Με τα χρήματα που διέθετε βοήθησε με πολλούς τρόπους τους σκλαβωμένους Έλληνες.
Συμπαραστάθηκε στον Λάμπρο Κατσώνη αγοράζοντας καράβια μαζί με άλλους συμπατριώτες του.
Εκτός από τα καράβια, του έδωσε επίσης και 20.000 γρόσια.
Οι Φαναριώτες έδιναν στα παιδιά τους επιμελημένη μόρφωση, και η Μαντώ είχε ιδιαίτερη φροντίδα από τον πατέρα της, που τη θαύμαζε για τη γενναιότητα και την ανεξαρτησία της.
Ήταν ένα παιδί γεμάτο περιέργεια και ασίγαστη δίψα για μάθηση.
Εκτός από τη μητρική της, μιλούσε άπταιστα τέσσερις γλώσσες: Γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και τουρκικά.
Στην Τεργέστη, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, υπήρχε ένα πνεύμα ελευθερίας για τις γυναίκες.
Γύρω στα 1810 η οικογένεια Μαυρογένη εγκαταστάθηκε στη Μύκονο, γιατί είχε πολλά συμφέροντα στις Κυκλάδες.
Αλλά κι η Μαντώ ήθελε πολύ να βρίσκεται κοντά στη σκλαβωμένη πατρίδα της, αδιαφορώντας για την ήσυχη και γεμάτη διασκεδάσεις ζωή της Τεργέστης.
Για ένα μεγάλο διάστημα έμεινε στην Τήνο, στο σπίτι του ξαδέλφου της μητέρας της παπα-Μαύρου.
Ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος, που δίδασκε σε μια ομάδα κοριτσιών κλασική παιδεία και πατριωτισμό.
Κοντά του ενισχύθηκε η θέληση της Μαντώς να πολεμήσει τους Τούρκους όταν θα ερχόταν η ώρα.
Στην Τήνο όλοι αγαπούσαν και θαύμαζαν τη Μαντώ, που συχνά φορούσε το ακριβό μυκονιάτικο βελούδινο φόρεμα.
Είχε ωραία μεγάλα μάτια, σγουρά και γυαλιστερά μαλλιά και λευκορόδινη επιδερμίδα.
Ήταν μια εντυπωσιακή παρουσία με το ψηλό της ανάστημα, τα φλογερά μάτια της και τη μελωδική φωνή της.
Ήταν ενθουσιώδης, μαχητική και συνέπαιρνε τους ακροατές της με την ευφράδεια και τον πλούτο της έκφρασής της.
Το 1818 πήγε στην Πάρο για την κηδεία του πατέρα της. Λέγεται ότι τον δηλητηρίασε ο Καπουδάν πασάς, γιατί τον υποψιάστηκε για τα συχνά ταξίδια του στην Πάρο.
Η μητέρα της, απελπισμένη, κλείστηκε στον εαυτό της. Αν και ήταν σπαρτιατικής καταγωγής, η Ζαχαράτη Χατζή-Μπατή έχασε το κουράγιο της με τον χαμό του άντρα της.
Ήταν ένα πολύ αγαπημένο αντρόγυνο, κι εκείνη, λόγω της γλωσσομάθειάς της, ήταν και πολύτιμη συνεργάτριά του και του κρατούσε τα βιβλία των επιχειρήσεών του.
Αλλά και στη Μαντώ στοίχισε πολύ ο θάνατος του πατέρα της, γιατί ήταν πολύ δεμένη μαζί του…
Όπως ήταν φυσικό, η Μαντώ προκαλούσε τον έρωτα και το θαυμασμό πολλών ανδρών, αλλά εκείνη έλεγε πως θ’ αγαπήσει μόνο ελεύθερο άνδρα, όταν ελευθερωνόταν η πατρίδα.
Τότε μόνο θ’ αποφάσιζε να παντρευτεί.
Την είχε ερωτευθεί ένας πλούσιος νέος από τη Μύκονο, ο Υάκινθος Μπλάκαρης που ήταν σπουδασμένος στο Παρίσι.
Εκείνη όμως τού είπε: «Πήγαινε να δρέψεις δάφνες για να γίνεις άξιος να με πάρεις.
Στην ψυχή σου σε τέτοιους δύσκολους καιρούς δεν πρέπει να βρίσκει θέση άλλος έρωτας παρά της πατρίδας».
