενότητα αυτών που τις εκδίδουν, χωρίς να γνωρίζουν τι γράφουν, τι ζητούν, τι θέλουν και φυσικά τι κατά βάθος επιδιώκουν μέσα από αυτές.
Δεν μπορεί μια ανθρώπινη πράξη, ένα έγγραφο, μια διαταγή, να αντικαταστήσει ή να ανατρέψει, μια παράδοση προσφοράς, θυσίας και αγάπης, δύο χιλιάδων χρόνων, που ξεκινά από τον ιδρυτή της Εκκλησίας μας τον Χριστό, συνεχίζει με τους Αγίους Αποστόλους και μαθητές Του και φτάνει μέχρι στις ημέρες μας, μέσα από την χορεία των Μαρτύρων, των Ασκητών, των Πατέρων και Ομολογητών, που ο καθένας τους, έθεσε με την προσωπική του συμβολή και συνεισφορά, κάτι σημαντικό και σπουδαίο, στο οικοδόμημα εκείνο που λέγεται Εκκλησία.
Μέσα από λανθασμένες επιλογές, που μπορεί να είναι αποτέλεσμα άστοχων εισηγήσεων και προτάσεων, το μόνο που καταφέρνουν είναι να εκτίθενται στα μάτια του συνόλου της κοινωνίας και να φανερώνουν πλέον, ότι τα κίνητρά τους δεν είναι αγνά ή και πατριωτικά, όπως ομολογούν ή τα παρουσιάζουν, αλλά μάλλον εχθρικά προς την πίστη και την παράδοση, που αυτά όμως δεν απομονώνονται και δεν μπαίνουν σε δεύτερη θέση από άλλα πράγματα στα οποία πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον και την προσοχή μας.
Ο Ιερέας εργάζεται με σύνεση, με υπευθυνότητα και ακρίβεια, προσέχοντας και την παραμικρή του κίνηση, προκειμένου να μην σκανδαλίσει τον αδελφό του.
Αυτή ήταν, είναι και θα είναι, η αρχή των ποιμένων της Εκκλησίας.
Έτσι πορευόμαστε μέσα στο διάβα του χρόνου και έτσι πρέπει να πορευτούμε μέχρι την συντέλεια των αιώνων.
Και αν καμιά φορά συμβεί να ξεφύγουμε ή να λοξοδρομήσουμε από την πορεία μας, εξαιτίας κάποιας απροσεξίας, παράλειψης, αβλεψίας ή και παρανόησης, αφού άνθρωποι είμαστε, μέσα από την έμπρακτη μετάνοια, μπορούμε να επιστρέψουμε στην οδό την αληθινή, συνεχίζοντας το έργο μας, προσέχοντας να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, αλλά κατακτώντας για μας και τους άλλους, το καλύτερο και αγιότερο.
Συνεχίζεται {91}
-
https://poimin.gr/i-stratiotiki-ieris-os-anapospasto-meros-tou-ellinikou-stratou-2/