Κι ο νέος έφυγε αποφασισμένος να δοξαστεί για να γίνει άξιος στα μάτια της.
Στις 20 Απριλίου του 1821, από το χαγιάτι του σπιτιού της, είδε να μπαίνει στο λιμάνι της Τήνου το καΐκι που έφερε την είδηση της Επανάστασης.
Οι Τηνιακοί προσχώρησαν στον ξεσηκωμό.
Ο Αντώνης Νάζος με κάποιον Κούζοβικ πήραν τη σημαία των Φιλικών και μπροστά στην εκκλησία των Ταξιαρχών την παρέδωσαν στον μητροπολίτη Γαβριήλ, που έλαμπε μέσα στα χρυσά του άμφια.
Η Μαντώ τρελάθηκε από τη χαρά της.
Άρχισε να γράφει γράμματα στους Φιλικούς των Κυκλάδων.
Έγραψε στους προεστούς της Μυκόνου να ετοιμαστούν με καράβια και παλικάρια, με χρήματα κι εφόδια, για να βοηθήσουν τον αγώνα.
Πήγε και η ίδια στη Μύκονο, μαζί με τον παπα-Μαύρο, για να τους ξεσηκώσει.
Οι Μυκονιάτες προεστοί όμως δίσταζαν, γιατί θυμόντουσαν παλιότερες επαναστάσεις, όπως εκείνη του Λάμπρου Κατσώνη.
Η Μαντώ είχε ξεσηκώσει κρυφά το λαό του νησιού, που άρχισε να φωνάζει κάτω από το σπίτι όπου είχαν συγκεντρωθεί οι προεστοί για ν’ αποφασίσουν.
Μέσα στην αίθουσα μπήκε κι η ίδια, και με την ακτινοβολία της και τα πειστικά λόγια της τους ενθουσίασε.
Πρόσφερε τα σαράντα πουγγιά της προίκας της που, όπως υπολογίζει ο Μυκονιάτης Παναγιώτης Γρυπάρης, ήταν κάπου 1.000.000 γαλλικά φράγκα.
Φιλοτιμήθηκαν τότε και οι άλλοι.
Η ίδια αρμάτωσε δύο καράβια.
Στο ένα έβαλε καπετάνιο τον Αζόρβα και στο άλλο τον Νεοκλή.
Οι προεστοί ετοίμασαν άλλα δύο.
Όλοι ενώθηκαν με το στόλο του Τομπάζη.
Μ’ αυτό τον τρόπο η Μύκονος μπήκε στην Επανάσταση, τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου.
Η Μαντώ ναύλωσε ένα καΐκι και το έστειλε στον Πειραιά για να φέρει ντουφέκια.
Οργάνωσε τέλεια την άμυνα του νησιού, με αποτέλεσμα να γυρίσει ο τουρκικός στόλος άπρακτος στη βάση του.
Έστειλαν όμως μερικά πλοία στη Μύκονο για κούρσεμα, από τα οποία αποβιβάστηκαν εκατό Αλγερινοί.
Αλλά η Μαντώ, ειδοποιημένη, είχε πιάσει με τους άνδρες της επίκαιρα σημεία στην παραλία.
Όταν έδωσε σινιάλο, έγινε τέτοια ορμητική επίθεση, ώστε οι Αλγερινοί τα έχασαν.
Η Μαντώ ήταν στην πρώτη γραμμή και χτυπούσε με το σπαθί της.
Δεν ήξερε τι θα πει φόβος.
Οι Αλγερινοί υποχώρησαν πανικόβλητοι, αφού άφησαν πίσω τους 17 νεκρούς και 60 τραυματίες.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο αρχηγός του αποβατικού αποσπάσματος.
Η Μαντώ πάτησε πάνω στο πτώμα του και φώναξε: «Τιμή στους ανδρείους!
Νίκη του Σταυρού!».
Το 1823 ο παπα-Μαύρος πήρε ένα γράμμα από την Εύβοια που του έλεγε ότι τα 72 χωριά του νησιού βρίσκονταν σε πόλεμο.
Η Μαντώ θέλησε αμέσως να βοηθήσει.
Έφτιαξε ένα σώμα από οχτακόσιους Μυκονιάτες και με δικά της έξοδα τους οδήγησε εκεί.
Ο λαός και οι καπεταναίοι που κατέβηκαν να την υποδεχτούν εντυπωσιάστηκαν από την εμφάνισή της.
Δυστυχώς οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν τίποτα για την εκστρατεία της Εύβοιας, αλλά ούτε και για τη συμπλοκή με τους Αλγερινούς.
Μόνο από τον Γάλλο περιηγητή και ιστοριογράφο Φραγκίσκο Πουκεβίλ (1770-1838) μας είναι γνωστές όλες οι λεπτομέρειες για τη δράση και τη συμμετοχή της Μαντώς στις μάχες.
Μετά την Κάρυστο, πήγε και συνάντησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και πολέμησε δίπλα του με τα μισά παλληκάρια της.
Τα υπόλοιπα τα είχε αφήσει στον καπετάν-Διαμαντή.
Ακούραστη και αεικίνητη, έτρεχε παντού όπου υπήρχε ανάγκη.
Σε μια μάχη κατόρθωσε να πιάσει 100 Τούρκους αιχμαλώτους. Τα παλληκάρια της την ακολουθούσαν μαγνητισμένα και συναγωνίζονταν ποιος θα κάνει ηρωισμούς.
Όταν κινδύνευσε η Μαγνησία, η κυβέρνηση της ζήτησε να πάει να βοηθήσει.
Μαζί με τους Καράσο και Διαμαντή έπιασε τα στενά του Πηλίου. Κατέστρωσε γρήγορα το σχέδιο για τη συντριβή του εχθρού.
«Ας τους αφήσουμε να μπούνε για τα καλά στα στενά κι ύστερα τους χτυπάμε».
Οι άλλοι την παραδέχονταν, ξεχνώντας πως είναι γυναίκα.
Κι έτσι το πέρασμα για τους εχθρούς ήταν πανωλεθρία: Από τους 12.000 άφησαν 3.000 νεκρούς και το κεφάλι του ενός από τους τρεις αρχηγούς τους, του Αβδουλάχ πασά, καθώς και πολλά πολεμοφόδια.
Πλάι στη Μαντώ τραυματίστηκε ο Υάκινθος Μπλάκαρης.
Η Μαντώ διέταξε να τον μεταφέρουν στη σκηνή της και του παραστάθηκε με τρυφερότητα στις τελευταίες του στιγμές.
Εκείνος πέθανε ευτυχισμένος κοντά σ’ εκείνη που λάτρεψε…
Όταν τελείωσε αυτή η επιχείρηση, η Μαντώ πήγε στον Πειραιά.
Επισκέφθηκε την Αθήνα και πραγματοποίησε ένα μεγάλο της όνειρο: Ανέβηκε στην Ακρόπολη, κάτι που χρόνια ονειρευόταν.
Έμεινε δύο μέρες και κατόπιν πήγε στην Ύδρα όπου την καλοδέχτηκαν.
Εκείνη όμως βιαζόταν να γυρίσει στη Μύκονο, γιατί είχε επιθυμήσει το σπίτι της και ήθελε κιόλας να ξεκουραστεί.
Στη Μύκονο της έκαναν μεγάλη υποδοχή.
Έστρωσαν στο γιαλό πολύχρωμα κιλίμια, κρατούσαν φοινικόκλαδα και τραγουδούσαν.
Ο παπα-Μαύρος τη στεφάνωσε με δάφνινο στεφάνι.
Στο αναμεταξύ, ο τουρκικός στόλος αλώνιζε στο Αιγαίο.
Η Κάσος και τα Ψαρά είχαν καταστραφεί.
Οι Μυκονιάτες, βλέποντας τον τουρκικό στόλο να κατευθύνεται προς αυτούς, πήραν τις οικογένειές τους και πήγαν στην Τήνο.
Η Μαντώ συγκράτησε πολλούς απ’ αυτούς και ετοίμασε την άμυνα.
Διέταξε τέλεια συσκότιση και όλοι έπιασαν κατάλληλες θέσεις στην παραλία.
Η ίδια, με δέκα παλληκάρια μπήκε στη μεγάλη βάρκα και τράβηξε για την Τήνο.
Πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο χωρίς να την πάρουν είδηση.
Ζήτησε βοήθεια, που πρόθυμα της έδωσαν.
Όπλα και παλληκάρια κατευθύνθηκαν με καΐκια στη Μύκονο.
Πριν ξημερώσει όλα ήταν τακτοποιημένα κι εκείνη στη θέση της. Πανέτοιμοι κι αποφασισμένοι, περίμεναν.
Ο Χοσρέφ πασάς το πήρε είδηση και δεν θέλησε να τα βάλει μ’ αυτούς τους ριψοκίνδυνους ανθρώπους.
Κι έτσι πέρασε χωρίς να επιτεθεί.
Το νησί είχε γλιτώσει.
Οι προεστοί ζήτησαν από τους κατοίκους να προσφέρουν ό,τι μπορούσε ο καθένας και να τα δώσουν στη Μαντώ για τον Αγώνα.
Η Μαντώ δεν ησύχαζε.
Κοινοποίησε πρόσκληση στα νησιά Τήνο, Σέριφο, Σάμο και σ’ άλλα και μίσθωσε ένα μεγάλο αριθμό ναυτών με δικά της έξοδα και τους έστειλε στα ελληνικά καράβια.
Η Μαντώ έμεινε στο νησί της ως τις αρχές του 1825 κι έπειτα πήγε στο Ναύπλιο.
Τα τελευταία λείψανα της περιουσίας της, κοσμήματα, ασημικά, γούνες, κ.λπ., τα πρόσφερε για την περίθαλψη των Μεσολογγιτών.
Η Μαντώ γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη όταν κλείστηκε στην Ακρόπολη του Αργους.
Ο Κόκκινος πιστεύει ότι τον είχε συναντήσει και προηγουμένως, όταν εκείνος είχε περάσει από την Τεργέστη για να κατέβει στην Ελλάδα.
Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Στην αρχή, η Μαντώ απέκρουσε τον έρωτα του Υψηλάντη, όπως και τόσων άλλων πριν απ’ αυτόν.
Αλλά με τον καιρό τον αγάπησε.
Εκτίμησε την ανιδιοτέλειά του και την προσφορά του στην υπόθεση του έθνους.
Πολέμησε μαζί του στους Μύλους, όπου απέκρουσαν τον Ιμπραήμ.
Εκείνος ανησυχούσε για τη ζωή της και την παρακαλούσε να σταματήσει να παίρνει μέρος στις μάχες.
Η Μαντώ άρχισε να γράφει γράμματα στις Ευρωπαίες, προσπαθώντας να τις συγκινήσει για να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους.
Απευθύνθηκε πρώτα στις Γαλλίδες: «Μια κόρη απλή, που ανατράφηκε σ’ ένα βράχο και μεγάλωσε στη θλίψη, μη αναπνέοντας παρά τον πατριωτισμό, θ’ ακουστεί άραγε από ένα πλήθος γυναικών βυθισμένων στις απολαύσεις της ζωής, στην πολυτέλεια, στις χαρές της τέχνης και του πολιτισμού;
Και δεν κινδυνεύω άραγε να γελοιοποιηθώ αν μιλήσω για την επαναστατημένη ηρωική πατρίδα μου σε γυναίκες που δεν ασχολούνται παρά με τις επαναστάσεις της μόδας»;
Στις Αγγλίδες έγραψε με διαφορετική γλώσσα, γιατί πίστευε πως ήταν πιο ευαίσθητες και γενναιόδωρες από τους άνδρες τους: «Δεν μας αρκεί, ευγενικές κυρίες, μόνο ο ενθουσιασμός.
Οι αιώνες της τυραννίας μάς έχουν εντελώς εξαντλήσει οικονομικά.
Ο ηρωισμός δεν ωφελεί όταν στερείται τ’ απαραίτητα οργανικά μέσα για να εκδηλωθεί: Χρήματα, όπλα, πυρομαχικά, τροφή, ενδύματα. Και τολμώ να επικαλεστώ τη συμπάθειά σας.
Σκοπός μου είναι η εξασφάλιση ενός ασύλου για τα κατατρεγμένα γυναικόπαιδα στην Εύβοια, που με τη βοήθειά σας θα βρίσκαμε τρόπο να την επανακτήσουμε και να την αφιερώσουμε στη μνήμη των γυναικών της Αγγλίας».
Ο Κωλέττης φοβόταν τη Μαντώ, γιατί τη θεωρούσε φιλόδοξη.
Πίστευε πως ήθελε ν’ ανεβάσει τον Υψηλάντη και να τον κάνει κυβερνήτη της Ελλάδας.
Αλλά η Μαντώ δεν είχε τέτοιου είδους φιλοδοξίες, και η μόνη της προσπάθεια ήταν να συμβιβάσει τους καπεταναίους.
Όμως με προτροπή του Κωλέττη, τα παλληκάρια του Υψηλάντη την απήγαγαν όταν αυτός έλειπε.
Την έστειλαν μ’ ένα καΐκι στη Μύκονο, της φέρθηκαν βάναυσα και χυδαία, και την απείλησαν ότι θα την έκαναν κομμάτια αν επιχειρούσε να ξαναγυρίσει.
Τους σκανδάλιζε η ελεύθερη συμβίωσή της με τον πρίγκιπα. Μιλούσαν ειρωνικά γι’ αυτήν και την έλεγαν «μαϊμού του Κωλέττη», από ένα ζωηρό πίθηκο με γυναικεία ρούχα που έτρεφε ο πανούργος Ρουμελιώτης.
Η Μαντώ πίστεψε πως η απαγωγή έγινε με τη συγκατάθεση του Υψηλάντη, για ν’ αποφύγει το γάμο που της είχε υποσχεθεί.
Όλη της η αγάπη μεταβλήθηκε σε μίσος.
Οταν το έμαθε ο Υψηλάντης, κυριολεκτικά αρρώστησε. Της έστειλε φλογερά γράμματα και την παρακαλούσε να γυρίσει.
Πήρε ένα απ’ αυτά έπειτα από έξι μήνες.
Ο Σπ. Μελάς αναφέρει ότι γύρισε κι ότι ετοιμαζόντουσαν να παντρευτούν, όταν πάλι ο Κωλέττης έβαλε τους γιατρούς του Υψηλάντη να της πουν πως η ένωσή τους θα ήταν βλαβερή για την υγεία του.
Αυτό όμως δεν ήταν αλήθεια, γιατί η ευτυχία τού χάριζε υγεία. Εκείνοι επέμεναν πως το στηθικό νόσημα που είχε θα τον οδηγούσε στον τάφο.
Η Μαντώ τους πίστεψε και έφυγε.
Μεταξύ Μυκόνου και Τήνου, προσπαθούσε να ξεχάσει τη δυστυχία της.
Αργότερα μόνο κατάλαβε την πλεκτάνη. Λέγεται πως ο Υψηλάντης ήθελε να πάει στη Μύκονο να τη βρει, αλλά τον εμπόδισε ο Κωλέττης.
Αυτό όμως δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές πηγές. Η Μαντώ πήγε στη Σύρο ώσπου ήρθε ο Καποδίστριας.
Με τους δικούς της είχε κόψει κάθε σχέση, γιατί δεν μπορούσαν να της συγχωρέσουν το ξόδεμα της περιουσίας τους.
Ιδιαίτερα θυμωμένη ήταν η μητέρα της, και ο άντρας της αδελφής της, ο Αντώνης Νάζος, έγραφε ότι η Μαντώ ήταν η μόνη αιτία της καταστροφής της οικογένειάς τους…
Το 1829, η Μαντώ ξαναπήγε στο Ναύπλιο για να συναντήσει τον Καποδίστρια. Χάρισε στον κυβερνήτη το τελευταίο της κειμήλιο: Ηταν ένα χρυσοστόλιστο και διαμαντοκόλλητο σπαθί.
Το πρόσφερε λέγοντας: «Εξοχότατε, σας παρακαλώ να δεχθείτε αυτό το δώρο μου.
Είναι οικογενειακό μου κειμήλιο.
Η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας το χάρισε κάποτε στον πατέρα μου και χρονολογείται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Η επιγραφή του, που από τότε φέρει χαραγμένη στη λεπίδα του, ας γίνει σύμβολο στην υμετέρα Εξοχότητα κατά την διοίκηση».
Ο Καποδίστριας το πήρε με συγκίνηση και της είπε:
«Δεσποσύνη, σας ευχαριστώ για το πολύτιμον δώρον σας, αν και στα χέρια μου θα μείνει αργό, γιατί είμαι πολιτικός άνδρας».
Η λεπίδα έγραφε: «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, πολέμησον τους πολεμούντας με, βασιλεύ των βασιλευόντων».
Ο Καποδίστριας της έδωσε το βαθμό του αρχιστρατήγου και τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου της Αίγινας.
Ο θάνατός του σταμάτησε το έργο της.
Η Μαντώ είχε μάθει τα σχέδια της δολοφονίας του και τον είχε ειδοποιήσει μ’ ένα της γράμμα: «Έξοχε κυβερνήτα την στιγμή ταύτην φθάνω να μάθω ότι οι Μαυρομιχαλαίοι προμελετώσι τον φόνο σου. Προς τούτο ητοίμασαν όπλα και ξίφη και ευκαιρίαν αρμόδιον ζητούσι Βέβαιον είναι και προς Θεού φυλάξου. Ευπειθής πάντα. Μανδώ Μαυρογένους».
Οι διάδοχοί του δεν αναγνώρισαν τον βαθμό της, κι έτσι η Μαντώ έπεσε στην πιο μεγάλη αθλιότητα.
Ο Φαμπρ ένας Ιταλός φιλέλληνας, περιγράφει τη φτώχεια και το πάθος της για τη χώρα.
Η τραγική αλήθεια είναι ότι όλοι τη λησμόνησαν και την εγκατέλειψαν.
Όλα ήταν θλιβερά γύρω της: Το σπίτι, τα έπιπλα, τα ρούχα της.
Το επιβεβαιώνει άλλος ένας Ιταλός φιλέλληνας, ο Ζεκίνι «Οποτ’ επήγαινα σπίτι της κινδύνευα να κρημνισθώ από τη σκοτεινή και χαλασμένη σκάλα του. Αλλά και η περιβολή της και τ’ άθλια έπιπλά της ήταν ανάλογα με την κατοικία της»… Παρ’ όλα αυτά η Μαντώ εξακολουθούσε να προστατεύει ορφανά κορίτσια και να τα προικίζει με χρήματα που συγκέντρωνε από δάνεια και από διάφορους συγγενείς.
Η Μαντώ πήρε την απόφαση να ρεζιλέψει τον Υψηλάντη με αναφορά της στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας του 1827 «για αθέτηση υποσχέσεως γάμου».
Η υπόσχεση γάμου που δεν εφαρμοζόταν εθεωρείτο ατιμωτική πράξη και στιγματιζόταν ο άνδρας που κρατούσε μια τέτοια στάση.
Παρουσιάστηκε η ίδια στη Συνέλευση, λάμποντας από ομορφιά, παρ’ όλο που ήταν μεγάλη με τα κριτήρια εκείνης της εποχής.
Ο Νικόλαος Δραγούμι γράφει στις «Ιστορικές Αναμνήσεις» του πως στη Συνέλευση παραβρισκόταν μία μόνο γυναίκα, η αντιστράτηγος Μαντώ.
Φορούσε μαύρο φόρεμα, με χρυσά σειρήτια και καπέλο ευρωπαϊκό.
Οι δικαστές ήταν άνδρες και θεωρούσαν πρωτάκουστη την ενέργειά της.
Μάταια εκείνη με νοήματα τους ζητούσε να διαβάσουν την αναφορά της.
Δεν της επέτρεπαν να μιλήσει, ούτε να τη διαβάσει η ίδια.
Απόφευγαν ν’ αναφερθούν στην καταγγελία, γιατί δεν ήθελαν να ντροπιάσουν τον πρίγκιπα.
Αυτή η στάση της Μαντώς είναι ανεξήγητη και δεν ταιριάζει με τη νοοτροπία της.
Είναι ίσως το μελανό σημείο της ζωής της.
Η στάση της ήταν αντιφατική και το τόσο μίσος της αδικαιολόγητο.
Ίσως να την είχε λυγίσει η περιφρόνηση του κόσμου και η αθλιότητα της μίζερης ζωής της.
Ίσως ήθελε να εκδικηθεί τον άνθρωπο που δεν στάθηκε στο βάθρο όπου τον είχε ανεβάσει στην ψυχή της…
Αλλά κι ο Υψηλάντης έκανε κάτι ταπεινό.
Με τη βοήθεια μιας υπηρέτριας της Μαντώς, κατόρθωσε να ξαναπάρει κρυφά όλα του τα γράμματα, όπου έδινε τις ωραιότερες υποσχέσεις για τη μελλοντική ζωή τους.
Ο θάνατός του έδωσε ένα τέλος σ’ αυτή τη διαμάχη.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του υπηρέτη της Αντώνη Βαγιανού η καπετάνισσα φώναξε: «Επνίγηκε απ’ το ίδιο του το σάλιο», εννοώντας έτσι ότι τιμωρήθηκε για τους απατηλούς όρκους του… Όταν ήρθε ο Όθωνας η Μαντώ ζήτησε να της δώσουν όσα εδικαιούτο.
Το υπουργείο είχε εγκρίνει να της δοθούν χρήματα ως αμοιβή και βραβείο.
Αλλά οι Βαυαροί που κηδεμόνευαν τον βασιλιά απόρριψαν την αναφορά της, η οποία βρέθηκε αργότερα σε κάποιο μπακάλικο.
Σ’ αυτήν έγραφε: «Έπρεπε να σταθμίσει η Βασιλική Δικαιοσύνη τας εκδουλεύσεις και θυσίας μου, και τότε, αν δεν μοι ανήκε στρατιωτικός βαθμός, καθ’ ο γυνή να μοι δοθεί τουλάχιστον το ανήκον μοι Αριστείον, το οποίον και εγώ δύναμαι να φέρω».
Η Γραμματεία των Στρατιωτικών της έδωσε το 1834 μια σύνταξη πείνας.
Οι ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι, έχοντας την ψυχολογία των αυστηρών αντιλήψεων και ηθών του καιρού, δεν έκριναν πως άξιζε ν’ ασχοληθούν με μία γυναίκα που είχαν γνωρίσει στην περίοδο των σχέσεων της με τον Υψηλάντη, όταν μάλιστα με την αναφορά της είχε πέσει στο χλευασμό της κοινής γνώμης του Ναυπλίου.
Ο ελληνιστής και φιλέλληνας Μπλέντερ γράφει πως είναι ανεξήγητο το ότι λησμονήθηκε μια τόσο μεγάλη γυναίκα, μια τόσο υπέροχη ηρωίδα.
Το βιβλίο του «Οικογένεια Μαυρογένη», σε δύο τόμους, το αφιερώνει στους Τηνίους, Μυκονίους και Παριανούς, που ξέχασαν τη δόξα τους…
Το 1840, η Μαντώ έφυγε απογοητευμένη για την Πάρο, για να μείνει κοντά σε κάτι ξαδέλφια της που την καλοδέχτηκαν. Πήγε στο σπίτι του ξαδέλφου της Αλκιβιάδη Βατίμπέλα.
Δεν πρόλαβε όμως να ηρεμήσει και αρρώστησε σοβαρά με τύφο.
Στο νησί δεν υπήρχε παρά μόνο ένας εμπειρικός γιατρός. Έστειλαν μήνυμα στη Μύκονο πως πεθαίνει.
Ο μόνος που τη θυμήθηκε ήταν ο Κοσμάς Τράντας, το πρωτοπαλλήκαρό της σ’ όλους τους αγώνες.
Όταν ήταν στα τελευταία της, είπε στον ξάδελφό της καί δήμαρχο της Πάρου, Μάρκο Μάτσα Μαυρογένη: «Μη λυπηθεί κανείς για μένα… Πηγαίνω ευχαριστημένη. Είδα πατρίδα ελεύθερη, εγνώρισα την αγάπη, έζησα… Στον ουρανό θ’ απαντηθώ μ’ εκείνον όπου εστάθη δι’ εμέ το παν. Θα του ειπώ πόσο επόνεσα, αλλά και ότι τον έχω συγχωρέσει».
Όλοι οι Παριανοί πήγαν στην κηδεία της κι οι καμπάνες της Καταπολιανής σήμαιναν θλιβερά.
Το φέρετρο ήταν στολισμένο με ακριβό χρυσοκέντητο, βενετσιάνικο ύφασμα.
Η νεκρή φορούσε στολή αντιστρατήγου.
Οι γυναίκες έραιναν τον τάφο με λουλούδια κι οι καπεταναίοι έριχναν ντουφεκιές.
Με τα χρόνια, ο τάφος της χάθηκε…
Η Μαντώ έγινε άγαλμα στη Μύκονο και στο Πεδίον του Αρεως, έπειτα από πολλά χρόνια.
[ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ, Αθήνα, 1995,